Οι Ατσίδες με τα μπλε (πρωτότυπος τίτλος: The Blues Brothers) είναι μια αμερικανική μουσική κωμωδία του 1980 σε σκηνοθεσία Τζον Λάντις. [11] Πρωταγωνιστεί ο Τζον Μπελούσι ως "Τζολιέτ" Τζέικ Μπλουζ και ο Νταν Ακρόιντ ως Έλγουντ Μπλουζ. Οι δύο χαρακτήρες, που είναι αδελφοποιτοί, αναπτύχθηκαν στο επαναλαμβανόμενο μουσικό σκετς "The Blues Brothers" της ψυχαγωγικής σειράς του NBC Saturday Night Live. Η ταινία διαδραματίζεται μέσα και γύρω από το Σικάγο του Ιλινόι, όπου και γυρίστηκε. Το σενάριο γράφτηκε από τους Ακρόιντ και Λάντις. Η ταινία περιέχει μουσικά νούμερα ρυθμ εντ μπλουζ (R&B) και εμφανίζονται οι σόουλ και μπλουζ τραγουδιστές και μουσικοί Τζέιμς Μπράουν, Καμπ Κάλογουεϊ, Αρίθα Φράνκλιν, Ρέι Τσαρλς, Τσάκα Καν και Τζον Λι Χούκερ. Δεύτεροι ρόλοι της ταινίας ερμηνεύονται από τους Κάρι Φίσερ, Χένρι Γκίμπσον, Τσαρλς Νάπιερ και Τζον Κάντι.
Στο επίκεντρο της ταινίας είναι μια ιστορία λύτρωσης για τον άρτι αποφυλακυσθέντα με εγγύηση Τζέικ και τον αδελφό του Έλγουντ, οι οποίοι ξεκίνησαν «μια θεϊκή αποστολή», για να μην κλείσει το καθολικό ορφανοτροφείο στο οποίο μεγάλωσαν. Για να το κάνουν αυτό, πρέπει να απανενώσουν το R&B συγκρότημά τους και να οργανώσουν μια παράσταση, για να κερδίσουν 5.000 δολάρια που χρειάζονται για την πληρωμή φόρων του ορφανοτροφείου. Στην πορεία, οι δύο ήρωες της ταινίας στοχοποιούνται από μια «μυστηριώδη γυναίκα» που αποπειράται να τους σκοτώσει, από μια ομάδα νεοναζί και από ένα συγκρότημα κάντρι μουσικής - όλα παράλληλα τους καταδιώκει ανελέητα και η αστυνομία.
Τα Universal Studios, τα οποία είχαν κάνει την καλύτερη χρηματική προσφορά για την ταινία, ήλπιζαν να επωφεληθούν από τη δημοτικότητα του Μπελούσι στον απόηχο της εκπομπής Saturday Night Live, της ταινίας Ένα τρελό... τρελό θηριοτροφείο (National Lampoon's Animal House) και της μουσικής επιτυχίας της ταινίας. Σύντομα, όμως, στάθηκαν ανίκανα να ελέγξουν το κόστος παραγωγής. Η έναρξη των γυρισμάτων καθυστέρησε όταν ο Ακρόιντ, που δεν είχε πείρα ως σεναριογράφος, χρειάστηκε έξι μήνες για να παραδώσει ένα μακρύ και αντισυμβατικό σενάριο που έπρεπε να ξαναγραφτεί από τον Λάντις πριν από την παραγωγή, η οποία ξεκίνησε χωρίς να υπάρχει τελικός προϋπολογισμός. Οι εξαλλοσύνες και η χρήση ναρκωτικών του Μπελούσι προκάλεσαν μεγάλες και δαπανηρές καθυστερήσεις που, μαζί με τιε καταστρεπτικές καταδιώξεις με αυτοκίνητα που προβάλλονται επί οθόνης, έκαναν την ταινία μια από τις πιο ακριβές κωμωδίες που γυρίστηκαν ποτέ.
Λόγω ανησυχίας ότι η ταινία θα αποτύχει, οι αρχικές παραγγελίες της ήταν λιγότερες από τις μισές από όσες γίνονταν κανονικά για παρόμοιες ταινίες. Η ταινία κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 20 Ιουνίου 1980 και έλαβε ως επί το πλείστον θετικές κριτικές. Είχε έσοδα 5 εκατομμύρια δολάρια μόνο το πτώτο Σαββατοκύριακο και πάνω από 115 εκατομμύρια δολάρια στις αίθουσες παγκοσμίως πριν κυκλοφορήσει σε βίντεο. Έγινε καλτ ταινία και οδήγησε στο σίκουελ με τίτλο Blues Brothers 2000 (1998), που απέτυχε τόσο στα ταμεία όσο και στις κριτικές.
