His Excellency Ντιντιέ Ρατσιράκα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ratsiraka Didier (Μαλγασικά) |
Γέννηση | 4 Νοεμβρίου 1936[1] Vatomandry |
Θάνατος | 28 Μαρτίου 2021[2] Ανταναναρίβο |
Αιτία θανάτου | γρίπη[3] |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Εθνικότητα | Betsimisaraka people[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία Μαδαγασκάρη |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Μαλαγασική γλώσσα |
Ομιλούμενες γλώσσες | Μαλαγασική γλώσσα[5] Γαλλικά |
Σπουδές | Λύκειο Ερρίκος Δ' Ναυτική Σχολή της Γαλλίας College of Saint Michael, Amparibe |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός διπλωμάτης |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Malagasy Revolutionary Party |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Céline Ratsiraka |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | ναύαρχος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης (1975–1993)[6] Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης (1997–2002)[6] Minister of Foreign Affairs (1972–1975) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ντιντιέ Ρατσιράκα (Didier Ratsiraka, 4 Νοεμβρίου 1936 – 28 Μαρτίου 2021) ήταν πολιτικός από τη Μαδαγασκάρη, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της χώρας (1975-1993 και 1997-2002). Υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γκαμπριέλ Ραμαναντσόα την περίοδο 1972-1975. Γνωστός ως ο «Κόκκινος Ναύαρχος», επειδή ήταν αρχικά φίλα προσκείμενος στη Σοβιετική Ένωση, ήρθε στην εξουσία το 1975 με στρατιωτικό πραξικόπημα. Εγκαθίδρυσε σοσιαλιστική κυβέρνηση, ιδρύοντας το κόμμα Πρωτοπορία της Μαλαγασικής Επανάστασης (FNDR). Κέρδισε με άνεση τις προεδρικές εκλογές του 1982 και του 1989. Το 1989 άλλαξε το όνομα του κόμματος σε AREMA (Andry sy Riana Enti-Manavotra an'i Madagasikara) (Πυρσός και Δομή για τη Σωτηρία της Μαδαγασκάρης) και κινήθηκε προς τη νομιμοποίηση των κομμάτων της Αντιπολίτευσης.
Η παρουσία της ακροαριστερής οργάνωσης ΜΟΝΙΜΑ (κίνημα της μαλγάσιας αντίστασης, με αρχηγό τον Μόνια Γιαόνα) οδήγησε τον πρόεδρο Ρατσιράκα στην απελευθέρωση της οικονομίας και στη βελτίωση των σχέσεων με το Παρίσι και με χώρες της Δύσης[7].
Η αυταρχική του διακυβέρνηση έλαβε τέλος το 1993, όταν έχασε τις εκλογές από τον Αλμπέρ Ζαφί. Ο τελευταίος καθαιρέθηκε το 1996, και ο Ρατσιράκα πέτυχε πολιτική επάνοδο το 1997 κερδίζοντας τις προεδρικές εκλογές, με αντιπάλους τον Ζαφί και τον πρωθυπουργό Νορμπέρ Ρατσιραχονάνα. Κατά τη δεύτερη θητεία του βελτίωσε τις σχέσεις με τις χώρες της ΕΕ.[8] Κυβέρνησε ως το 2002, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση έπειτα από πολιτική διένεξη και κρίση με τον αντίπαλό του Μαρκ Ραβαλομανάνα. Χάνοντας τη μία περιοχή (επαρχία) μετά την άλλη, ο Ρατσιράκα εγκατέλειψε οριστικά την εξουσία αλλά και τη χώρα, στις 5 Ιουλίου 2002.[9].
Γεννήθηκε στο Βατομαντρί της Μαδαγασκάρης. Σπούδασε στο νησί του και στη Γαλλία. Από το 1963 ως το 1970 υπηρέτησε στο Γαλλικό Ναυτικό και στη συνέχεια στο Παρίσι, ως στρατιωτικός ακόλουθος.[10]. Κατάγεται από τη φυλή Κοτιέ, που είναι αντίπαλοι των Μερινά.
