Τίτλος | Das Rheingold[1] |
---|---|
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1852 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | όπερα |
Βασίζεται σε | σκανδιναβική μυθολογία |
Χαρακτήρες | Alberich[2][3], Donner[2][3], Erda[2][3], Fafner[2][3], Fasolt[2][3], Floßhilde[2][3], Freia[2][3], Φρίκα[2][3], Froh[2][3], Loge[2][3], Mime[2][3], Wellgunde[2][3], Woglinde[2][3] και Βόταν[2][3] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο χρυσός του Ρήνου (γερμ. Das Rheingold) είναι το πρώτο μέρος της ρομαντικής επικής τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (Der Ring des Nibelungen). Αναφέρεται στον κατάλογο ευρετήριο των έργων του Βάγκνερ με τον αριθμό καταχώρησης 86 Α (WWV Wagner-Werke-Verzeichnis 86 Α). Αρχικά γράφτηκε ως εισαγωγή της τριλογίας του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν, αλλά πλέον θεωρείται ότι ο κύκλος αποτελείται από τέσσερις επιμέρους όπερες.
Ο Βάγκνερ, ξεκίνησε τη συγγραφή του λιμπρέτου της όπερας περίπου το 1851 και ολοκληρώθηκε το 1853 οπότε ακολούθησε και η σύνθεση της μουσικής, η οποία ολοκληρώθηκε στις 28 Μαΐου του 1854. Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο του Μονάχου στις 22 Σεπτεμβρίου του 1869. Ο Βάγκνερ επιθυμούσε η όπερα να κάνει πρεμιέρα ως μέρος ολόκληρου του κύκλου, αλλά αναγκάστηκε να επιτρέψει την παρουσία της μετά την επιμονή του προστάτη του, βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας. Η όπερα έκανε πρεμιέρα ως μέρος του πλήρους κύκλου στις 13 Αυγούστου του 1876 στην Όπερα του Μπαϊρόιτ.
Αν και ο Χρυσός του Ρήνου είναι η πρώτη στη σειρά παρουσίασης από τις όπερες που συνθέτουν το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, ήταν η τελευταία που ολοκληρώθηκε. Τα σχέδια του Βάγκνερ για τον κύκλο επεκτείνονταν προς τα πίσω ξεκινώντας από την ιστορία του θανάτου του ήρωα Ζίγκφριντ, για να συμπεριλάβει τα νεανικά του χρόνια και στη συνέχεια την ιστορία των γεγονότων γύρω από τη σύλληψή του και για το πως η Βαλκυρία Βρουνχίλδη τιμωρήθηκε για την προσπάθειά της να σώσει τους γονείς της ενάντια στις οδηγίες του Βόταν. Έτσι, τον Αύγουστο του 1851, ο Βάγκνερ έγραψε στο "Eine Mittheilung an meine Freunde" (Μία Ανακοίνωση στους Φίλους μου) "Προτείνω να αναπτύξω τον μύθο μου σε τρία πλήρη δράματα...". Ωστόσο, τον Οκτώβριο, αποφάσισε ότι αυτή η τριλογία απαιτούσε ένα προοίμιο και το κείμενο του "Eine Mittheilung" τροποποιήθηκε ώστε να αντικατοπτρίζει αυτή την αλλαγή. Στην πρόταση, λοιπόν, που αναφέρθηκε παραπάνω πρόσθεσε τη φράση "από τα οποία θα πρέπει να προηγηθεί ένα σπουδαίο πρελούδιο".
Ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στο πρελούδιο παράγοντας τρεις παραγράφους πρόζας εκείνο τον μήνα, αν και παρέμενε αβέβαιος σε ό,τι αφορά τον τίτλο του έργου. Μία επιστολή που έγραψε ο Βάγκνερ επιβεβαιώνει ότι εκείνη την εποχή η όπερα επρόκειτο να έχει τρεις πράξεις. Ο Βάγκνερ συνέχισε να αναπτύσσει το κείμενο και την ιστορία του πρελούδιου παράλληλα με εκείνα της "Βαλκυρίας". Το σχέδιο της πρόζας του "Χρυσού του Ρήνου" ολοκληρώθηκε μεταξύ 21 και 23 Μαρτίου του 1852 και το σχέδιο των στίχων μεταξύ 15 Σεπτεμβρίου και 3 Νοεμβρίου. Ένα ικανοποιητικό αντίγραφο του κειμένου ολοκληρώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου.
Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850, ο Βάγκνερ έγραψε μερικά μουσικά νούμερα για μέρη του "Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν" και σημείωσε διάφορα μοτίβα που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στο έργο. Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο "Η Ζωή μου" (Mein Leben), ο Βάγκνερ ισχυρίζεται ότι στις 5 Σεπτεμβρίου του 1853 τού ήρθε η μουσική ιδέα ενώ ο ίδιος ήταν μισοκοιμισμένος σ' ένα ξενοδοχείο στη Λα Σπέτσα της Ιταλίας, αλλά αυτό αμφισβητείται από διάφορους μουσικολόγους[4].
Υπάρχουν επίσης τρεις σειρές μεμονωμένων μουσικών νούμερων για τον "Χρυσό του Ρήνου", που γράφτηκαν μεταξύ της 15ης Σεπτεμβρίου του 1852 και του Νοεμβρίου του 1853. Η πρώτη από αυτές εντάχθηκε στο σχέδιο των στίχων, η δεύτερη σ' ένα αντίγραφο εκτύπωσης του κειμένου του 1853 και η τρίτη γράφτηκε σ' ένα αχρονολόγητο πεντάγραμμο. Και οι τρεις σειρές χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια από τον Βάγκνερ.
Η σωστή διαδοχική ανάπτυξη της μουσικής άρχισε την 1η Νοεμβρίου του 1853. Στις 14 Ιανουαρίου, ο Βάγκνερ είχε ολοκληρώσει το πρώτο σχέδιο της όπερας. Το επόμενο στάδιο αφορούσε την ανάπτυξη ενός πιο λεπτομερούς σχεδίου που περιελάμβανε τις περισσότερες από τις φωνητικές και οργανικές λεπτομέρειες. Αυτό ολοκληρώθηκε στις 28 Μαΐου. Παράλληλα με αυτό, ο Βάγκνερ άρχισε να δουλεύει πάνω στη μουσική στις 15 Φεβρουαρίου, ένα στόχο που ολοκλήρωσε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1854, οπότε άρχισε επίσης να δουλεύει πάνω στα νούμερα της "Βαλκυρίας".
Ο "Χρυσός του Ρήνου" παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο στις 22 Σεπτεμβρίου του 1869. Η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ως μέρος του πλήρους κύκλου του "Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν" ήταν στις 13 Αυγούστου του 1876 στο Μπαϊρόιτ. Το έργο συνεχίζει να παρουσιάζεται σε τακτική βάση τόσο στο Μπαϊρόιτ όσο και αλλού είτε χωριστά είτε ως μέρος του πλήρους κύκλου.
Χαρακτήρας | Τύπος φωνής | Ιδιότητα |
---|---|---|
Θεοί | ||
Βόταν | βαθύφωνος-βαρύτονος | Ο ανώτερος όλων των θεών |
Λόγκε | τενόρος | Ημίθεος |
Φρίκα | μεσόφωνος | Σύζυγος του Βόταν |
Φράια | υψίφωνος | Αδελφή της Φρίκα, θεά του έρωτα, της νεότητας και της ομορφιάς |
Ντόνερ | βαθύφωνος-βαρύτονος | Αδελφός της Φράια, θεός του κεραυνού |
Φρο | τενόρος | Αδελφός της Φράια, θεός του φωτός |
Έρντα | κοντράλτο | Θεά της γης και της σοφίας |
Νιμπελούνγκεν | ||
Άλμπεριχ | βαρύτονος | Νάνος |
Μίμε | τενόρος | Αδελφός του Άλμπεριχ |
Γίγαντες | ||
Φάζολτ | βαθύφωνος-βαρύτονος ή βαθύφωνος | Γίγαντας |
Φάφνερ | βαθύφωνος | Γίγαντας |
Κόρες του Ρήνου | ||
Βογκλίντε | υψίφωνος | |
Βελγκούντε | υψίφωνος ή μεσόφωνος | |
Φλοσχίλντε | μεσόφωνος |
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της τετραλογίας, ο Χρυσός του Ρήνου δεν περιέχει κανένα ανθρώπινο χαρακτήρα.
Ο "Χρυσός του Ρήνου" είναι σημαντικά μικρότερος σε διάρκεια από τις τρεις συνέχειές του. Αποτελείται από τέσσερις σκηνές οι οποίες εκτελούνται χωρίς διακοπή.
