Οι φανταστικές απεικονίσεις ψυχοπαθών, ή κοινωνιοπαθών, είναι διαβόητες στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, αλλά μπορεί να σχετίζονται μόνο αόριστα ή εν μέρει με την έννοια της ψυχοπάθειας, η οποία χρησιμοποιείται με διαφορετικούς ορισμούς από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, εγκληματολόγους και άλλους. Ο χαρακτήρας μπορεί να είναι διαγνωσμένος/αξιολογημένος ως ψυχοπαθής ή κοινωνιοπαθής μέσα στο ίδιο το έργο μυθοπλασίας ή από τον δημιουργό του όταν μιλά για τις προθέσεις του για το έργο, κάτι που μπορεί να διαφέρρει από τις απόψεις του κοινού ή των κριτικών.
Τέτοιοι χαρακτήρες απεικονίζονται συχνά με υπερβολικό τρόπο και συνήθως στο ρόλο ενός κακού ή αντιήρωα, όπου τα γενικά χαρακτηριστικά ενός ψυχοπαθούς είναι χρήσιμα για να επιτευχθεί η σύγκρουση και ο κίνδυνος. Επειδή οι ορισμοί και τα κριτήρια στην ιστορία της ψυχοπάθειας ποικίλλουν με τα χρόνια και συνεχίζουν να αλλάζουν ακόμη και σήμερα, πολλοί χαρακτήρες σε αξιόλογες ταινίες μπορεί να έχουν σχεδιαστεί για να εμπίπτουν στην κατηγορία του ψυχοπαθούς κατά τη στιγμή της παραγωγής ή της κυκλοφορίας της ταινίας, αλλά όχι απαραίτητα τα επόμενα χρόνια. Υπάρχουν πολλές στερεότυπες εικόνες ψυχοπάθειας που εν μέρει μπορεί να επικαλύπτονται και να περιλαμβάνουν αντιφατικά χαρακτηριστικά: ο γοητευτικός απατεώνας, ο διαταραγμένος κατά συρροή δολοφόνος, ο επαγγελματικά επιτυχημένος ψυχοπαθής ή ο εγκληματίας νεανικής παραβατικότητας. Τα κοινά χαρακτηριστικά αντικατοπτρίζουν έναν συνδυασμό φόβου για τον μυθικό μπαμπούλα, γοητείας για το κακό στον άνθρωπο και ενίοτε ίσως φθόνου.[1]
Τον 19ο αιώνα, οι διαγνωστικές κατηγορίες της μονομανίας ή της συναισθηματικής παραφροσύνης μπήκαν στα λογοτεχνικά έργα, καλύπτοντας πολυάριθμες εκκεντρικότητες, εμμονές ή νευρικές κρίσεις - και ενίοτε πράξεις φαινομενικά παράλογης εγκληματικότητας και βίας. Αυτή η περίοδος είδε επίσης την άνοδο του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου συχνά ο κάτοικος μιας τοπικής κοινότητας που φαινόταν φυσιολογικός αποδεικνυόταν εγκληματικά παράφρων.[2] Ο όρος «ψυχοπαθής» άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα (όπως και ο όρος ψύχωση) και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων ( ετυμολογικά και αρχικά ισοδυναμούσε με την έννοια «ψυχικά άρρωστος»). Ωστόσο, ακολούθησε μια άνοδος στη δημοσιότητα λόγω μιας δίκης στη Ρωσία μεταξύ 1883-1885 σχετικά με μια παιδική δολοφονία. Οι «ψυχοπαθείς» άρχισαν να εμφανίζονται σε βοντβίλ, τραγούδια και άρθρα στον Τύπο. Η υπεράσπιση της ψυχοπάθειας αναφέρθηκε διεθνώς ότι επέτρεψε την απελευθέρωση μιας αμείλικτης δολοφόνου παιδιών, κάτι που εξακολουθεί να αναγράφεται σε λεξικά σήμερα.[3][4]
Ο κοινωνικός εκφυλισμός εποτυπώθηκε επίσης στη λαϊκή μυθοπλασία του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα, μερικές φορές με παρόμοιους τρόπους με τις σύγχρονες χρήσεις της έννοιας των ψυχοπαθών, ενώ ενίοτε αναφερόταν ως αιτία της ψυχοπάθειας. Η ιδέα έχασε τη δημοτικότητά της εν μέρει λόγω της χρήσης της από τους ναζί για να δικαιολογήσουν την εξάλειψη των αντιπάλων τους.[5]
Το νόημα της λέξης περιορίστηκε σταδιακά, αρχικά καλύπτοντας όλα αυτά που σήμερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διαταραχές προσωπικότητας και διάφορες άλλες καταστάσεις, στη συνέχεια μπερδεύτηκε με τον όρο «κοινωνιοπάθεια» (και αργότερα αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας), αν και η ψυχοπάθεια παρέμεινε σε χρήση με διάφορους ορισμούς.
