Πασκουάλε Ανφόσι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Pasquale Anfossi (Ιταλικά) |
Γέννηση | 5 Απριλίου 1727[1][2] ή 25 Απριλίου 1727[3][4] ή 1729[5] Τάτζα[2] |
Θάνατος | Φεβρουάριος 1797[6][7][3] Ρώμη[8][7][2] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[6][9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[7] βιολονίστας[2] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής (1792–1797, Άγιος Ιωάννης του Λατερανού) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Πασκουάλε Ανφόσι, (ιταλικά: Pasquale Anfossi, Τάτζα 5 Απριλίου 1727 – Ρώμη Φεβρουάριος 1797) ήταν Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας του 18ου αιώνα. Είναι γνωστός, κυρίως, για τις όπερές του, αν και στα τελευταία χρόνια τής ζωής του επικεντρώθηκε στη σύνθεση εκκλησιαστικής μουσικής.
Ο Ανφόσι γεννήθηκε στην Τάτζα (ιταλικά: Taggia), μικρή πόλη της Λιγουρίας, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, το 1727. Στοχεύοντας, αρχικά, να γίνει σολίστας σπούδασε βιολί στο Ωδείο Λορέτο (Loreto) τής Νάπολης (1744-1752) και έπαιξε σε ορχήστρα όπερας για δέκα χρόνια. Στη συνέχεια στράφηκε προς τη σύνθεση, με δασκάλους τούς Α. Σακίνι (Antonio Sacchini) και Ν. Πιτσίνι (Niccolò Piccinni). Η πρώτη παράσταση δικού του έργου, της όπερας μπούφα Η πνευματώδης υπηρέτρια (La Serva Spiritosa) δόθηκε στο καρναβάλι της Ρώμης, το 1763, αν και η πατρότητα του συγκεκριμένου έργου δεν είχε αποσαφηνιστεί για πολλά χρόνια. Ο Ανφόσι προτιμούσε να εργάζεται με τον Σακίνι, συμπληρώνοντας κάποια έργα τού δασκάλου του. Παρ' όλα αυτά, έκανε μια σημαντική στροφή με το λυρικό του δράμα giocoso, Η άγνωστη διωκομένη (L'incognita perseguitata), το 1773 στη Ρώμη.
Μέχρι το 1782 είχε γράψει περίπου 30 όπερες, με παρουσιάσεις κυρίως στη Βενετία και τη Ρώμη αν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε άλλα μέρη της Ιταλίας, αλλά και στη Βιέννη. Η πρώτη εμφάνισή του στο Λονδίνο ήταν με την όπερα Ο θρίαμβος της επιμονής (Il trionfo della costanza), το 1782. Εργάστηκε ως μουσικός διευθυντής στο Λονδίνο μέχρι το 1786, όπου παρουσίασε πέντε από τις δικές του όπερες, καθώς και δικές του εκδοχές άλλων συνθετών, όπως της περίφημης όπερας του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ Ορφέας και Ευρυδίκη και έργων των Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Ωστόσο, δεν τύγχανε πάντοτε καλών κριτικών για τις συνθέσεις του. Πίσω στην Ιταλία, ο Ανφόσι κέρδισε το κοινό τής Ρώμης, το 1787 με τη φάρσα Οι τρέλες των ζηλιάρηδων (Le pazzie de' gelosi). Το 1789, η αδιάλειπτη 20ετής ενασχόλησή του με την οπερατική σύνθεση σταμάτησε. Διορίστηκε αρχιμουσικός (maestro di capella) στον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού στη Ρώμη, πόστο που κατείχε μέχρι τον θάνατό του, το 1797. Στο εξής, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη σύνθεση εκκλησιαστικής μουσικής.
Το σύνολο των συνθέσεων του Ανφόσι δεν είναι πλήρως γνωστό, αλλά έγραψε τουλάχιστον 60, ίσως 70 ή και περισσότερες, όπερες και, τουλάχιστον, 20 ορατόρια στα λατινικά και ιταλικά. Τα πρώιμα έργα του είναι, ευλόγως, στενά συνδεδεμένα με το ύφος των έργων των καθηγητών του, Πιτσίνι και Σακίνι. Αργότερα, το ενορχηστρωτικό του στυλ άλλαξε σημαντικά, με πιο «πολύχρωμα εφέ», διευρύνοντας τη χρήση πνευστών. Μέχρι τα μέσα του 1770, έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στην όπερα μπούφα, όπου χρησιμοποιεί τον παραδοσιακό, «καθαρό» τύπο της άριας da capo, προκειμένου να προσχωρήσει σε σχήματα με πιο ελεύθερα περάσματα. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στα finali, όπου δείχνει, σαφώς, την προτίμησή του για συναισθηματικές στιγμές και φράσεις.
Η μουσική του Ανφόσι έχει επικριθεί ως ανεπαρκώς δραματική, και αδύναμη στους χαρακτήρες, ειδικά στις κωμικές του όπερες που δεν θεωρούνται τόσο καινοτόμες, όσο εκείνες ορισμένων από τους συγχρόνους του, όπως του Ντομένικο Τσιμαρόζα και του Τζοβάνι Παϊζιέλο, ενώ και η «σοβαρή» μουσική του έχει έναν συγκεκριμένο στερεότυπο ύφος. Γενικά, παρά τη μεγάλη δημοτικότητα που είχαν ανάμεσα στους συγχρόνους του, οι όπερες του Ανφόσι παρέμειναν ξεχασμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή επισκιάστηκαν από εκείνες των Αντόνιο Σαλιέρι, Τζοακίνο Ροσίνι και Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Παρ' όλ‘ αυτά, ο Γκαίτε ανέβασε τη φαρσέτα τού Ανφόσι Η μάγισσα Κίρκη (La maga Circe), όταν διετέλεσε σκηνοθέτης θεάτρου στη Βαϊμάρη. Συγκεκριμένα, προσάρμοσε το λιμπρέτο μαζί με τον Κ. Βούλπιους (Christian August Vulpius) κάνοντας, επίσης, σχέδια για συνέχεια που ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Μόνο στα τελευταία 20 χρόνια τα έργα τού Ανφόσι έχουν εκτιμηθεί εκ νέου, μέσα από ποικίλες παραγωγές, όπως στο Θερινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το 2005.
Επίσης, συνέθεσε λειτουργίες και πολλές εισαγωγές (sinfonias) για ορχήστρα.[10]