Η πρώτη σκηνή αποτελεί μουσικά το πρελούδιο του έργου ενώ η πλοκή εκτυλίσσεται στον ποταμό του Ρήνου. Στους μυθικούς χρόνους, όταν οι θεοί κατοικούσαν στη Βαλχάλλα και στην κοίτη του Ρήνου κολυμπούσαν οι νεράιδες, ζούσε ένας νάνος που λεγόταν Άλμπεριχ κι είχε έρθει από τα υπόγεια σπήλαια του Νίμπελχαϊμ. Στο βάθος του Ρήνου, οι κόρες του ποταμού (Βογκλίντε, Βελγκούντε και Φλοσχίλντε) είναι επιφορτισμένες με τη φύλαξη του θησαυρού του ποταμού. Την εμφάνισή του κάνει ο χαρακτήρας του απλοϊκού μα και απωθητικού νάνου Άλμπεριχ, ο οποίος προσπαθεί να σαγηνεύσει τις κόρες. Εκείνες τον περιφρονούν περιγελώντας τόσο αυτόν όσο και τις ερωτικές του ορμές. Στο μεταξύ μια λάμψη εμφανίζεται από το βάθος του ποταμού. Μέσα στην αφέλειά τους οι κόρες τού εξηγούν για τον χρυσό του Ρήνου και πως μόνο κάποιος που έχει αποκηρύξει τον έρωτα θα μπορέσει να κλέψει τον θησαυρό αυτό. Απ' το χρυσάφι αυτό, θα έφτιαχνε ένα δαχτυλίδι που θα του άνοιγε την πόρτα της δύναμης και του πλούτου και θα γινόταν κυρίαρχος του κόσμου. Ο Άλμπεριχ έμαθε ακόμα ότι οι κόρες του Ρήνου φύλαγαν το χρυσάφι, αλλά ήταν βέβαιες ότι κανείς δεν θα απαρνιόταν τον έρωτα. Έτσι δεν δίνουν καμία προσοχή στις ερωτήσεις του Άλμπεριχ. Ο τελευταίος όμως, οργισμένος από την ερωτική του αποτυχία, αποκηρύσσει τον έρωτα και την αγάπη, κλέβει τον χρυσό και φεύγει.
Ο χαρακτήρας του θεού Βόταν και η συμβία του η Φρίκα κάνουν την ειδυλλιακή εμφάνισή τους στη σκηνή, ενώ με το χάραμα κάπου σε μακρινή απόσταση φαίνεται στον ορίζοντα το επιβλητικό κάστρο των θεών, η Βαλχάλλα, χτισμένο στην κορυφή ενός βουνού. Ο Βόταν, ο οποίος είχε αναθέσει στους γίγαντες Φάφνερ και Φάζολτ να του χτίσουν αυτό το κάστρο, είναι κατενθουσιασμένος βλέποντας την αποπεράτωσή του. Οι γίγαντες παρουσιάζονται στη σκηνή και ζητούν για πληρωμή, τη θεά του έρωτα, Φράια, η οποία μάταια προσπαθεί να ξεφύγει από τους γίγαντες. Ο Βόταν, εν γνώσει του ότι αδυνατεί να τους πληρώσει για την κατασκευή του κάστρου, είχε δελεαστεί υπό την επιρροή του Λόγκε και είχε υποσχεθεί ως αμοιβή στους γίγαντες τη Φράια. Αυτό το έκανε επειδή οι γίγαντες ήταν οι μόνοι που θα μπορούσανε να του χτίσουν το κάστρο. Εκτός αυτού, οι δύο γίγαντες ήτανε εργένηδες, τελευταίοι εκπρόσωποι της τερατόμορφης φυλής τους, και αναζητώντας τη συντροφιά μίας γυναικείας ύπαρξης, η ανταμοιβή αυτή θα ήταν η μόνη που θα τους δελέαζε. Ο Βόταν ήλπιζε δε, ότι το εφευρετικό μυαλό του Λόγκε κάποια στιγμή θα σκαρφιζότανε μία λύση για να τους αλλάξει τη γνώμη.
