Μορίς Εμανουέλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Maurice Emmanuel (Γαλλικά) |
Γέννηση | 2 Μαΐου 1862[1][2][3] Μπαρ-συρ-Ωμπ |
Θάνατος | 14 Δεκεμβρίου 1938[1][2][4] Παρίσι |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[2][5] |
Σπουδές | Κονσερβατόριο του Παρισιού (από 1880) Σχολή του Λούβρου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[6] μουσικολόγος μουσικός παιδαγωγός ιστορικός της μουσικής διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Κονσερβατόριο του Παρισιού |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Marthe Emmanuel |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής |
Ιστότοπος | |
mauriceemmanuel | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μαρί Φρανσουά Μορίς Εμανουέλ (γαλλικά: Marie François Maurice Emmanuel, 2 Μαΐου 1862 – 14 Δεκεμβρίου 1938) ήταν Γάλλος συνθέτης κλασικής μουσικής και μουσικολόγος.
Ο Μορίς Εμανουέλ γεννήθηκε στη μικρή κωμόπολη Μπαρ-σιρ-Ομπ[7] στην περιοχή της Καμπανίας-Αρδεννών της βορειοανατολικής Γαλλίας. Εκεί άκουγε την τυπογραφική μηχανή του παππού του, η οποία σύμφωνα με την εγγονή του συνθέτη Άνε Άιχνερ-Εμανουέλ του έδωσε για πρώτη φορά την αίσθηση του ρυθμού.[8]
Ο Μορίς Εμανουέλ μεγάλωσε στην Ντιζόν και έγινε μέλος της χορωδίας στον καθεδρικό ναό της Μπον αφότου η μετακόμισαν με την οικογένειά του στην πόλη αυτή το 1869. Σύμφωνα με την εγγονή του, επηρεάσθηκε από τις μπάντες χάλκινων πνευστών στους δρόμους της Μπον και από τα «τραγούδια των τρυγητών, που χάραξαν μελωδίες στη μνήμη του τόσο διαφορετικές από όλη την κλασική μουσική που είχε διδαχθεί στην ακαδημία της μουσικής».[9] Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι και εγγράφηκε στο Κονσερβατόριο του Παρισιού, όπου ο δάσκαλός του στη σύνθεση ήταν ο Λεό Ντελίμπ. Ωστόσο, η έντονη αποδοκιμασία από τον Ντελίμπ των πρώτων συνθέσεων του Εμανουέλ (Σονάτα για βιολοντσέλο, έργο 2, Σονατίνες αρ. 1, έργο 4, και αρ. 2, έργο 5) προκάλεσε σχίσμα μεταξύ τους, οπότε στη συνέχεια ο Εμανουέλ μελετούσε με τον Ερνέστ Γκιρό, επίσης του Κονσερβατόριου.[10][11][12] Εκεί γνωρίστηκε και με τον συμμαθητή του Κλοντ Ντεμπισί. Επιπλέον, παρακολούθησε τις παραδόσεις του Σεζάρ Φρανκ, για τον οποίο συνέγραψε ένα μικρό βιβλίο το 1930 (César Franck: Etude Critique). Συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στη Σορβόννη και στη Σχολή του Λούβρου.
Ο Εμανουέλ επεδίωξε και πέτυχε αξιοσημείωτη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Χάρη και σε μια διδακτορική διατριβή που συνέγραψε το 1895 για την τέχνη του χορού στην αρχαία Ελλάδα, διορίσθηκε καθηγητής της ιστορίας της μουσικής στο Κονσερβατόριο το 1907, διαδεχόμενος τον Ντικουντρέ. Μαθητές του εκεί υπήρξαν οι Ολιβιέ Μεσιάν και Ανρί Ντιτιγιέ. Τα ενδιαφέροντα του Εμανουέλ περιελάμβαναν το δημοτικό τραγούδι, τη μουσική της Ανατολής και τους εξωτικούς τρόπους — η χρήση αυτών των τρόπων σε διάφορα έργα του είναι αυτή που είχε δημιουργήσει απέχθεια στον Ντελίμπ, ο οποίος είχε αρνηθεί την υποψηφιότητα του Εμανουέλ για το Βραβείο της Ρώμης. Προτού γίνει καθηγητής στο Κονσερβατόριο, ο Εμανουέλ διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της τέχνης σε λύκεια θηλέων (1898-1904) και μετά διευθυντής της χορωδίας του ναού της Αγίας Κλοτίλδης (από το 1904 ως 1907), κατά τη θητεία εκεί του οργανίστα Σαρλ Τουρνεμίρ. Σε όλη τη σταδιοδρομία του έδινε διαλέξεις, και έγραφε δοκίμια, άρθρα και βιβλία για την ιστορία και την αισθητική της μουσικής. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 76 ετών.
Οι συνθέσεις του Εμανουέλ, που σπανίως ακούγονται σήμερα, ακόμη και στη Γαλλία, περιλαμβάνουν όπερες εμπνευσμένες από τον Αισχύλο (Προμηθεύς δεσμώτης και Σαλαμίς), καθώς και συμφωνίες και μουσική για κουαρτέτο εγχόρδων. Οι δημιουργίες του που παίζονται περισσότερο σήμερα είναι μάλλον οι 6 σονατίνες για σόλο πιάνο, οι οποίες (όπως πολλά από τα έργα του) δείχνουν τα εκλεκτικά ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα. Η πρώτη από αυτές τις σονατίνες βασίζεται στη μουσική της Βουργουνδίας, η δεύτερη ενσωματώνει κελάηδισμα πουλιών, η τρίτη περιέχει στο τέλος της μια δημοτική μελωδία της Βουργουνδίας και η τέταρτη έχει υπότιτλο «σε διάφορους ινδουιστικούς τρόπους» («en divers modes hindous»).