Ο Έλληνας μεγιστάνας (πρωτότυπος τίτλος: The Greek Tycoon) είναι αμερικανική δραματική ταινία του 1978, σε σκηνοθεσία Τζέι Λι Τόμσον. Το σενάριο του Μόρτον Σ. Φάιν βασίζεται σε μια ιστορία των Φάιν, Νίκου Μαστοράκη και Γουίν Γουέλς, οι οποίοι το βάσισαν χαλαρά στον Αριστοτέλη Ωνάση και τη σχέση του με Ζακλίν Μπουβιέ Κένεντι Ωνάση. Ο Μαστοράκης έχει διαψεύσει τη σχέση της ταινίας με τον Ωνάση, αναφέροντας «Δεν κάνουμε ταινία για τον Αριστοτέλη Ωνάση. Είναι μια προσωποποίηση όλων των Ελλήνων μεγιστάνων».[5] Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Άντονι Κουίν στον ομώνυμο ρόλο και η Ζακλίν Μπισέ με ρόλο ο οποίος βασίζεται στην Κένεντι.
Η ταινία επικεντρώνεται στην ερωτική σχέση και τον γάμο του ηλικιωμένου Έλληνα Θίο Τομάσις, που άφησε τις ταπεινές αγροτικές ρίζες για να γίνει ισχυρός μεγιστάνας με πετρελαιοφόρα, αεροπορικές εταιρείες και νησιά της Μεσογείου και λαχταρά να εκλεγεί Πρόεδρος της Ελλάδας, και της αρκετά νεότερης Λιζ Κάσιντι, πανέμορφης χήρας του δολοφονηθέντος προέδρου των Η.Π.Α. Οι δυο τους συναντιούνται για πρώτη φορά όταν εκείνη επισκέπτεται το κτήμα του στο νησί με τον σύζυγό της Τζέιμς, χαρισματικό γερουσιαστή από την πολιτεία της Μασαχουσέτης. Ο Θίο έλκεται αμέσως από τη Λιζ και, παρά το γεγονός ότι είναι ευτυχισμένη στον γάμο της, αρχίζει να τη γοητεύει στο γιοτ του, ενώ ο σύζυγός της συζητά με τον πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου. Καθώς η πλοκή ξετυλίγεται, ο αγαπημένος γιος του Θίο, Νίκος, σκοτώνεται σε ατύχημα, η σύζυγός του Σίμι αυτοκτονεί, ο Τζέιμς γίνεται Πρόεδρος και διορίζει τον αδερφό του Τζον Γενικό Εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών και ο Θίο τερματίζει τη σχέση του με την Πάολα για να παρηγορήσει και τελικά να παντρευτεί την τεθλιμμένη χήρα Λιζ.
Ο παραγωγός Νίκος Μαστοράκης φέρεται να πρόσφερε στην Τζάκι Ωνάση 1 εκατομμύριο δολάρια για να παίξει τον εαυτό της σε μια ταινία με τον τίτλο Tycoon. Εκείνη αρνήθηκε. Όταν η Χριστίνα Ωνάση αρνήθηκε να δώσει άδεια για την ταινία, ο Μαστοράκης δήλωσε ότι είναι «φανταστική» ιστορία.[6]
Ο Κουίν είπε ότι γνώρισε τον Ωνάση έξι μήνες πριν από τον θάνατο του τελευταίου και ο μεγιστάνας του έδωσε την ευλογία του για τον ρόλο. Ο Κουίν είπε ότι η Τζάκι Κένεντι του ζήτησε να μη γυρίσει την ταινία.[7] Ο Κουίν αρχικά αποφάσισε να μην τη γυρίσει, αλλά μετά άλλαξε γνώμη, αφού η Τζάκι τον σνόμπαρε σε ένα εστιατόριο.[8]
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν την 1η Οκτωβρίου 1976 με προϋπολογισμό 4 εκατομμύρια δολάρια. Ο Κουίν πήρε 500.000 δολάρια και η Μπισέ 250.000 δολάρια.[9]
Εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Νέα Υόρκη,[10] στην Αθήνα,[10] στη Μύκονο,[11][10] στην Κέρκυρα,[10] στην Ουάσιγκτον[12] και στο Λονδίνο.[12]
Σε μικρούς ρόλους, εμφανίζονται οι Ζωζώ Σαπουντζάκη, Νάσος Κεδράκας, Ντάνος Λυγίζος, Δημήτρης Νικολαΐδης και Μιμή Ντενίση.[13]
Το θεματικό τραγούδι της ταινίας, "(Life is) Just a Dance with Time", γράφτηκε από τον Τζον Κόνγκος και ηχογραφήθηκε από την Πετούλα Κλαρκ στα αγγλικά και στα γαλλικά (ως "Le Grec").
Τον Σεπτέμβριο του 1977, η Universal αγόρασε την ταινία έναντι 8 εκατομμυρίων δολαρίων.[14][15]
Η ταινία κυκλοφόρησε με αρνητικές κριτικές και χαμηλές εισπράξεις, καθώς οι ταινίες τζετ σετ είχαν χάσει το ενδιαφέρον του κοινού της εποχής. Το κοινό είχε πάψει να ενδιαφέρεται για τις ιστορίες πλούσιων και διάσημων που ενδιέφεραν τη δεκαετία του 1960.
Ο Βίνσεντ Κάνμπι της εφημερίδας New York Times χαρακτήρισε την ταινία «τόσο άτσαλη όσο και άτολμη».[16]
Το περιοδικό Variety έγραψε: «Είναι μια άχρηστη, χλιδάτη, χυδαία, ρατσιστική ταινία 6,5 εκατομμυρίων δολαρίων».
Ο Τζιν Σίσκελ του Chicago Tribune απένειμε 3,5 από 4 αστέρια και έγραψε: «Ο Έλληνας μεγιστάνας, μια ταινία για την Τζάκι Κένεντι και τον Αριστοτέλη Ωνάση, είναι πολύ διασκεδαστική και έχει υπέροχη εμφάνιση. Και έκπληξη — δεν είναι ακαλαίσθητη». Αποκάλεσε επίσης τον Κουίν «υπέροχο. Είναι χυδαίος, πονηρός, βάρβαρος, αστείος — ένας Ζορμπάς ως ηγέτης πολυεθνικής».[17]
Το περιοδικό TV Guide βαθμολόγησε την ταινία με ένα αστέρι και σχολίασε: «Αν δεν μπορείτε να μαντέψετε ποιοι είναι οι χαρακτήρες, πρέπει να ζούσατε στον Άρη τις τελευταίες δεκαετίες».[18]
Ο Ι. Ζουμπουλάκης στο Βήμα χαρακτηρίζει την ταινία «προϊόν που θυμίζει σαπουνόπερα της τηλεόρασης». Και συνεχίζει λέγοντας:
Ακόμη και η ομορφιά της Ελλάδας του 1977 εξουδετερώνεται από την κακογουστιά και την κακοτεχνία όσων έλαβαν μέρος σε αυτή την παρέλαση αταλαντοσύνης! Και όμως, όταν η ταινία γυριζόταν στη χώρα μας, είχε προκαλέσει την περιέργεια των πάντων, για να κινηθεί αργότερα ικανοποιητικά στα ταμεία.[19]
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο νούμερο ένα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά και παρέμεινε νούμερο ένα και την επόμενη εβδομάδα κυκλοφορίας της.