Ο Βόταν αρνείται να παραχωρήσει τη θεά Φράια γιατί η Φράια κρατά τα χρυσά μήλα που δίνουν στους θεούς τη δύναμη να διατηρούν τη νεότητά τους. Χωρίς αυτήν, οι θεοί θα γερνούσαν και θα πέθαιναν. Η μη παραχώρηση της Φράια γίνεται αφορμή να ξεσπάσει μία λογομαχία μεταξύ των θεών και των γιγάντων. Ο Βόταν έχει στείλει τον Λόγκε να βρει μία γυναίκα να τη δώσουν αντί για τη Φράια. Ο Λόγκε επιστρέφει άπρακτος. Η θεά του έρωτα παρακαλεί τον Βόταν να την προστατέψει από τους γίγαντες. Προς βοήθεια σπεύδουν οι αδελφοί της Φράιας, Ντόναρ και Φρο, θεοί του κεραυνού και του φωτός αντίστοιχα. Ο Βόταν όμως τους σταματάει, αφού το αίτημα των γιγάντων ήταν δικαιολογημένο και βασισμένο σε συμφωνία. Εκτός αυτού, ο Βόταν όντας θεός προστάτης του νομικού δικαίου, ήταν αδύνατον να μην τηρούσε τη συμφωνία.
Τότε, ξαφνικά, ο Λόγκε, στον οποίο ο Βόταν έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε ότι αφορά την εύρεση λύσης, εμφανίζεται και με επινοητικότητα αναφέρει όσα συνέβησαν στα νερά του Ρήνου λέγοντας ότι οι κόρες του Ρήνου ζητούν τη μεσολάβηση του Βόταν, ο οποίος θα πρέπει να τις βοηθήσει να επαναποκτήσουν τον χαμένο θησαυρό. Με δελεαστικές αφηγήσεις αποκαλύπτει τις μαγικές ιδιότητες του μετάλλου, το οποίο ο Άλμπεριχ έχει ήδη μετατρέψει σε ένα δαχτυλίδι που θα του δώσει απόλυτη εξουσία επί της υφηλίου. Με το κόλπο αυτό, οι γίγαντες Φάζολτ και Φάφνερ δελεάζονται και ζητούν τον θησαυρό του Άλμπεριχ ως αντάλλαγμα για τη Φράια, την οποία κρατούν ως όμηρο μέχρι να τους δοθεί ο θησαυρός. Εν τω μεταξύ, χωρίς τη Φράια, οι θεοί γερνούν. Τότε ο Βόταν και ο Λόγκε κατεβαίνουν στα σπλάχνα της γης, στο Νίμπελχαϊμ, και αναζητούν τον θησαυρό του Άλμπεριχ.
Στο Νίμπελχαϊμ (γερμανικά: Nibelheim, Nibel = Νέφος, ομίχλη, σκότος, heim = βασίλειο), όπου διαδραματίζεται η τρίτη σκηνή του έργου, ο Άλμπεριχ χάρη στη δύναμη του δαχτυλιδιού έχει καταφέρει να σκλαβώσει τους υπόλοιπους νάνους του Νιμπελούγκεν και τους εξαναγκάζει να συγκεντρώνουν για λογαριασμό του άπειρα πλούτη. Επιπλέον έχει εξαναγκάσει τον αδελφό του Μίμε να κατασκευάσει ένα χρυσό μαγικό κράνος (Tarnhelm) με το οποίο ο Άλμπεριχ μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή ή να μετατραπεί σε αόρατο. Ο Βόταν και ο Λόγκε εμφανίζονται και κολακεύοντας τον Άλμπεριχ τον βάζουν να τους περιγράψει τα σχέδιά του να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Ο Λόγκε παραπλανά τον Άλμπεριχ ζητώντας του να τους επιδείξει τις μαγικές δυνατότητες του κράνους. Αρχικά ο Άλμπεριχ μεταμορφώνεται σε δράκο και στη συνέχεια σε βάτραχο, γεγονός που εκμεταλλεύονται οι δύο θεοί προκειμένου να τον αιχμαλωτίσουν. Ο Βόταν πιάνει τον Άλμπεριχ, τον δένει και τον φέρνει στη Βαλχάλλα.