Το 2020, η ταινία επιλέχθηκε για αρχειοθέτηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως "πολιτισμικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική". [12]
Ο Τζέικ Μπλουζ απελευθερώνεται από το σωφρονιστικό ίδρυμα Τζολιέτ μετά από τρία χρόνια κράτησης. Έξω από τη φυλακή, το παραλαμβάνει ο αδελφός του, Έλγουντ, με το Bluesmobile του, ένα ταλαιπωρημένο πρώην περιπολικό. Ο Έλγουντ επιδεικνύει τις δυνατότητες του αυτοκινήτου πηδώντας με αυτό πάνω από μια ανοιχτή κινούμενη γέφυρα. Τα δύο αδέλφια επισκέπτονται το ορφανοτροφείο Αγία Ελένη της Ιεράς Σινδόνης όπου μεγάλωσαν και μαθαίνουν από την αδελφή Μαίρη Στιγκμάτα ότι το ορφανοτροφείο πρόκειται να κλείσει, αν καταβληθούν φόροι ιδιοκτησίας ύψους 5.000 δολαρίων εντός 11 ημερών. Στη διάρκεια ενός κηρύγματος του αιδεσιμότατου Κλέοπους Τζέιμς στην εκκλησία των βαπτιστών Triple Rock, έρχεται στον Τζέικ θεία φώτιση: μπορούν να ξαναδημιουργήσουν το συγκρότημά τους, τους Blues Brothers, που διαλύθηκε όσο ο Τζέικ ήταν στη φυλακή, και να συγκεντρώσουν χρήματα για να σώσουν το ορφανοτροφείο.
Εκείνο το βράδυ, έφιπποι αστυνομικοί του Ιλινόι επιχειρούν να συλλάβουν τον Έλγουντ που οδηγεί με ληγμένο δίπλωμα εξαιτίας 116 κλήσεων για παράνομη στάθμευση και 56 για άλλες παραβάσεις. Μετά από κυνηγητό μεγάλων ταχυτήτων στο εμπορικό κέντρο Dixie Square, τα αδέλφια δραπετεύουν. Καθώς μπαίνουν στον κοιτώνα όπου μένει ο Έλγουντ, μια άγνωστη ρίχνει στον Τζέικ μια ρουκέτα, καταστρέφοντας την είσοδο του κτιρίου, αλλά παραδόξως αφήνοντας τους αδελφούς σώους και αβλαβείς. Το επόμενο πρωί, στη διάρκεια αστυνομικής επιδρομής, η ίδια γυναίκα πυροδοτεί βόμβα που γκρεμίζει το κτίριο αλλά, ως εκ θαύματος, οι Τζέικ και Έλγουντ είναι και πάλι σώοι και αβλαβείς.
Τα δυο αδέλφια αρχίζουν να εντοπίζουν μέλη του συγκροτήματος. Πέντε από αυτούς, οι Γουίλι "Τεράστιος" Χολ, Μέρφι "Μερφ" Νταν, Στιβ "Συνταγματάρχης" Κρόπερ, Τομ "Κοκάλας" Μαλόουν και Ντόναλντ "Ντακ " Νταν, παίζουν σε ένα σχεδόν άδειο σαλόνι του ξενοδοχείου Holiday Inn και γρήγορα συμφωνούν στην επανένωση. Ένας άλλος (ο Άλαν "κος Υπέροχος" Ρούμπιν) αρνείται, διαμαρτυρόμενος ότι ζει καλά ως μετρ του εστιατορίου Chez Paul, αλλά τα αδέλφια συμπεριφέρονται απρεπώς μέσα στο εστιατόριο και τον πείθουν. Πηγαίνοντας να βρουν τα δύο τελευταία μέλη του συγκροτήματος, τα αδέλφια βρίσκουν κλειστό τον δρόμο μέσα από το Τζάκσον Παρκ λόγω διαδήλωσης του Αμερικανικού Ναζιστικού Κόμματος που γίνεται πάνω σε μια γέφυρα. Ο Έλγουντ τους κυνηγά με το αυτοκίνητο από τη γέφυρα μέχρι το East Lagoon και ο αρχηγός τους διατάζει έναν υφιστάμενο να σημειώσει την πινακίδα του οχήματος. Οι Τζέικ και Έλγουντ επισκέπτονται τα δύο τελευταία τα δύο τελευταία μέλη του συγκροτήματος, τον Ματ "Κιθάρα" Μέρφι και τον "Μπλου Λου" Μαρίνι, οι οποίοι τώρα διευθύνουν ένα εστιατόριο, μαζί με τη γυναίκα του Ματ. Οι δυο μουσικοί ξαναμπαίνουν στο συγκρότημα αγνοώντας τις συμβουλές της κυρίας Μέρφι. Η ομάδα που επανενώθηκε αγοράζει όργανα και εξοπλισμό από το Ray's Music Exchange και ο Ρέι, ο ιδιοκτήτης, δέχεται όπως πάντα να πληρωθεί με IOU.
