Συντεταγμένες: 39°26′14″N 23°02′48″E / 39.43721°N 23.04653°E
Πήλιο | |
---|---|
Ύψος | 1.624 μέτρα |
Κορυφή | Πουριανός Σταυρός |
Γεωγραφικά στοιχεία | |
Γεωγραφικό Διαμέρισμα | Θεσσαλία |
Το Πήλιο είναι βουνό στο Νομό Μαγνησίας δίπλα στην πόλη του Βόλου, με ύψος 1.624 μέτρα (κορυφή Πουριανός Σταυρός).[1] Κατά την Ελληνική μυθολογία ήταν η θερινή κατοικία των θεών και πατρίδα των Κενταύρων.
Εκτείνεται από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά με μήκος κατά προσέγγιση 44 χλμ. και πλάτος που κυμαίνεται από 10 χλμ. στο νότο μέχρι 25 χλμ. στον βορρά και σε συντεταγμένες 39,44N 23,04E. Προσεγγιστικά τα όρια του είναι νότια στο Πλατανόρεμα κοντά στο Νεοχώρι και βόρεια στο Καπόρεμα κοντά στη μονή Φλαμουρίου. Η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται προς τη βόρεια πλευρά του βουνού και δεν είναι επισκέψιμη λόγω ύπαρξης στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Άλλες κορυφές είναι το Κοτρώνι 1550 μέτρα, Πλιασίδι 1547 μέτρα, Αηδονάκι 1537 μέτρα, Αγριόλευκες 1471 μέτρα, Δραμάλα 1455 μέτρα, Σχιτζουραύλι 1450 μέτρα, Γολγοθάς 1415 μέτρα, Λαγωνίκα 1300 μέτρα.
Όλο το βουνό είναι κατάφυτο από δάση με πανύψηλες οξιές, βελανιδιές, πλατάνια, αγριοκαστανιές, δασική πεύκη, καθώς και συστάδες υβριδογενούς ελάτης. Στα χαμηλότερα υψόμετρα υπάρχουν καλλιέργειες με μηλιές στις ανατολικές πλαγιές, με ελιές στα νότια καθώς και πολύ πυκνή μακία βλάστηση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι και η υδρολογική του φύση καθώς οι ανατολικές πλαγιές δέχονται πολύ μεγάλα ποσά βροχής και χιονιού που ξεπερνάνε κατά πολύ τη μέση τιμή της πεδινής Θεσσαλίας. Παρά την παρουσία σε ποσοστό 70% σχιστολιθικών πετρωμάτων που δεν θα επέτρεπαν την δημιουργία σημαντικών υπόγειων πηγών, η ύπαρξη μεγάλων ρηγμάτων έχει οδηγήσει στη δημιουργία αξιόλογων πηγών. Οι σημαντικότερες εξ αυτών είναι αυτές της Καλιακούδας και της Λαγωνίκας. Συνολικά οι γνωστές πηγές στο βουνό φτάνουν τις 70. Ποτάμια με σταθερή ροή δεν υπάρχουν στο Πήλιο, αλλά μεγάλες ρεματιές, όπως αυτή της Λαγωνίκας, του Βρύχωνα, της Καλιακούδας και της Φελούκας με αξιόλογη ροή τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες καθώς και δεκάδες μικρά ρέματα.
Η περιοχή είναι προστατευόμενος βιότοπος του δικτύου Natura με κωδικό GR1430001.[2] Στην προστατευόμενη χλωρίδα περιλαμβάνονται τα είδη: σιφονοστέγια η συριακή, κρόκος του Βελουχιού (Crocus veluchensis), κόκκινος κρίνος, σιληνή η φαβάρια, τσάι του βουνού, άνθεμις η κρητική, καμπανούλα η κυρτή (Campanula incurva), κ.ά. Επίσης, απαντούν σημαντικά είδη όπως η διγιτάλις η μεγανθής (Digitalis grandifora), κ.ά. Στην πανίδα περιλαμβάνονται: μυωτίδες, ρινόλοφοι, χελώνες μεσογειακές, πράσινες και κρασπεδωτές, τρανόσαυρες, βουνομυωξοί, πίννα η ευγενής, πιπιστρέλλοι, πεταλούδες, κ.ά.[3]
Στο Πήλιο κατά τον 6ο και 8ο αιώνα μ.Χ.εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, όπως μαρτυρούν τα τοπωνύμια της περιοχής του Πηλίου. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, διασκορπίστηκαν και τελικά ενσωματώθηκαν στις προϋπάρχουσες ελληνικές κοινότητες. Παράλληλα στους βυζαντινούς χρόνους στο βουνό λειτουργούσε μεγάλος αριθμός μονών, οι οποίες λειτουργούν ως κέντρα οικιστικής οργάνωσης, δημιουργώντας φεουδαρχικού τύπου κοινωνίες. Η περιοχή στη συνέχεια κατακτήθηκε από τους Φράγκους, τους Καταλανούς και έπειτα από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν.[4]