Οι πρώιμες αναπαραστάσεις ψυχοπαθών στον κινηματογράφο ήταν συχνά καρικατούρες σαδιστών, σεξουαλικά διεφθαρμένων και συναισθηματικά ασταθών ατόμων (μανιακών) ου ένιωθσαν αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε άσκοπη βία και καταστροφή, συχνά με τη συνοδεία έντονου γέλιου ή νευρικών συσπάσεων του προσώπου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι κινηματογραφικές συμβάσεις συνήθως υποβίβαζαν τον ψυχοπαθή σε ρόλους κακοποιών, όπως γκάνγκστερ, τρελοί επιστήμονες ή υπερκακοί. Παραδείγματα αυτού του τύπου είναι ο Πίνκι Μπράουν (Ρίτσαρντ Ατένμπορο) στο Τρομαγμένος παράνομος (Brighton Rock), ο Τόμι Ούντο (Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ) στο Φιλί του θανάτου (Kiss of Death), ο Κόντι Τζάρετ (Τζέιμς Κάγκνεϊ) στον Μεγάλο αμαρτωλό (White Heat), και ο Τόνι Καμόντε (Πολ Μιούνι) στο Σκάρφεϊς(Scarface, 1932). Οι ομοφυλόφιλοι αναφέρονται επίσης ως ψυχοπαθείς με την ευρεία έννοια που χρησιμοποιούνταν τότε. Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία στο πρώτο Διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών το 1952 την ανέφερε ως «κοινωνιοπαθή διαταραχή προσωπικότητας».
Μια εξαιρετική απεικόνιση αυτής της περιόδου ήταν ο χαρακτήρας του παιδοκτόνου Χανς Μπέκερτ (Πίτερ Λόρε) στην ταινία Ο δράκος του Ντίσελντορφ (Μ, 1931) του Φριτς Λανγκ. Ο Λόρε ερμηνεύει τον Μπέκερτ ως φαινομενικά συνηθισμένο άνθρωπο που βασανίζεται από την ανάγκη του να δολοφονεί παιδιά με τελετουργικό τρόπο. Είναι μια γερμανική ταινία (που φέρεται να βασίζεται στον πραγματικό κατά συρροήν δολοφόνο Πέτερ Κούρτεν), κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1933 και έχει θεωρηθεί ενδεικτική της καμπής στις απεικονίσεις ψυχοπαθών στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, οι ψυχίατροι εφάρμοζαν συνήθως τη διάγνωση σε άνεργους άντρες ή «υπερσεξουαλικές» γυναίκες, αλλά αρκετές ψυχιατρικές, πολιτισμικές και οικονομικές τάσεις, μαζί με τον πανικό των σεξουαλικών εγκλημάτων, συνέκλιναν για να μετατρέψουν τον ψυχοπαθή σε βίαιο, σεξουαλικά παρεκκλίνοντα εγκληματία, μια απειλή για την αθωότητα, τους ρόλους των φύλων και την κοινωνική τάξη.[6]
Μία από τις πρώτες πραγματικές υποθέσεις που είχε διάχυτη επιρροή στις αμερικανικές ταινίες ήταν αυτή του Εντ Γκέιν, που συνελήφθη το 1957. Ήταν ένας αγρότης που έμενε με τη μητέρα του μέχρι τον θάνατό της, είχε σκοτώσει στη συνέχεια δύο γυναίκες και ξέθαβε πτώματα γυναικών από το τοπικό νεκροταφείο, φτιάχνοντας αντικείμενα από το δέρμα τους. Υπήρχαν επίσης φήμες ότι ήταν νεκρόφιλος, κανίβαλος ή τραβεστί, αν και φαίνεται ότι δεν υποστηρίχθηκαν παρά μόνο από σύντομες επιβεβαιώσεις του Γκέιν σε ερωτήσεις των ανακριτών.