Οι Μικρές κυρίες είναι ένα μυθιστόρημα με θέμα ενηλικίωσης που γράφτηκε από την Αμερικανίδα μυθιστοριογράφο Λουίζα Μέι Άλκοτ (1832–1888).
Η Άλκοτ έγραψε το βιβλίο, που αρχικά δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους το 1868 και το 1869, κατόπιν αιτήματος του εκδότη της.[15][16] Η ιστορία έχει θέμα τις ζωές των τεσσάρων αδερφών Μαρτς – της Μεγκ, της Τζο, της Μπεθ και της Έιμι – και περιγράφει λεπτομερώς το πέρασμά τους από την παιδική στη γυναικεία ηλικία. Βασισμένο χαλαρά στις ζωές της συγγραφέως και των τριών αδελφών της,[17] θεωρείται αυτοβιογραφικό ή ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.[18][19]
Οι Μικρές κυρίες είχαν άμεση εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, με τους αναγνώστες να θέλουν να μάθουν περισσότερα για τους χαρακτήρες. Η Άλκοτ ολοκλήρωσε γρήγορα έναν δεύτερο τόμο (με τον τίτλο Good Wives στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν και το όνομα προήλθε από τον εκδότη και όχι από την Άλκοτ). Αυτό το βιβλίο, που έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά ως Οι μικρές κυρίες παντρεύονται, [20] έγινε επίσης επιτυχία. Οι δύο τόμοι εκδόθηκαν το 1880 ως ενιαίο μυθιστόρημα με τίτλο Μικρές κυρίες. Στη συνέχεια, η Άλκοτ έγραψε δύο συνέχειες στο δημοφιλές έργο της, με πρωταγωνίστριες τις αδερφές Μαρτς: Little Men (1871) και Jo's Boys (1886).
Λέγεται ότι το μυθιστόρημα πραγματεύεται τρία βασικά θέματα: «οικογενειακή ζωή, δουλειά και αληθινή αγάπη».[21] Σύμφωνα με τη Σάρα Έλμπερτ, η Άλκοτ δημιούργησε μια νέα μορφή λογοτεχνίας, μια που πήρε στοιχεία από την παιδική λογοτεχνία και τη συνδύασε με άλλα στοιχεία από ρομαντικά μυθιστορήματα, καταλήγοντας σε ένα εντελώς νέο είδος.[21]
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει διασκευαστεί συχνά για τη σκηνή και την οθόνη.
Το 1868, ο Τόμας Νάιλς, εκδότης των έργων της Λουίζα Μέι Άλκοτ, της συνέστησε να γράψει ένα βιβλίο για κορίτσια που θα είχε ευρεία απήχηση.[17] Στην αρχή εκείνη αντιστάθηκε, προτιμώντας να εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων. Ο Νάιλς την πίεσε να γράψει πρώτα το βιβλίο για κορίτσια [17] Η Λουίζα εκμυστηρεύτηκε σε μια φίλη: «Δεν θα μπορούσα να γράψω μια ιστορία κοριτσιών γνωρίζοντας ελάχιστα για τις αδερφές μου και προτιμώντας πάντα τα αγόρια», όπως αναφέρεται στο Meg Jo Beth Amy, μια συνοπτική βιογραφική περιγραφή της ζωής και της γραφής της Άλκοτ.
Τον Μάιο του 1868, η Άλκοτ έγραψε στο ημερολόγιό της: «Ο Νάιλς, συνέταιρος του Ρόμπερτς, μου ζήτησε να γράψω ένα βιβλίο για κορίτσια. Είπα ότι θα προσπαθήσω".[22] Η Άλκοτ τοποθέτησε το μυθιστόρημά της σε ένα φανταστικό σπίτι με πρότυπο τη δική της κατοικία, όπου έγραψε το μυθιστόρημα.[17] Αργότερα θυμόταν ότι δεν πίστευε πως θα μπορούσε να γράψει ένα επιτυχημένο βιβλίο για κορίτσια και ότι δεν της άρεσε να το γράφει.[23] «Προχωρώ», έγραφε στο ημερολόγιό της, «αν και δεν μου αρέσουν τέτοια πράγματα».[22]
Μέχρι τον Ιούνιο, η Άλκοτ είχε στείλει τα πρώτα κεφάλαια στον Νάιλς και οι δύο συμφώνησαν ότι ήταν βαρετά. Αλλά η ανιψιά του Νάιλς, Λίλι Άλμι, τα διάβασε και είπε ότι της άρεσαν.[23] Το ολοκληρωμένο χειρόγραφο παρουσιάστηκε σε πολλά κορίτσια που συμφώνησαν ότι ήταν «υπέροχο». Η Άλκοτ έγραψε: "Αυτές είναι οι καλύτεροι κριτικοί, οπότε σίγουρα θα πρέπει να είμαι ικανοποιημένη".[22] Έγραψε τις Μικρές κυρίες «σε χρόνο ρεκόρ για χρήματα»,[21] αλλά η άμεση επιτυχία του βιβλίου εξέπληξε τόσο την ίδια όσο και τον εκδότη της.[24]
Σύμφωνα με τη λογοτεχνική κριτικό Σάρα Έλμπερτ, με τον όρο «μικρές κυρίες», η Άλκοτ είχε κατά νου την ντικενσιανή σημασία, που αντιπροσώπευε την περίοδο στη ζωή μιας κοπέλας όπου η παιδική και η εφηβική ηλικία οδηγούν προς τη γυναικεία ηλικία. Καθεμιά από τις αδερφές Μαρτς ζει μια οδυνηρή εμπειρία που δίνει στην ίδια και τον αναγνώστη να καταλάβουν ότι η «παιδική αθωότητα» ανήκει στο παρελθόν και ότι «το αναπόδραστο πρόβλημα της γυναίκας» είναι το μόνο που μένει.[21]