Καθώς τα αδέλφια προσπαθούν να κλείσουν λάιβ εμφάνιση, η μυστηριώδης γυναίκα προσπαθεί με ένα φλογοβόλο M9A1-7 να ανατινάξει τον τηλεφωνικό θάλαμο που χρησιμοποιούν, ο οποίος βρίσκεται δίπλα σε μια δεξαμενή καυσίμων. Για τρίτη φορά, τα αδέλφια σώζονται ως εκ θαύματος. Το συγκρότημα εμφανίζεται λάιβ στο Bob's Country Bunker, έναν τοπικό μπαρ. Κερδίζουν το θορυβώδες πλήθος, αλλά καταναλώνουν περισσότερες μπίρες από την αμοιβή τους και εξοργίζουν το κάντρι συγκρότημα που είχε αρικά κλείσει για το λάιβ, τους Good Ol' Boys.
Συνειδητοποιώντας ότι χρειάζονται μια μεγάλη εμφάνιση για να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα, τα αδέλφια πείθουν τον παλιό τους ατζέντη να τους κλείσει τη μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου Palace, στα βόρεια του Σικάγου. Τοποθετούν ένα μεγάφωνο στην οροφή του Bluesmobile και γυρίζουν όλο το Σικάγο διαφημίζοντας τη συναυλία. Έτσι, ειδοποιούν άθελά τους την αστυνομία, τους ναζί και τους Good Ol' Boys για το πού βρίσκονται. Στην κατάμεστη αίθουσα της συναυλίας βρίσκονται το κοινό, αστυνομικοί και οι Good Ol 'Boys. Ο Τζέικ και ο Έλγουντ ερμηνεύουν δύο τραγούδια και στη συνέχεια ξεγλιστρούν εκτός σκηνής, καθώς η προθεσμία πληρωμής του φόρου πλησιάζει. Ένα στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας τους προσφέρει μια προκαταβολή 10.000 δολαρίων σε ένα συμβόλαιο ηχογράφησης - περισσότερα από αρκετά για να εξοφληθούν οι φόροι του ορφανοτροφείου και το IOU του Ρέι - και στη συνέχεια δείχνει στα αδέλφια πώς να το σκάσουν από το κτίριο απαρατήρητοι. Καθώς διαφεύγουν μέσω ενός τούνελ, έρχονται και πάλι αντιμέτωποι με τη μυστηριώδη γυναίκα, την εκδικητική αρραβωνιαστικιά του Τζέικ, την οποία είχε στήσει στα σκαλιά της εκκλησίας. Όταν όλες οι σφαίρες της καραμπίνας Μ16 τους αφήνουν ως εκ θαύματος αβλαβείς για μία ακόμα φορά, ο Τζέικ δίνει μια σειρά από γελοίες δικαιολογίες στην αρραβωνιαστικιά του η οποία τις δέχεται, επιτρέποντας στα αδέλφια να διαφύγουν.
Ο Τζέικ και ο Έλγουντ τρέχουν με 170 χλμ/ώρα προς το Σικάγο καταδιωκόμενοι από δεκάδες κρατικούς/πολιτειακούς αστυνομικούς και τους Good Ol' Boys. Τελικά ξεφεύγουν από όλους με μια σειρά απίθανων ελιγμών. Σπεύδουν να μπουν στο Δημαρχείο του Σικάγου, ακολουθούμενου από εκατοντάδες αστυνομικούς, έφιππους στρατιώτες, ομάδες κρούσης, πυροσβέστες, εθνοφρουρούς του Ιλινόι και τη στρατιωτική αστυνομία. Μόλις εντοπίσουν το γραφείο του εφόρου της κομητείας Κουκ, τα αδέλφια πληρώνουν τον φόρο. Ακριβώς τη στιγμή που αυτός σφραγίζει την απόδειξή τους, συλλαμβάνονται από το πλήθος των εκπροσώπων του νόμου. Στη φυλακή, οι Blues Brothers παίζουν το "Jailhouse Rock" για τους κρατούμενους.
