Μπενζαμέν Γκοντάρ | |
---|---|
![]() Φωτογραφία του Γκοντάρ από το 1878 | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Benjamin Godard (Γαλλικά) |
Γέννηση | 18 Αυγούστου 1849[1][2][3] Παρίσι[4][5] |
Θάνατος | 10 Ιανουαρίου 1895[1][2][6] Κάννες[7][5] |
Αιτία θανάτου | φυματίωση |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Σπουδές | Κονσερβατόριο του Παρισιού |
Ιδιότητα | συνθέτης και βιολίστας[5] |
Αδέλφια | Magdeleine Godard Amédée Godard[8] |
Κίνημα | κλασική μουσική |
Όργανα | βιολί |
Είδος τέχνης | όπερα |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | κλασική μουσική |
Σημαντικά έργα | Jocelyn |
![]() | |
Ο Μπενζαμέν Λουί Πολ Γκοντάρ (Benjamin Louis Paul Godard, Παρίσι 18 Αυγούστου 1849 – Κάννες 10 Ιανουαρίου 1895) ήταν Γάλλος συνθέτης και βιολονίστας του ύστερου ρομαντισμού.
Ο Γκοντάρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1849 από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Εισήλθε στο Ωδείο του Παρισιού, το 1863, όπου σπούδασε με τον Ναπολεόν Ρεμπέ (Napoléon Henri Reber) (αρμονία) και τον Ανρί Βιετάν (βιολί),[9] συνοδεύοντας τον δεύτερο, δύο φορές σε ταξίδια του στη Γερμανία. Αγωνίστηκε για το περίφημο «Βραβείο της Ρώμης» (Prix de Rome) χωρίς επιτυχία, το 1866 και το 1867. Το 1876, το έργο του Ρομαντικό Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα εκτελέστηκε στα «Λαϊκά Κοντσέρτα (Concerts Populaires), ενώ στο πλαίσιο αυτών των συναυλιών παρουσιάστηκαν και άλλα μεγάλα έργα του. Πάντως, το 1878, ο Γκοντάρ ήταν ο συν-νικητής (μαζί με τον Τιοντόρ Ντιμπουά, Théodore Dubois) του «Βραβείου της Πόλης των Παρισίων» (Prix de la Ville de Paris).[10] Η νικητήρια σύνθεσή του με τίτλο Le Tasse, παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά έργα του.[11]
Από τότε, μέχρι τον θάνατό του, ο Γκοντάρ έγραψε πολλά έργα. Σε αυτά περιλαμβάνονται οκτώ όπερες, μεταξύ των οποίων η Ζοσλίν (Jocelyn, Παρίσι 1888), όπου ακούγεται το Νανούρισμα (Berceuse), ίσως η πιο γνωστή του σύνθεση.[9] Έγινε καθηγητής στο Ωδείο του Παρισιού, το 1887 και, το 1889, τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής. Πέθανε νωρίς, το 1895, από φυματίωση σε ηλικία 45 ετών και ενταφιάστηκε στο παρισινό προάστιο Ταβερνί.
Ο Γκοντάρ συνέθεσε όπερες, έργα για ορχήστρα, κοντσέρτα για πιάνο και βιολί, μουσική δωματίου, καθώς και περισσότερα από εκατό τραγούδια.[10] Επειδή η παραγωγικότητά του ήταν μεγάλη, οι συνθέσεις του είναι, κατά κάποιο τρόπο, άνισες. Αντίθετα, υπήρξε καλύτερος σε έργα μικροτέρων διαστάσεων, ιδιαίτερα στα τραγούδια του. Στυλιστικά ήταν αντίθετος, τόσο στη μουσική του Βάγκνερ όσο και στον αντισημιτισμό του. Το μουσικό ύφος του πλησιάζει περισσότερο εκείνο των Μέντελσον και Σούμαν.[11]
Επίσης, βαρκαρόλες, νυκτερινά, βαλς, κομμάτια (morceaux), μαζούρκες, κ.ά.
Επίσης, πολλά τραγούδια -πάνω από 100- για φωνή και πιάνο