Νίκολας Ρόουγκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Nicolas Roeg (Αγγλικά)[1] |
Γέννηση | 15 Αυγούστου 1928[2][3][4] Σεντ Τζονς Γουντ[2] |
Θάνατος | 23 Νοεμβρίου 2018[5][6][7] Λονδίνο[1] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[8][9] |
Σπουδές | Mercers' School[10] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | σκηνοθέτης κινηματογράφου[11] κινηματογραφιστής[11] σκηνοθέτης τηλεόρασης[12] σεναριογράφος κινηματογραφικών ταινιών[13] σκηνοθέτης[14] |
Περίοδος ακμής | 1947 - 23 Νοεμβρίου 2018 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Σούζαν Στίβεν (1957–1977) Τερέζα Ράσελ (από 1986) Harriet Harper (2005–2018) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (1996)[10] British Film Institute Fellowship (1994)[10][15] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νίκολας Τζακ Ρόουγκ, αναφερόμενος συχνά στην ελληνική και ως Νίκολας Ρεγκ (Nicolas Jack Roeg, 15 Αυγούστου 1928 – 23 Νοεμβρίου 2018) ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας του κινηματογράφου, του οποίου λίγες ταινίες, όπως οι Μετά τα μεσάνυχτα (1973), Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη (1976) και Η δύναμη της σάρκας (1980), του εξασφάλισαν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες του 20ού αιώνα.
Πραγματοποιώντας το σκηνοθετικό του ντεμπούτο 23 χρόνια μετά την είσοδό του στον χώρο του κινηματογράφου, ο Ρόουγκ έγινε γρήγορα γνωστός για ένα ιδιόμορφο αφηγηματικό και οπτικό ύφος, με τη χρήση αποπροσανατολιστικού μοντάζ, που εξυπηρετεί συνήθως μία μη γραμμική χρονικά αφήγηση.[16] Για τον λόγο αυτό θεωρείται ότι άσκησε μεγάλη επιρροή, με σκηνοθέτες όπως οι Στίβεν Σόντερμπεργκ, Κρίστοφερ Νόλαν και Ντάνι Μπόιλ να τον αναφέρουν σχετικά.
Το 1999 το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου αναγνώρισε τη σημασία του Ρόουγκ στον βρετανικό κινηματογράφο, κατατάσσοντας τις ταινίες του Μετά τα μεσάνυχτα και Παράστασις αντιστοίχως ως την 8η και την 48η καλύτερη βρετανική ταινία όλων των εποχών σε ψηφοφορία μεταξύ χιλίων ανθρώπων του κινηματογράφου και της TV[17], ενώ σε αντίστοιχη ψηφοφορία 150 ειδικών για το περιοδικό Time Out το 2011, το Μετά τα μεσάνυχτα ήρθε πρώτο.
Ο μέλλων σκηνοθέτης γεννήθηκε στο Σεντ Τζονς Γουντ του βόρειου Λονδίνου και ήταν γιος του Τζακ Νίκολας Ρόουγκ (Ρεγκ) και της Μέιμπελ Γκέρντρουντ Ρόουγκ, το γένος Σιλκ.[18][19] Ο πατέρας του ήταν ολλανδικής καταγωγής και ασχολείτο με το εμπόριο διαμαντιών, αλλά έχασε πολλά χρήματα όταν απέτυχε μια επένδυσή του στη Νότια Αφρική.[19] Ο Ρόουγκ είχε δηλώσει ότι εντάχθηκε στη «βιομηχανία» του κινηματογράφου μόνο και μόνο επειδή υπήρχε ένα στούντιο απέναντι από το σπίτι του στο Marylebone.[20]
Το 1947, μετά τη στρατιωτική θητεία του, ο Ρόουγκ άρχισε να εργάζεται σε βοηθητικές εργασίες στα Marylebone Studios του Λονδίνου.[21] Για λίγο δούλεψε ως χειριστής της κάμερας σε μερικές παραγωγές, όπως στην ταινία Αυτοί που δε ριζώνουν πουθενά.[19]