Οι χαρακτήρες Τζέικ και Έλγουντ Μπλουζ, δημιουργήθηκαν από τους Μπελούσι και Ακρόιντ στο πλαίσιο της εκπομπής Saturday Night Live. Το όνομα The Blues Brothers ήταν ιδέα του σκηνοθέτη Χάουαρντ Σορ. Η πλοκή αναπτύχθηκε από τον Ακρόιντ σε συνεργασία με τον Ρον Γκουίν, που αναφέρεται ως σύμβουλος σεναρίου στους τίτλους της ταινίας. Όπως αναφέρεται στις σημειώσεις του πρώτου δίσκου του συγκροτήματος με τίτλο Briefcase Full of Blues, τα αδέλφια μεγάλωσαν σε ορφανοτροφείο, έμαθαν τα μπλουζ από έναν επιστάτη που ονομαζόταν Κέρτις και αδελφοποιήθηκαν κόβοντας τα μεσαία τους δάχτυλα με μια χαλύβδινη χορδή από την κιθάρα του Έλμορ Τζέιμς. [13]
Το 1978, ο Μπελούσι ήταν ήδη σταρ ως αποτέλεσμα τόσο της μουσικής επιτυχίας των Blues Brothers όσο και του ρόλου του στην ταινία Ένα τρελό... τρελό θηριοτροφείο. Κάποια στιγμή, έκανε το τριπλό κατόρθωμα να είναι πρωταγωνιστής της ταινίας με τα υψηλότερα κέρδη της εβδομάδας, της τηλεοπτικής σειράς με την κορυφαία τηλεθέαση και να τραγουδάει στο Νο 1 άλμπουμ μέσα στην ίδια χρονιά. Όταν ο Ακρόιντ και ο Μπελούσι αποφάσισαν ότι θα μπορούσαν να γυρίσουν ταινία τους Blues Brothers, ο πόλεμος των προσφορών ήταν έντονος και τα Universal Studios κέρδισαν οριακά την Paramount Pictures. Ο Τζον Λάντις, ο οποίος είχε σκηνοθετήσει τον Μπελούσι στο Ένα τρελό... τρελό θηριοτροφείο, προσελήφθη ως σκηνοθέτης. [14]
Ωστόσο, το εγχείρημα δεν είχε ούτε προϋπολογισμό ούτε σενάριο. Σε σχέση με το πρώτο, ο επικεφαλής της Universal Λιου Βάσερμαν πίστευε ότι η ταινία θα μπορούσε να γυριστεί με 12 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι παραγωγοί ήθελαν 20 εκατομμύρια. Θα ήταν αδύνατο να καταλήξουν σε ένα συγκεκριμένο ποσό χωρίς να υπάρχει σενάριο και, αφού ο Μιτς Γκλέιζερ αρνήθηκε να βοηθήσει, ο Ακρόιντ έγραψε ένα μόνος του. [14]
Ο Ακρόιντ δεν είχε γράψει ποτέ σενάριο στο παρελθόν, όπως παραδέχτηκε στο ντοκιμαντέρ του 1998 Stories Behind the Making of The Blues Brothers, ούτε κάν είχε διαβάσει κάποιο σενάριο, και δεν μπόρεσε να βρει συνεργάτη για τη συγγραφή. Κατά συνέπεια, έγραψε έναν πολύ λεπτομερή τόμο, όπου εξηγούσε την προέλευση των χαρακτήρων και τον τρόπο με τον οποίο στρατολογήθηκαν τα μέλη της μπάντας. Το τελικό του προσχέδιο ήταν 324 σελίδες, τρεις φορές μεγαλύτερο από ένα μέσο σενάριο, και γραμμένο σε μη τυπική μορφή σεναρίου, αλλά περισσότερο σαν ελεύθερος στίχος. [14] Αστειευόμενος, ο Ακρόιντ έδεσε τον παχύ τόμο με το εξώφυλλο του Χρυσού Οδηγού του Λος Άντζελες και το παρέδωσε στον παραγωγό Ρόμπερτ Βάις. Το ονόμασε The Return of the Blues Brothers (Η επιστροφή των Blues Brothers). [14] Ο Λάντις ανέλαβε το έργο της επεξεργασίας του σεναρίου ώστε να γίνει αξιοποιήσιμο, [15] έργο που του πήρε περίπου δύο εβδομάδες. [14]
Η ταινία κατείχε το ρεκόρ καταστροφής των περισσότερων αυτοκινήτων κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων για 18 χρόνια. Τα κατεστραμμένα αυτοκίνητα ήταν 103, ένα λιγότερο από όσα καταστράφηκαν στην ταινία Blues Brothers 2000 (1998). Το ρεκόρ αμφότερων των ταινιών ξεπεράστηκε από το G.I. Joe: Η Γέννηση της Κόμπρα (GI Joe: The Rise of Cobra, 2009), όπου καταστράφηκαν 112 αυτοκίνητα. [16]