Σύμφωνα με άλλες απόψεις, ο τίτλος είχε σκοπό να τονίσει την κοινωνική αδικία, ειδικά εκείνης της εποχής, των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες ή να περιγράψει τη ζωή απλών ανθρώπων, «ασήμαντων» με την κοινωνική έννοια.[25]
Τέσσερις αδελφές και η μητέρα τους, την οποία αποκαλούν Μαμί, ζουν φτωχικά σε μια νέα γειτονιά (που θυμίζει το Κόνκορντ) στη Μασαχουσέτη. Έχοντας χάσει όλα του τα χρήματα, ο πατέρας τους υπηρετεί ως ιερέας στον Στρατό της Ένωσης κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, μακριά από το σπίτι. Η μητέρα και οι κόρες περνούν τα πρώτα τους Χριστούγεννα χωρίς αυτόν. Όταν η Μαμί ζητά από τις κόρες της να δώσουν το χριστουγεννιάτικο πρωινό τους σε μια φτωχή οικογένεια, τα κορίτσια και η μητέρα τους πηγαίνουν στην πόλη φορτωμένα με καλάθια για να ταΐσουν τα πεινασμένα παιδιά. Όταν επιστρέφουν, ανακαλύπτουν ότι ο πλούσιος, ηλικιωμένος γείτονάς τους κύριος Λόρενς έχει στείλει ένα δείπνο έκπληξη για να αναπληρώσει το πρωινό τους. Οι δύο οικογένειες γνωρίζονται μετά από αυτές τις πράξεις καλοσύνης.
Η Μεγκ και η Τζο πρέπει να δουλέψουν για να στηρίξουν την οικογένεια: η Μεγκ κάνει μαθήματα στα τέσσερα παιδιά μιας γειτονικής οικογένειας. Η Τζο βοηθά την ηλικιωμένη θεία του πατέρα της, μια πλούσια χήρα που ζει σε μια έπαυλη. Η Μπεθ, που παραείναι δειλή για το σχολείο, μένει ευχαριστημένη στο σπίτι και βοηθά στις δουλειές, ενώ η Έιμι πηγαίνει ακόμα στο σχολείο. Η Μεγκ είναι όμορφη και παραδοσιακή, η Τζο είναι αγοροκόριτσο και της αρέσει το γράψιμο, η Μπεθ είναι ειρηνοποιός και πιανίστα και η Έιμι είναι καλλιτέχνιδα που θέλει να μπει στην καλή κοινωνία. Οι αδελφές προσπαθούν να βοηθήσουν την οικογένειά τους και να βελτιωθούν προσωπικά, καθώς η Μεγκ είναι ματαιόδοξη, η Τζο οξύθυμη, η Μπεθ υπερβολικά δειλή και η Έιμι υλίστρια. Ο γείτονάς τους Λόρι, ορφανός εγγονός του κυρίου Λόρενς, γίνεται στενός φίλος των κοριτσιών, και ιδιαίτετερα της Τζο.
Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, η Τζο γράφει ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύεται αλλά αναγκάζεται απογοητευμένη να το επιμεληθεί και δεν μπορεί να κατανοήσει τις αντικρουόμενες κριτικές που δέχεται. Η Μεγκ καλείται να περάσει δύο εβδομάδες με πλούσιους φίλους, όπου γίνονται πάρτι και χοροί για να βελτιώσει τις κοινωνικές της δεξιότητες. Ο Λόρι είναι καλεσμένος σε έναν από τους χορούς και οι φίλοι της Μεγκ πιστεύουν λανθασμένα ότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Η Μεγκ ενδιαφέρεται περισσότερο για τον Τζον Μπρουκ, τον νεαρό δάσκαλο του Λόρι.
Φτάνει η είδηση ότι ο κύριος Μαρτς είναι πολύ άρρωστος με πνευμονία και η Μαμί καλείται στην Ουάσιγκτον για να τον φροντίσει. Ο κύριος Λόρενς προσφέρεται να τη συνοδεύσει, αλλά εκείνη αρνείται, γνωρίζοντας ότι το ταξίδι θα ήταν δύσκολο για τον ηιλικιωμένο. Ο κύριος Λόρενς στέλνει τον Τζον Μπρουκ να δουλέψει στις επιχειρήσεις του στην Ουάσιγκτον και να βοηθήσει τους Μαρτς. Ενώ βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, ο Μπρουκ εξομολογείται τον έρωτά του για τη Μεγκ στους γονείς της. Εκείνοι χαίρονται, αλλά θεωρούν τη Μεγκ πολύ μικρή για να παντρευτεί, οπότε ο Μπρουκ δέχεται να περιμένει.
Ενώ η Μαμί βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, η Μπεθ προσβάλλεται από οστρακιά έχοντας έρθει σε επαφή με μια φτωχή οικογένεια όπου πεθαίνουν τρία παιδιά. Προληπτικά, η Έιμι στέλνεται να μείνει με τη θεία Μαρτς και αντικαθιστά την Τζο ως βοηθό της. Η Τζο, που έχει περάσει οστρακιά, φροντίζει την Μπεθ. Μετά από πολλές μέρες ασθένειας, ο οικογενειακός γιατρός συμβουλεύει να γυρίσει αμέσως η Μαμί. Η Μπεθ καλυτερεύει, αλλά ποτέ δεν ανακτά πλήρως την υγεία και την ενέργειά της.
