Νάταν Άλτερμαν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | נתן אלתרמן (Εβραϊκά) |
Γέννηση | 14 Αυγούστου 1910[1][2][3] Βαρσοβία[4][5] |
Θάνατος | 28 Μαρτίου 1970[1][4][6] Τελ Αβίβ[4] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Κιριάτ Σαούλ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσική Αυτοκρατορία Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή Ισραήλ |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Εβραϊκά[4] |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά[4] Αγγλικά[4] Γαλλικά[4] Εβραϊκά[1][4][5] Γερμανικά Πολωνικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής[4] συγγραφέας[4] δημοσιογράφος[4] θεατρικός συγγραφέας[4] μεταφραστής[4] τραγουδοποιός |
Περίοδος ακμής | 12 Μαρτίου 1931 |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Ραφί |
Πολιτική ιδεολογία | Εργατικός Σιωνισμός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Rachel Marcus |
Σύντροφος | Tsilah Binder |
Τέκνα | Tirtza Atar |
Γονείς | Yitzhak Alterman |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Ισραήλ (1968) Βραβείο Μπιαλίκ (1957) Tchernichowsky Prize (1946) Ruppin Award (1947) Tchernichowsky Prize (1967) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νάταν Άλτερμαν (πολων. Nathan Alterman, εβρ. תן אלתרמן, Αύγουστος 1910 – 28 Μαρτίου 1970) ήταν Ισραηλινός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφραστής γεννημένος στην Πολωνία. Παρά το ότι δεν υπήρξε ποτέ εκλεγμένος σε κάποια θέση ή αξίωμα, ο Άλτερμαν ασκούσε μεγάλη επιρροή στην πολιτική των σοσιαλιστών Σιωνιστών, τόσο πριν όσο και μετά την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948.
Ο Άλτερμαν γεννήθηκε στη Βαρσοβία (τότε υπαγόμενη στη Ρωσική Αυτοκρατορία). Αλλά στην εφηβεία του, το 1925, μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Τελ Αβίβ και ολοκληρωσε τη μέση εκπαίδευσή του στο Εβραϊκό Γυμνάσιο Χερτσλίγια.
Στα 19 του χρόνια ο Νάταν πήγε στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει στη Σορβόννη αλλά ένα χρόνο αργότερα απεφάσισε να σπουδάσει γεωπονία στο Νανσύ. Αν και επισκεπτόταν την οικογένειά του στις διακοπές, ο Άλτερμαν πέρασε τρία χρόνια στη Γαλλία και επηρεάσθηκε πολύ από τις περιστασιακές συναντήσεις του με Γάλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς. Επιστρέφοντας στο Τελ Αβίβ το 1932, άρχισε να εργάζεται στη Γεωργική Σχολή Μικβέχ Ισραέλ, αλλά σύντομα την εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και την ποίηση. Το 1933 ο Άλτερμαν εντάχθηκε στον λογοτεχνικό κύκλο «Μαζί» (εβρ. יחדיו), που εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό «Στήλες» (טורים).
Στις 22 Αυγούστου 1934 ο Άλτερμαν νυμφεύθηκε τη Ραχήλ Μάρκους, ηθοποιό στο Θέατρο Καμέρι του Τελ Αβίβ. Απέκτησαν μια κόρη τον Ιανουάριο του 1941, την Τίρτσα Άταρ, που όταν μεγάλωσε έγινε και εκείνη ποιήτρια.
Ως γεωπόνος, ο Άλτερμαν πιστώνεται με την εισαγωγή των πρώτων σπόρων της ντομάτας του Μαρμάντ στο Ισραήλ, όπου σύντομα είχε γίνει η βασική ποικιλία που καλλιεργούσαν στη χώρα, μέχρι και τη δεκαετία του 1960.[7]
Από την ηλικία των 23 ετών ο Άλτερμαν άρχισε να γράφει τους στίχους για τραγούδια του θεάτρου βοντβίλ «Η σκούπα» (המטאטא).[8] Το επόμενο έτος (1934) ξεκίνησε να δημοσιεύει στην ημερήσια εφημερίδα Νταβάρ μια έμμετρη στήλη με τίτλο «Σκίτσα του Τελ Αβίβ» (סקיצות תל אביביות). Μετά τη δημοσίευση 26 τέτοιων ομοιοκατάληκτων στηλών σε διάστημα 4 μηνών, ο Άλτερμαν παραιτήθηκε από την Νταβάρ τον Νοέμβριο του 1934 και άρχισε να γράφει για την ημερήσια εφημερίδα Χααρέτς μια παρόμοια στήλη υπό τον τίτλο «Στιγμές» (רגעים), μόνο που τώρα οι στίχοι είχαν λιγότερο λυρικό και περισσότερο σατιρικό χαρακτήρα. Στη Χααρέτς συνέχισε τη στήλη επί οκτώ χρόνια, φθάνοντας τις 297 τέτοιες στήλες.
Η πρώτη τυπωμένη ποιητική συλλογή του Άλτερμαν ήταν η Kokhavim Bakhuts (= «Αστέρια έξω», 1938). Αυτή η συλλογή, με «τη νεο-ρομαντική θεματική, το φορτισμένο ύφος και τη μετρική επιδεξιότητα»[9], όπως τη χαρακτήρισε ο Ισραηλινός κριτικός Μπέντζαμιν Χαρσάβ, καθιέρωσε τον ποιητή ως σημαντική δύναμη της σύγχρονης εβραϊκής λογοτεχνίας.
