Μερκούριος Μπούας

Μερκούριος Μπούα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1478
Ναύπλιο
Θάνατος1542
Τρεβίζο
Τόπος ταφήςChiesa di Santa Fosca in Santa Maria Maggiore
Χώρα πολιτογράφησηςΑλβανία
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακοντοτιέρος
Οικογένεια
ΟικογένειαΟίκος Μπούα
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΙταλικοί πόλεμοι
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΤάγμα του Αγίου Μάρκου
Θυρεός

Ο Μερκούριος Μπούας (επιλεγόμενος και Σπάθας) ήταν γιος του Θεόδωρου Μπούα, αξιωματούχου στην αυλή των Δεσποτών του Μυστρά. Καταγόταν από τον Οίκο Μπούα, που ήταν Αρβανίτικης καταγωγής[1], και έδρασε στην Ελλάδα την υστεροβυζαντινή εποχή. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο σε άγνωστη ημερομηνία[2].

Για πρώτη φορά γίνεται λόγος για το όνομά του μετά τη συμμετοχή του στην μάχη του Φόρνοβο το 1495 στην Ιταλική χερσόνησο, κατά την οποία και διακρίθηκε ως επικεφαλής σώματος Ελλήνων αρκεβουζιοφόρων και αργουλέτων. Σύμφωνα με τον ιστορικό της εποχής Ενετό Μαρίνο Σανούτο, αλλά και σύγχρονους, όπως ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο Μερκούριος Μπούας επιτέθηκε κατά του ιδίου του Γάλλου βασιλιά Καρόλου, τον οποίο και τραυμάτισε στο πρόσωπο.

Σύντομα το όνομά του θα γινόταν πασίγνωστο στην Ευρώπη, μαζί με αυτά των επικεφαλής και των υπόλοιπων ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων, όπως του Δημήτριου Λάσκαρη από τη Ζάκυνθο, του Ιωάννη και του Θεοδώρου Παλαιολόγου από την Πελοπόννησο, του Φίλιππου από την Μακεδονία, του Βουζίκη από το Ναύπλιο και του θείου του Μερκούριου, Δήμου Μπούα, από το Άργος.

Μετά την μάχη του Φόρνοβο η συμμαχία των ιταλικών κρατών διαλύθηκε. Μόνο οι Ενετοί επέμεναν στον κατά της Γαλλίας πόλεμο, στέλνοντας μάλιστα τους Έλληνες να καταδιώξουν τους Γάλλους μέχρι την έξοδο από το ιταλικό έδαφος. Ο Ενετός ιστορικός Σανούτος μετά τη μάχη του Φόρνοβο σε έκθεσή του προς τις αρχές της Ενετικής Δημοκρατίας αναφέρει ότι Οι Έλληνες στρατιώτες μόνοι, χωρίς την βοήθεια των πεζών, κέρδισαν την νίκη έναντι ισχυρών γαλλικών δυνάμεων. Ακόμη, ο δούκας του Μιλάνου έστειλε ευχαριστήριο επιστολή προς την Ενετική Γερουσία, ευγνωμονώντας για την αποστολή των Ελλήνων και αναφέροντας ότι « ... οίτινες αποκλείσαντες τον εχθρό έσωσαν την χώρα». Τελικά όταν, μετά τη μάχη του Φόρνοβο, έφτασαν στη Νοβάρρα και τα υπόλοιπα τμήματα των Ελλήνων στρατιωτών υπό τον Μερκούριο Μπούα, τα οποία κατεδίωκαν τον υποχωρούντα γαλλικό στρατό, οι αποκλεισμένοι στην Νοβάρρα Γάλλοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Επρόκειτο για την μεγαλύτερη νίκη που είχε πετύχει ποτέ τμήμα ιππικού σε πολιορκητική επιχείρηση. Στη μάχη αυτή οι Γάλλοι υπέστησαν τουλάχιστον 800 απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους.

Μετά τη μάχη του Φόρνοβο το σύνολο σχεδόν των ιταλικών δυνάμεων, με εξαίρεση τις δυνάμεις των Ενετών, προσχώρησε στο γαλλικό στρατόπεδο. Δεν συνέβηκε το ίδιο και με τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα που πολεμούσαν στο πλευρό των Ενετών, γιατί το θεωρούσαν μεγάλη ατιμία να τους εγκαταλείψουν μόνο και μόνο για επιπλέον χρήματα. Όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Κορωναίος «Οι Ιταλικοί δε άπαντες της αυθεντίας έφυγαν, και δημεγέρται γίνησαν με τους εχθρούς επήγαν, κι ουδείς ουδέν απέμενε, μόνον οι στρατιώτες Πελοποννήσιοι ομού και οι Μακεδόνες».