Το δαχτυλίδι και όλοι οι θησαυροί του Άλμπεριχ, μαζί κι ένα φυλαχτό που δίνει στον κάτοχό του τη δύναμη ν' αλλάζει τη μορφή των άλλων, πρέπει να δοθούν στους θεούς. Ο Βόταν θέλει για τον εαυτό του το δαχτυλίδι και το φυλαχτό. Μαζί με τον Λόγκε υποχρεώνει τον Άλμπεριχ να ανταλλάξει τον θησαυρό του, με την ελευθερία του. Ο Βόταν του αποσπά το δαχτυλίδι, το οποίο τοποθετεί στο δάχτυλό του. Μέσα στην απόγνωσή του ο Άλμπεριχ καταριέται όποιον κατέχει το δαχτυλίδι: "Είθε το δαχτυλίδι μου να φέρει την καταστροφή και τον θάνατο στον κάτοχό του". Εν τω μεταξύ η Φρίκα, ο Ντόνερ και ο Φρο εμφανίζονται και υποδέχονται τον Βόταν και τον Λόγκε, οι οποίοι τους επιδεικνύουν τον θησαυρό με τον οποίο θα καταφέρουν να απελευθερώσουν τη Φράια. Οι γίγαντες Φάζολτ και Φάφνερ επιστρέφουν φέρνοντας πίσω τη Φράια. Ο όρος της παράδοσής της είναι να τους δοθούν τόσοι θησαυροί ώστε να καλύψουν το σώμα της θεάς ώσπου να μην φαίνεται καθόλου. Ο χρυσός συσσωρεύεται αλλά δεν αρκεί. Ο Βόταν υποχρεώνεται να παραδώσει και το μαγικό κράνος προκειμένου το μέγεθος του θησαυρού συνολικά να καλύπτει τη Φράια. Ο Φάζολτ μέσα στην πλεονεξία του νομίζει ότι αντιλαμβάνεται μια ρωγμή στο σωρό από χρυσό και ζητά επιπλέον το δαχτυλίδι. Ο Βόταν αρνείται και οι γίγαντες προετοιμάζονται να απαγάγουν τη Φράια. Τότε ξάφνου ανοίγει η γη και παρουσιάζεται η θεά Έρντα προειδοποιώντας τον Βόταν να παραδώσει αμέσως το δαχτυλίδι γιατί αλλιώς τον περιμένουν μεγάλες καταστροφές. Ο Βόταν τότε παραχωρεί το δαχτυλίδι στους γίγαντες και ελευθερώνει τη Φράια. Ενώ οι γίγαντες μοιράζονται τον θησαυρό τους, διαφωνούν για το δαχτυλίδι και ο Φάφνερ σκοτώνει τον Φάζολτ, γεγονός που αποδεικνύει στον Βόταν την ισχύ της κατάρας του Άλμπεριχ.
Στην τελική σκηνή του έργου, ο ήλιος δύει και οι τελευταίες αχτίδες του πέφτουν πάνω στο κάστρο της Βαλχάλλα. Ένα ουράνιο τόξο σχηματίζεται πάνω απ' την κοιλάδα και μία πελώρια γέφυρα οδηγεί στο κάστρο των θεών. Οι θεοί, έχοντας μαζί τους τη Φράια, ξαναποκτούν τη νεότητα και τη δύναμή τους. Οι κόρες του Ρήνου θρηνούν για τον χαμένο χρυσό τους. Ο Λόγκε, κατά διαταγή του Βόταν, τους λέει να μην ενοχλούν τους θεούς. Οι κόρες απαντούν με κατάρες και βρισιές.
Ο Βάγκνερ, για τη συγγραφή του λιμπρέτου της όπερας, όπως και για το σύνολο του Δαχτυλιδιού, στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στη Σκανδιναβική μυθολογία και ειδικότερα στις πηγές των Έντα και τον κύκλο Βέλσουνγκ καθώς επίσης και στο έπος των Νίμπελούνγκεν της Δυτικής Γερμανικής παράδοσης. Επιπλέον προσπάθησε να ακολουθήσει το λογοτεχνικό ύφος της ποιητικής Έντα. Για τον χρυσό του Ρήνου υπάρχουνε πολλές κατά καιρούς ερμηνείες. Είτε το ότι στην προϊστορική εποχή ο Ρήνος έφερε ψήγματα χρυσού, είτε ο μύθος των χαμένων λάφυρων παλαιών πολεμιστών. Οι νύμφες του ποταμού που προστατεύουν τον χρυσό καθώς και η ιδέα περί αποκήρυξης του έρωτα προκειμένου να κατέχει κανείς τον θησαυρό, αποτελούν μάλλον δημιούργημα του ίδιου του Βάγκνερ καθώς δεν υπάρχει κάποιος ανάλογος μύθος.