[7][8] Ο Γκέιν διαγνώστηκε ως ψυχικά άρρωστος και νομικά παράφρων πριν από τη δίκη, με το σκεπτικό ότι είχε σχιζοφρένεια (ψύχωση με παραληρήματα και ψευδαισθήσεις) για τουλάχιστον 12 χρόνια, αν και τουλάχιστον ένας ψυχίατρος τον ονόμασε «σεξουαλικό ψυχοπαθή».[9][10] Ο Ρόμπερτ Μπλοχ, συγγραφέας τρόμου, λέει ότι το μυθιστόρημά του Ψυχώ του 1959 βασίστηκε στις δολοφονίες του Γκέιν και στην ιδέα ενός φαινομενικά υγιούς ατόμου σε μια τοπική κοινότητα που διαπράττει ειδεχθή εγκλήματα, αλλά όχι απαραίτητα στον ίδιο τον Γκέιν, παρά τις πολλές ομοιότητες.[11] Ο κακός Νόρμαν Μπέιτς απεικονίζεται ως ένας εξωτερικά συνηθισμένος άντρας που δολοφονεί μια γυναίκα ενώ βρίσκεται υπό τον έλεγχο διασχιστικής διαταραχής ταυτότητας που παίρνει τη μορφή της κυρίαρχης μητέρας του, την οποία δολοφόνησε ο ίδιος. Τόσο το μυθιστόρημα όσο και η κινηματογραφική μεταφορά του 1960 από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ άσκησαν επιρροή στη απεικόνιση των ψυχοπαθών στα μέσα ενημέρωσης.[12] Ούτε το βιβλίο ούτε η ταινία αναφέρουν τον όρο «ψυχοπαθής», παρ' όλα αυτά. Στο τέλος της ταινίας, ένας ψυχίατρος περιγράφει τον Μπέιτς ως διχασμένη προσωπικότητα. Η διασχιστική διαταραχή ταυτότητας ήταν πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή (βλ. ταινία του 1957 Η Εύα δίχως πέπλο) και μέχρι σήμερα συγχέεται συνήθως με τη σχιζοφρένεια. Ο Μπλοχ έγραψε αργότερα ένα σενάριο για την ταινία του 1966 Κούκλες από στάχτη (The Psychopath).[13]
Κάποιες μυθοπλαστικές απεικονίσεις της ψυχοπάθειας συνέχισαν να επικεντρώνονται σε εξεγερμένους αντικοινωνικούς χαρακτήρες. Ο τίτλος της ταινίας Επαναστάτης χωρίς αιτία του 1955, με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Ντιν, προήλθε από το ομώνυμο βιβλίο του 1944 που περιγράφει λεπτομερώς την υπνωτική ψυχανάλυση ενός διαγνωσμένου ψυχοπαθούς. Στο βιβλίο, ο ψυχίατρος Ρόμπερτ Μ. Λίντνερ αναφέρεται στους ψυχοπαθείς γενικά ως άσκοπα εγωιστικές που φαίνονται ανίκανοι να αποδεχθούν τους κανόνες της κοινωνίας. Στο μυθιστόρημα του Κεν Κέσεϊ του 1962 Στη φωλιά του κούκου, ο Ραντλ Μακμέρφι, μετά την εισαγωγή του σε ψυχιατρικό ίδρυμα, αναφέρεται επανειλημμένα από τις αρχές, άλλους ασθενείς και τον εαυτό του ως ψυχοπαθής. Διαβάζει από το αρχείο του: «επαναλαμβανόμενες εκρήξεις πάθους που υποδηλώνουν την πιθανή διάγνωση ψυχοπαθούς». Στη συνέχεια, ένας γιατρός διαβάζει το σημείωμα: «Μην παραβλέπετε την πιθανότητα αυτός ο άντρας να προσποιείται την ψύχωση».[14] Στο σενάριο της δημοφιλούς κινηματογραφικής μεταφοράς του 1975, διατηρείται μόνο το τελευταίο και δεν χρησιμοποιείται ποτέ ο όρος ψυχοπαθής. Κατά ειρωνικό τρόπο, η κύρια αυθεντία στο νοσοκομείο - η ψυχρή, σαδίστρια νοσοκόμα Ράτσεντ - περιγράφεται αργότερα ως ψυχοπαθής σύμφωνα με μεταγενέστερες κατανοήσεις του όρου.[15]