Στη συνέχεια εργάσθηκε ως διευθυντής φωτογραφίας δεύτερης μονάδας στην ταινία Ο Λόρενς της Αραβίας (1962) του Ντέιβιντ Λην και μετά από αυτό ο Λην προσέλαβε τον Ρόουγκ ως διευθυντή φωτογραφίας στην επόμενη ταινία του Δόκτωρ Ζιβάγκο, αλλά εκεί ο δημιουργικός οίστρος του Ρόουγκ συγκρούσθηκε με του Λην και τελικώς ο πρώτος απολύθηκε από την παραγωγή και αντικαταστάθηκε από τον Φρέντι Γιανγκ, ο οποίος είναι ο μόνος που εμφανίζεται στους συντελεστές του έργου.[22] Ο Ρόουγκ πιστώνεται ως διευθυντής φωτογραφίας στην ταινία του Ρότζερ Κόρμαν Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου και στην ταινία του Φρανσουά Τρυφώ Φαρενάιτ 451, καθώς και στην Πετούλια του Ρίτσαρντ Λέστερ, την τελευταία ταινία στην οποία ο Ρόουγκ πιστώνεται μόνο με τη φωτογραφία και η οποία επιδεικνύει πολλά χαρακτηριστικά-ομοιότητες με το μετέπειτα έργο του ως σκηνοθέτη.[23]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Ρόουγκ μεταπήδησε στη σκηνοθεσία με το έργο Παράστασις, το οποίο σκηνοθέτησε από κοινού με τον Ντόναλντ Κάμελ (Donald Cammell). Η ταινία αφηγείται τη ζωή ενός επίδοξου γκάνγκστερ του Λονδίνου (Τζέιμς Φοξ) που μετακομίζει στο σπίτι ενός αποτραβηγμένου ροκ σταρ (ο Μικ Τζάγκερ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση) για να διαφύγει από τα «αφεντικά» του. Ο Ρόουγκ έκανε επίσης τη φωτογραφία, ενώ ο Κάμελ έγραψε το σενάριο.[24] Η ταινία ολοκληρώθηκε το 1968, αλλά η εταιρεία που είχε αναλάβει τη διανομή, σύμφωνα με τον παραγωγό Σ. Λήμπερσον, «δεν πίστευε ότι ήταν δυνατό να κυκλοφορηθεί»[24] και έτσι την κράτησε επί δύο χρόνια προτού τολμήσει να την κυκλοφορήσει ως «αυστηρώς ακατάλληλη» το 1970. Παρά την αρχική μέτρια επιτυχία, με τα χρόνια απέκτησε «καλτ» οπαδούς και την εκτίμηση μερικών κριτικών.[25]
Ακολούθησε η ταινία επιβίωσης Περιπλάνηση, με έφηβους πρωταγωνιστές. Ο Ρόουγκ δεν δίστασε να δώσει τον έναν από τους ρόλους στον γιο του, τον Λυκ.[26] Η ταινία εξυμνήθηκε από τους κριτικούς, αν και δεν είχε εμπορική επιτυχία.[27]
Η ταινία που «έκανε τη διαφορά» ήταν η Μετά τα μεσάνυχτα (Don't Look Now), βασισμένη στο διήγημα της Δάφνης Ντι Μωριέ Not After Midnight και με πρωταγωνιστές τους Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζούλι Κρίστι να θρηνούν στη Βενετία τον θάνατο της κόρης τους. Η ταινία εξυμνήθηκε ευρύτατα από τους κριτικούς και θεωρήθηκε μία από τις σημαντικότερες και επιδραστικότερες ταινίες μεταφυσικού τρόμου που γυρίστηκαν ποτέ.[28]
Παρόμοια με την Παράστασι, ο Ρόουγκ έδωσε σε μουσικούς τους πρώτους ρόλους στις επόμενες ταινίες του: Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη και Η δύναμη της σάρκας. Στην πρώτη (1976) ο Ντέιβιντ Μπόουι υποδύεται έναν ανθρωπόμορφο εξωγήινο που κατεβαίνει στη Γη για να βρει νερό για τον πλανήτη του. Η ταινία δίχασε τους κριτικούς και χρειάστηκε να περικοπεί για μπορέσει να προβληθεί στις ΗΠΑ.