Μπορίς Πιλνιάκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Борис Андреевич Пильняк (Ρωσικά) |
Γέννηση | 29 Σεπτεμβρίουιουλ. / 11 Οκτωβρίου 1894γρηγ.[1] Μοζάισκ[1] |
Θάνατος | 21 Απριλίου 1938[2][3][4] σκοπευτήριο Κομμουνάρκα[1] |
Τόπος ταφής | σκοπευτήριο Κομμουνάρκα |
Εθνικότητα | Γερμανοί του Βόλγα[5] |
Ψευδώνυμο | Pilňak, Pilniak, Пильняк και Pilnyak |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσική Αυτοκρατορία Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά[6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας[7][8] ποιητής[9] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μπορίς Αντρέιεβιτς Πιλνιάκ (ρωσ. Борис Андреевич Пильняк, 11 Οκτωβρίου 1894, Μοζάισκ - 21 Απριλίου 1938, Κομμουνάρκα, Μόσχα, ΕΣΣΔ) ήταν Ρώσος συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος.
Ο Πιλνιάκ γεννήθηκε με το όνομα Μπορίς Αντρέιεβιτς Βογκάου (ρωσ. Борис Андреевич Вогау). Το Πιλνιάκ ήταν ψευδώνυμο, που προερχόταν από την ονομασία του χωριού (Πιλνιάνκα, ουκρ. Пильнянка) όπου ζούσε τα καλοκαίρια και ταχυδρομούσε σε διάφορα περιοδικά τα κείμενά του.[10] Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την εγκαθίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι και το θάνατο του Πιλνιάκ, σε όλα τα επίσημα έγγραφα αναγραφόταν με το διπλό επώνυμο Πιλνιάκ-Βογκάου (ρωσ. Пильняк-Вогау).[11]
Ο Πιλνιάκ γεννήθηκε το 1894 στο Μοζάισκ. Πατέρας του ήταν ο κτηνίατρος Αντρέι Ιβάνοβιτς Βογκάου, με καταγωγή από οικογένεια Γερμανών του Βόλγα, ενώ η μητέρα του, Όλγα Ιβάνοβνα Σαβίνοβα, ήταν Ρωσίδα.
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε πόλεις της Ρωσίας όπως το Σαράτοφ, το Νογκίνσκ, το Νίζνι Νόβγκοροντ και η Κολομνά, μεταξύ άλλων.
Ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία 9 ετών. Το πρώτο του έργο δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1909. Η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε το 1915, όταν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά τυπώθηκε μια σειρά των σύντομων ιστοριών του. Το 1918 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Με το τελευταίο ατμόπλοιο». Άλλα επιτυχημένα βιβλία του είναι τα «Γυμνός χρόνος» (1922), «Μηχανές και λύκοι» (1925), «Ο Βόλγας χύνεται στην Κασπία Θάλασσα» (1930), «Οκέυ! Μια αμερικάνικη νουβέλα» (1931), «Αλμυρός αχυρώνας» (1937) κ.ά. Είχε την εύνοια του Λέοντος Τρότσκι, με τον οποίο ήρθαν πιο κοντά τη δεκαετία του 1920[12], ενώ αντίθετα ο Ιωσήφ Στάλιν είχε αρνητική στάση απέναντι του, καθώς θεωρούσε πως τα έργα του αντικατόπτριζαν μη υπαρκτές αρνητικές πτυχές του ΚΚΣΕ.[13]
Το 1926 ο Πιλνιάκ έγραψε την "Ιστορία του άσβηστου φεγγαριού", βασιζόμενος στις τότε δημοφιλείς φήμες σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του Μιχαήλ Φρούνζε, οι οποίες ήθελαν την ανάμειξη του Στάλιν στο γεγονός.[14] Η ιστορία δημοσιεύθηκε στην έκδοση Μαΐου του περιοδικού "Νέος Κόσμος", η οποία αποσύρθηκε μετά από δύο μόλις μέρες. Ο Πιλνιάκ, μετά από παρότρυνση του αρχισυντάκτη του περιοδικού Α. Κ. Βορόνσκι, είχε επισυνάψει μαζί με την ιστορία του και σημείωμα, στο οποίο αποποιούταν οποιαδήποτε ομοιότητα των γεγονότων της με των πραγματικών γεγονότων του θανάτου του Μ. Β. Φρούνζε.[15] Παρ'όλα αυτά, ο Πιλνιάκ δεν κατάφερε να πείσει τη σοβιετική κυβέρνηση, με τον Μόλοτοφ να προτείνει να μην τυπώνονται οι ιστορίες του για έναν χρόνο, και τον Στάλιν να θεωρεί πως "ο Πιλνιάκ μας κοροϊδεύει και μας εξαπατά".[16]
