Το Πάλλιον ή Πάλιο εκ του λατινικού ονόματος pallium ονομαζόταν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους κάθε τετράπλευρο τεμάχιο υφάσματος ή ορθογώνιο παραλληλόγραμμο για οποιονδήποτε σκοπό και αν χρησιμοποιούταν (π.χ. προπέτασμα, κλινοσκέπασμα, τάπητα ή ακόμη και ως σάβανο), ειδικότερα όμως αποτελούσε τεμάχιο ενδυμασίας, που αντιστοιχούσε με το αρχαίο ελληνικό ιμάτιο.[1]
Το πάλλιον ως ένδυμα εμφανίζεται στη Ρώμη κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. από ελληνική επίδραση. Αρχικά το φορούσαν μόνο οι φιλόσοφοι, οι παιδαγωγοί, οι υποκριτές θεάτρων κ.ά. και όλοι αυτοί εκ του ενδύματος αυτού αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους περιφρονητικά «Παλλιοφόροι Έλληνες» (palliati Greci). Όταν όμως και ο Τιβέριος προτίμησε να φέρει αυτό από την τήβεννο, επειδή το βρήκε πιο εύχρηστο και απλοϊκότερο, τότε το πάλλιον άρχισε να γίνεται πιο αποδεκτό και να καταστεί τελικά το εθνικό ένδυμα των Ρωμαίων.[2]
Στην αρχική του χρήση κατασκευαζόταν από ευτελή υλικά, αλλά σιγά σιγά άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο πολυτελή πάλλια με σιρίτια, χρυσοποίκιλτα, πολύχρωμα και πολλές φορές έφεραν προσωπογραφίες. Ανάλογα πάλλια φορούσαν και οι Ρωμαίες δεσποινίδες, καλούμενα και αυτά «pallium» ή «palla», με πολύ περισσότερες πτυχώσεις, κατά τη γυναικεία φιλαρέσκεια. Παράλληλα με αυτό το ένδυμα ήταν και το βραχύ πάλλιο, το λεγόμενο παλλίολο ή πάλουλo (palliolum, pollulo), που έφεραν οι ασθενείς ως ωμοφόριο, περίπου σαν τη σημερινή μαντήλα (κοινώς μποχτσά, ή σάλι ή σάρπα κατά τη τελευταία ονοματοδοσία της μόδας).[3]
Από την αρχαία Ρώμη, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το πάλλιο εισήχθηκε στη Δυτική Εκκλησία και εξελίχθηκε σε είδος ωμοφορίου που φερόταν επάνω από την λειτουργική στολή των Αρχιερέων. Στη δε Δυτική Εκκλησία το πάλλιο φέρει ιδιαίτερη συμβολική αξία, δεδομένου ότι ο επίσκοπος Ρώμης και στη συνέχεια ο Πάπας συνηθίζει να αποστέλλει πάλλιο ως δώρο σε αρχιερείς σε ένδειξη ιδιαίτερης τιμής, αλλά και ταυτόχρονα προς ένδειξη της υπεροχής του και των πρωτείων του.[4]
Η χρήση του πάλλιου, σήμερα, προορίζεται για τον πάπα και τους μητροπολίτες αρχιεπισκόπους, αλλά οι τελευταίοι δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν έως ότου τους δοθεί από τον Πάπα, συνήθως κατά τον εορτασμό της γιορτής των Αγίων Πέτρου και Παύλου τον Ιούνιο.[5]
Τον Ιανουάριο του 2015, ο Πάπας Φραγκίσκος ανακοίνωσε ότι, από την επιβολή του ίδιου έτους, το πάλλιο δεν θα απονέμεται πλέον προσωπικά από τον Πάπα στη Ρώμη. Αντίθετα, οι αντίστοιχοι αρχιεπίσκοποι θα το επέβαλλαν στις τοπικές εκκλησίες τους. Ο Πάπας, ωστόσο, θα συνεχίζει να τα ευλογεί εκ των προτέρων.[6] Χαρακτηριστικά, το πάλλιο, απεικονίζεται στον εκάστοτε Παπικό θυρεό, στη σημαία καθώς και στο εθνόσημο του Βατικανού, ακριβώς κάτω από την παπική τιάρα.[7]
To «Πάλιο» (Palio) μπορεί επίσης να αναφέρεται στην ονομασία αθλητικών αγώνων που οργανώνονται σε ετήσια βάση σε πόλεις της Ιταλίας. Από αυτές η πιο γνωστή είναι το Πάλιο της Σιένα, μια μεσαιωνική εορτή με επίκεντρο των εκδηλώσεων ιπποδρομίες στην κεντρική πλατεία της πόλης, η οποία συνεχίζεται από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα στη Σιένα της Ιταλίας.[8][9]