Ενώ ο Μπρουκ περιμένει την ενηλικίωση της Μεγκ για να την παντρευτεί, στρατολογείται και πηγαίνει στον πόλεμο. Αφού τραυματιστεί, επιστρέφει για να βρει δουλειά για να αγοράσει ένα σπίτι και να είναι έτοιμος να παντρευτεί τη Μεγκ. Ο Λόρι πηγαίνει στο κολέγιο. Την ημέρα των Χριστουγέννων, ένα χρόνο μετά την αρχή του βιβλίου, ο πατέρας των κοριτσιών επιστρέφει στο σπίτι.
(Δημοσιευμένο χωριστά στο Ηνωμένο Βασίλειο ως Good Wives / Οι μικρές κυρίες παντρεύονται [20])
Τρία χρόνια αργότερα, η Μεγκ και ο Τζον παντρεύονται και μαθαίνουν να ζουν μαζί. Όταν αποκτούν δίδυμα, η Μεγκ γίνεται αφοσιωμένη μητέρα, αλλά ο Τζον αρχίζει να αισθάνεται παραμελημένος και αποκλεισμένος. Η Μεγκ ζητά συμβουλές από τη Μαμί, η οποία τη βοηθά να βρει ισορροπία στον έγγαμο βίο της αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο στα συζυγικά της καθήκοντα και ενθαρρύνοντας τον Τζον να ασχοληθεί περισσότερο με την ανατροφή των παιδιών.
Η Λόρι αποφοιτά από το κολέγιο, έχοντας προσπαθήσει να βελτιωθεί την τελευταία χρονιά μετά από προτροπή της Τζο. Η Έιμι επιλέγεται αντί της Τζο για να πάει ταξίδι στην Ευρώπη με τη θεία της. Η υγεία της Μπεθ είναι εύθραυστη λόγω επιπλοκών από την οστρακιά και η διάθεσή της έχει πέσει. Ενώ προσπαθεί να αποκαλύψει τον λόγο της λύπης της Μπεθ, η Τζο συνειδητοποιεί ότι ο Λόρι έχει ερωτευτεί. Στην αρχή πιστεύει ότι είναι με την Μπεθ, αλλά σύντομα αισθάνεται ότι είναι με την ίδια. Η Τζο εκμυστηρεύεται το θέμα στη Μαμί, λέγοντάς της ότι αγαπά τον Λόρι σαν αδελφό και ότι δεν μπορεί να τον δει ερωτικά.
Η Τζο αποφασίζει ότι θέλει λίγη περιπέτεια και να απομακρυνθεί από τον Λόρι, ελπίζοντας ότι θα ξεχάσει τα συναισθήματά του. Περνά έξι μήνες με μια φίλη της μητέρας της που διευθύνει μια πανσιόν στη Νέα Υόρκη, υπηρετώντας ως γκουβερνάντα για τα δύο παιδιά της. Η Τζο παρακολουθεί μαθήματα γερμανικών με έναν άλλο κάτοικο της πανσιόν, τον καθηγητή Μπάερ, που έχει έρθει στην Αμερική από το Βερολίνο για να φροντίσει τους ορφανούς γιους της αδελφής του. Για να κερδίσει περισσότερα χρήματα, η Τζο γράφει ανώνυμα ερωτικές ιστορίες για διάφορα έντυπα. Ο καθηγητής Μπάερ υποψιάζεται το μυστικό της και της λέει ότι τέτοιου είδους γραφή είναι χυδαία. Η Τζο πείθεται να εγκαταλείψει αυτό το είδος γραφής καθώς ο χρόνος της στη Νέα Υόρκη πλησιάζει στο τέλος του. Όταν επιστρέφει στη Μασαχουσέτη, ο Λόρι της κάνει πρόταση γάμου και εκείνη αρνείται.
Ο Λόρι ταξιδεύει στην Ευρώπη με τον παππού του για να ξεπεράσει την ερωτική του απογοήτευση. Στο σπίτι, η υγεία της Μπεθ έχει επιδεινωθεί σοβαρά. Η Τζο αφιερώνει τον χρόνο της στη φροντίδα της ετοιμοθάνατης αδελφής της. Ο Λόρι συναντά στην Ευρώπη την Έιμι και σιγά σιγά την ερωτεύεται καθώς αρχίζει να τη βλέπει με νέο φως. Εκείνη δεν δίνει σημασία στην αδράνεια και την απογοήτευση που τον χαρακτηρίζει από τότε που τον απέρριψε η Τζο, και τον εμπνέει να βρει τον σκοπό του και να κάνει κάτι που αξίζει στη ζωή του. Με την είδηση του θανάτου της Μπεθ, συναντιούνται για παρηγοριά και ο έρωτάς τους φουντώνει. Η θεία της Έιμι δεν της επιτρέπει να γυρίσει χωρίς εκείνη με τον Λόρι και τον παππού του, κι έτσι οι δύο νέοι παντρεύονται πριν επιστρέψουν στην πατρίδα τους από την Ευρώπη.
Ο καθηγητής Μπάερ βρίσκεται στη Μασαχουσέτη για επαγγελματικούς λόγους και επισκέπτεται τους Μαρτς καθημερινά επί δύο εβδομάδες. Την τελευταία μέρα, κάνει πρόταση γάμου στην Τζο και οι δυο τους αρραβωνιάζονται. Επειδή ο καθηγητής είναι φτωχός, ο γάμος πρέπει να περιμένει μέχρι να βρεθεί καλό εισόδημα, κι έτσι ο Μπάε πηγαίνει δυτικά για να διδάξει. Περνάει ένας χρόνος χωρίς μεγάλη επιτυχία. Αργότερα πεθαίνει η θεία Μαρτς και αφήνει το μεγάλο της κτήμα στην Jo. Η Τζο και ο Μπάερ παντρεύονται και μετατρέπουν το σπίτι σε σχολείο αρρένων. Αποκτούν δύο δικούς τους γιους και η Έιμι και ο Λόρι αποκτούν μια κόρη. Μαζεύοντας μήλα, η Μαμί γιορτάζει τα 60ά της γενέθλια στο κτήμα της Τζο, με τον σύζυγό της, τις τρεις επιζήσασες κόρες της, τους συζύγους τους και τα πέντε εγγόνια της.
