Στέφανος Α΄ Νεμάνια | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1113 (περίπου)[1] ή 1114[2] Depedogen |
Θάνατος | 13 Φεβρουαρίου 1199 Μονή Χιλανδαρίου |
Τόπος ταφής | Μονή Στουντένιτσα (43°29′11″ s. š., 20°31′54″ v. d.) |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός (από 1143) Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Eορτασμός αγίου | 13 Φεβρουαρίου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ηγεμόνας (1166–1196) στρατιωτικός ηγέτης ορθόδοξος μοναχός (1196–1199) |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Αναστασία της Σερβίας |
Τέκνα | Άγιος Σάββας Βούκαν Νέμανιτς Στέφανος ο Πρωτόστεπτος[3] |
Γονείς | Ζάβιντα Βουκάνοβιτς |
Αδέλφια | Τίχομιρ Ζάβιντοβιτς Στράτσιμιρ Ζάβιντοβιτς Μίροσλαβ Ζάβιντοβιτς του Χουμ |
Οικογένεια | Οίκος των Νεμάνια |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Ζουπάνος |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άγιος Συμεών ο Χιλανδαρινός (κοσμικό όνομα Στέφανος Νεμάνια, (σερβικά κυριλλικά: Стефан Немања, 1113 - 13 Φεβρουαρίου 1199) ήταν Μέγας Πρίγκιπας (Βέλικι Ζούπαν / Μέγας Ζουπάνος) του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Σερβίας (γνωστού επίσης ως Rascia από το 1166 έως το 1196. Μέλος της δυναστείας Βουκάνοβιτς ο Νεμάνια ίδρυσε τη δυναστεία Νεμανιδών Ζουπάνων και μνημονεύεται για τη συμβολή του στον Σερβικό πολιτισμό και την ιστορία, ιδρύοντας αυτό που μετεξελίχθηκε στη Σερβική Αυτοκρατορία, καθώς και την Εκκλησία της Σερβίας. Σύμφωνα με τη Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών Ο Νεμάνια είναι επίσης ένας από τους πιο επιφανείς Σέρβους για τη συνεισφορά του στη λογοτεχνία και τις αλτρουιστικές του ιδιότητες.
Το 1196, μετά από τρεις δεκαετίες πολέμων και διαπραγματεύσεων που εδραίωσαν τη Σερβία, διαχωρίζοντάς την τόσο από τη Δυτική όσο και από τη Βυζαντινή σφαίρα επιρροής, ο Νεμάνια παραιτήθηκε υπέρ του μεσαίου γιου του Στεφάνου Νεμάνιτς, που έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Σερβίας. Ο Νεμάνια πήγε τελικά στο Άγιο Όρος, όπου έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Συμεών, ακολουθώντας τον νεώτερο γιο του (αργότερα γνωστό ως Άγιο Σάββα), που είχε γίνει ήδη πρώτος αρχιεπίσκοπος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μαζί με τον γιο του Σάββα, ο Νεμάνια κατασκεύασε τη Σερβική Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος το 1198-1199 και εξέδωσε τη "Χάρτα της Μονής Χιλανδαρίου". Το μοναστήρι αργότερα έγινε το λίκνο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε άγιο τον Στέφανο Νεμάνια αμέσως μετά τον θάνατό του, με το όνομα Άγιος Συμεών ο Μυροβλήτης (Свети Симеон Мироточиви), μετά από πολλά θαύματα.