Κατόπιν απαίτησης του Ακρόιντ, δόθηκαν στους σταρ της σόουλ και του R&B Τζέιμς Μπράουν, Καμπ Κάλογουεϊ, Ρέι Τσαρλς και Αρίθα Φράνκλιν ομιλούντες ρόλοι, για να υποστηρίξουν τα αντίστοιχα μουσικά νούμερα που δημιουργήθηκαν. Αυτό αργότερα προκάλεσε τριβές στην παραγωγή μεταξύ του Λάντις και της Universal, καθώς το κόστος της ξεπέρασε κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό. Δεδομένου ότι κανείς τους εκτός από τον Τσαρλς δεν είχε επιτυχίες τα τελευταία χρόνια, το στούντιο ήθελε ο σκηνοθέτης να τους αντικαταστήσει με ή να προσθέσει ερμηνείες νεότερους ερμηνευτές, όπως οι Rose Royce, που με το "Car Wash" είχαν γίνει σταρ της ντίσκο αφότου ακούστηκε στην ομότιτλη ταινία του 1976. [14]
Άλλοι μουσικοί στο καστ είναι οι Μπιγκ Γουόλτερ Χόρτον, Πάιντοπ Πέρκινς και Τζον Λι Χούκερ (που ερμήνευσε το "Boom Boom" στον δρόμο). Τα μέλη των The Blues Brothers Band ήταν και τα ίδια αξιοσημείωτα. Ο Στιβ Κρόπερ και ο Ντόναλντ Νταν είναι πρωτοπόροι του ήχου της Stax Records (η κιθάρα του Κρόπερ ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού των Sam & Dave "Soul Man") και ήταν οι μισοί από τους Booker T. & the MG's. Οι πνευστοί Λου Μαρίνι, Τομ Μαλόουν και Άλαν Ρούμπιν έπαιζαν όλοι στο Blood, Sweat & Tears και στο συγκρότημα της εκπομπής Saturday Night Live. Ο ντράμερ Γουίλι Χολ είχε παίξει στους Bar-Kays και έκανε σαπόρτ στον Άιζακ Χέιζ. Ο Ματ Μέρφι είναι βετεράνος μπλουζ κιθαρίστας. Καθώς η μπάντα γεννήθηκε στο Saturday Night Live, ο πιανίστας Πολ Σάφερ ήταν μέλος της ομάδας και έτσι συμπεριλήφθηκε στο κάστινγκ. Ωστόσο, λόγω συμβατικών υποχρεώσεων με το Saturday Night Live, δεν μπόρεσε να συμμετάσχει, οπότε προσλήφθηκε ο ηθοποιός-μουσικός Μέρφι Νταν (του οποίου ο πατέρας, Τζορτζ Νταν, ήταν Πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου της κομητείας Cook) για να αναλάβει τον ρόλο του. [14]
Οι Φίσερ, Φρίμαν, Γκίμπσον και Κάντι συμμετείχαν σε μη μουσικούς δεύτερους ρόλους. Η ταινία είναι επίσης αξιοσημείωτη για τον αριθμό των κάμεο εμφανίσεων διασημοτήτων της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας, όπως ο Στιβ Λόρενς ως καλλιτεχνικός πράκτορας, η Τουίγκι ως σικάτη κυρία με μια ανοιχτή Τζάγκουαρ, την οποία φλερτάρει ο Έλγουντ σε ένα βενζινάδικο, τον Στίβεν Σπίλμπεργκ ως έφορο, τον Λάντις ως αστυνομικό στην καταδίωξη στο εμπορικό κέντρο, τον Πολ Ρούμπενς (πριν γίνει γνωστός ως Πι-γουι Χέρμαν) ως σερβιτόρο στο εστιατόριο Chez Paul, τον Τζο Γουόλς σε ως τον πρώτο κρατούμενο που πηδάει πάνω στο τραπέζι στην τελευταία σκηνή και την Τσάκα Καν ως σολίστ στην εκκλησιαστική χορωδία. Ο καλλιτέχνης του Μάπετ Σόου Φρανκ Οζ υποδύεται έναν αστυνομικό ενώ, στη σκηνή όπου τα αδέλφια πέφτουν πάνω στο κατάστημα παιχνιδιών, τον πελάτη που ζητά μια κούκλα Μις Πίγκι υποδύεται ο κασκαντέρ Γκάρι Μακλάρτι. Ο τραγουδιστής/τραγουδοποιός Στίβεν Μπίσοπ υποδύεται έναν αστυνομικό που παραπονιέται ότι τα αδέλφια έσπασαν το ρολόι του. Ο μακιγιέρ Λέιν Μπρίτον είναι ο γέρος χαρτοπαίκτης που ρωτάει τον Έλγουντ αν του έφερε την κρέμα τυριού του. Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Καμπ Κάλογουεϊ ονομάζεται Κέρτις ως φόρος τιμής στον Κέρτις Σαλγκάντο, έναν μουσικό μπλουζ από το Όρεγκον που ενέπνευσε τον Μπελούσι ενώ βρισκόταν στην περιοχή γυρίζοντας το Θηριοτροφείο. [17]