Στις 15 Ιουνίου 1975 ο ναύαρχος Ρατσιράκα κατέλαβε την εξουσία έπειτα από πραξικόπημα.[11][12] Εξελέγη πρόεδρος για επταετή θητεία και επί 16 χρόνια ακολούθησε το σοσιαλισμό, με βάση το σύνταγμα του 1975 (το οποίο εγκρίθηκε σε δημοψήφισμα με 95,5% υπέρ στις 21 Δεκεμβρίου 1975), κρατικοποιώντας μεγάλο μέρος της οικονομίας και διακόπτοντας όλους τους δεσμούς με τη Γαλλία. Ο νέος ηγέτης κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές στις 30 Ιουνίου 1977, με 112 επί συνόλου 137 εδρών να πηγαίνουν στο κόμμα του, το AREMA. Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που διεξήχθησαν στις 28 Αυγούστου 1983, το κόμμα του Ρατσιράκα εξασφάλισε 117 έδρες επί συνόλου 137. Οι εθνικές εκλογές στις 7 Νοεμβρίου του 1982 και στις 12 Μαρτίου 1989 είχαν αποτέλεσμα να επιστρέψει ο Ρατσιράκα για δεύτερη (με 80,1% των ψήφων) και για τρίτη (με 63%) επταετή προεδρική θητεία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου η δράση της Αντιπολίτευσης επιτρεπόταν σε πολύ μικρό βαθμό. Επίσης, ο Τύπος απαγορευόταν να ασκεί απευθείας κριτική προς τον Πρόεδρο. Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 28 Μαΐου 1989 το κόμμα AREMA κέρδισε 120 έδρες από 137.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το καθεστώς του Ρατσιράκα ήρε τους περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης και υπό την πίεση των οικονομικών προβλημάτων, αναγκάστηκε να χαλαρώσει τη σοσιαλιστική οικονομική πολιτική και να εισαγάγει φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν και τον ιδιωτικό τομέα. Το 1989 καταργήθηκε η λογοκρισία του Τύπου και το 1990 επετράπη ο σχηματισμός περισσοτέρων κομμάτων. Έτσι, σιγά σιγά προήλθε ένα αντιπολιτευόμενο κίνημα που καλούνταν «Hery Velona» («Ενεργές Δυνάμεις»). Το κίνημα αυτό ενισχύθηκε από πολλούς πολιτικούς, όπως ο Αλμπέρ Ζαφί και ο Ρακοτονιάινα Μανανταφί.
Τον Αύγουστο του 1991 έπειτα από μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις και καταστροφικές γενικές απεργίες, ο Ρατσιράκα αντικατέστησε τον πρωθυπουργό του. Ωστόσο, υπέστη μια ανεπανόρθωτη ζημία, όταν τα στρατεύματά του άνοιξαν πυρ και σκότωσαν περισσότερους από 30 διαδηλωτές που έκαναν πορεία στην Ιαβολόχα, στο προαστιακό προεδρικό μέγαρο.[13]
Ο Ρατσιράκα αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να υπογραφεί η Σύμβαση του Πανοράματος στις 31 Οκτωβρίου του 1991. Με βάση αυτήν, αφαιρέθηκαν σχεδόν όλες οι εξουσίες από τον Ρατσιράκα και δημιουργήθηκαν προσωρινοί θεσμοί. Επίσης ορίστηκε χρονοδιάγραμμα 18 μηνών, εντός του οποίου θα έπρεπε να ολοκληρωνόταν η μετάβαση σε έναν νέο τύπο συνταγματικής κυβέρνησης. Το Συνταγματικό Δικαστήριο διατηρήθηκε ως το ανώτατο δικαστικό σώμα.
Τον Μάρτιο του 1992 το Εθνικό Φόρουμ που οργανώθηκε από το Χριστιανικό Συμβούλιο των Εκκλησιών της Μαδαγασκάρης (FFKM) σχεδίασε νέο Σύνταγμα. Οι στρατιώτες που περιφρούρησαν τη διαδικασία συγκρούστηκαν με τους ομοσπονδιακούς υποστηρικτές του Ρατσιράκα, οι οποίοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν το Φόρουμ σε διαμαρτυρία για τη σχεδίαση συνταγματικών τροποποιήσεων, που αφαιρούσαν από τον Πρόεδρο το δικαίωμα να διεκδικήσει νέα θητεία. Το κείμενο του νέου Συντάγματος τέθηκε σε δημοψήφισμα στις 19 Αυγούστου του 1992 και εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία (με 72,69% υπέρ έναντι 27,31% κατά), παρά τις προσπάθειες των ομοσπονδιστών να δημιουργήσουν προβλήματα στην ψηφοφορία σε πολλές παράκτιες περιοχές.