Γλώσσα | Συριακή γλώσσα |
---|---|
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Πεσίτα είναι η κυριότερη αρχαία μετάφραση της Αγίας Γραφής στη συριακή γλώσσα. Στη σχετική βιβλιογραφία συντομογραφείται ως Sy.
Πεσίττα, Πεσχιττώ, Πεσιττώ, Πσίτα, Πεσίτο, Πσίτο ή Φσίτο είναι εναλλακτικές μεταγραφικές μορφές της συριακής έκφρασης μαπακτά πσιτά, ܡܦܩܬܐ ܦܫܝܛܬܐ, που σημαίνει κατά γράμμα "απλή μετάφραση". Πεσίτα (στη λατινική, Peshitta) είναι ο επικρατέστερος μεταφρασμένος όρος. Ο όρος πσιτά μπορεί να μεταφραστεί και ως 'κοινή' (δηλαδή, διαθέσιμη σε όλους) ή 'άμεση', εκτός από 'απλή'. Η Συριακή είναι διάλεκτος, ή ορθότερα ομάδα διαλέκτων, της Ανατολικής Αραμαϊκής.
Στη διάρκεια των αιώνων έγιναν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στη συριακή γλώσσα. Η κύρια συριακή μετάφραση της εβραϊκής Βίβλου (της Χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης) παράχθηκε από Εβραίους ή Εβραίους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο αιώνων Κ.Χ.. Μεταφράστηκε απευθείας από το εβραϊκό κείμενο και όχι μέσω κάποιας ενδιάμεσης μετάφρασης στην ελληνική ή άλλη γλώσσα.
Η παλαιότερη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη συριακή γλώσσα ήταν προφανώς το έργο Διατεσσάρων (σημαίνει 'ένα διαμέσου τεσσάρων') του Τατιανού. Το έργο αυτό πιθανόν γράφτηκε αρχικά στην ελληνική γλώσσα στη Ρώμη το 165 Κ.Χ. και αργότερα μεταφράστηκε στη συριακή γλώσσα από τον Τατιανό. Αποτελούσε μια συνεχή αφήγηση των εναρμονισμένων αφηγήσεων των Ευαγγελίων. Αντί για τα τέσσερα ξεχωριστά Ευαγγέλια, αυτό έγινε το επίσημο συριακό Ευαγγέλιο για κάποια περίοδο και σε αυτό προστέθηκε ένα σχολιολόγιο σε ποιητικό ύφος του Εφραίμ του Σύρου[1]. Η συριόφωνη εκκλησία όμως αναγκάστηκε να ακολουθήσει την πρακτική των άλλων εκκλησιών και να χρησιμοποιήσει τα τέσσερα ξεχωριστά Ευαγγέλια. Ο Θεοδώρητος, επίσκοπος της Κύρου στον Ευφράτη στην άνω Συρία, το έτος 423 ερεύνησε και εντόπισε περισσότερα από 200 αντίτυπα του Διατεσσάρων, τα οποία 'τα συγκέντρωσε και τα κατέστρεψε, ενώ στη θέση τους εισήγαγε τα Ευαγγέλια των τεσσάρων ευαγγελιστών'[2]. Το 508 ο Φιλόξενος, επίσκοπος της Ιεράπολης, ανέθεσε σε έναν επίσκοπο ονόματι Πολύκαρπος να ετοιμάσει μια αναθεώρηση της Καινής Διαθήκης της Πεσίτα, οπότε και προστέθηκαν και κάποια από τα βιβλία που έλειπαν από προηγούμενες εκδόσεις.