Η Αμερικανίδα συγγραφέας μυστηρίου Πατρίσια Χάισμιθ συχνά παρουσίαζε ψυχοπαθείς χαρακτήρες στα βιβλία της, με πιο αξιοσημείωτο τη σειρά της Ripliad με τον Τομ Ρίπλεϊ, έναν «ευχάριστο, συμπαθή και εντελώς ανήθικο» απατεώνα και κατά συρροήν δολοφόνο. Στο πρώτο βιβλίο του 1955 με τίτλο Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, ο Ρίπλεϊ δολοφονεί έναν πλούσιο και του κλέβει την ταυτότητά του. Σε τέσσερα επόμενα μυθιστορήματα, διαπράττει αρκετούς φόνους και εμπλέκεται σε μια μακροχρόνια απάτη πλαστογραφίας, χωρίς να συλληφθεί ποτέ. Ο Ρίπλεϊ έχει περιγραφεί από αρκετούς κριτικούς ως ψυχοπαθής,[16][17][18] ενώ ο συγγραφέας και διαγνωσμένος ναρκισσιστής Σαμ Βάνκιν έχει πει ότι ο Ρίπλεϊ ταιριάζει τόσο στην ψυχοπάθεια όσο και στον ναρκισσισμό.[19]
Η ταινία Άγρια νιότη (Badlands) του 1973 περιελάμβανε δύο βασικούς χαρακτήρες βασισμένους χαλαρά στους Τσαρλς Σταρκγουέδερ και Κάριλ Αν Φουγκέιτ. Ενώ ο άνδρας πρωταγωνιστής, ο μαζικός δολοφόνος Κιτ Καράδερς (Μάρτιν Σιν), περιγράφεται ενίοτε ως ψυχοπαθής ή κοινωνιοπαθής, ο ψυχολόγος Ρόμπτερ Ντ. Χέαρ έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο της φίλης και συνεργού του Χόλι (Σίσι Σπέισεκ) μια ψυχοπαθή λόγω της κακής συναισθηματικής της αίσθησης για τη σημασία των γεγονότων.
Η αυξανόμενη προβολή κατά συρροήν δολοφόνων στα μέσα ενημέρωσης στα τέλη του 20ού αιώνα, τροφοδοτούμενη από περιπτώσεις όπως ο Τζον Γουέιν Γκέισι (1978), ο Τεντ Μπάντι (1978) και ο Τζέφρι Ντάμερ (1991), έδωσε επιπλέον ώθηση στον τρόπο με τον οποίο η γινόταν αντιληπτή και απεικονιζόταν η ψυχοπάθεια τόσο στον κινηματογράφο όσο και στη λογοτεχνία, ενίοτε ενσωματώνοντας ένα υβρίδιο παραδοσιακών ψυχοπαθών από τη λογοτεχνία του πρώιμου κινηματογράφου και του τέλους του 19ου αιώνα.[20][21]
Ο ψυχίατρος και κανιβαλιστής κατά συρροήν δολοφόνος Χάνιμπαλ Λέκτερ, που ενσαρκώθηκε κυρίως από τον Άντονι Χόπκινς στην βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του 1991 Η σιωπή των αμνών, είναι ίσως ο πιο διαβόητος ψυχοπαθής στη μυθοπλασία του 20ού αιώνα. Ο Λέκτερ είναι έξυπνος και εκλεπτυσμένος και η αφοπλιστικό του συμπεριφορά και ευφυΐα συγκαλύπτουν την πραγματική του φύση ως κατά συρροήν δολοφόνου. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σε ένα κελί, βασανίζοντας την εκπαιδευόμενη πράκτορα του FBI Κλάρις Στάρλινγκ με στοιχεία από την ταυτότητα ενός άλλου κατά συρροήν δολοφόνου, του Μπάφαλο Μπιλ, με αντάλλαγμα προσωπικές λεπτομέρειες της ταραγμένης παιδικής ηλικίας της Στάρλινγκ. Ο Λέκτερ εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1981, στο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις Κόκκινος δράκος, στο οποίο δεν φαίνεται να ταιριάζει σε κανένα γνωστό ψυχολογικό προφίλ. Στην κινηματογραφική μεταφορά της Σιωπής των αμνών, αναφέρεται ως «καθαρός ψυχοπαθής».[22] Στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα Χάνιμπαλ and Χάνιμπαλ, το ξύπνημα του κακού, η ψυχοπάθεια του Λέκτερ απεικονίζεται ως αποτέλεσμα του ότι είχε δει την αδελφή του να δολοφονείται και να κανιβαλίζεται κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 2013 ο Χάρις αποκάλυψε ότι βάσισε αρχικά τον χαρακτήρα Λέκτερ στον Αλφρέντο Μπαλί Τρεβίνο, έναν Μεξικανό γιατρό που είχε σκοτώσει και διαμελίσει τον ομοφυλόφιλο εραστή του, σε ένα υποτιθέμενο έγκλημα πάθους εν μέσω οικονομικής διαμάχης.[23][24]