Η Μεγκ, η μεγαλύτερη αδερφή, είναι 16 ετών όταν ξεκινά η ιστορία. Περιγράφεται ως καλλονή και διαχειρίζεται το νοικοκυριό όταν η μητέρα της λείπει. Έχει μακριά καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια και ιδιαίτερα όμορφα χέρια και θεωρείται η πιο όμορφη από τις αδερφές. Η Μεγκ ενσαρκώνει το γυναικείο πρότυπο της εποχής. Από την αρχή, είναι ήδη μια σχεδόν τέλεια «μικρή κυρία» στα μάτια του κόσμου.[26] Πριν από τον γάμο της με τον Τζον Μπρουκ, ενώ ζει ακόμα στο σπίτι, συχνά συμβουλεύει τις μικρότερες αδελφές της για να γίνουν και εκείνες «μικρές κυρίες».[27]
Η Μεγκ προσλαμβάνεται ως γκουβερνάντα από τους Κινγκς, μια πλούσια οικογένεια της περιοχής. Λόγω της κοινωνικής θέσης τους, η Μεγκ μπαίνει στην υψηλή κοινωνία, αλλά επιπλήττεται από τον φίλο και γείτονά της, Θίοντορ Λόρενς (Λόρι), επειδή συμπεριφέρεται σαν σνομπ. Η Μεγκ παντρεύεται τον Τζον Μπρουκ, τον δάσκαλο του Λόρι. Αποκτούν δίδυμα, τη Μάργκαρετ Μπρουκ (Νταίζη) και τον Τζον Λόρενς Μπρουκ (Ντέμι). Η συνέχεια του βιβλίου, με τίτλο Little Men, αναφέρει μια κόρη, την Τζόζεφιν Μπρουκ (Τζόσι),[28] που είναι 14 ετών στην αρχή του τελευταίου βιβλίου.[29]
Σύμφωνα με τη Σάρα Έλμπερτ, «η δημοκρατική οικογενειακή ζωή απαιτεί ωριμότητα, δύναμη και πάνω από όλα μια σταθερή ταυτότητα που λείπει από τη Μεγκ».[21] Οι υπολοιποι πιστεύουν ότι η Άλκοτ δεν σκοπεύει να μειώσει τη Μεγκ για τη συνηθισμένη της ζωή, και της αποδίδει στοργικές λεπτομέρειες, γεμάτες συναισθηματισμό.
Ο κύριος χαρακτήρας, η Τζο, 15 ετών στην αρχή του βιβλίου, είναι μια δυνατή και θεληματική νεαρή γυναίκα, που αγωνίζεται να υποτάξει τη φλογερή ιδιοσυγκρασία και την έντονη προσωπικότητά της.[30][31]
Η δεύτερη από τις τέσσερις αδερφές, η Τζο, μοιάζει με αγόρι και είναι η πιο έξυπνη και η πιο δημιουργική στην οικογένεια. Ο πατέρας της την αναφέρει ως «γιο του» και ο καλύτερος φίλος και γείτονάς της, Θίοντορ Λόρενς (Λόρι), μερικές φορές την αποκαλεί «αγαπητέ μου φίλε», ενώ εκείνη μόνο τον αποκαλεί Τέντι. Η Τζο έχει φλογερή ιδιοσυγκρασία που την οδηγεί συχνά σε μπελάδες. Με τη βοήθεια του χιούμορ της, της αδερφής της Μπεθ και της μητέρας της, προσπαθεί να την ελέγξει. Έχει ειπωθεί ότι πολλά στοιχεία της Λουίζα Μέι Άλκοτ φαίνονται μέσα σε αυτά τα χαρακτηριστικά της Τζο.[32] Στο δοκίμιό της, Recollections of My Childhood, η Άλκοτ περιγράφει τον εαυτό της ως ένα αγοροκόριτσο που απολάμβανε δραστηριότητες όπως το τρέξιμο και το σκαρφάλωμα στα δέντρα.
Η Τζο λατρεύει τη λογοτεχνία, τόσο το διάβασμα όσο και το γράψιμο. Γράφει θεατρικά έργα για να παίζουν οι αδελφές της και διηγήματα. Αρχικά απορρίπτει την ιδέα του γάμου και του έρωτα, νιώθοντας ότι θα διέλυε την οικογένειά της και θα τη χώριζε από τις αδελφές της που λατρεύει. Ενώ ακολουθεί λογοτεχνική καριέρα στη Νέα Υόρκη, γνωρίζει τον Γερμανό καθηγητή Φρίντριχ Μπάερ. Όταν επιστρέφει, της κάνει πρόταση γάμου ο Λόρι, αλλά εκείνη αρνείται, επιβεβαιώνοντας έτσι την ανεξαρτησία της. Ένας άλλος λόγος για την άρνησή της είναι ότι η αγάπη που τρέφει ο Λόρι για την Τζο είναι περισσότερο αδελφική, παρά ερωτική, διαφορά τη οποία εκείνος δεν μπορεί να καταλάβει επειδή είναι «απλώς αγόρι», όπως λέει η Άλκοτ στο βιβλίο.