[29] Ωστόσο, εξασφάλισε στον σκηνοθέτη μια υποψηφιότητα για «Χρυσή Άρκτο» και σήμερα θεωρείται σημαντική ταινία επιστημονικής φαντασίας και μία από τις πιο διάσημες του Ρόουγκ. Στη Δύναμη της σάρκας (1980) πρωταγωνιστεί ο Αρτ Γκαρφάνκελ στον ρόλο ενός Αμερικανού ψυχίατρου που ζει στη Βιέννη και αναπτύσσει μια ερωτική σχέση με συμπατριώτισσά του (την υποδύεται η Τερέζα Ράσελ), η οποία διακομίζεται επειγόντως σε νοσοκομείο εξαιτίας ενός συμβάντος η φύση του οποίου αποκαλύπτεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της ταινίας (η αφήγηση δεν είναι με χρονική σειρά). Στην αρχή η ταινία αποδοκιμάστηκε από τους κριτικούς και η εταιρεία διανομής της λέγεται ότι τη χαρακτήρισε «ένα αρρωστημένο φιλμ καμωμένο από αρρωστημένους ανθρώπους για αρρωστημένους ανθρώπους»[30], και απαίτησε να βγει το σήμα της από την τελική κόπια της ταινίας.[31]
Οι ασυνήθιστες ταινίες του Ρόουγκ συνεχίσθηκαν με το Μια νύχτα με τη Μαίρυλιν (Insignificance, 1985), που βασίζεται στον θρύλο ότι μια νύχτα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου συναντήθηκαν 4 από τους πλέον διάσημους ανθρώπους ( σε εντελώς διαφορετικούς τομείς) στις ΗΠΑ στα μέσα του 20ού αιώνα: Η Μέριλιν Μονρόε, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο κορυφαίος αθλητής του μπέιζμπολ Τζο Ντιμάτζιο και ο διαβόητος γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθυ (στην ταινία επίτηδες αναφέρονται ανώνυμα ως «η Ηθοποιός», «ο Καθηγητής», «ο Παίκτης» και «ο Γερουσιαστής»). Το Insignificance επιλέχθηκε να διαγωνιστεί για τον «Χρυσό Φοίνικα».[32]
Ο Ρόουγκ επιλέχθηκε για να σκηνοθετήσει μία προσαρμογή του παιδικού μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταλ «Οι μάγισσες» από τον Τζιμ Χένσον, που είχε εξασφαλίσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα για το βιβλίο.[33] Αυτή τελικώς ήταν η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη στη μεγάλη παραγωγή και είχε μεγάλη επιτυχία με τους κριτικούς, αν και εμπορική αποτυχία.
Ο Ρόουγκ εργάσθηκε επίσης λίγο και στην τηλεόραση, με την προσαρμογή του έργου του Τενεσί Ουίλιαμς Το γλυκό πουλί της νιότης[34], καθώς και της Καρδιάς του σκότους.[35][36]
Οι ταινίες του Ρόουγκ είναι γνωστές για τις σκηνές που παρουσιάζονται με ανακατανεμημένο τρόπο, εκτός χρονικής και αιτιακής σειράς, απαιτώντας από τον θεατή να τις αναδιατάξει έτσι ώστε να καταλάβει την ιστορία που αφηγείται το έργο. Είναι, όπως έγραψε ο Στηβ Ρόουζ, σαν να «σπάζουν την πραγματικότητα σε χίλια κομμάτια» και είναι «απρόβλεπτες, συναρπαστικές, κρυπτικές και πιθανόν να σάς αφήσουν να αναρωτιέστε τι στο διάολο έγινε μόλις τώρα...»[37] Χαρακτηριστικό των ταινιών του Ρόουγκ είναι και το «εξαρθρωμένο» μοντάζ τους, που συνδυάζεται με τα παραπάνω ώστε να «βγάζει νόημα» μόνο στα τελευταία λεπτά (ή και λεπτό) της ταινίας, οπότε ένα κρίσιμο δεδομένο αναδύεται στην επιφάνεια. Το μοντάζ είναι «σαν ψηφιδωτό [γεμάτο με] ελλειπτικές λεπτομέρειες, που γίνονται πολύ σημαντικές αργότερα στο έργο»[22]
Αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα, επηρέασαν αργότερα κινηματογραφιστές όπως οι Στίβεν Σόντερμπεργκ[22], Τόνι Σκοτ[38], Ρίντλεϊ Σκοτ, Φρανσουά Οζόν και Ντάνι Μπόιλ.[39] Επιπλέον, ο Κρίστοφερ Νόλαν έχει δηλώσει πως η ταινία του Memento θα ήταν «μάλλον αδιανόητη» χωρίς τον Ρόουγκ και αναφέρει το τέλος της ταινίας Μια νύχτα με τη Μαίρυλιν ως οδηγό για το δικό του Inception.[40].