Η παλαιότερη συριακή μετάφραση τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης με τα τέσσερα Ευαγγέλια, χωρίς να περιλαμβάνεται το Διατεσσάρων, ονομάζεται Παλαιά Συριακή (στη λατινική, Vetus Syra) μετάφραση. Η παλαιοσυριακή Παλαιά Διαθήκη πιθανώς στηριζόταν εκτενώς στα αραμαϊκά Ταργκούμ αλλά δεν υπάρχουν πλέον επαρκή στοιχεία. Υπάρχουν δύο αποσπασματικά χειρόγραφα των ξεχωριστών Ευαγγελίων της Παλαιάς Συριακής, το το Σιναϊτικό και το Κιουρετονιανό Συριακό (Syra Sinaiticus και Syra Curetonianus). Αν και αυτά τα χειρόγραφα αποτελούν προφανώς αντίγραφα του πέμπτου αιώνα, πιθανόν αντιπροσωπεύουν ένα παλιότερο συριακό κείμενο, του οποίου η μετάφραση από τα ελληνικά (σε μια 'δυτική' λεγόμενη εκδοχή) υπολογίζεται ότι έγινε γύρω στο 200 Κ.Χ. Η συριακή γλώσσα αυτών των χειρογράφων φανερώνει κάποια επιρροή από τη δυτική αραμαϊκή γλώσσα. Υπάρχει η άποψη ότι αυτά τα ξεχωριστά Ευαγγέλια κυκλοφόρησαν σε μια χριστιανική παλεστηνιακή διάλεκτο της αραμαϊκής κατά τη διάρκεια της περιόδου που το Διατεσσάρων κυκλοφορούσε στη συριακή κοινότητα. Αυτά τα πηγαία Ευαγγέλια —εφόσον υπήρξαν— ήταν μεταφράσεις από την κοινή ελληνική. Η θέση του Αραμαϊκού πρωτείου απορρίπτει αυτή την άποψη. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι μεταφράσεις των Πράξεων των Αποστόλων και των Επιστολών του Παύλου περιλαμβάνονταν στην Παλαιά Συριακή μετάφραση, αν και σύμφωνα με τον Ευσέβιο[3] ο Τατιανός ο ίδιος τα απέρριπτε.
Η Πεσίτα αποτελεί ανασκευή του υλικού της Παλαιάς Συριακής ώστε να παραχθεί μια ενοποιημένη μετάφραση των Γραφών για τις συριόφωνες εκκλησίες. Το όνομα Ράμπουλας, επίσκοπος της Έδεσσας (Μεσοποταμίας) γύρω στο 435, συνδέεται συνήθως με την παραγωγή της Πεσίτα. Όμως, δεν είναι ξεκάθαρο το κατά πόσο συνέβαλλε σε αυτή ή αν συμμετείχε καν. Στις αρχές του πέμπτου αιώνα, η Πεσίτα ήταν η κύρια Βίβλος των συριόφωνων εκκλησιών. Παρά τους αιώνες σχισμάτων και διαιρέσεων, η Πεσίτα παραμένει απλή και ενοποιητική παράδοση.
Η μετάφραση Πεσίτα της Παλαιάς Διαθήκης αποτελεί ανεξάρτητη μετάφραση η οποία έγινε κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα Κ.Χ. και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο εβραϊκό κείμενο, παρόμοιο με πρωτομασοριτικό κείμενο. Εμφανίζει ένα πλήθος λεξιλογικών και ερμηνευτικών ομοιοτήτων με τα αραμαϊκά Ταργκούμ αλλά δεν θεωρείται πλέον ότι προέρχεται από εκείνα. Κάποια τμήματα αργότερα αναθεωρήθηκαν με βάση τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ενδείξεις για την επίδραση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα βρίσκονται στα βιβλία του Ησαΐα και των Ψαλμών, πιθανόν λόγω της χρήσης τους στη λειτουργική. Τα περισσότερα από τα Απόκρυφα μεταφράστηκαν από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, εκτός από το βιβλίο του Τωβίτ που δεν υπήρχε στις αρχικές εκδόσεις της Πεσίτα και τη μετάφραση του βιβλίο Σειράχ που βασίστηκε στο εβραϊκό κείμενο.