Ο Νεμάνια γεννήθηκε περί το 1113 στη Ρίμπνιτσα της Ζέτας (στην περιοχή της σημερινής Ποντγκόριτσας, πρωτεύουσας του Μαυροβουνίου). Ήταν ο μικρότερος γιος του Ζάβιντα, Πρίγκιπα της Ζαχλουμίας, που μετά από μια σύγκρουση με τους αδελφούς του εστάλη στη Ρίμπνιτσα, όπου πήρε τον τίτλο του Αρχοντα. Ο Ζαβίντα (Μπέλι Ούρο) ήταν πιθανότατα γιος του Ούρος Α΄ ή του Βούκαν. Καθώς η δυτική Ζέτα ήταν υπό Ρωμαιοκαθολική δικαιοδοσία ο Νεμάνια πήρε Λατινικό βάπτισμα, αν και το μεγαλύτερο της κατόπιν ζωής του το πέρασε ισορροπώντας μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής εκδοχής του Χριστιανισμού.[4] Το όνομα Στέφανος το διάλεξε ο ίδιος την εποχή της βασιλείας του και το έφερε ως τιμητικό τίτλο, ενώ καθόρισε, τον ίδιο τίτλο να φέρουν όλοι οι επόμενοι διάδοχοί του από τη δυναστεία των Νεμάνιτς. Το δε «Νεμάνια», που σημαίνει «ο πτωχός», ίσως να μην είναι το πραγματικό του όνομα. Σύμφωνα με την παράδοση, έτσι τον είχε βαφτίσει ο πατέρας του κατά τα χρόνια της εξορίας.
Μετά τη νίκη του Βυζαντινού στρατού επί των συγγενών του Νεμάνια, Τζόρτζε της Ντούκλιας και Ντέσα Βουκάνοβιτς, που οδήγησε στην παρακμή του εν λόγω κλάδου της οικογένειας Βοϊσλάβλιεβιτς, ο Ζαβίντα πήρε την οικογένειά του στις κληρονομικές εκτάσεις του στη Ράσκα. Κατά την άφιξή του στο Ρας, πρωτεύουσα της Ράσκας, ο Νεμάνια βαπτίσθηκε εκ νέου στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που ήταν επισκοπική έδρα.
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός επισκέφτηκε σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο την Σόφια με στόχο να ασχοληθεί με τις υποθέσεις της Σερβίας. Την ίδια εποχή διοικούσε την Σερβία ο Μεγάλος Ζουπάνος Ντέσα Βουκάνοβιτς σύμμαχος του Στεφάνου Α΄ της Ουγγαρίας ο οποίος βρισκόταν σε πόλεμο με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο Ντέσα έλαβε εντολή να έρθει στην Νις (1165), εκεί αποκαλύφτηκαν οι στενές σχέσεις που είχε με τον βασιλιά της Ουγγαρίας. Ο Μανουήλ Α΄ αποφάσισε να τον τιμωρήσει, τον κράτησε αιχμάλωτο και κατόπιν τον έστειλε στις δικαστικές φυλακές της Κωνσταντινούπολης.[5] H γη την οποία κατείχε ο Ντέσα Βουκάνοβιτς παραδόθηκε από τον αυτοκράτορα στους τέσσερεις γιους του Ζαβίντα: Τίχομιρ Ζάβιντοβιτς, Στράτσιμιρ Ζάβιντοβιτς, Μίροσλαβ του Χουμ και ο μικρότερος Νεμάνια. Ο μεγαλύτερος Τίμοχιρ έγινε Μέγας Ζουπάνος της Σερβίας, αναγνωρίστηκε τον Ιανουάριο του 1165 από τους μικρότερους αδελφούς του που ανέλαβαν την διοίκηση σε μικρότερα τμήματα.[6] Ο Στρατσιμίρ κυβερνούσε τον Δυτικό Μοράβα, ενώ ο Μίροσλαβ κυβερνούσε τη Ζαχλουμία και την Τραβουνία.[6] Ο μικρότερος αδελφός Στέφανος Νεμάνια «Πρίγκηπας (Ζουπάνος) του Ιμπάρ, της Τόπλιτσα, της Ρασίνα και του Ρέκε», λαμβάνοντας τα τσέστι (τμήματα του κράτους)