Το μυθιστόρημα American Psycho αφηγείται την ιστορία του Πάτρικ Μπέιτμαν, ενός γιάπη κατά συρροήν δολοφόνου που εργαζόταν στη Γουόλ Στριτ τη δεκαετία του 1980. Έγινε ταινία με τον ίδιο τίτλο το 2000. Ο συγγραφέας Μπρετ Ίστον Έλις είπε σε συνεντεύξεις ότι το βιβλίο είναι μια σάτιρα των ρηχών καταναλωτικών τρόπων ζωής, αλλά και ότι η συγγραφή των βίαιων σκηνών βασίστηκε στη φαντασία και υλικό σε του FBI για κατά συρροήν δολοφόνους. Κάποια σχόλια, μεταξύ άλλων σε επιστημονικά περιοδικά, έχουν προτείνει ότι ο χαρακτήρας του Μπέιτμαν φαίνεται να είναι ψυχοπαθής. Ωστόσο, ο Μπέιτμαν εμφανίζει επίσης σημάδια ψύχωσης, όπως παραισθήσεις, και ως εκ τούτου φαίνεται να είναι αναξιόπιστος αφηγητής. Είναι ασαφές εάν ο Μπέιτμαν είναι πράγματι κατά συρροήν δολοφόνος ή απλώς έχει παραισθήσεις για τη διάπραξη φόνων.[25][26] Στο μυθιστόρημα του Έλις με τίτλο Glamorama (1998), το οποίο παρουσιάζει μοντέλα που έγιναν τρομοκράτες, ένας χαρακτήρας παρατηρεί: "βασικά, όλοι ήταν κοινωνιοπαθείς".
Στο βιβλίο του 1993 Girl, Interrupted και την κινηματογραφική του προσαρμογή του 1999, ο χαρακτήρας της Λίζας (την οποία υποδύεται η Αντζελίνα Τζολί στην ταινία) είναι μια επαναστάτρια, αντικοινωνική νεαρή γυναίκα που διαγιγνώσκεται ως κοινωνιοπαθής.[27] Ωστόσο, παραμένει ασαφές εάν αυτή η διάγνωση είναι ακριβής.
Η ταινία του 1996 Φόβος ενστίκτου (Primal Fear) απεικονίζει έναν ύποπτο δολοφονίας που φαίνεται να έχει διασχιστική διαταραχή ταυτότητας, ο οποίος στο τέλος αποκαλύπτει ότι προσποιείται ότι πάσχει από τη διαταραχή.
Η συγγραφέας των βιβλίων Χάρι Πότερ Τζ. Κ. Ρόουλινγκ έχει περιγράψει τον λόρδο Βόλντεμορτ, τον βασικό κακό της σειράς, ως «λυσσαλέο ψυχοπαθή, χωρίς φυσιολογικές ανθρώπινες αντιδράσεις στον πόνο των ανθρώπων».
Πολλοί χαρακτήρες τηλεοπτικών εκπομπών περιγράφονται ανεπίσημα ως ψυχοπαθείς. Κάποια παραδείγματα είναι οι Νάταλι Μπάξτον στο Bad Girls,[28] Σον Σλέιτερ και Μάικλ Μουν στο EastEnders,[29][30] Ντέξτερ Μόργκαν στο Dexter,[31] Τάκο Σαλαμάνκα στο Breaking Bad και στο Πάρε τον Σολ,[32] και Φρανκ Άντεργουντ στο House of Cards.
Το μυθιστόρημα της Τάνα Φρεντς του 2007 με τίτλο In the Woods απεικονίζει δύο ντετέκτιβ που καταδιώκουν την παιδοκτόνο Ρόζαλιντ Ντέβλιν. Μόλις την ανακαλύψουν, φαίνεται ότι η Ντέβλιν είναι ψυχοπαθής ανίκανη να προσκολληθεί συναισθηματικά και προσποιείται ότι είναι ευάλωτη για να χειραγωγεί καλύτερα τους άλλους.