Μετά τον θάνατο της Μπεθ, ο καθηγητής Μπάερ φλερτάρει την Τζο στο σπίτι της και οι δυο τους «αποφασίζουν να μοιραστούν τα βάρη της ζωής».[21] Είναι 25 ετών όταν δέχεται την πρότασή του. Ο γάμος αναβάλλεται μέχρι την απροσδόκητη κληρονομιά του σπιτιού της θείας Μάρτς έναν χρόνο αργότερα. Αποκτούν δύο γιους, τον Ρόμπερτ Μπάερ (Ρομπ) και τον Θίοντορ Μπάερ (Τεντ). Η Τζο γράφει επίσης το πρώτο μέρος των Μικρών κυριών στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος της Άλκοτ. Σύμφωνα με την Έλμπερτ, «η αφήγησή της σηματοδοτεί μια επιτυχώς ολοκληρωμένη εφηβεία».[21]
Η Μπεθ, 13 ετών όταν ξεκινά η ιστορία, περιγράφεται ως καλή, ευγενική, γλυκιά, ντροπαλή, ήσυχη, ειλικρινής και με ταλέντο στη μουσική. Είναι η πιο ντροπαλή αδελφή Μαρτς και η πιανίστα της οικογένειας.[33] Προικισμένη με μια ήρεμη σοφία, είναι η ειρηνοποιός της οικογένειας και επιπλήττει τις αδελφές της όταν μαλώνουν.[34] Καθώς οι αδελφές της μεγαλώνουν, αρχίζουν να φεύγουν από το σπίτι, αλλά η Μπεθ δεν θέλει να αφήσει το σπίτι ούτε την οικογένειά της. Είναι ιδιαίτερα κοντά με την Τζο: όταν η Μπεθ παθαίνει οστρακιά, τη φροντίζει κυρίως η Τζο, που σπάνια φεύγει από το πλευρό της. Η Μπεθ αναρρώνει από την οξεία ασθένεια αλλά η υγεία της είναι μόνιμα εξασθενισμένη.
Καθώς μεγαλώνει, η Μπεθ αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ο χρόνος της με τους αγαπημένους της πλησιάζει στο τέλος του. Τέλος, η οικογένεια δέχεται ότι η Μπεθ δεν θα ζήσει πολύ ακόμα. Της φτιάχνουν ένα ξεχωριστό δωμάτιο, γεμάτο με όλα τα πράγματα που αγαπά περισσότερο: τα γατάκια της, το πιάνο της, τα βιβλία του πατέρα της, τα σκίτσα της Έιμι και τις αγαπημένες της κούκλες. Δεν μένει ποτέ αδρανής. Πλέκει και ράβει, αλλά κάποια στιγμή αφήνει τη βελόνα της, λέγοντας ότι έγινε «βαριά». Η τελευταία κρίση της ασθένειας της Μπεθ έχει ισχυρή επίδραση στις αδελφές της, ιδιαίτερα στην Τζο, η οποία αποφασίζει να ζήσει τη ζωή της δίνοντας περισσότερη προσοχή και φροντίδα σε όλους. Η κύρια απώλεια στις Μικρές κυρίες είναι ο θάνατος της αγαπημένης Μπεθ. Η «αυτοθυσία της είναι τελικά η μεγαλύτερη στο μυθιστόρημα".[21]
Η Έιμι είναι η μικρότερη αδελφή και το μωρό της οικογένειας. Είναι 12 όταν ξεκινά η ιστορία. Ενδιαφέρεται για την τέχνη, έχει σγουρά χρυσαφένια μαλλιά και γαλάζια μάτια, είναι «χλομή και λεπτή» και φέρεται πάντα σας σωστή κυρία. Είναι η καλλιτέχνις της οικογένειας.[35] Συχνά παραχαϊδεμένη επειδή είναι η μικρότερη, η Έιμι συχνά συμπεριφέρεται ματαιόδοξα και εγωκεντρικά, αν και εξακολουθεί να αγαπά την οικογένειά της.[36] Έχει το μεσαίο όνομα Κέρτις και είναι η μόνη αδερφή Μαρτς που χρησιμοποιεί το πλήρες όνομά της αντί για υποκοριστικό.[37]
Η θεία της την επιλέγει για να ταξιδέψει μαζί της στην Ευρώπη, όπου ωριμάζει και αποφασίζει πώς θα κατευθύνει την ενήλικη ζωή της. Συναντά τον Λόρι Λόρενς και τον παππού του κατά τη διάρκεια της εκτεταμένης επίσκεψής της στην Ευρώπη. Η Έιμι είναι η αδελφή Μαρτς με τη μικρότερη τάση για θυσία και αυταπάρνηση. Συμπεριφέρεται σωστά στην καλή κοινωνία, όπου νιώθει άνετα. Η κριτικός Μάρθα Σάξτον παρατηρεί ότι η συγγραφέας δεν ήταν ποτέ απόλυτα ικανοποιημένη με την ηθική ανάπτυξη της Έιμι και η επιτυχία της στη ζωή φαινόταν σχετικά τυχαία.[36] Ωστόσο, η ηθική της Έιμι φαίνεται να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης ενηλικίωσης της και καταφέρνει να βάλει με αυτοπεποίθηση και δίκαια τον Λόρι στη θέση του όταν πιστεύει ότι σπαταλά τη ζωή του σε επιπολαιότητες. Τελικά, η Έιμι φαίνεται να εργάζεται πολύ σκληρά για να κερδίσει αυτό που θέλει στη ζωή και να αξιοποιήσει στο έπακρο την επιτυχία της.
