Η Νόιε Οστπολιτίκ (γερμανικά: Neue Ostpolitik, νέα ανατολική πολιτική), ή εν συντομία Οστπολιτίκ, είναι η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ή Ανατολικής Γερμανίας) που ξεκίνησε το 1969. Η πολιτική της "αλλαγής μέσω της επαναπροσέγγισης" υλοποιήθηκε αρχής γενομένης από τον Βίλλυ Μπραντ, τέταρτο καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας από το 1969 έως το 1974.
Η Οστπολιτίκ ήταν μία προσπάθεια να δοθεί τέλος στην πολιτική της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), η οποία ήταν η εκλεγμένη κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας από το 1949 έως το 1969. Οι Χριστιανοδημοκράτες υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ και τους διαδόχους του προσπάθησαν να πολεμήσουν το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες του Μπραντ προσπάθησαν να πετύχουν έναν ορισμένο βαθμό συνεργασίας με την Ανατολική Γερμανία.
Ο όρος Οστπολιτίκ έχει εφαρμοστεί από τότε στις προσπάθειες του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ να προσεγγίσει τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες κατά την ίδια περίοδο. Ο όρος Νορντπολιτίκ επινοήθηκε επίσης για να περιγράψει παρόμοιες πολιτικές προσέγγισης μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1980.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία ήταν διαιρεμένη μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολική). Αρχικά, και οι δύο κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι αντιπροσώπευαν το σύνολο του γερμανικού έθνους. Ωστόσο αργότερα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία δήλωσε ότι ήταν η μόνη δημοκρατικά νόμιμη γερμανική κυβέρνηση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η κομμουνιστική κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε πλέον ένα κοινό γερμανικό έθνος, καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αποτελούσε πια ένα «σοσιαλιστικό» έθνος.
Οι Χριστιανοδημοκράτες κυριαρχούσαν στις Ομοσπονδιακές κυβερνήσεις από το 1949 έως το 1969. Αυτές οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν να έχουν οποιαδήποτε επαφή με την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας λόγω του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της. Παράλληλα το Δόγμα Χάλσταϊν προέβλεπε ότι η ΟΔΓ θα διακόπτει διπλωματικές επαφές με κάθε χώρα που συνάπτει διπλωματικές σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η πρώτη εφαρμογή του Δόγματος Χάλσταϊν ήταν το 1957, όταν η ΟΔΓ απέσυρε την αναγνώριση της Γιουγκοσλαβίας, αφού προηγουμένως η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση αποδέχτηκε πρεσβευτή της ΛΔΓ. Τη δεκαετία του 1960 κατέστη προφανές ότι η πολιτική αυτή δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει επ' άπειρο. Όταν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία σύνηψε διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ το 1965, τα αραβικά κράτη διέκοψαν τις σχέσεις με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και ξεκίνησαν διπλωματικές επαφές με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Ακόμη και πριν από την εκλογή του ως καγκελαρίου, όντας δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου, ο Βίλλυ Μπραντ υποστήριζε πολιτικές που θα μπορούσαν να μειώσουν τις εντάσεις μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών κάτι που θα ήταν προς το συμφέρον του διασυνοριακού εμπορίου. Η νέα Οστπολιτίκ έκρινε ότι το Δόγμα Χάλσταϊν δεν συνέβαλε στην υπονόμευση του κομμουνιστικού καθεστώτος αλλά ούτε και βελτίωσε την κατάσταση των Γερμανών στη ΛΔΓ. Ο Μπραντ πίστευε ότι η συνεργασία με τους κομμουνιστές θα προωθήσει τις γερμανικές εμπορικές και όχι μόνο σχέσεις κάτι που μακροπρόθεσμα θα υπονόμευε την κομμουνιστική κυβέρνηση.
Ωστόσο, τόνισε ότι η νέα Οστπολιτίκ του, δεν μειώνει στο ελάχιστο τους στενούς δεσμούς της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας με τη Δυτική Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Πράγματι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η ακλόνητη στάση του Δόγματος Χάλσταϊν θεωρήθηκε πράγματι ότι είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Πολυάριθμοι αμερικανοί σύμβουλοι και φορείς χάραξης πολιτικής, κυρίως ο Χένρυ Κίσινγκερ, ζητούσαν από μέρους της Βόννης μεγαλύτερη ευελιξία. Την ίδια στιγμή, άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης εισήλθαν σε μια περίοδο πιο τολμηρής πολιτικής απέναντι στην Ανατολή.
