Η Πρώτη Σύνοδος του Βατικανού, είναι η εικοστή Οικουμενική Σύνοδος της Καθολικής Εκκλησίας και ξεκίνησε στις 8 Δεκεμβρίου, 1869 και έληξε στις 20 Οκτωβρίου, 1870. Συγκλήθηκε τριακόσια χρόνια μετά την Σύνοδο του Τρέντο.
Για πρώτη φορά ο Πάπας Πίος Θ' εμπιστεύθηκε την πρόθεσή του να συγκαλέσει σύνοδο στις 6 Δεκεμβρίου του 1853 σε μια από τις συνεδριάσεις των καρδιναλίων για την εξέταση των ιερών θεσμών. Δεκατρείς εξ αυτών συμφώνησαν, δύο διατύπωσαν τις επιφυλάξεις τους και οι υπόλοιποι πως δεν ήταν αναγκαία.
Τον Μάρτιο του 1865 ο Πάπας όρισε μια προπαρασκευαστική επιτροπή και τέθηκε ζήτημα αν θα έπρεπε να προσκληθούν και οι ηγέτες της Ευρώπης: θα έπρεπε να προσκληθεί και ο τότε Βασιλιάς της Ιταλίας. Τελικά ο Πάπας αποφάνθηκε αρνητικώς επί του ζητήματος.[1]
Αρχικά η σύγκληση της Συνόδου αποφασίστηκε να συγκληθεί τον Ιούνιο του 1866, όμως ο πόλεμος ανάμεσα σε Πρωσία και Αυστρία έκανε τον Πάπα να αναβάλει την έναρξη των εργασιών της Συνόδου. Τελικά στις 29 Ιουνίου 1868 δημοσιεύθηκε το διάταγμα για τη σύγκληση της Συνόδου τον Δεκέμβριο του επόμενου έτους.[2]
Στις 8 Δεκεμβρίου 1869 ξεκίνησαν οι εργασίες της Συνόδου σε μια αίθουσα στο δεξιό τμήμα της βασιλικής του Βατικανού. Παρόντες ήταν 700 συνοδικοί πατέρες και 74 επρόκειτο να έλθουν αργότερα. Από τους 1.050 καλεσμένους, οι 276 δεν ήλθαν ποτέ. Επίσης πάνω από το 1/3 ήταν Ιταλικής υπηκοότητας. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Πάπας άσκησε κριτική στη νέα κοινωνία την ελεύθερη σκέψη, στους εκκοσμικευμένους θεσμούς και τις ορθολογιστικές φιλοσοφίες. Από την τελετή έναρξης έως την δεύτερη επίσημη συνεδρίαση πέρασε ένας μήνας.[2]
Το θέμα του Αλάθητου τέθηκε με την πρόταση Περί της Εκκλησίας του Χριστού: η πρόταση αφορούσε την Εκκλησία σαν σώμα, τον αρχηγό της επί της Γης και τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο. Με αυτό ο Πάπας επιθυμούσε την «[...]εκμηδένιση του γαλλικανισμού, του οποίου ήθελε να εξαφανίσει κάθε πολιτική και εκκλησιαστική ρίζα. Από πολιτική άποψη κηρύχθηκε αντίθετος με τον περιορισμό της Εκκλησίας στις υποθέσεις του Κράτους. Από εκκλησιαστική δε, απέρριψε την εξάρτηση της παπικής εξουσίας από τους πατέρες συνοδικούς.[...]»[3]
Το σχέδιο πρότασης ανέφερε την ανάγκη σταθεροποιήσεως της παπικής εξουσίας, χωρίς να γίνεται ειδική μνεία στο αλάθητο. Οι βιογράφοι του Πίου Θ' επιχειρούν να διαψεύσουν πως αντικειμενικός σκοπός της συνόδου ήταν το δόγμα του αλάθητου.[3] Στην πραγματικότητα, το ζήτημα ανεφύη όταν οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει, μετά από μια πρόταση ομάδας ιεραρχών. Εξήντα πατέρες έκαναν την εισήγηση να δηλώσει καθαρά η Σύνοδος την υπέρτατη και αλάθητη εξουσία του Πάπα.[3]
Γάλλοι και Γερμανοί επίσκοποι αντέδρασαν στη Σύνοδο αλλά και θεολόγοι σε Γαλλία και Γερμανία όπως ο καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Ινιάζ φον Ντέλλινγκερ: το δόγμα του αλάθητου εξασθένιζε τη θέση των Επισκόπων ως διαδόχων των Αποστόλων. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι μεγάλο τμήμα από το ποίμνιό τους θα εντάσσονταν στον Προτεσταντισμό. Αντέδρασαν, επίσης, και εκπρόσωποι των Δομινικανών: αυτοί υποστήριξαν πως ναι μεν ο Πάπας είναι αλάθητος, αλλά μόνο εφόσον εκφράζει τη γνώμη των Επισκόπων και όχι όταν ενεργεί "με προσωπική έμπνευση".[4]
Στις 18 Ιουλίου 1870 έγινε η ψηφοφορία: 535 συμφώνησαν και δύο διαφώνησαν: οι επίσκοποι του Καγιάτσο και του Λίτλ Ροκ. Αλλά και εξήντα άλλοι δεν προσήλθαν στην ψηφοφορία και πολλοί είχαν αποχωρήσει.
Ομάδα διαφωνούντων, οι Παλαιοκαθολικοί, σχημάτισε στη Γερμανία, την Ελβετία και την Ολλανδία μία ξεχωριστή Εκκλησία, την Παλαιοκαθολική Εκκλησία. Η σύνοδος διέκοψε τις εργασίες της στις 20 Οκτωβρίου 1870.
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |