Σπυρίδων Μαρκεζίνης | |
---|---|
Πρωθυπουργός της Ελλάδας (Δικτατορική Κυβέρνηση) | |
Περίοδος 8 Οκτωβρίου 1973 – 25 Νοεμβρίου 1973 | |
Προκάτοχος | Γεώργιος Παπαδόπουλος |
Διάδοχος | Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος |
Υπουργός Συντονισμού | |
Περίοδος 19 Νοεμβρίου 1952 – 3 Απριλίου 1954 | |
Πρωθυπουργός | Αλέξανδρος Παπάγος |
Προκάτοχος | Ξενοφών Ζολώτας |
Διάδοχος | Θάνος Καψάλης |
Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου | |
Περίοδος 20 Ιανουαρίου 1949 – 14 Απριλίου 1949 | |
Πρωθυπουργός | Θεμιστοκλής Σοφούλης |
Πρόεδρος του Κόμματος Προοδευτικών | |
Περίοδος 3 Φεβρουαρίου 1955 – 21 Απριλίου 1967 | |
Περίοδος 9 Απριλίου 1979 – Ιούνιος 1984 | |
Πρόεδρος του Νέου Κόμματος | |
Περίοδος 10 Φεβρουαρίου 1947 – Αύγουστος 1951 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 9 Απριλίου 1909, Αθήνα |
Θάνατος | 4 Ιανουαρίου 2000 (90 ετών) Αθήνα |
Εθνότητα | Ελληνική |
Υπηκοότητα | Ελλάδα |
Σύζυγος | Ιουλιέττα Μαρκεζίνη |
Παιδιά | Ελένη Μαρκεζίνη Χέλμη Βασίλειος Μαρκεζίνης |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Επάγγελμα | Νομικός σύμβουλος |
Βραβεύσεις | Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Φοίνικα Μεγαλόσταυρος 1ης κλάσης του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας |
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης (Αθήνα, 22 Απριλίου 1909 – 4 Ιανουαρίου 2000) [1] ήταν Έλληνας νομομαθής, πολιτικός και ιστορικός. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας εξελέγη πολλάκις βουλευτής, διετέλεσε υπουργός σε σημαντικά χαρτοφυλάκια τη δεκαετία του 1950 ενώ τον Οκτώβριο του 1973 σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της Χούντας, η οποία και ανετράπη με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.
Προερχόταν από πολιτική οικογένεια. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι πρόγονοί του διετέλεσαν Βουλευτές Θήρας ή Κυκλάδων, ενώ ο προπάππους του υπέγραψε το Σύνταγμα του 1844. Ο πατέρας του, Βασίλειος Μαρκεζίνης (1862-1942) ήταν δικηγόρος και διατέλεσε βουλευτής κατά τις περιόδους (1899-1905, 1906-1911, 1915-1917). Σπούδασε Νομική (πήρε το πτυχίο του το 1929 με Άριστα) και Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες (1930) στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1931 διορίσθηκε δικηγόρος στην Αθήνα. Το 1936 έγινε νομικός σύμβουλος του βασιλέως Γεωργίου Β΄, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1946, οπότε έλαβε το επίσημο βάπτισμα του πυρός στην πολιτική. Στη διάρκεια της κατοχής έδρασε ως ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης «Δεσμός».[2]
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 στις Κυκλάδες, συνεργαζόμενος με την Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων. Το 1947 ίδρυσε το Νέον Κόμμα στο οποίο προσχώρησαν 18 βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος. Το 1949 (20 Ιανουαρίου έως 14 Απριλίου) διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη,[3] . Κατά τη διάρκεια της θητείας του, το όνομά του αναμίχθηκε στο περίφημο εκείνη την εποχή σκάνδαλο λαθρεμπορίου συναλλάγματος, ανάμιξη που τον οδήγησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου (αργότερα απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες), και στην αποπομπή του από την κυβέρνηση. Συμμετείχε με το Νέον Κόμμα στις εκλογές του 1950 αλλά δεν εξελέγη βουλευτής.
Προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου αμέσως μετά τη συγκρότησή του και αναδείχθηκε κύριο στέλεχός του. Στις βουλευτικές εκλογές του 1951 και 1952 εξελέγη βουλευτής Αθηνών. Μετά τις εκλογές του 1952 (19 Νοεμβρίου) ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού, στην τότε κυβέρνηση Παπάγου,[4] υιοθετώντας τότε νέα οικονομική πολιτική της οποίας κύρια μέτρα ήταν η αναπροσαρμογή της νομισματικής αξίας της δραχμής και η καθιέρωση της ελευθερίας των εισαγωγών. Στις 1 Απριλίου του 1954, μετά από διαφωνία του με τον Παπάγο, υπέβαλε παραίτηση η οποία έγινε αποδεκτή (3 Απριλίου) και μετά από επτά μήνες, τον Νοέμβριο, αποχώρησε και από το κόμμα.