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο Ρατσιράκα θα μπορούσε να είναι υποψήφιος, και στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Νοεμβρίου 1992 δεν προήλθε νικητής από τον πρώτο γύρο.[14] Στον τελικό γύρο, στις 10 Φεβρουαρίου του 1993 νικητής των εκλογών αναδείχθηκε ο Αλμπέρ Ζαφί, με 66,74% έναντι 33,26% για το Ρατσιράκα , ηγέτης του Hery Velona και ορκίστηκε πρόεδρος στις 27 Μαρτίου του 1993. Ο νέος πρόεδρος κέρδισε τις περισσότερες έδρες και στις βουλευτικές εκλογές, που διενεργήθηκαν στις 16 Ιουνίου του 1993. Συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές του Ζαφί κέρδισαν 75 επί συνόλου 138 εδρών στην Εθνοσυνέλευση. Σε δημοψήφισμα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1995, το 63,56% των πολιτών ενέκρινε τη χορήγηση στον πρόεδρο του προνομίου να απολύει εκείνος τον πρωθυπουργό αντί για την Εθνοσυνέλευση, όπως ίσχυε ως τότε. Το 1996 ο Ζαφί καθαιρέθηκε από την Εθνοσυνέλευση και έπειτα από τη βραχύβια προεδρία του δικαστικού Νορμπέρ Ρατσιραχονάνα, το 1996 στις εκλογές αναμετρήθηκαν ξανά οι Ζαφί και Ρατσιράκα, με τον τελευταίο αυτήν τη φορά να είναι νικητής. Στον πρώτο γύρο των εκλογών, στις 3 Νοεμβρίου 1996, προηγήθηκε ο Ρατσιράκα με 36,6% έναντι 23,3% για το Ζαφί. Στον τελικό γύρο στις 29 Δεκεμβρίου 1996 κέρδισε ο Ρατσιράκα, με 50,7% έναντι 49,2 για τον αντίπαλό του.[14] Τον Φεβρουάριο του 1997 ορκίστηκε ξανά πρόεδρος.[15] Η Εθνοσυνέλευση αποτελούνταν κυρίως από μέλη του πολιτικού κόμματος του Ρατσιράκα, Οργάνωση για την Αναγέννηση της Μαδαγασκάρης (ΑREMA). Τον Φεβρουάριο του 1998 βουλευτές της αντιπολίτευσης επιχείρησαν να τον ανατρέψουν με πρόταση μομφής στην εθνοσυνέλευση, χωρίς επιτυχία.[16] Στη συνέχεια εγκρίθηκε νέο Σύνταγμα, με δημοψήφισμα, στις 15 Μαρτίου του 1998, με βάση το οποίο αυξήθηκαν οι προεδρικές εξουσίες. Υπέρ ψήφισε το 50,9% και κατά το 49%. Οι βουλευτικές εκλογές στις 17 Μαΐου του 1998 έφεραν τη νίκη για την κυβέρνηση Ρατσιράκα, καθώς από τις 120 έδρες, το κόμμα AREMA κέρδισε τις 63. [14]
Την 1η Μαΐου του 2001 ο πρόεδρος Ρατσιράκα επανέφερε τον θεσμό της Γερουσίας, ο οποίος είχε καταργηθεί το 1992.
Τον Δεκέμβριο του 2001 διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές στις οποίες και οι δύο κύριοι υποψήφιοι κήρυξαν εαυτούς νικητές. Στον πρώτο γύρο στις 16 Δεκεμβρίου 2001, προηγήθηκε με διαφορά (46,4%) από τον πρόεδρο Ρατσιράκα ο δήμαρχος του Ανταναναρίβο, Μαρκ Ραβαλομανάνα. Ο Ρατσιράκα έλαβε 40,6%, ο πρώην πρόεδρος Αλμπέρ Ζαφί 5,3% και ο Εριζό Ραζαφιμαχαλέο 4,3%. Η συμμετοχή διαμορφώθηκε στο 66,9%. Το υπουργείο Εσωτερικών ανακήρυξε νικητή των εκλογών τον Ρατσιράκα και το κόμμα του, AREMA. Ο συνυποψήφιός του, Ραβαλομανάνα, αμφισβήτησε τα αποτελέσματα και κήρυξε εαυτόν νικητή.[17] Ακολούθησε πολιτική κρίση, στη διάρκεια της οποίας οι υποστηρικτές του Ρατσιράκα απέκοψαν όλους τους διαύλους μεταφοράς από το κύριο λιμάνι ως την πρωτεύουσα, που ήταν προπύργιο των υποστηρικτών του Ραβαλομανάνα. Ο δεύτερος γύρος ανεβλήθη και οι 2 πλευρές ισχυρίζονταν ότι είχαν κερδίσει άνω του 50% των ψήφων. Ορκίστηκαν και οι δύο στις 22 Φεβρουαρίου του 2002[18]. Ο Ρατσιράκα χαρακτήρισε "πραξικόπημα" την αυτοαναγόρευση του αντιπάλου του στην προεδρία[19]. Οι 2 κυβερνήσεις πολέμησαν για τον έλεγχο της χώρας, με δεκάδες νεκρούς και ανθρωπιστική κρίση στο νησί, λόγω της έλλειψης τροφίμων και καυσίμων[20].