Το επόμενο έργο του ήταν Η χαρά των φτωχών (1941). Είναι μια καλειδοσκοπική φαντασμαγορία αποτελούμενη από 31 διασυνδεδεμένα ποιήματα, όλα από τη σκοπιά του φαντάσματος ενός νεκρού άνδρα που έχει εμμονή με τη ζωντανή γυναίκα που αγαπά – μια αντιστροφή του μύθου του Ορφέως και της Ευρυδίκης. Ο νεκρός θέλει να προστατεύσει τη ζωντανή αγάπη του από τον πόλεμο και τη φτώχεια, ωστόσο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θέλει να την τραβήξει στον κόσμο του. Τα σχέδιά του όμως αποτυγχάνουν συνεχώς. Η υπόθεση θυμίζει υπερφυσικό θρίλερ, αλλά η δομή, οι ομοιοκαταληξίες και το μέτρο είναι ομαλά και κομψά.
Το 1942, όταν τα πρώτα σκόρπια νέα σχετικώς με το Ολοκαύτωμα έφθασαν στην εβραϊκή κοινότητα στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη, ο Άλτερμαν έγραψε ένα ποίημα που μπορεί να περιγραφεί ως μια σαρκαστική και βλάσφημη παράφραση του ιουδαϊκού ύμνου-προσευχής για τους Εβραίους ως του «περιούσιου λαού» («Ευλογητός ει Σύ ... ο επιλέξας ημάς εξ όλων των εθνών»). Το 1943 έγραψε και ένα ποίημα επικριτικό για τον τότε Πάπα Πίο ΙΒ΄ και την αδιαφορία του για τα δεινά των Εβραίων, ποίημα που είναι αναρτημένο στο Γιαντ Βασσέμ.[10]
Το 1945-1947 ο ποιητής-δημοσιογράφος κατήγγελλε δια του τύπου τα καταπιεστικά μέτρα του βρετανικού στρατού και εξύμνησε τα παράνομα πλοιάρια με τους επιζώντες πρόσφυγες του Ολοκαυτώματος που έφθαναν στις ακτές της Παλαιστίνης, αψηφώντας τις απαγορεύσεις των Βρετανών.[11]
Στα πρώτα στάδια του Αραβο-ισραηλινού Πολέμου του 1948 ο Άλτερμαν έγραψε και αρκετά πατριωτικά ποίηματα, με το γνωστότερο να είναι «Ο ασημένιος δίσκος» (מגש הכסף, μεταγρ. magásh ha-késef). Είναι ένα κείμενο που απαγγέλλεται επισήμως κάθε χρόνο στην Ημέρα Μνήμης του Ισραήλ, και γράφηκε μετά τη δήλωση του Χαΐμ Βάιτσμαν τον Δεκέμβριο του 1947, μετά την υιοθέτηση του Σχεδίου του ΟΗΕ για τον Διαμελισμό της Παλαιστίνης: «Κανένα κράτος δεν προσφέρθηκε ποτέ πάνω σε ασημένιο δίσκο ... Το σχέδιο ... δεν δίνει στους Εβραίους παρά απλά μια ευκαιρία».
Μερικά από τα ποιήματα του Άλτερμαν μελοποιήθηκαν σε δημοφιλή τραγούδια, όπως το «Μια συνάντηση δίχως τέλος» (פגישה לאין קץ).
Ο Άλτερμαν ήταν πολύγλωσσος και πολύ παραγωγικός μεταφραστής, μεταφράζοντας στην εβραϊκή γλώσσα (αλλά και στα γίντις) έργα των Σαίξπηρ, Μολιέρου, Ρακίνα, Κάρλο Γκότσι, Φέρεντς Μολνάρ, Ζαν-Μπατίστ Λυλί, Ντοστογιέφσκι, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Ιονέσκο, Ζωρζ Κουρτελέν, Τζέιμς Μάθιου Μπάρι, Ζαν Ανούιγ, Μπωμαρσαί, Μπεν Τζόνσον, Αλεξάντρ Οστρόβσκι και άλλων.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 ο Άλτερμαν ήταν αντίθετος με τον στρατιωτικό νόμο που είχε επιβληθεί μακροχρόνια τότε στους Άραβες πολίτες του Ισραήλ (μέχρι το 1966), ενώ υπεστήριζε έντονα τους αγώνες των εργατών, όπως την απεργία των ναυτικών το 1952, η οποία καταπνίγηκε από την κυβέρνηση Μπεν Γκουριόν.
Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών ωστόσο, ο Άλτερμαν υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του «Κινήματος για το Μεγάλο Ισραήλ», συμμαχώντας με δεξιούς ακτιβιστές, στους οποίους είχε αντιτεθεί σφοδρά σε προηγούμενες δεκαετίες. Επέκρινε τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (ο οποίος ήταν πλέον τότε απλός βουλευτής, αλλά ασκούσε ακόμα επιρροή) ότι ήταν υπερβολικά πρόθυμος να δώσει τα εδάφη που είχαν κερδηθεί με τον πόλεμο σε αντάλλαγμα για μια ειρηνευτική συμφωνία.
(με μια απόδοση του τίτλου στην ελληνική)