Πάνω από 500 κομπάρσοι χρησιμοποιήθηκαν στην προτελευταία σκηνή, τον αποκλεισμό του Δημαρχείου, συμπεριλαμβανομένων 200 εθνοφρουρών, 100 αστυνομικών, 15 αστυνομικών αλόγων (και τριών αρμάτων M4 Sherman, τριών ελικοπτέρων και τριών πυροσβεστικών οχημάτων). [18] [19]
Τον πρώτο μήνα του 1979, τα πράγματα κυλούσαν ομαλά εντός και εκτός γυρισμάτων. Όταν ο Βάις είδε τον υποτιθέμενο τελικό προϋπολογισμό ύψους 17,5 εκατομμυρίων δολαρίων, φέρεται να αστειεύτηκε: "Νομίζω ότι τόσα έχουμε ξοδέψει ήδη". [20]
Τον επόμενο μήνα, η παραγωγή άρχισε να αποκλίνει από το χρονοδιάγραμμα. Μεγάλο μέρος της καθυστέρησης οφειλόταν στα γλέντια του Μπελούσι. Όταν δεν ήταν στα γυρίσματα, πήγαινε στα γνωστά του στέκια στο Σικάγο, όπως το Wrigley Field και το Old Town Ale House. Ο κόσμος συχνά τον αναγνώριζε και του έδιναν κοκαΐνη, ένα ναρκωτικό που έπαιρνε ήδη πολύ, ελπίζοντας να κάνουν χρήση μαζί του. Ως αποτέλεσμα της έντονης χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ, ο Μπελούσι συχνά έχανε τα γυρίσματα ή πήγαινε στο τρέιλερ του και κοιμόταν κατά τη διάρκειά τους, χάνοντας ώρες χρόνου παραγωγής. Ένα βράδυ, ο Ακρόιντ τον βρήκε στον καναπέ ενός κοντινού σπιτιού, όπου ο Belushi είχε ήδη μπει από μόνος του για να πάρει φαγητό από το ψυγείο. [20]
Η κοκαΐνη ήταν ήδη τόσο διαδεδομένη στα γυρίσματα (όπως πολλές άλλες κινηματογραφικές παραγωγές εκείνης της εποχής) που ο Ακρόιντ, ο οποίος έκανε χρήση πολύ λιγότερο από τον συνάδελφό του, ισχυρίζεται ότι μέρος του προϋπολογισμού είχε πράγματι διατεθεί για αγορές του ναρκωτικού στη διάρκεια νυχτερινών γυρισμάτων. Οι σταρ είχαν ένα ιδιωτικό μπαρ, το Blues Club, χτισμένο στο πλατό, για τους ίδιους, το συνεργείο και τους φίλους τους. Η Κάρι Φίσερ, η οποία είχε σχέση με τον Ακρόιντ εκείνη την εποχή, είπε ότι οι περισσότεροι υπάλληλοι του μπαρ έκαναν και τους εμπόρους, προμηθεύοντας τους θαμώνες με όποιο ναρκωτικό επιθυμούσαν. [20]
Ο αρχικός προϋπολογισμός της ταινίας ξεπεράστηκε γρήγορα και στο Λος Άντζελες, ο Βάσερμαν απογοητευόταν ολοένα και περισσότερο. Μιλούσε τακτικά στον Νεντ Τάνεν, διευθυντικό στέλεχος της Universal, για το κόστος. Ο Σον Ντάνιελ, επίσης στέλεχος του στούντιο, δεν καθησυχάστηκε όταν ήρθε στο Σικάγο και είδε ότι η παραγωγή είχε δημιουργήσει ειδική εγκατάσταση για τα 70 αυτοκίνητα που χρησιμοποιούνταν στις σκηνές καταδίωξης. Τα εκεί γυρίσματα, τα οποία υποτίθεται ότι είχαν ολοκληρωθεί στα μέσα Σεπτεμβρίου, συνεχίστηκαν μέχρι και τα τέλη Οκτωβρίου. [20]
Στα γυρίσματα, η χρήση ναρκωτικών του Μπελούσι επιδεινώθηκε. Η Φίσερ, η οποία πάλεψε αργότερα με τον εθισμό της στην κοκαΐνη, είπε ότι ο Λάντις της ζήτησε να κρατάει τον Μπελούσι μακριά από τα ναρκωτικά. Παρ' όλα αυτά, κάποια στιγμή, ο Λάντις βρήκε τον Μπελούσι με ένα "βουνό" κοκαΐνης στο τραπέζι του τρέιλερ του. Ακολούθησε μια αντιπαράθεση με κλάματα, στην οποία ο Μπελούσι παραδέχτηκε τον εθισμό του λέγοντας πως φοβόταν ότι τελικά θα μπορούσε να τον σκοτώσει. [20]