Ο Μερκούριος Μπούας πολέμησε αρχικά στο πλευρό των Ενετών, από τους οποίους έλαβε πολλά χρήματα και γαίες, έπειτα πολέμησε στο πλευρό του Γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, ο οποίος του επέτρεψε να φέρει κατά τις μάχες δική του πολεμική σημαία, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους ευγενείς που συμμετείχαν και υποχρεωνόταν να πολεμούν κάτω από την σημαία του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Από τον εν λόγω αυτοκράτορα ονομάστηκε στρατηγός της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης του αποδόθηκε ο τίτλος ευγενείας του πρίγκιπα του Λίχτενμπεργκ. Επίσης χρίστηκε κόμης του Ιλαζ, της Σουαβίας, αλλά και κόμης της Γαλλίας, τόσο από τον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό όσο και από τον Γάλλο βασιλέα Λουδοβίκο ΙΒ΄ για της προσφερόμενες σε αυτούς υπηρεσίες του. Πρωτοστάτησε μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αρχηγούς σωμάτων στρατιωτών στην ίδρυση της Ελληνικής Αδελφότητας στη Βενετία της Ιταλίας και στην ανέγερση του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας, που αποτέλεσε έκτοτε σημείο αναφοράς των Ελλήνων. Χάρη στο πρωτοπαλίκαρό του, τον Ιωάννη τον Κορωναίο, λάτρη της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και της Ιλιάδας, που αποφάσισε και συνέγραψε τα κατορθώματα του Μερκούριου Μπούα σε έμμετρο λόγο σε ένα μακροσκελές ομοιοκατάληκτο ποίημα με τον τίτλο Μερκουρίου ανδραγαθήματα, έφτασαν έως τις ημέρες μας σημαντικές πληροφορίες για την δράση του[2]. Ο Κορωναίος έγραψε και ένα μικρότερο ποίημα το οποίο απέστειλε στον Μ. Μπούα, επίσης σε ελληνική γλώσσα. Από το γεγονός αυτό, καθώς και από ένα στίχο που λέει ότι τον Μπούα πολλοί τον νομίζουν ξένο, αλλά και από λατινικά κείμενα που αναφέρονται στα στρατιωτικά τμήματα του Μπούα ως Graeci, ο Σάθας συμπεραίνει ότι ο Μ. Μπούας ήταν Έλληνας.

Συμμετείχε στις ακόλουθες μάχες μετά την μάχη του Φόρνοβο κατά χρονολογική σειρά:

  1. Μπαρλέτα το 1502 εναντίον των Γάλλων
  2. Γένουα το 1507 εναντίον των Γάλλων
  3. Ανιαντέλο το 1509
  4. Μαρινιάνο το 1515
  5. Μπικκόκα το 1522
  6. Παβία το 1525

αλλά και στην τελική μάχη των ιταλικών πολέμων στο Τσερεζόλε ντ' Άλμπα το 1543.

Ο Μερκούριος Μπούας πέθανε το 1560 στην Ιταλία όπου και ετάφη κατόπιν δικής του επιθυμίας. Ο τάφος του βρίσκεται στο Τρεβίζο, όπου υπηρέτησε ως διοικητής στρατιωτικής μονάδος. Το ταφικό του μνημείο φέρει την επιγραφή:
"Mercurio Bua Comiti E. Principibus Peloponnesi Epirotarum Equitum Ductori, Anno Salu. MDCXXXVII."
δηλ. "Στον Κόμη Μερκούριο Μπούα, πρίγκιπα της Πελοποννήσου, διοικητή των Ηπειρωτών ιππέων" (Σάθας).

  1. Καρύκας, Παντελής. Ελληνικές επαναστάσεις. Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία
  2. Έγγραφα στο Αρχείο Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας (Μουσείο Ελληνικής παροικίας Βενετίας-Ιταλία)
  3. Μαλτέζου, Χρύσα. Stradioti. Οι προστάτες των συνόρων. Αθήνα, 2003, σ. 30.
  1. Madgearu & Gordon 2008, p. 83: "The despots Gjin Buia Spata and Peter Liosha were recognized by Symeon Uroš in 1359–1360 as rulers in Epirus and Aetolia. Albanian historians consider Gjin (or Ghinu) Buia and Peter Liosha Albanian, but it is sure that at least the Buia family was of Aromanian origin..."
  2. 2,0 2,1 Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (1867) «Τζάνε Κορωναίου Μπούα τα Ανδραγαθήματα», Ελληνικά Ανέκδοτα, τομ. 1, Αθήνα.