Τον Φεβρουάριο του 1955 ίδρυσε το Κόμμα Προοδευτικών με 30 βουλευτές, που απέτυχε όμως στις εκλογές του 1956. Το 1958 έλαβε μέρος στις εκλογές σε συνασπισμό με την Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση και συγκέντρωσαν 10,5% των ψήφων. Το 1961 συνεργάστηκε με την Ένωση Κέντρου και το 1964 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και εξελέγη βουλευτής Αθηνών.
Η σύζυγός του, Ιέτα ή Γέτα (Ιουλιέτα), απεβίωσε τον Μάιο του 2001, έναν χρόνο μετά το θάνατο του συζύγου της.[5]
Την 1η Ιουνίου 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος καταργεί τη Βασιλεία και αποφασίζει να «φιλελευθεροποιήσει»[εκκρεμεί παραπομπή] το δικτατορικό καθεστώς. Μετά το δημοψήφισμα του 1973, στις 8 Οκτωβρίου 1973, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, έδωσε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Μαρκεζίνη, με σκοπό να «εκδημοκρατικοποιήσει»[εκκρεμεί παραπομπή] το καθεστώς, και να διεξαγάγει βουλευτικές εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974 για τις οποίες οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Γεώργιος Μαύρος έσπευσαν να δηλώσουν ότι δεν θα συμμετάσχουν, ενώ ο Ηλίας Ηλιού διαφοροποιήθηκε. Τότε ακριβώς ο Γεώργιος Ράλλης αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Βραδυνή», (με υπόδειξη Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι), όπου και τάσσεται υπέρ της συμμετοχής εφόσον παρέχονταν επαρκείς εγγυήσεις για το αδιάβλητο αυτών.
Μεταξύ των προσώπων που συμπεριέλαβε στην κυβέρνησή του ήταν και οι Νικόλαος Μομφερράτος και Λάμπρος Ευταξίας[6] που όπως ο ίδιος αναφέρει στο έργο του «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος» (1936-1975) τους επέλεξε ως συνδέσμους με τον «αυτοεξόριστο» Κ. Καραμανλή στο Παρίσι. Ειδικότερα για τον δεύτερο, όπως σημειώνει, έχοντας υπόψη τη φιλία των δύο ανδρών θα μπορούσε να επισκέπτονταν τον Καραμανλή χωρίς να κινούσε καμία υποψία. Η αρχή της πρωθυπουργίας του συνέπεσε με το ξέσπασμα του πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Προσπάθησε να λάβει μέτρα φιλελευθεροποίησης. Σημαντικότερα εξ αυτών ήταν η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η χορήγηση αμνηστίας σε πολιτικούς κρατούμενους, η κατάργηση της λογοκρισίας, η κατάργηση του διατάγματος 1347, που προέβλεπε τη διακοπή αναβολής και άμεσης στράτευσης φοιτητών - σπουδαστών που απείχαν των μαθημάτων τους για συμμετοχή σε κινητοποιήσεις και βεβαίως η εξαγγελία των εκλογών. Όμως λόγω των ραγδαίων κοινωνικών εντάσεων που ακολούθησαν, δεν κατάφερε να διεκπεραιώσει την αποστολή του.
Επί πρωθυπουργίας του οι πρώτες ταραχές που σημειώθηκαν ήταν στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου στο Α΄ Νεκροταφείο όπου περίπου τρεις χιλιάδες νεαροί διαδηλωτές είχαν παραστεί και στη συνέχεια η αστυνομία επενέβη για τη διάλυσή τους. Αμέσως όμως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που ακολούθησαν ανετράπη (υποχρεώθηκε σε παραίτηση) από το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.
Το 1979 επανασύστησε το Κόμμα Προοδευτικών.
Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης τιμήθηκε με πολλά παράσημα, όπως το μεγαλόσταυρο του Φοίνικα, το χρυσό σταυρό Γεωργίου Α΄ κ.ά. Το όνομά του έχει επίσης συνδεθεί με την υποτίμηση της δραχμής και τη συναλλαγματική σταθεροποίηση, τη δεκαετία του 1950 (η εποχή που «κόπηκαν» τρία μηδενικά από το πληθωριστικό νόμισμα κι έτσι το χιλιάρικο έγινε δραχμή).
Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, στη δεκαετία του '80 αφοσιώθηκε στη συγγραφή του έργου «Νεώτερη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος».
Γιος του ήταν ο νομικός και πανεπιστημιακός Βασίλειος Μαρκεζίνης.
Ο Μαρκεζίνης έφυγε πλήρης ημερών από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου 2000 στην Αθήνα. Ήταν 90 ετών.