Αφότου ο Ακρόιντ και η σύζυγος του Μπελούσι, Τζούντι, μίλησαν στον Μπελούσι για όλα αυτά που έκανε, η παραγωγή επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Τα γυρίσματα εκεί συνεχίστηκαν ομαλά μέχρι που ήρθε η ώρα να γυριστεί η τελευταία σκηνή στο Hollywood Palladium. Λίγο νωρίτερα, ο Μπελούσι είχε πέσει με ένα δανεικό σκέιτμπορντ τραυματίζοντας σοβαρά το γόνατό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγάλει τη σκηνή, η οποία απαιτούσε να τραγουδά, να χορεύει και να κάνει τροχό. Ο Βάσερμαν έπεισε τον κορυφαίο ορθοπεδικό της πόλης να αναβάλει τα σχέδιά του για το Σαββατοκύριακο για να περάσει και να αναισθητοποιήσει επαρκώς το γόνατο του Μπελούσι και η σκηνή γυρίστηκε κανονικά. [20]
Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε μέσα και γύρω από το Σικάγο μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 1979. [21] Με τη συνεργασία της δημάρχου Τζέιν Μ. Μπερν, η ταινία θεωρείται ότι έβαλε το Σικάγο στον χάρτη ως τοποθεσία κινηματογραφικών γυρισμάτων. [22] Στην πόλη έχουν γυριστεί σχεδόν 200 ταινίες. Σε ένα άρθρο για την 25η επέτειο κυκλοφορίας της ταινίας σε DVD, ο Ακρόιντ είπε στην εφημερίδα Chicago Sun-Times: «Το Σικάγο είναι ένα από τα αστέρια της ταινίας. Το γράψαμε ως φόρο τιμής». [23]
Το κυνήγι αυτοκινήτων του εμπορικού κέντρου γυρίστηκε στο πραγματικό, αν και κλειστό, Dixie Square Mall, στο Χάρβεϊ του Ιλινόι. [24] Το άλμα πάνω από τη γέφυρα γυρίστηκε σε μια πραγματική γέφυρα, στην 95η Οδό, πάνω από τον ποταμό Calumet, στη νοτιοανατολική πλευρά του Σικάγου. Η τελευταία συνάντηση του Τζέικ με την αρραβωνιαστικιά του γυρίστηκε σε ένα αντίγραφο τμήματος του εγκαταλελειμμένου αποχετευτικού συστήματος του Σικάγου. [25]
Η αίθουσα του ξενοδοχείου Palace, όπου το συγκρότημα δίνει την κορυφαία συναυλία του, ήταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων λέσχη, αλλά αργότερα έγινε το Πολιτιστικό Κέντρο South Shore, που πήρε το όνομά του από τη γειτονιά του Σικάγου όπου βρίσκεται. Οι εσωτερικές σκηνές της συναυλίας γυρίστηκαν στο Hollywood Palladium. [26]
Οι ατσίδες με τα μπλε έκαναν πρεμιέρα στις 20 Ιουνίου 1980 σε 594 αίθουσες. Έκοψαν εισιτήρια αξίας 4.858.152 δολαρίων, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση εκείνη την εβδομάδα (μετά το Η αυτοκρατορίας αντεπιτίθεται). Η ταινία απέφερε συνολικά 57.229.890 δολάρια στην εγχώρια αγορά και 58.000.000 δολάρια στο εξωτερικό (115.229.890 δολάρια στο σύνολο). Κατέλαβε τη 10η θέση στην εγχώρια αγορά εισιτηρίων εκείνη τη χρονιά. Είναι το ένατο μιούζικαλ με τα υψηλότερα κέρδη και η δεύτερη πιο επιτυχημένη ταινία, μεταξύ του Ο απίθανος κόσμος του Γουέιν και του Ο απίθανος κόσμος του Γουέιν 2 (Wayne's World Ι & ΙΙ), που προήλθε από τα σκετς της εκπομπής Saturday Night Live. Ο σκηνοθέτης Τζον Λάντις ισχυρίστηκε ότι Οι ατσίδες με τα μπλε ήταν επίσης η πρώτη αμερικανική ταινία που έβγαλε περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. [27]
Οι ατσίδες με τα μπλε έλαβαν ως επί το πλείστον θετικές κριτικές. Στο Rotten Tomatoes, η ταινία έχει 73% θετικές κριτικές, με βάση 89 κριτικούς και με μέση βαθμολογία 7,60/10. Ο ιστότοπος αναφέρει: «Απίστευτα υπερβολικό, αλλά τελικά σώζεται από τη γοητεία του καστ, τη χάρη του σκηνοθέτη Τζον Λάντις και πολλά σόουλ μουσικά κομμάτια». [28] Η ταινία κέρδισε το βραβείο Golden Reel καλύτερης επεξεργασίας ήχου και ηχητικών εφέ, [29] είναι 14η στη λίστα των 50 καλύτερων κωμωδιών όλων των εποχών του περιοδικού Total Film, 20ή στη λίστα του περιοδικού Empire με τις 50 καλύτερες κωμωδίες [30] και είναι νούμερο 69 στις 100 πιο αστείες ταινίες του δικτύου Μπράβο. [31]