Μια θεματική που μπορεί να εντοπιστεί στη φιλμογραφία του Ρόουγκ είναι οι ήρωες που βρίσκονται τελείως έξω από το φυσικό περιβάλλον τους.[41] Παραδείγματα είναι τα σχολιαρόπαιδα στην απάνθρωπη έρημο της Αυστραλίας στην Περιπλάνηση, οι άνδρες και γυναίκες στη Βενετία στο Μετά τα μεσάνυχτα, ο εξωγήινος στον `Ανθρωπο που έπεσε στη Γη και οι Αμερικανοί στη Βιέννη στη Η δύναμη της σάρκας.
Η επιρροή του Ρόουγκ στον κινηματογράφο δεν περιορίζεται στην «αποδομητική» αφηγηματική του. Η σκηνή του «Memo from Turner» στην Παράσταση είναι πρόδρομος πολλών τεχνικών που αργότερα θα εφαρμόζονταν σε μουσικά «βιντεοκλίπ». Η σκηνή στη Δύναμη της σάρκας όπου οι σκέψεις των Τερέζα Ράσελ και Αρτ Γκαρφάνκελ ακούγονται προτού να ανταλλαχθούν λέξεις, με τη συνοδεία της μουσικής πιάνου του Κιθ Τζάρετ από το Κοντσέρτο της Κολωνίας, θεωρείται ότι επεξέτειναν τα όρια του τι μπορεί να γίνει στο φιλμ.
Ο σκηνοθέτης τιμήθηκε για το έργο του με παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας[42][43] β΄ τάξεως (CBE) την Πρωτοχρονιά του 1996.
Από το 1957 μέχρι το 1977 ο Νίκολας Ρόουγκ ήταν νυμφευμένος με την Αγγλίδα ηθοποιό Σούζαν Στήβεν (1931-2000), με την οποία απέκτησαν 4 γιους: τους Γουόλντο, Νίκο, Σόλτο και Λυκ. Ο Λυκ, αργότερα κινηματογραφικός παραγωγός, έπαιξε ως ηθοποιός (αναφερόμενος ως Λυσιέν Τζων, Lucien John) στην Περιπλάνηση, την πρώτη ταινία στην οποία ο Ν. Ρόουγκ σκηνοθέτησε μόνος του.[44]
Το 1982 ο Ν. Ρόουγκ νυμφεύθηκε την Τερέζα Ράσελ, με την οποία απέκτησαν δύο ακόμα γιους, τον Μαξ (έγινε ηθοποιός) και τον Στάτεν Ρόουγκ. Διαζεύχθηκαν σε άγνωστη ημερομηνία.[44] Ο Ρόουγκ πήρε σε τρίτο γάμο ως σύζυγο τη Χάριετ Χάρπερ το 2005, μέχρι τον θάνατό του.[44]
Ο Ρόουγκ πέθανε στο Λονδίνο σε ηλικία 90 ετών από φυσικά αίτια.[20][45]
Ο ηθοποιός Ντόναλντ Σάδερλαντ (που έδωσε σε έναν απο τους γιους του το όνομα του σκηνοθέτη) χαρακτήρισε τον Ρόουγκ «ατρόμητο οραματιστή». Ο κινηματογραφιστής Ντάνκαν Τζόουνς, γιος του Ντέιβιντ Μπόουι, απεκάλεσε τον Ρόουγκ «μεγάλο αφηγητή ιστοριών» και προσέθεσε ότι είναι αδύνατον να τον μιμηθεί κανείς.[46]