Ο Πιλνιάκ ήταν ο πιο δημοσιευμένος Σοβιετικός συγγραφέας και το 1929 έγινε επικεφαλής της Πανρωσικής Ένωσης Συγγραφέων, καταλοίπου των προεπαναστατικών χρόνων, "χωρίς κομματικούς χρωματισμούς"[17][16]. Το μηνιαίο του εισόδημα ήταν 3200 ρούβλια, δέκα φορές μεγαλύτερο αυτού ενός απλού εργάτη, ενώ στην κατοχή του είχε αυτοκίνητο, προνόμιο που δε διέθεταν ούτε τα υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα της Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία χρησιμοποιούσαν κρατικά οχήματα.[16] Σύντομα όμως εκδιώχθη από τη θέση του, μετά τη δημοσίευση στο Βερολίνο της σύντομης ιστορίας Μαόνι, ενώ σύντομα και η ίδια η Ένωση σταμάτησε τη λειτουργία της, ούσα "αντισοβιετική οργάνωση". O Πιλνιάκ, σε γράμμα του στον Στάλιν, ισχυρίστηκε πως η ιστορία δημοσιεύτηκε νομίμως μέσω της Πανσοβιετικής Εταιρείας Πολιτιστικής Επικοινωνίας με το Εξωτερικό, και χαρακτήρισε τη δημοσίευση της εκτός των συνόρων της ΕΣΣΔ ως "το τελευταίο λάθος του"[18]. Ο Στάλιν συγχώρεσε τον Πιλνιάκ. Το Μαόνι συμπεριλήφθηκε στη νουβέλα Ο Βόλγας χύνεται στην Κασπία Θάλασσα, η οποία έλαβε κριτική από κομμουνιστές συγγραφείς, με τον Λ. Β. Σεμσελέβιτς να τη χαρακτηρίζει ως "επιφανειακή αλλαγή προσώπου", αναφέροντας πως "πίσω από τις κόκκινες λέξεις του Πιλνιάκ κρύβεται λευκή καρδιά".[19]
Ο Μπορίς Πιλνιάκ ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο: στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ιαπωνία, στην Κίνα κ.ά. Το πρώτο του ταξίδι ήταν το 1922-1923 στη Γερμανία και στην Αγγλία, μετά από το οποίο έγραψε τις Αγγλικές Ιστορίες (1924).[18] Τα έργα του Πιλνιάκ μεταφράζονταν και δημοσιεύονταν εκτός Σοβιετικής Ένωσης, και χρησιμοποιούσε ως εξήγηση των ταξιδιών του στο εξωτερικό το γεγονός πως "οι μεταφραστές τον κλέβουν αθεόφοβα". Με αυτό το επιχείρημα ο Πιλνιάκ έπεισε τον Στάλιν σε γράμμα του, της 4ης Ιανουαρίου του 1931, να του επιτρέψει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ για μερικούς μήνες.[16] Την άνοιξη του 1934 υπέβαλε αίτηση για ταξίδι στο εξωτερικό με την τρίτη σύζυγό του, Κ. Γ. Αντρονικασβίλι, για να επισκεφθεί τη Λετονία, την Εσθονία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία. Εξηγεί πως η σύζυγός του δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό και "μια μελλοντική Σοβιετική σκηνοθέτρια πρέπει να γνωρίζει το εξωτερικό".[16]
Συνελήφθη στις 28 Οκτωβρίου 1937. [11] Αφορμή για τη σύλληψη του στάθηκαν οι διασυνδέσεις του με το κίνημα των τροτσκιστών, ιδίως με τον Λ. Ν. Τρότσκι και τον Κ. Μ. Ράντεκ. Επίσης κατηγορήθηκε πως προπαγάνδισε τη δυσμενή θέση των Ρώσων συγγραφέων επί Στάλιν στο εξωτερικό, μαζί με τον Μπορίς Παστερνάκ. Κατά τη διάρκεια των ερευνών, ο Πιλνιάκ δεν δέχτηκε τον χαρακτηρισμό του τροτσκιστή. Υπό πίεση ομολόγησε πως το 1926, κατά τη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στην Ιαπωνία, γνωρίστηκε με τον καθηγητή Γιονεκάβα, υπάλληλο του Γενικού Στρατιωτικού Επιτελείου της Ιαπωνίας, μέσω του οποίου δούλευε στις μυστικές υπηρεσίες της Ιαπωνίας.[16] Στις 21 Απριλίου του 1938 κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος υπέρ της Ιαπωνίας και καταδικάστηκε από το Στρατιωτικό Κολλέγιο του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Εκτελέστηκε την ίδια μέρα, στο πεδίο βολής Κομμουνάρκα, στα νότια περίχωρα της Μόσχας. Αποκαταστάθηκε το 1956. [11] Σύμφωνα με τον απομνημονευματολόγο Γ. Λ. Ραποπόρτ, η υπόθεση Πιλνιάκ ήταν κατασκευασμένη.[20]
Πρώτη γυναίκα του ήταν η Μαρία Αλεξέιεβνα Σοκολόβα (1887-1959), γιατρός σε νοσοκομείο της Κολομνά. Απέκτησαν δύο παιδιά, τη Ναταλία (1917) και τον Αντρέι (1921). Χώρισαν το 1924.
Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την Όλγα Σεργκέιεβνα Σερμπινόφσκαγια, ηθοποιό του Μικρού Θεάτρου.
Την τρίτη φορά, παντρεύτηκε την Κίρα Γκεόργκιεβνα Αντρονικασβίλι (1908-1960), ηθοποιό και σκηνοθέτρια, από οικογένεια Γεωργιανών ευγενών. Απέκτησαν έναν γιο, τον Μπορίς (1934), συγγραφέα, ηθοποιό και σεναριογράφο.