Οι ατσίδες με τα μπλε έχουν γίνει το βασικό κομμάτι του νυχτερινού σινεμά, και σιγά σιγά μεταμορφώνονται σε εκδήλωση συμμετοχής του κοινού στις τακτικές προβολές της ταινίας στον κινηματογράφο Valhalla, στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. [32] Ο Τζον Λάντις αναγνώρισε την υποστήριξη του κινηματογράφου και του κοινού του τηλεφωνόντας στον κινημαογράφο κατά την προβολή της 10ης επετείου και αργότερα κάλεσε τους τακτικούς θαμώνες να κάνουν κάμεο εμφανίσεις στην ταινία Blues Brothers 2000. Οι θαμώνες εμφανίζονται ως μέλη του πλήθους στη διάρκεια της ερμηνείας του "Ghost Riders in the Sky". [33]
Τον Αύγουστο του 2005, πραγματοποιήθηκε τελετή για την 25η επέτειο της ταινίας στο Κινέζικο Θέατρο Grauman στο Λος Άντζελες. [34] Παρευρίσκονταν ο Λάντις, το πρώην στέλεχος των Universal Studios Θομ Μάουντ, ο κινηματογραφικός συντάκτης Τζορτζ Φόλσεϊ και τα μέλη του καστ.
Στην Ελλάδα, η πρωτοποριακή κινηματογραφική "λέσχη" Midnight Express συμπεριέλαβε την ταινία στο πρόγραμμα των μεταμεσονύχτιων προβολών της στις 2 Νοεμβρίου 2019, στον αθηναϊκό κινηματογράφο Ααβόρα. Την προβολή προλόγισε ο Φοίβος Δεληβοριάς. [35]
Το σάουντρακ The Blues Brothers: Original Soundtrack Recording (που αργότερα επανακυκλοφόρησε ως The Blues Brothers: Music from the Soundtrack) κυκλοφόρησε στις 20 Ιουνίου 1980, ως το δεύτερο άλμπουμ των Blues Brothers Band, οι οποίοι εκείνη τη χρονιά περιόδευαν για την προώθηση της ταινίας. Το "Gimme Some Lovin'" έγινε επιτυχία του Billboard και έφτασε στο νούμερο 18. [36] Το άλμπουμ ήταν η συνέχεια του πρώτου τους, λάιβ άλμπουμ, Briefcase Full of Blues. Μέσα στην ίδια χρονιά, έβγαλαν και δεύτερο ζωντανό άλμπουμ, με τίτλο Made in America, το οποίο περιελάμβανε το Top 40 κομμάτι, "Who's Making Love". [36]
Τα τραγούδια του σάουντρακ έχουν αισθητά διαφορετική μίξη ήχου απ' ό,τι στην ταινία, με το βαρύτονο σαξόφωνο να ξεχωρίζει και γυναικεία φωνητικά στο "Everybody Needs Somebody to Love", αν και στην ταινία το συγκρότημα δεν είχε άλλους τραγουδιστές εκτός από τον Τζέικ και/ή τον Έλγουντ. Μια σειρά από τακτικά μέλη των Blues Brothers, όπως ο σαξοφωνίστας Τομ Σκοτ και ο ντράμερ Στιβ Τζόρνταν, παίζουν στο άλμπουμ, αλλά όχι στην ταινία.
Σύμφωνα με τον Λάντις στο ντοκιμαντέρ του 1998 The Stories Behind the Making of 'The Blues Brothers', τα γυρίσματα με τις ερμηνείες των Φράνκλιν και Μπράουν χρειάστηκαν περισσότερη προσπάθεια, καθώς κανείς από τους δύο δεν είχε συνηθίσει να συντονίζει με τα χείλη του με την ερμηνεία του στην ταινία. Η Φράνκλιν χρειάστηκε αρκετές λήψεις και ο Μπράουν απλώς έγραψε την ερμηνεία του ζωντανά. Ο Καμπ Κάλογουεϊ αρχικά ήθελε να κάνει μια ντίσκο διασκευή του "Minnie the Moocher", έχοντας ερμηνεύσει το τραγούδι σε πολλά στιλ στο παρελθόν, αλλά ο Λάντις επέμεινε να γίνει το τραγούδι στο αρχικό στιλ της μεγάλης μπάντας.