Το 1163 ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός τοποθέτησε τον μεγαλύτερο αδελφό του Νεμάνια Τίχομιρ ως Μέγα Ζουπάνο της Ράσκας στη θέση του Ντέζα, γεγονός που απογοήτευσε πολύ τον Νεμάνια, καθώς περίμενε ότι θα πάρει εκείνος τον θρόνο. Ο Νεμάνια συναντήθηκε το 1162 στη Νις με τον αυτοκράτορα Μανουήλ το 1162, που του παραχώρησε την περιοχή της Ντουμπότσιτσα και τον κήρυξε ανεξάρτητο. Ο Αυτοκράτορας του έδωσε ένα τίτλο της Βυζαντινής αυλής, καθώς ήταν σημαντικό για αυτόν τα εδάφη στα όρια της Αυτοκρατορίας να τα κυβερνούν πιστοί του ηγεμόνες. Σερβικά στρατεύματα του Νεμάνια πολέμησαν στον Αυτοκρατορικό Στρατό το 1164 στη Συρμία στους πολέμους κατά του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Ο Νεμάνια κυβερνούσε ανεξάρτητα και ανήγειρε τη Μονή του Αγίου Νικολάου στην Κουρσούμλιγια και τη Μονή της Ιεράς Μητέρας του Χριστού κοντά στον Κοσάνιτσα-Τόπλιτσα, χωρίς την έγκριση του Τίχομιρ. Τα αδέλφια του τον προσκάλεσαν σε συμβούλιο στο Ρας, υποτίθεται για να επιλύσουν το ζήτημα, αλλά αντι γι'αυτό τον φυλάκισαν σε κοντινή σπηλιά. Οι υποστηρικτές του Νεμάνια κατήγγειλαν τους ηγέτες της εκκλησίας ότι ο Τίχομιρ το είχε κάνει επειδή δεν ενέκρινε την ανέγερση εκκλησιών, κάτι που αργότερα θα βοηθούσε τον Νεμάνια. Σύμφωνα με ένα μεταγενέστερο μύθο ο ίδιος ο Άγιος Γεώργιος απελευθέρωσε τον Νεμάνια από το σπήλαιο.
Μεταξύ 1166 και 1168 ο Πρίγκιπας Νεμάνια επαναστάτησε εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του Τίχομιρ και εκθρόνισε τόσο αυτόν όσο και τους αδελφούς του, Μίροσλαβ και Στράτσιμιρ. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έθεσε στη διάθεση του Τίχομιρ έναν μισθοφορικό στρατό, αποτελούμενο από Έλληνες, Φράγκους και Τούρκους, τον οποίο ο Νεμάνια νίκησε στη Μάχη του Παντίνο, νότια του Ζβετσάν. Ο Τίχομιρ πνίγηκε στον ποταμό Σίτνιτσα και οι άλλοι αδελφοί παραδόθηκαν στον Νεμάνια, που τους επέτρεψε να κυβερνούν τα προηγούμενα εδάφη τους. Ο Νεμάνια πήρε τον τίτλο του Μεγάλου Ζουπάνου όλης της Σερβίας και το όνομα Στέφανος (από την ελληνική λέξη, δηλ. "εστεμμένος").
Ο Στέφανος Νεμάνια ανήγειρε την εκκλησία Τζούρτζεβι Στούποβι (Στήλες του Αγίου Γεωργίου) στο Ρας το 1171. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό το έκανε για να ευχαριστήσει τον Άγιο Γεώργιο για την απελευθέρωσή του από τη σπηλιά στην οποία οι αδελφοί του τον είχαν φυλακίσει και για τη βοήθειά του στην ανάληψη της εξουσίας. Την ίδια χρονιά ο Νεμάνια απέκτησε τον τρίτο του γιο - Ράστκο.