Η χαλάρωση των εντάσεων με την Ανατολή που οραματίστηκε η Οστπολιτίκ, άρχισε αναγκαστικά με τη Σοβιετική Ένωση, το μόνο κράτος του Ανατολικού Συνασπισμού, με το οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία είχε επίσημες διπλωματικές σχέσεις (παρά τα προαναφερθέντα υπό το Δόγμα Χάλσταϊν). Στις 19 Μαρτίου του 1970, εγκαινιάστηκε στο Έρφουρτ το άνοιγμα προς Ανατολάς του Δυτικογερμανού καγκελάριου Βίλλυ Μπραντ, με την πρώτη συνάντηση κορυφής των ηγετών των δύο Γερμανιών[1].
Έτος καμπής το 1970, σφραγίστηκε από την ανάδειξη της Οστπολιτίκ σε κυρίαρχο πλέον δόγμα της δυτικογερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Με αφετηρία της μεγάλης στροφής την αναγνώριση της ανατολικογερμανικής κρατικής οντότητας στις 28 Οκτωβρίου του 1969 και με πυρήνα το τρίπτυχο της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία, της προσέγγισης με την Ε.Σ.Σ.Δ. και της οριστικής διευθέτησης των συνοριακών διαφορών με την Πολωνία, ο Μπραντ ολοκλήρωσε το 1970 διαπραγματεύσεις ήδη σε εξέλιξη επί μία τουλάχιστον τριετία, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του "μεγάλου συνασπισμού" Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών.
Με έρεισμα την πολιτική της ύφεσης, η οποία άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας (1962) και εδραιώθηκε στις αρχές του 1970, ο Μπραντ επέσπευσε τα γεωπολιτικά του ανοίγματα, που κατέληξαν στη συνάντηση του Έρφουρτ, την υπογραφή συμφώνου μη επιθέσεως με την Ε.Σ.Σ.Δ. -συμφωνία της Μόσχας- τον Αύγουστο, και την υπογραφή το Δεκέμβριο της συνθήκης -συμφωνία της Βαρσοβίας- με την οποία η γραμμή Οντερ-Νάισε αναγνωρίστηκε ως δυτικό σύνορο της Πολωνίας.
Προηγήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1970 η γερμανοσοβιετική συμφωνία 20ετούς διάρκειας για την αγορά φυσικού αερίου από την Ε.Σ.Σ.Δ. Συνοδεύτηκε από δύο επιμέρους συμφωνίες για την πώληση στους Σοβιετικούς χαλύβδινων αγωγών γερμανικής κατασκευής και η χορήγηση πιστώσεων ύψους 2.5 δισ. μάρκων στην Ε.Σ.Σ.Δ. από κοινοπραξία δυτικογερμανικών τραπεζών, με επικεφαλής την Deutsche Bank.
Ο δυτικογερμανικός Τύπος επισήμανε τα επίμαχα σημεία της συμφωνίας, κυρίως τους ευνοϊκούς για την Ε.Σ.Σ.Δ. όρους αποπληρωμής του δανείου και τη δυνατότητα που της δινόταν να αποκτήσει ξένο συνάλλαγμα. Ο Βίλλυ Μπραντ αντιπαρέθεσε την πολιτική σημασία της συμφωνίας, που συνδυάστηκε με τις προπαρασκευαστικές συνομιλίες του στενού συνεργάτη του και υπουργού με έκτακτες αρμοδιότητες Έγκον Μπαρ με τον Αντρέι Γκρομίκο στη Μόσχα.
Από τη στάση της Μόσχας εξαρτήθηκε τόσο η γερμανοπολωνική προσέγγιση, όσο και η εξέλιξη των επαφών μεταξύ Βόννης και Ανατολικού Βερολίνου, για την πορεία των οποίων ο Βίλλυ Μπραντ ενημέρωσε την Μπούντεσταγκ με την Έκθεση για την Κατάσταση του Έθνους στις 14 Ιανουαρίου του 1970. Ο αρχιτέκτονας της Οστπολιτίκ ανακοίνωσε στους βουλευτές την πρόθεσή του να προτείνει διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμφώνου αποφυγής της βίας στον Ανατολικογερμανό πρωθυπουργό Βίλλυ Στοφ, για να αναφερθεί στη συνέχεια στο περίγραμμα αυτού που ονόμασε "διακανονισμένη γειτονία".
