Συντεταγμένες: 37°58′33.38″N 23°44′25.47″E / 37.9759389°N 23.7404083°E
Μουσείο Μπενάκη | |
---|---|
Μουσείο Μπενάκη[1][2] | |
Γενικές πληροφορίες | |
Είδος | μουσείο τέχνης[1], μουσείο και βιβλιοθήκη |
Διεύθυνση | Κουμπάρη 1, Αθήνα |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 37°58′33″N 23°44′25″E |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Αθηναίων[1] |
Τοποθεσία | Κολωνάκι Αττικής[1] |
Χώρα | Ελλάδα[1] |
Έναρξη κατασκευής | 1930 |
Ολοκλήρωση | 1931 |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Μουσείο Μπενάκη ιδρύθηκε το 1930 στην Αθήνα με δωρεά του Αντώνη Μπενάκη προς το Ελληνικό Δημόσιο στη μνήμη του πατέρα του, Εμμανουήλ Μπενάκη, οπότε και στεγάστηκε στη νεοκλασική αρχοντική οικία της οικογένειας Μπενάκη.[3][4] Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους πολιτιστικούς οργανισμούς στην Ελλάδα με πάνω από 100.000 εκθέματα ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, ενώ από το 2000 οι συλλογές του διαχωρίστηκαν θεματικά με την χρήση περιφερειακών μουσείων.[5] Είναι Ίδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου και θεωρείται ο παλαιότερος οργανισμός μουσείων στον ελληνικό χώρο.[6][7]
Ο Αντώνης Μπενάκης είχε ξεκινήσει να συλλέγει τα μετέπειτα εκθέματα στην Αίγυπτο 30 χρόνια πριν την ίδρυση του Μουσείου.[3] Το 1926 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα οπότε και αποφάσισε τη δωρεά του Μουσείου Μπενάκη στο ελληνικό κράτος μαζί με το πατρικό του σπίτι,[4] κατόπιν της οποίας τελέστηκαν τα εγκαίνια του Μουσείου στις 22 Απριλίου 1931.[3]
Το κυρίως μουσείο στεγάζεται στο νεοκλασικό κτίριο της οικογένειας Μπενάκη, που ξεκίνησε να χτίζεται το 1867-1868 για τον έμπορο Ιωάννη Πέρογλου στη διασταύρωση της οδού Κουμπάρη και της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, έναντι του Εθνικού Κήπου.[8][3] Το 1895 ο Παναγιώτης Χαροκόπος το αγόρασε για να οικοδομήσει το Μέγαρο Χαροκόπου, ενώ το 1910 , διατηρώντας τον προηγούμενο αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά, το κτίριο περιήλθε στον Εμμανουήλ Μπενάκη και ανακαινίστηκε με στόχο τον επαναπατρισμό της οικογένειάς του σε αυτό από την Αλεξάνδρεια.[3] Μεταξύ 1929 και 1931 έγινε επέκταση στη δυτική του πλευρά για τη λειτουργία του ως μουσείο.[9] Ο Αλέκος και ο Στέφανος Καλλιγάς ολοκλήρωσαν το 1997 μια σειρά επεκτάσεων που κράτησε δύο δεκαετίες ώστε να μπορέσει να στεγαστεί η ολοένα αυξανόμενη συλλογή του Μουσείου.[3][9] Το κτίριο υπέστη ζημιές από σεισμό και μετά από αποκατάσταση που στοίχισε 20.000.000$ άνοιξε πάλι στο κοινό το 2000.[10]
Με αρχική ιδέα του Άγγελου Δεληβορριά το 1973 όταν μόλις είχε αναλάβει τη διεύθυνσή του Μουσείου, χρειάστηκαν 25 χρόνια για να πραγματοποιηθεί το όραμά του για εστίαση του κεντρικού κτιρίου στην πορεία του ελληνικού στοιχείου στον χρόνο και μετακίνηση των υπολοίπων συλλογών σε διαφορετικούς χώρους.[11] Έτσι δημιουργήθηκε μια αποκεντρωμένη κτιριακά διάταξη συλλογών:
Το Μουσείο εξέλιξε τις συλλογές του στη βάση της αρχικής συλλογής του Αντώνη Μπενάκη με έργα αρχαίας, βυζαντινής, μεταβυζαντινής, ισλαμικής και παραδοσιακής τέχνης.[15] Παρόλο που το μη ελληνικό στοιχείο βρίσκεται αποκεντρωμένο από την κύρια συλλογή, αυτή παρατίθεται με τρόπο που αναδεικνύει την εξωγενή επίδραση στο ελληνικό πολιτιστικό στοιχείο.[11]
Η περιήγηση ανά αίθουσα στο κεντρικό κτίριο ακολουθεί χρονική αλληλουχία:[15]
Είναι μοναδικό στο είδος του στα Βαλκάνια, ξεκίνησε με βάση τη συλλογή του Αντώνη Μπενάκη και επεκτάθηκε με δωρεές και αγορές και εκτείνεται σε 4 ορόφους:[15]
Πλούσια σε υφάσματα, μεγάλος αριθμός αγγείων, ξυλόγλυπτα και μεταλλικά αντικείμενα.[15]
Κεραμική τέχνη από 3ο π.Χ. ως 19ο αιώνα, νεολιθικά αγγεία, ταφικό γλυπτό, διακοσμημένα εμπορεύματα.[15]
Ξεκίνησε με βάση τη συλλογή της Μαρίας Αργυριάδη, είναι από τις καλύτερες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και περιέχει παιχνίδια, βιβλία, ρούχα και παιδικά αντικείμενα από όλο τον κόσμο.[4]
300.000 αρνητικά και 25.000 φωτογραφίες.[15]
Το μουσείο εκθέτει μέρη συλλογές του στο εξωτερικό.[16][17][18] Στην Ελλάδα πραγματοποιεί κάθε χρόνο περίπου 30 περιοδικές εκθέσεις, 450 πολιτιστικές εκδηλώσεις και πάνω από 500 εκπαιδευτικά προγράμματα ενώ έχει την πιο μεγάλη μουσειακή βιβλιοθήκη της Ελλάδας με 200.000 τόμους βιβλίων, ενώ διαθέτει 7 εργαστήρια για να συντηρεί έργα τέχνης .[4]