Οι Οθωμανοί κατέκτησαν ολόκληρη τη Θεσσαλία μέχρι το 1423. Η περιοχή του Πηλίου παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, με την εξαίρεση των Λεχωνίων, τα οποία βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία.[4] Οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στις πεδινές και παραθαλάσσιες εκτάσεις, χωρίζοντας το Πήλιο σε πέντε εγκάρσιες ζώνες (ζιαμέτια) με 24 τιμάρια. Δεν είναι σαφές αν δήμευσαν τις περιουσίες των μοναστηριών, όμως ιδρύθηκαν στο βουνό νέα μοναστήρια, όπως η μονή Φλαμουρίου το 1595 και η μονή Σουρβιάς το 1627. Στα τέλη του 16ου αιώνα αρχίζουν να δημιουργούνται οι πυρήνες των χωριών του βουνού, συνήθως γύρω από μοναστήρια, όπως η Πορταριά και ο Άγιος Λαυρέντιος, όπου εγκαθίστανται μετανάστες από τη Θεσσαλία, τη Φθιώτιδα και την Εύβοια. Η επισκοπή Δημητριάδας μετεγκαταστάθηκε στον οικισμό του Άνω Βόλου. Κάποια από τα χωριά έγιναν βακούφια.[5]
Καθώς το χωριά του Πηλίου άρχισαν να αναπτύσσονται, οι Οθωμανοί προσέφεραν στους κατοίκους τους φορολογικά προνόμια και αυτόνομη διοικητική οργάνωση. Σε συνδυασμό με την αλλαγή της ιδιοκτησίας της γης και τη δημιουργία τσιφλικών, στα χωριά αυτά συρρέουν μετανάστες από πολλές περιοχές της Ελλάδας. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα το Πήλιο είχε γίνει η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ελλάδας.[6] Στα χωριά αναπτύχθηκε η βιοτεχνία και το εμπόριο, παράλληλα με την γεωργοκτηνοτροφία και την υφαντουργική, και χάρις στο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, η περιοχή άκμασε. Η ύπαρξη βακουφικών χωριών θεωρείται ότι συνέβαλε ώστε να υπάρχει ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς και στα άλλα χωριά της περιοχής. Τα χωρία ανέπτυξαν παράλληλα καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης τον 18ο αιώνα, με εκλογή κοινοτικών αρχόντων κάθε χρόνο, οι οποίοι προέρχονταν από την άρχουσα τάξη μεγαλογαιοκτημόνων και εμποροβιοτεχνών.[6]
Η περίοδος από τα μέσα του 18ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα είναι η περίοδος της μέγιστης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής του Πηλίου.[7] Το κυριότερο εμπορικό προϊόν της περιοχής ήταν το μετάξι και ακολουθούσαν άλλα υφαντουργικά είδη, όπως τα σκουτιά, και η βυρσοδεψία. Στα αγροτικά προϊόντα κυριαρχούσαν οι ελιές και το ελαιόλαδο και στη συνέχεια οπωροκηπευρικά, όπως τα σύκα και τρόφιμα για αυτοκατανάλωση. Το κύριο λιμάνι για την εξαγωγή τους ήταν ο Βόλος, ενώ αναπτύχθηκαν και άλλα ναυτιλιακά κέντρα, όπως η Ζαγορά και το Τρίκερι.[8] Παράλληλα υπάρχει και πνευματική άνθηση. Το 1760 λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία σχεδόν σε όλα τα χωριά. Το 1814-15 ο Άνθιμος Γαζής ίδρυσε την Μηλιώτικη Σχολή στις Μηλιές.[9] Οι επιδρομές συμμοριών ληστών στο Πήλιο κατέστρεψαν πολλά σπίτια και χωριά, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν τόσο οι δεσμοί μεταξύ των χωριών όσο και να σχηματιστεί το σώμα των αρματολών για την προστασία τους.[10]
Το Πήλιο συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, με πρωτεργάτη τον Άνθιμο Γαζή, όμως ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης τον Μάιο του 1821 έλυσε την πολιορκία του Βόλου και εισέβαλε στην χερσόνησο του Πηλίου, καταστρέφοντας τα χωριά που επαναστάτησαν και έκαψε τα σπίτια των πρωτεργατών. Επαναστατικές εστίες παρέμειναν στο νότιο Πήλιο μέχρι το 1823, όταν ο Ρεσίτ πασάς κατέστρεψε την περιοχή, και ιδιαίτερα το Προμύρι. Το νότιο Πήλιο επαναστάτησε ξανά το 1854, ενώ το Πήλιο συμμετείχε και στην επανάσταση του 1878, με καταστροφή τμήματος της Μακρινίτσας.[11]