"Είκοσι πέντε χρόνια μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση του Τρίτου Ράιχ, η έννοια του έθνους αγκαλιάζει τη διαιρεμένη χώρα μας", υπογράμμισε ο Μπραντ, κάνοντας την αντιδιαστολή προς τη διακηρυγμένη θέση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σύμφωνα με την οποία η σοσιαλιστική οικονομική βάση δημιουργεί ένα διαφορετικό γερμανικό έθνος. Βάση της συμφωνίας έπρεπε να είναι η αρχή ότι τα δύο τμήματα της διαιρεμένης γερμανικής επικράτειας δεν μπορούν να θεωρηθούν ξένες χώρες, ο σεβασμός των συνόρων, η αποχή από τη βία και η διαμόρφωση κάποιας μορφής ανταλλαγών, εμπορικών και τεχνικών, καθώς και η διευκόλυνση στις "ενδογερμανικές" μετακινήσεις.
Η διαμόρφωση καθεστώτος "διακανονισμένης γειτονίας" θα προετοίμαζε κατά τον Μπραντ το έδαφος για τη συνύπαρξη, στο πλαίσιο της διεθνούς ύφεσης: "Αυτή θα είναι η συμβολή μας σε μια διεθνή συγκυρία, η οποία, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του προέδρου Νίξον, οδηγεί από την αντιπαράθεση στη συνεργασία" εξήγησε ο Μπραντ, που στις 22 Ιανουαρίου κατέθεσε συνολικά τις προτάσεις του στον Στοφ.
Άρχισε ένα δίμηνο εντατικών διαβουλεύσεων, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δύο πλευρές ήρθαν σε συχνές διπλωματικές προστριβές, με σημείο αιχμής τον τόπο της συνάντησης. Ο Μπραντ πρότεινε το Ανατολικό Βερολίνο, ακολουθώντας δρομολόγιο μέσω του Δυτικού, όμως οι Ανατολικογερμανοί απέρριψαν με κατηγορηματικό τρόπο αυτή την επιλογή. Έγειραν πάσης φύσεως αντιρρήσεις έως ότου τελικά, μετά τους απαραίτητους συμβιβασμούς, επιλέχθηκε το Έρφουρτ της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας ως τόπος της συνάντησης. Στις 9.30 το πρωί της 19ης Μαρτίου έφτασε η ειδική αμαξοστοιχία που μετέφερε τον Βίλλυ Μπραντ και το επιτελείο του στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, όπου περίμενε ο Ανατολικογερμανός πρωθυπουργός Βίλλυ Στοφ και πίσω από τον αστυνομικό κλοιό 2.500 άνθρωποι.
Η ανατολικογερμανική πλευρά πρότεινε τη σύναψη σχέσεων επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου, την αναγνώριση των υφιστάμενων στην Ευρώπη συνόρων, την χωριστή εισδοχή των δύο κρατών στον Ο.Η.Ε. και την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από τη Βόννη ύψους 100 δισ. μάρκων. Ο Βίλλυ Μπραντ απέρριψε τις διεκδικήσεις και εστίασε τις δικές του προτάσεις σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις "που θα διευκολύνουν τη ζωή των ανθρώπων και τις συναντήσεις μεταξύ πολιτών στη διαιρεμένη Γερμανία".
Οι δυτικογερμανικές θέσεις επέμεναν κυρίως στον σεβασμό των δεσμεύσεων και των ευθυνών που είχαν αναλάβει οι τέσσερις προστάτιδες δυνάμεις σε ό,τι αφορά στο ενιαίο του γερμανικού κράτους και του Βερολίνου.
Η συνάντηση κορυφής του Έρφουρτ δεν κατέληξε στην υπογραφή συμφώνου μη επιθέσεως, ενώ δεν γεφυρώθηκαν οι παραδοσιακές διαφορές, κυρίως ως προς τον τρόπο σύνδεσης του Δυτικού Βερολίνου με την Ομοσπονδιακή Γερμανία. Όπως, όμως, εξήγησε την επομένη στη Βόννη ο Μπραντ, που είχε τα μάτια στραμμένα στη Σοβιετική Ένωση και στη σύναψη γερμανοσοβιετικού συμφώνου, στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ της Οστπολιτίκ, με όλες τις αντιξοότητες η συνάντηση του Έρφουρτ ήταν "σημαντική, χρήσιμη και απαραίτητη". "Ήταν η αρχή", υπογράμμισε.
Χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα κατέληξαν και οι συνομιλίες στο Κάσσελ της Δυτικής Γερμανίας, στις 19 Μαΐου του 1970, ενώ θα περάσει ενάμισης χρόνος, προτού υπογραφεί στις 22 Δεκεμβρίου του 1972 η θεμελιώδης συνθήκη, με την οποία καθορίστηκαν οι σχέσεις των δύο γερμανικών κρατών. Μολονότι η αντίσταση του ανατολικογερμανικού καθεστώτος διατηρήθηκε μέχρι τέλους, η θεμελιώδης συνθήκη διευκόλυνε ώς ένα βαθμό τις μεταξύ τους ανταλλαγές, που απέκτησαν πιο συγκεκριμένη μορφή στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με πρωταγωνιστή της δυτικογερμανικής διείσδυσης τον Χριστιανοκοινωνιστή πρωθυπουργό της Βαυαρίας Φραντς Γιόζεφ Στράους, ακαραίο συντηρητικό μέχρι του βαθμού φιλικών αισθημάτων προς τους ναζί.
Το 1970 όμως η Οστπολιτίκ περνούσε πρώτα από τη Μόσχα. Έτσι, πρωταρχικός στόχος του Μπραντ ήταν η αποκατάσταση των σχέσεων με την Ε.Σ.Σ.Δ., στόχο που προώθησε με ραγδαίους ρυθμούς με τις παράλληλες διαπραγματεύσεις με Πολωνούς και Σοβιετικούς σε όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1970. Στις πρώτες επαφές του Δυτικογερμανού διαπραγματευτή Έγκον Μπαρ με τον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο, οι θέσεις της Ε.Σ.Σ.Δ. ως προς το συνοριακό καθεστώς στην Ευρώπη και η απαίτηση για τη διαίρεση του Βερολίνου παρέμειναν αναλλοίωτες. Τελικά, η συμφωνία για το φυσικό αέριο, η προοπτική εμπορικών συμφωνιών αλλά και η συμβιβαστική διάθεση της δυτικογερμανικής πλευράς άμβλυναν την αδιαλλαξία των Σοβιετικών, που ήταν, ωστόσο, εξαιρετικά φειδωλοί σε παραχωρήσεις, δεδομένου άλλωστε ότι η Δυτική Γερμανία δεν έκρυβε ότι τελικός σκοπός της ήταν να απορροφήσει την Ανατολική Γερμανία, όταν μπορέσει.
Στις 11 Αυγούστου ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν υποδέχθηκε στη Μόσχα τον Βίλλυ Μπραντ και την επομένη στην αίθουσα της Μεγάλης Αικατερίνης ο Δυτικογερμανός καγκελάριος, ο υπουργός του επί των Εξωτερικών Βάλτερ Σέελ και οι Σοβιετικοί ομόλογοί τους Αλεξέι Κοσίγκιν, Αντρέι Γκρομίκο υπέγραψαν τη συμφωνία της Μόσχας. Αυτή προέβλεπε την απόρριψη της προσφυγής στη βία, το απαραβίαστο -αλλά όχι το αμετάβλητο, όπως επέμενε η Μόσχα- των υφιστάμενων συνόρων, πρωτίστως της γραμμής Όντερ-Νάισε και των ενδογερμανικών συνόρων. Το σύμφωνο, που δεν θεωρήθηκε "σύμφωνο ειρήνης", άνοιξε το δρόμο για την αποκατάσταση των σχέσεων της Δυτικής Γερμανίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και κυρίως με την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία, απέναντι στις οποίες η Δυτική Γερμανία είχε εδαφικές διεκδικήσεις, βασιζόμενες στην εποχή των γερμανικών Ράιχ, συμπεριλαμβανομένου και του Τρίτου Ράιχ του Χίτλερ.
Το ίδιο βράδυ της υπογραφής ένας θριαμβευτής Μπραντ, σε απευθείας μετάδοση απο σοβιετικό τηλεοπτικό στούντιο, ενημέρωσε τους Δυτικογερμανούς για τη σημασία της συμφωνίας. "Τίποτε από όσα διακυβεύονταν τόσα χρόνια δεν έχει χαθεί. Εμείς έχουμε την τόλμη να γυρίσουμε μια ιστορική σελίδα" ήταν η διαβεβαίωση του καγκελάριου προς εκείνους τους συμπατριώτες του που προέρχονταν από "ανατολικές περιοχές" οι οποίες προσαρτήθηκαν μετά τον πόλεμο στην Πολωνία και επέκριναν την ενδοτικότητα του Μπραντ. Η συμφωνία της Μόσχας επικυρώθηκε στις 17 Μαΐου του 1972, με πολύ μικρή πλειοψηφία και αφού προηγήθηκς οξύτατη αντιπαράθεση στην Μπούντεσταγκ μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και της αντιπολίτευσης.