Στις 22 Φεβρουαρίου 2002 ο Ρατσιράκα κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και την ίδια στιγμή αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος ο Ραβαλομανάνα. Στις 4 Μαρτίου ο τελευταίος ανέλαβε τη διοίκηση του Στρατού και όρκισε υπουργό Άμυνας. Στις 18 Απριλίου 2002, έπειτα από μεσολαβητική προσπάθεια της Σενεγάλης, οι πρωταγωνιστές της κρίσης υπέγραψαν συμφωνία στο Ντακάρ, ενώ ήδη τα θύματα ξεπερνούσαν τα 35. Βάσει της συμφωνίας, θα γινόταν επαναληπτική καταμέτρηση των ψήφων από τις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2001. Εάν δεν έβγαινε νικητής με απόλυτη πλειοψηφία, τότε σε έξι μήνες θα διεξαγόταν δημοψήφισμα για το θέμα στο νησί. Ο Ραβαλομανάνα σεβάστηκε τη συμφωνία και παραιτήθηκε από την προεδρία, όμως ο Ρατσιράκα αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα της επαναληπτικής καταμέτρησης των ψήφων και ζήτησε δημοψήφισμα αντί αυτού. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ανακήρυξε στις 29 Απριλίου νικητή του πρώτου γύρου των εκλογών τον Ραβαλομανάνα , με 51,5% έναντι 35,9% για τον πρόεδρο Ντιντιέ Ρατσιράκα. Ο Ρατσιράκα ζήτησε δημοψήφισμα, κάνοντας λόγο για μεροληψία των δικαστών σε βάρος του. Στις 6 Μαΐου ορκίστηκε νόμιμα και για δεύτερη φορά πρόεδρος ο Ραβαλομανάνα.
Σποραδικές συγκρούσεις και η οικονομική κρίση συνεχίστηκαν ως τον Ιούλιο του 2002, οπότε ο Ρατσιράκα και αρκετοί από τους υποστηρικτές του εγκατέλειψαν τη χώρα και εξορίστηκαν στη Γαλλία. Εκτός από τις πολιτικές διαφορές, οι εθνοτικές διαφορές διαδραμάτισαν επίσης σημαντικό ρόλο στην κρίση. Ο Ρατσιράκα προέρχεται από τους Μπετσιμισαράκα (φυλή των ακτών), ενώ ο Ραβαλομανάνα από τη φυλή των υψιπέδων Μερίνα. Στις 27 Μαΐου 2 στρατιώτες σκοτώθηκαν σε επίθεση οπαδών του Ραβαλομανάνα στο τελευταίο υπουργείο της νόμιμης κυβέρνησης στο Ανταναναρίβο, ενώ συνελήφθη και ετέθη σε περιορισμό κατ’ οίκον ο πρωθυπουργός Ταντελί Αντριαναρίβο από οπαδούς πιστούς στον αυτοανακηρυχθέντα πρόεδρο Ραβαλομανάνα. Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο υποστηρικτής του δευτέρου, Ζακ Σιλά. Την ίδια περίοδο, στις 31 Μαΐου, διορίστηκε από τον Ρατσιράκα προσωρινός πρωθυπουργός ο Ζαν Ραζολοντράιμπε. Στις 16 Ιουνίου ο Ραβαλομανάνα διόρισε νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με πρωθυπουργό ξανά τον Σιλά.
Στις 23 Ιουνίου επέστρεψε στο νησί προερχόμενος από τη Γαλλία, ο Ρατσιράκα, ενώ ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας αδρανοποίησε την έδρα της χώρας, μην μπορώντας να διακρίνει ποιος ήταν πρόεδρος του νησιού. Τελικά, έπειτα από στρατιωτικές επιτυχίες του Ραβαλομανάνα, η Γαλλία αναγνώρισε τον ίδιο ως πρόεδρο της χώρας στις 2 Ιουλίου. Στις 7 του μηνός εγκατέλειψε τη χώρα μαζί με τη σύζυγό του ο Ρατσιράκα και έκανε διήμερη στάση στις Σεϋχέλλες. Στις 9 Ιουλίου αφίχθηκε στο Παρίσι από όπου έκανε δηλώσεις. Ανάμεσα στα άλλα, ο έκπτωτος πρόεδρος είπε ότι θα επέστρεφε στο νησί μόνο αν διεξαγόταν και δεύτερος γύρος ψηφοφορίας ή ένα δημοψήφισμα.
Ο Ρατσιράκα κατηγορήθηκε[21][22][23] για διασπάθιση δημοσίου χρήματος (ύψους 8 εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία φέρεται να τα πήρε μαζί του στην εξορία). Καταδικάσθηκε ερήμην στις 6 Αυγούστου 2003 σε 10 χρόνια καταναγκαστικά έργα.[24] Επιπρόσθετα, στις 15 Δεκεμβρίου του 2003 καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση για την απόπειρά του να επιχειρήσει την απόσπαση 5 επαρχιών κατά την πολιτική κρίση του 2002[25]. Μέχρι το 2011 ο Ρατσιράκα έζησε αυτοεξόριστος στη Γαλλία, στο Νεϊγί σουρ Σεν (Neuilly-sur-Seine).
Τον Δεκέμβριο του 2008 έδωσε συνέντευξη στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό του δημάρχου της Ανταναναρίβο, Αντρί Ραζοελινά, πολιτικό αντίπαλο του προέδρου Ραβαλομανάνα. Η μετάδοση της συνέντευξης οδήγησε στο κλείσιμο του σταθμού από την κυβέρνηση[26], που πυροδότησε πολύνεκρες ταραχές το 2009.
Στις 9 Απριλίου 2009 άρχισαν στην πρεσβεία της Σενεγάλης στο Ανταναναρίβο διαβουλεύσεις ανάμεσα στις αντιπροσωπείες του πρώην προέδρου Μαρκ Ραβαλομανάνα και του προσωρινού προέδρου Αντρί Ραζοελίνα, οι οποίες διεξάχθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Ένωσης. Στις διαβουλεύσεις έλαβε μέρος και ο Ρατσιράκα αλλά και ο προκάτοχός του, Αλμπέρ Ζαφί.[27] Στόχος των διαβουλεύσεων ήταν η εξασφάλιση συναίνεσης για μια προσωρινή κυβέρνηση στο νησί. Παρά την ανακοίνωση κάποιας συμφωνίας ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη, εκπρόσωποι του Ρατσιράκα έκαναν γνωστό στις 23 Μαΐου ότι θα αποχωρήσουν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς θεώρησαν ότι οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για έναν ειρηνικό και εποικοδομητικό διάλογο.[28]
Στις 4 Αυγούστου 2009 ο Ρατσιράκα συναντήθηκε με τον πρόεδρο της μεταβατικής αρχής Ραζοελίνα και επίσης με τους Ραβαλομανάνα και Ζαφί, κατά τη διάρκεια του νέου γύρου συνομιλιών στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, με σκοπό τον τερματισμό της πολιτικής κρίσης. Ο πρώην πρόεδρος της Μοζαμβίκης, Ζοακίμ Τσισάνο ήταν ο μεσολαβητής. Το ζήτημα της αμνηστίας του Ρατσιράκα, αναφορικά με την καταδίκη του που τον ανάγκαζε να μην επιστρέψει στη Μαδαγασκάρη, επιλύθηκε κατά την περίοδο των συνομιλιών.[29][30][31][32][33]
Ο Ρατσιράκα επέστρεψε από την εξορία στις 24 Νοεμβρίου 2011, κίνηση που καλωσορίστηκε τόσο από το καθεστώς Ραζοελινά όσο και από τους πρώην προέδρους (και πρώην αντιπάλους του) Ραβολομανάνα κα Ζαφί.[34] Ο Ρατσιράκα ζήτησε να επιλυθεί η πολιτική κρίση μέσω απευθείας συνομιλιών ανάμεσα στους 4 πολιτικούς ηγέτες, με δυνητική συμμετοχή και των άλλων κομμάτων και κοινωνικών ομάδων.[35]
Στις 22 Μαρτίου 2021 ο Ρατσιράκα και η σύζυγός του Σελίν εισάχθηκαν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Σοαβιναντριάνα στην πρωτεύουσα Ανταναναρίβο, για τη θεραπεία μιας «μικρής γρίπης» σύμφωνα με τους συγγενείς τους.[36][37] Ο πρώην ηγέτης είχε υποβληθεί σε τεστ PCR για τη νόσο COVID-19, με αρνητικά αποτελέσματα κατά τους συγγενείς.[37] Αρκετές ημέρες αργότερα ο Ρατσιράκα πέθανε απο καρδιακή προσβολή σε ηλικία 84 ετών.[37][38]