Για τα βιβλία της, η Λουίζα Μέι Άλκοτ εμπνεόταν συχνά από γνώριμα στοιχεία. Οι χαρακτήρες στις Μικρές κυρίες προέρχονται από συγγενείς και φίλους.[17][41] Η παντρεμένη αδελφή της Άννα ήταν η Μεγκ, η καλλονή της οικογένειας. Η Λίζι, η αγαπημένη αδελφή της Άλκοτ, ήταν η έμπνευση για την Μπεθ. Όπως η Μπεθ, η Λίζι ήταν ήσυχη και μοναχική και είχε τραγικό θάνατο σε ηλικία είκοσι τριών ετών από επιπλοκές της οστρακιάς.[42] Η Μέι, η δυναμική αδελφή της Άλκοτ, απεικονίστηκε ως Έιμι.[17] Η Άλκοτ απεικόνισε τον εαυτό της ως Τζο. Η Άλκοτ αλληλογραφούσε με αναγνώστες που την αποκαλούσαν «Δεσποινίς Μαρτς» ή «Τζο» και δεν τους διόρθωσε.[43][44]
Ωστόσο, η ιστορία της Άλκοτ είναι εξιδανικευμένη. Για παράδειγμα, ο κύριος Μαρτς, που απεικονίζεται ως ήρωας του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, ιερέας και, πιθανώς, πηγή έμπνευσης για τις γυναίκες της οικογένειας, απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος.[44] Αντίθετα, ο Μπρόνσον Άλκοτ ήταν πολύ παρών στο σπίτι της οικογένειας, εν μέρει λόγω της αδυναμίας του να βρει σταθερή δουλειά. Ενώ υποστήριζε πολλές εκπαιδευτικές αρχές που υποστηρίζονταν από την οικογένεια Μαρτς, ήταν θορυβώδης και δικτατορικός. Η έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας του ήταν πηγή ταπείνωσης για τη γυναίκα και τις κόρες του.[44] Η οικογένεια Μαρτς απεικονίζεται να ζει σε ευγενή εξαθλίωση, αλλά η οικογένεια Άλκοτ, εξαρτημένη από έναν αδύναμο πατέρα, υπέφερε από πραγματική φτώχια και περιστασιακά από πείνα.[45] Αρχικά, η Άλκοτ δεν ήθελε να εκδώσει τις Μικρές κυρίες, ισχυριζόμενη ότι τις έβρισκε βαρετές και δεν ήταν σίγουρη πώς να γράφει για κορίτσια, καθώς γνώριζε λίγα πέρα από τις αδερφές της. Ωστόσο, με την ενθάρρυνση του εκδότη της Τόμας Νάιλς, έγραψε το μυθιστόρημα μέσα σε 10 εβδομάδες.[46]
Επίσης, Οι Μικρές κυρίες έχουν αρκετές κειμενικές και δομικές αναφορές στο μυθιστόρημα του Τζον Μπάνιαν Η πορεία του προσκυνητή.[47] Η Τζο και οι αδερφές της το διάβαζαν στην αρχή του βιβλίου και προσπαθούν να ακολουθήσουν το καλό παράδειγμα του χριστιανού του Μπάνιαν. Σε όλο το μυθιστόρημα, οι κύριοι χαρακτήρες αναφέρονται πολλές φορές στην Πορεία του προσκυνητή και παρομοιάζουν τα γεγονότα στη ζωή τους με τις εμπειρίες των προσκυνητών.
Ο πρώτος τόμος του μυθιστορήματος Μικρές κυρίες εκδόθηκε το 1868 από τη Roberts Brothers.[48] Η πρώτη έκδοση περιλάμβανε εικονογραφήσεις της Μέι Άλκοτ, της αδελφής στην οποία βασίστηκε η φανταστική Έιμι Μαρτς.
Η πρώτη έκδοση 2.000 αντιτύπων εξαντλήθηκε γρήγορα και η εταιρεία δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί στη ζήτηση για επιπλέον εκτυπώσεις. Η εταιρεία ανακοίνωσε: «Η μεγάλη λογοτεχνική επιτυχία της σεζόν είναι αναμφίβολα οι Μικρές κυρίες της δεσποινίδας Άλκοτ, οι παραγγελίες για τις οποίες συνεχίζουν να συρρέουν σε τέτοιον βαθμό που καθιστούν αδύνατον να ανταποκριθούμε με ταχύτητα».[22] Η Άλκοτ παρέδωσε το χειρόγραφο για τον δεύτερο τόμο την Πρωτοχρονιά του 1869, μόλις τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του πρώτου μέρους.[23]
Οι εκδόσεις στα τέλη του 20ού και του 21ου αιώνα συνδυάζουν και τα δύο μέρη σε ένα βιβλίο, με τον τίτλο Μικρές κυρίες, με το μεταγενέστερο τμήμα να σημειώνεται ως Μέρος 2. Υπάρχουν 23 κεφάλαια στο Μέρος 1 και 47 κεφάλαια στο πλήρες βιβλίο. Κάθε κεφάλαιο είναι αριθμημένο και έχει και τίτλο.[49] Στις εκδόσεις που κυκλοφόρησαν τον 21ο αιώνα μπορεί το πρωτότυπο κείμενο να είναι αναλλοίωτο, να έχει εικονογραφήσεις, να σχολιάζεται για τον αναγνώστη (εξηγώντας όρους του 1868–69 που είναι σήμερα λιγότερο συνηθισμένοι), να είναι εκσυγχρονισμένο ή και συντομευμένο.