Ο δρόμος για τη Βαρσοβία ήταν ανοιχτός. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1970, απόντων των Χριστιανοδημοκρατών και των Χριστιανοκοινωνιστών, που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν ως παρατηρητές, ο Βίλλυ Μπραντ, ο Πολωνός πρωθυπουργός Γιόζεφ Σιρανκίεβιτς, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών Βάλτερ Σέελ και Στεφάν Γεντριχόφκσι υπέγραψαν στο Μέγαρο του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώπιον του κομματικού ηγέτη Βλαντισλάβ Γκομούλκα, τη συμφωνία με την οποία αναγνωρίστηκαν τα υφιστάμενα σύνορα της Πολωνίας και αποφασίστηκε η σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Πολωνία και τη Δυτική Γερμανία.
Λίγο πριν από την τελετή ο Μπραντ γονάτισε στο μνημείο των θυμάτων της σφαγής του γκέτο της Βαρσοβίας, σε μια συμβολική κίνηση που υπογράμμισε την ανάγκη "να σπάσει η αλυσίδα της αδικίας ενός κακού παρελθόντος", όπως είπε ο ίδιος. Η γονυκλισία του Μπραντ έκανε το γύρο του κόσμου, επιστέγασμα ενός έτους πυρετώδους διπλωματικής δραστηριότητας.
Η υπογραφή των συμφωνιών με την Ε.Σ.Σ.Δ. και την Πολωνία, καθώς και οι πρώτες συναντήσεις κορυφής με την ηγεσία της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας αποτέλεσαν ιστορικά επιτεύγματα του Βίλλυ Μπραντ και μετέβαλαν ριζικά το πολιτικό κλίμα της Ευρώπης. Με τις κινήσεις αυτές εδραιώθηκε η ύφεση στην ευρωπαϊκή ήπειρο και αναβαθμίστηκε θεαματικά η διεθνής θέση της Δυτικής Γερμανίας. Εγκαταλείποντας τις επεκτατικές βλέψεις της εναντίον της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας, η Βόννη έπεισε περισσότερους Ευρωπαίους για την ειλικρινή θέληση της ηγεσίας της να ξεκόψει από το πρόσφατο χιτλερικό παρελθόν της[2].
Η πλέον αμφιλεγόμενη συμφωνία ήταν η βασική συνθήκη του 1972 με την Ανατολική Γερμανία, για τη θέσπιση επίσημων σχέσεων μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών, για πρώτη φορά μετά το διαχωρισμό. Η κατάσταση περιπλέκεται όμως από το μακροχρόνιο αίτημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας να εκπροσωπεί ολόκληρο το γερμανικό έθνος. Ο καγκελάριος Μπραντ προσπάθησε να εξομαλύνει αυτό το σημείο, επαναλαμβάνοντας τη δήλωση του 1969 ότι, παρόλη την ύπαρξη δύο γερμανικών κρατών, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο ως διαφορετικά έθνη.
Η κυβέρνηση Μπραντ, όντας ένας συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών και των Ελευθέρων Δημοκρατών, έχασε έναν αριθμό βουλευτών στην αντιπολίτευση των Χριστιανοδημοκρατών, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη θεμελιώδη συνθήκη. Τον Απρίλιο του 1972 φαίνεται ότι ακόμη και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Ράινερ Μπάρζελ, είχε αρκετή υποστήριξη για να γίνει ο νέος καγκελάριος, όμως στην κοινοβουλευτική ψηφοφορία χάνει για δύο ψήφους. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε χρηματίσει τους δυο Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές ώστε να καταψηφίσουν τον Μπάρζελ. Νέες γενικές εκλογές το Νοέμβριο του 1972 έδωσαν τη νίκη στη κυβέρνηση Μπράντ, και στις 11 Μαΐου 1973, το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θεμελιώδη συνθήκη.
Σύμφωνα με τη θεμελιώδη συνθήκη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αντάλλαξαν πρεσβευτές, υπό την πολιτική ονομασία των "μόνιμων αντιπροσωπειών". Η αμοιβαία αναγνώριση άνοιξε την πόρτα της ένταξης στα Ηνωμένα Έθνη και για τις δύο χώρες, καθώς ο ισχυρισμός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ότι αντιπροσωπεύει το σύνολο του γερμανικού έθνους έπαψε να ισχύει κατ' ουσίαν από την στιγμή της αναγνώρισης της Ανατολικής ομολόγου.
Αυτές είναι οι συμφωνίες της Δυτικής Γερμανίας οι οποίες έχουν την Οστπολιτίκ ως κύριο ή δευτερεύον πολιτικό στόχο.