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η οικονομία του Πηλίου αρχίζει να παρακμάζει, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις αγγλικές υφαντουργίες και δεν υπάρχει επαρκής εσωτερική ζήτηση, ενώ και ο εμπορικός στόλος μειώνεται εξαιτίας του ανταγωνισμού από τα ατμόπλοια. Μόνο η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε. Πολλοί εύποροι κάτοικοι του Πηλίου μετανάστευσαν σε περιοχές όπως η Αίγυπτος, η Μικρά Ασία, η Ρουμανία και η Ρωσία, στέλνοντας πίσω εμβάσματα και δημιούργησαν κοινωφελή κτίρια.[12] Το 1881 η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα με αποτέλεσμα σταδιακά οι ορεινοί οικισμοί να εγκαταλειφθούν και η οικονομική τους δραστηριότητα να μεταφερθεί στην πόλη του Βόλου. Η οικονομική συρρίκνωση της περιοχής συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε και αρχίζει η ανάπτυξή της ως τουριστικός προορισμός.[13]
Το Πήλιο συγκεντρώνει αρκετούς επισκέπτες, τόσο τους χειμερινούς όσο και τους καλοκαιρινούς μήνες. Το χειμώνα προτιμάται από όσους επιθυμούν να απολαύσουν το πανέμορφο βουνό και τον καθαρό αέρα, το χιόνι, να κάνουν σκι, να περάσουν χρόνο στη φύση, ενώ το καλοκαίρι οι παραθεριστές απολαμβάνουν τις πανέμορφες παραλίες του Πηλίου για κολύμπι, ρακέτες, θαλάσσια σπορ, πεζοπορία, κ.λπ. Το Πήλιο παραμένει πανέμορφο όλους τους μήνες και ενδείκνυται για κάθε είδους δραστηριότητα, καθώς και για εναλλακτικός τουρισμός ή και αγροτουρισμός[14][15], ενώ παράλληλα διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για τη φιλοξενία μεγάλου όγκου παραθεριστών.
Το Πήλιο έχει πλούσια βλάστηση όλο το χρόνο. Κυρίως καλλιεργούνται μήλα, αχλάδια, ροδάκινα, λεμόνια, αμύγδαλα, κάστανα, καρύδια, λάδι και ελιές, τσάι, θυμάρι, ενώ παράγονται από μικρούς παραγωγούς και συνεταιρισμούς προϊόντα όπως γλυκά του κουταλιού, χυλοπίτες, τραχανάς, τσίπουρο, μέλι και βασιλικός πολτός[16].Η διατήρηση των παραδόσεων έχει ιδιαίτερη σημασία για το Πήλιο γιατί είναι ένας σημαντικός παράγοντας του τουρισμού και της οικονομικής ευχέρειας.
Όλο το χρόνο, στο Πήλιο λαμβάνουν χώρα διάφορα πανηγύρια, όπου και πωλούνται τα προϊόντα και υπάρχει ξεχωριστή γιορτή για το κάθε προϊόν, όπως για παράδειγμα η γιορτή του κάστανου κάθε Οκτώβρη στο Ξουρίχτι.
Στα χωριά του Πηλίου θα βρει κανείς πολλούς συνεταιρισμούς, και ιδιαίτερα γυναικείους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που παράγουν παραδοσιακά σπιτικά προϊόντα.
Οι παραλίες του Πηλίου τόσο από τη μεριά του Αιγαίου Πελάγους όσο και από τη μεριά του Παγασητικού, φημίζονται για τα καταγάλανα καθαρά νερά τους, και πολλές έχουν βραβευτεί με γαλάζια σημαία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν παραλίες για όλα τα γούστα: ήσυχες ή κοσμικές, οργανωμένες ή μη, με αμμουδιά ή βότσαλο[17].
Κατά κανόνα, οι παραλίες που βρίσκονται στη μεριά του Παγασητικού είναι πιο απάνεμες, πιο ζεστές και έχουν λιγότερα κύματα, σε σχέση με αυτές που βλέπουν στο Αιγαίο Πέλαγος. Ενδεικτικά αναφέρονται:
Το Πήλιο διαθέτει μεγάλο αριθμό από μονοπάτια που είναι ιδανικά για περιπατητικό, ιππικό και ποδηλατικό τουρισμό, ήπιας μορφής. Τα μονοπάτια-καλντερίμια, μαζί με το σιδηρόδρομο Βόλου - Μηλεών, αποτελούσαν μέχρι την δεκαετία του '50 το μοναδικό άξονα επικοινωνίας των χωριών μεταξύ τους και με το Βόλο. Παρά το πέρασμα του χρόνου, πολλά από τα παλιά μονοπάτια διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση χάρη στη φροντίδα των τοπικών κοινωνιών δίνοντας την ευκαιρία στον επισκέπτη να εξερευνήσει το βουνό από κοντά και με ασφάλεια[18].