Ο Τζ. Κ. Τσέστερτον πίστευε ότι ο Λουίζα Μέι Άλκοτ στις Μικρές κυρίες «πρόλαβε τον ρεαλισμό είκοσι ή τριάντα χρόνια νωρίτερα» και ότι η πρόταση του Φριτς στην Τζο και η αποδοχή της «είναι ένα από τα πραγματικά ανθρώπινα πράγματα στην ανθρώπινη λογοτεχνία».[50] Ο Γκρέγκορι Σ. Τζάκσον είπε ότι η χρήση του ρεαλισμού από την Άλκοτ ανήκει στην αμερικανική προτεσταντική παιδαγωγική παράδοση, η οποία περιλαμβάνει μια σειρά από θρησκευτικές λογοτεχνικές παραδόσεις με τις οποίες ήταν εξοικειωμένη η Άλκοτ.[51]
Οι Μικρές κυρίες έγινε δεκτές με ενθουσιασμό από την πρώτη έκδοση.Οι Μικρές κυρίες έγιναν «το παραδειγματικό κείμενο για τις νέες γυναίκες της εποχής και ένα κείμενο στο οποίο η οικογενειακή λογοτεχνική κουλτούρα προβάλλεται σε περίοπτη θέση».[52]
Στα τέλη του 20ού αιώνα, ορισμένοι μελετητές επέκριναν το μυθιστόρημα. Η Σάρα Έλμπερτ, για παράδειγμα, έγραψε ότι οι Μικρές κυρίες ήταν η αρχή μιας «παρακμής στη ριζική δύναμη της γυναικείας μυθοπλασίας».[21]
Το 2003 οι Μικρές κυρίες κατατάχθηκαν στην 18η θέση στο The Big Read, μια έρευνα του βρετανικού κοινού από το BBC για τον προσδιορισμό του "πιο αγαπημένου μυθιστόρημα της χώρας" (όχι παιδικό μυθιστόρημα). Είναι το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ των μυθιστορημάτων που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ σε αυτόν τον κατάλογο.[53] Το 2012 κατατάχθηκε στην 47η θέση μεταξύ των κορυφαίων παιδικών μυθιστορημάτων όλων των εποχών σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε από το School Library Journal, με κοινό κυρίως στις ΗΠΑ.[54]
Οι Μικρές κυρίες ήταν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα, σύμφωνα με το περιοδικό Stern με βάση μια δημοσίευση του 1927 στην εφημερίδα New York Times.[55]
Μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος Μικρές κυρίες, ορισμένες γυναίκες ένιωσαν την ανάγκη να «αποκτήσουν νέες και περισσότερες δημόσιες ταυτότητες», ωστόσο εξαρτώνται από άλλους παράγοντες όπως οικονομικούς πόρους.[52] Όλο και περισσότερες νεαρές γυναίκες άρχισαν να γράφουν ιστορίες που είχαν περιπετειώδεις πλοκές και «ιστορίες ατομικών επιτευγμάτων».[52] Οι Μικρές κυρίες επηρέασαν επίσης τους Ευρωπαίους μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες που ήθελαν να αφομοιωθούν στην κουλτούρα της μεσαίας τάξης.
Ενώ η «Άλκοτ δεν αμφισβήτησε ποτέ την αξία της οικογενειακής ζωής», αμφισβήτησε τις κοινωνικές κατασκευές που έκαναν τις γεροντοκόρες σκοτεινά και περιθωριακά μέλη της κοινωνίας μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν παντρεμένες.[21]
Η Τζο της Άλκοτ έκανε επίσης την επαγγελματική συγγραφή προσιτή εικόνα σε γενιές γυναικών. Συγγραφείς τόσο διαφορετικές όπως η Μαξίν Χονγκ Κίνγστον, η Μάργκαρετ Άτγουντ και η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ έχουν αναφέρει την επιρροή της Τζο Μαρτς στην καλλιτεχνική τους εξέλιξη. Ακόμη και άλλα φανταστικά πορτρέτα νεαρών γυναικών που φιλοδοξούν να γίνουν συγγραφείς έχουν επηρεαστεί από την Τζο Μαρτς.[56]
Η Άλκοτ «έκανε τα δικαιώματα των γυναικών αναπόσπαστο τμήμα στις ιστορίες της, και πάνω απ' όλα στις Μικρές κυρίες».[21] Η μυθοπλασία της Άλκοτ έγινε η «πιο σημαντική φεμινιστική συνεισφορά της»—ακόμα και αν λάβουμε υπόψη όλη την προσπάθεια της Άλκοτ για να βοηθήσει στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών".[21]
Η Μάριαν ντε Φόρεστ διασκεύασε τις Μικρές κυρίες για τη σκηνή του Μπρόντγουεϊ το 1912.[57] Το ανέβασμά του το 1919 στο Λονδίνο έκανε αστέρι την Κάρθριν Κορνέλ, η οποία έπαιξε το ρόλο της Τζο.
Μια μονόπρακτη σκηνική εκδοχή του έργο, γραμμένη από τον Τζέραλντ Π. Μέρφι ανέβηκε τον Οκτώβριο του 2010 στο Queensland Center for the Performing Arts στο Runnaway Bay της Αυστραλίας. Αυτή η παράσταση έχει επίσης ανέβει στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά και την Ιρλανδία. [1]
Μια νέα διασκευή της βραβευμένης θεατρικής συγγραφέως Κέιτ Χάμιλ έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της το 2018 στο Jungle Theatre στη Μινεάπολη, ενώ ακολούθησε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη το 2019 σε σκηνοθεσία Σάρνα Λαπάιν.[58]
Οι Μικρές κυρίες έχουν γίνει ταινίες αρκετές φορές. Η πρώτη προσαρμογή ήταν μια βουβή ταινία σε σκηνοθεσία Αλεξάντερ Μπάτλερ που κυκλοφόρησε το 1917. Θεωρείται χαμένη ταινία.