Η μετάφραση της Πεσίτα της Καινής Διαθήκης φανερώνει συνέχιση της παράδοση του Διατεσσάρων και της Παλαιάς Συριακής μετάφρασης, παρουσιάζοντας κάποιες χαρακτηριστικές 'δυτικές' αποδόσεις (ειδικότερα στις Πράξεις των Αποστόλων). Τις συνδυάζει με πιο περίπλοκες 'Βυζαντινές' εκδόσεις του πέμπτου αιώνα. Ένα αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό της Πεσίτα αποτελεί η απουσία των επιστολών 2 Πέτρου, 2 Ιωάννη, 3 Ιωάννη, Ιούδα και του βιβλίου της Αποκάλυψης. Σύγχρονες συριακές εκδόσεις της Αγίας Γραφής προσθέτουν τις μεταφράσεις του έκτου και του έβδομου αιώνα αυτών των πέντε βιβλίων σε ένα αναθεωρημένο κείμενο της Πεσίτα.
Η Πεσίτα, ελαφρά αναθεωρημένη και με την προσθήκη των βιβλίων που έλειπαν, αποτελεί την κύρια συριακή Βίβλο των εκκλησιών που ακολουθούν τη συριακή παράδοση: η Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, η Συριακή Καθολική Εκκλησία, η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, η Ινδική Ορθόδοξη Εκκλησία (Ορθόδοξη Συριακή Εκκλησία της Ανατολής), η Χαλδαϊκή Καθολική Εκκλησία, η Μαρωνιτική Εκκλησία, Μαλανκαριανή Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία Μαρ Τομά, η Συρομαλαβαριανή Καθολική Εκκλησία και η Συρομαλανκαριανή Καθολική Εκκλησία. Οι Σύροι Χριστιανοί στην Ινδία έχουν ουσιαστικά αντικαταστήσει τη συριακή με τη μαλαγιαλάμ. Η αραβική γλώσσα χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο, όχι για λειτουργικούς λόγους αλλά για διαλέξεις και προσωπική μελέτη της Βίβλου μεταξύ των Σύρων Χριστιανών στης Μέσης Ανατολής.
Σχεδόν όλοι οι λόγιοι της συριακής γλώσσας συμφωνούν ότι τα Ευαγγέλια της Πεσίτα αποτελούν μεταφράσεις των ελληνικών πρωτοτύπων. Μια μειονοτική άποψη είναι ότι η Πεσίτα αποτελεί την αρχική γνήσια Καινή Διαθήκη και η ελληνική έκδοση αποτελεί μετάφρασή της. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε Αραμαϊκό πρωτείο.
Η κύρια έκδοση στη συριακή γλώσσα θεωρείται εκείνη του Σ. Λι (S. Lee) του 1826, όπως ανατυπώθηκε από τις Ηνωμένες Βιβλικές Εταιρίες το 1979.
Το 1901, ο Π. Ε. Πούσεϊ και ο Τζ. Χ. Γκίλιαμ εξέδωσαν ένα κριτικό κείμενο της Πεσίτα με λατινική μετάφραση. Κατόπιν, το 1905, η Βιβλική Εταιρία Βρεταννίας και Αλλοδαπής παρήγαγε μια ευανάγνωστη, μη κριτική έκδοση των Ευαγγελίων της Πεσίτα. Το 1920, αυτή η έκδοση ολοκληρώθηκε ως πλήρης Καινή Διαθήκη. Από το 1961, το Ινστιτούτο Πεσίτα του Λέιντεν εκδίδει τις πιο περιεκτικές κριτικές εκδόσεις της Πεσίτα σε μια σειρά από τεύχη.
Το 1933 ολοκληρώθηκε η μετάφραση της Πεσίτα στην αγγλική γλώσσα από τον Τζορτζ Λάμσα, η οποία είναι γνωστή ως Βίβλος του Λάμσα και συντομογραφείται ως La.
Το 1996 παράχθηκε η πρώτη έκδοση της Comparative Edition of the Syriac Gospels: Aligning the Old Syriac Sinaiticus, Curetonianus, Peshitta and Harklean Versions του Τζορτζ Άντον Κίραζ (George Anton Kiraz), σε έκδοση Μπριλ (Brill).