Ο Άντον Τσίγκαρ, ο βασικός κακός του μυθιστορήματος No Country for Old Men, περιγράφεται ως «ψυχοπαθής δολοφόνος». Είναι ένας αδυσώπητος δολοφόνος που καταδιώκει τον Λουέλιν Μος για να ξαναπάρει δύο εκατομμύρια από εμπόριο ναρκωτικών. Ο Τσίγκαρ σκοτώνει σχεδόν όλους όσους συναντά χωρίς ενσυναίσθηση και πέρα από τη συμβατική ηθική. Περιστασιακά αποφασίζει για τη μοίρα των θυμάτων του με το στρίψιμο ενός κέρματος. Η κινηματογραφική εκδοχή του χαρακτήρα, που ερμηνεύεται από τον Χαβιέρ Μπαρδέμ, αξιολογήθηκε από ψυχολόγους ως η πιο ακριβής απεικόνιση ενός ψυχοπαθούς.
Ο δρ Γκρέγκορι Χάουζ, ο χαρακτήρας του τίτλου στο ιατρικό θρίλερ του FOX Ιατρικές υποθέσεις (House) αναφέρεται ως κοινωνιοπαθής πολλές φορές από πολλούς χαρακτήρες σε όλη τη διάρκεια της σειράς.
Ο Σέρλοκ Χολμς, ο πρωταγωνιστής της σειράς Σέρλοκ του BBC, αναφέρεται ως ψυχοπαθής πολλές φορές κατά τη διάρκεια της σειράς. Σε απάντηση σε αυτούς τους ισχυρισμούς, ο Χολμς περιγράφει τον εαυτό του ως «κοινωνιοπαθή υψηλής λειτουργικότητας». Έχει επίσης θεωρηθεί ότι πάσχει από σύνδρομο Άσπεργκερ.[33][34]
Το μυθιστόρημα του Νταν Γουέλς I Am Not a Serial Killer και οι συνέχειές του, Mr. Monster and I Don't Want to Kill You, έχει ήρωα τον Τζον Γουέιν Κλίβερ, ένα έφηβο διαγνωσμένο κοινωνιοπαθή που ζει με έναν αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς για να αποφύγει να γίνει κατά συρροήν δολοφόνος.[35]
Η Βρίσκα Σέρκετ, αντιηρωίδα του διαδικτυακο έπους φαντασίας Homestuck, εμφανίζει πολλά χαρακτηριστικά ψυχοπάθειας, ιδιαίτερα μακιαβελισμό, αδυναμία μεταμέλειας και ακραία αυτοπεποίθηση. Ο φίλος της Κάρκατ Βάντας την αποκαλεί «κοινωνιοπαθή».[36]
Οι σύγχρονες συμβουλές για τη συγγραφή χαρακτήρων που είναι ψυχοπαθείς/κοινωνιοπαθείς υποδηλώνουν ότι η έλλειψη συνείδησης και ενσυναίσθησης είναι πάντα τα κύρια χαρακτηριστικά, μαζί με την ικανότητα εξαπάτησης των άλλων.[37]
Το 2013, κυκλοφόρησε το βιντεοπαιχνίδι Grand Theft Auto V με πολλές αναφορές σε ψυχοπαθείς και κοινωνιοπαθείς, μεταξύ και των οποίων ένας φανταστικός ψυχίατρος. Ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Τρέβορ, περιγράφεται τόσο ψυχοπαθής όσο και ψυχωτικός. Ο ηθοποιός φωνής που έπαιξε τον ρόλο λέει ότι βασίστηκε στην ερμηνεία του Τσαρλς Μπρόνσον από τον Τομ Χάρντι στην ταινία Bronson.[38]
Το The Mask of Sanity του Τζέικομπ Μ. Άπελ παρουσιάζει έναν κοινωνιοπαθή, τον Τζέρεμι Μπάλιντ, ο οποίος γίνεται διάσημος καρδιολόγος ενώ σκοτώνει αγνώστους.[39][40]
Ορισμένοι χαρακτήρες της τηλεοπτικής σειράς φαντασίας Game of Thrones (2011-2019) έχουν θεωρηθεί ψυχοπαθείς, όπως οι Ράμσεϊ Μπόλτον, Τζόφρι Μπαράθιον και Κέρσεϊ Λάνιστερ.[41][42][43]
Η Έμα Γκρόσμαν στις ταινίες Καταραμένη σπορά (The Bad Seed, 2018) και The Bad Seed Returns είναι μια ψυχοπαθής δολοφόνος με αυτοδιαγνωσμένη αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.