Μια άλλη μεταφορά στον βωβο κινηματογράφο κυκλοφόρησε το 1918 σε σκηνοθεσία Χάρλεϊ Νόουλς.
Ο Τζορτζ Κιούκορ σκηνοθέτησε την πρώτη ομιλούσα μεταφορά του μυθιστορήματος Μικρές κυρίες, με πρωταγωνίστρια την Κάθριν Χέπμπορν ως Τζο, την Τζόαν Μπένετ ως Έιμι, τη Φράνσις Ντι ως Μεγκ και την Τζιν Πάρκερ ως Μπεθ. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1933.
Στην πρώτη έγχρωμη προσαρμογή πρωταγωνίστησαν η Τζουν Άλισον ως Τζο, η Μάργκαρετ Ομπράιεν ως Μπεθ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ως Έιμι και η Τζάνετ Λι ως Μεγκ. Σε σκηνοθεσία Μέρβιν Λερόι, η ταινία κυκλοφόρησε το 1949 κερδίζοντας δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ έγχρωμης ταινίας, Καλύτερης Φωτογραφίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, για την οποία έλαβε το βραβείο.
Η Γκίλιαν Άρμστρονγκ σκηνοθέτησε μια προσαρμογή το 1994, με πρωταγωνίστριες την Ουινόνα Ράιντερ ως Τζο, την Τρίνι Αλβαράδο ως Μεγκ, τις Σαμάνθα Μάθις και Κίρστεν Ντανστ ως Έιμι και την Κλερ Ντέινς ως Μπεθ. Η ταινία έλαβε τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για τη Ράιντερ.
Μια κινηματογραφική μεταφορά [59] κυκλοφόρησε το 2018 για να σηματοδοτήσει την 150ή επέτειο από την κυκλοφορία του μυθιστορήματος.[60] Το σκηνοθέτησε η Κλερ Νίντερπρουμ στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο και πρωταγωνίστησαν η Σάρα Ντάβενπορτ ως Τζο, η Άλι Τζένινγκς ως Μπεθ, η Μέλανι Στόουν ως Μεγκ και οι Ελίζ Τζόουνς και Τέιλορ Μέρφι ως Έιμι.[60]
Η συγγραφέας και σκηνοθέτις Γκρέτα Γκέργουιγκ ανέλαβε την ιστορία στη μεταφορά του μυθιστορήματος το 2019. Στην ταινία της πρωταγωνιστούν οι Σίρσα Ρόναν ως Τζο, Έμα Γουάτσον ως Μεγκ, Φλόρενς Πιου ως Έιμι, Λόρα Ντερν ως Μαμί, Μέριλ Στριπ ως θεία Μαρτς, Ελάιζα Σκάνλεν ως Μπεθ και Τιμοτέ Σαλαμέ ως Λόρι. Η ταινία έλαβε έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Καλύτερη Ταινία.[61]
Το μυθιστόρημα Μικρές κυρίες διασκευάστηκε σε τηλεοπτικό μιούζικαλ, το 1958, από τον συνθέτη Ρίτσαρντ Άντλερ για το CBS.[62]
Οι Μικρές κυρίες έχει γίνουν σίριαλ τέσσερις φορές από το BBC: το 1950 (όταν προβλήθηκε ζωντανά), το 1958, το 1970 και το 2017.
Η Universal Television γύρισε μια μίνι σειρά σε δύο μέρη βασισμένη στο μυθιστόρημα, η οποία προβλήθηκε στο από NBC το 1978. Ακολούθησε μια σειρά του 1979.
Στη δεκαετία του 1980, έγιναν πολλές προσαρμογές anime. Όλες οι ειδικές και οι σειρές anime μεταγλωττίστηκαν στα αγγλικά και προβλήθηκαν στην αμερικανική τηλεόραση.
Μια προσαρμογή του 2018 έγινε από την Manor Rama Pictures LLP και μεταδίθηκε στην εφαρμογή ALTBalaji στην Ινδία. Η διαδικτυακή σειρά ονομάζεται Haq Se. Με φόντο το Κασμίρ, η σειρά είναι μια σύγχρονη ινδική προσαρμογή του βιβλίου.
Μια νοτιοκορεατική προσαρμογή γυρίστηκε από το Studio Dragon για το τοπικό καλωδιακό δίκτυο tvN και το Netflix.[63] Προβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022.
Το μυθιστόρημα προσαρμόστηκε σε μιούζικαλ με τον ίδιο τίτλο, έκανε πρεμιέρα του στο Μπρόντγουεϊ στις 23 Ιανουαρίου 2005 και κατέβηκε στις 22 Μαΐου 2005 μετά από 137 παραστάσεις. Μια παραγωγή ανέβηκε και στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας το 2008.[64]
Η Μεγάλη Όπερα του Χιούστον ανέθεσε και παρουσίασε τις Μικρές κυρίες το 1998. Η όπερα προβλήθηκε στην τηλεόραση το 2001.[65]
Μια ραδιοφωνική θεατρική παράσταση με πρωταγωνίστρια την Κάθριν Χέπμπορν ως Τζο δημιουργήθηκε για να συνοδεύσει την ταινία του 1933. Η Grand Audiobooks κατέχει σήμερα τα πνευματικά δικαιώματα.
Μια δραματοποιημένη έκδοση, παραγωγή της Focus on the Family Radio Theatre,[66] κυκλοφόρησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2012.
Το μυθιστόρημα έχει εμπνεύσει μια σειρά από άλλες λογοτεχνικές αφηγήσεις από διάφορους συγγραφείς.
Baby Josy had a flannel petticoat beautifully made by Sister Daisy
Curtis.
‘I am Jo, in the principal characteristics, not the good ones.’