Το 1171 ο Μεγάλος Ζουπάνος Στέφανος Νεμάνια πήρε το μέρος της Δημοκρατιας της Βενετίας σε μια διαμάχη της με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με σκοπό να αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία από τη Βυζαντινή κυριαρχία. Οι Βενετοί υποκίνησαν τους Σλάβους των ανατολικών ακτών της Αδριατικής ακτογραμμής να εξεγερθούν ενάντια στη Βυζαντινή κυριαρχία. Ο Νεμάνια τους ακολούθησε, ξεκινώντας μια επίθεση κατά της παραθαλάσσιας πόλης του Κότορ. Σχηματίσθηκε επίσης ένας Γερμανικός στόλος για να αντικαταστήσει το ναυτικό της Βενετίας και προχώρησε ανατολικά τον Σεπτέμβριο του 1171, καταλαμβάνοντας τη Ραγούσα. Ο Νεμάνια επίσης συνήψε συμμαχία με το Βασίλειο της Ουγγαρίας και, μέσω των Ούγγρων, με το Δουκάτο της Αυστρίας. Στη συνέχεια ο Μεγάλος Πρίγκιπας Νεμάνια απέστειλε στρατεύματα στην κοιλάδα του Μοράβα το 1172 για να διαταράξει τις επικοινωνίες και το εμπόριο μεταξύ Νις και Βελιγραδίου και να προκαλέσει μια εξέγερση μεταξύ των τοπικών Σέρβων στο Ράβνο. Ωστόσο, οι Σέρβοι του Ράβνο αρνήθηκαν να επιτρέψουν τη μετάβαση στον Βασιλιά της Σαξονίας Ερρίκο τον Λέοντα. Οι Σέρβοι διοργάνωσαν μια αιφνιδιαστική επίθεση στο γερμανικό στρατόπεδο και κατόπιν επιτέθηκαν και στους δικούς τους γείτονες.
Εντούτοις, το 1172 ο αντιβυζαντινός συνασπισμός που είχε δημιουργήσει ο Νεμάνια με το Βασίλειο της Ουγγαρίας, τη Βενετική Δημοκρατία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε. Η Βενετία αντιμετώπισε μια ανταρσία και μια επιδημία πανώλης που κατέστρεψε το ναυτικό της, ενώ ο βασιλιάς της Ουγγαρίας πέθανε και ανήλθε στον θρόνο ένας νέος βασιλιάς, φίλος των Βυζαντινών. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ξεκίνησε μια εκστρατεία και η ήττα του Νεμάνια φαινόταν βέβαιη. Έτσι ο Μεγάλος Ζουπάνος ζήτησε άδεια να συναντήσει τον αυτοκράτορα στο Νις με το κεφάλι και τα πόδια του γυμνά και ένα σκοινί γύρω από τον λαιμό του, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο επαναστάτης Ρενώ ντε Σατιγιόν, που είχε αυτοανακηρυχτεί Πρίγκιπας της Αντιόχειας πριν 13 χρόνια και συγχρήθηκε. Ωστόσο, παρόλο που η Νεμάνια υποκλίθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Μανουήλ και παραιτήθηκε από το προσωπικό του σπαθί, φυλακίστηκε και μεταφέρθηκε στην Αυτοκρατορική Πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης για να συμμετάσχει στη θριαμβευτική του είσοδο ως ηττημένος βάρβαρος. Ωστόσο ο αυτοκράτορας συναναστράφηκε τον Νεμάνια και είδε ότι ήταν μορφωμένος. Ο Νεκάνια υποσχέθηκε να μην επιτεθεί ποτέ ξανά στον Μανουήλ, ενώ ο αυτοκράτορας με τη σειρά του αναγνώρισε τον Στέφανο Νεμάνια και τους απογόνους του ως τους νόμιμους Μεγάλους Ζουπάνους των εδαφών της Ράσκας.
Ο Στέφανος Νεμάνια ανάγκασε τους αδελφούς του Στράτσιμιρ του Δυτικού Μοράβα και Μιροσλάβ της Ζαχλουμίας και του Λιμ να δεχτούν την επικυριαρχία του σε αντάλλαγμα για τη συγχώρησή τους. Υποχρέωσε επίσης τον γιο του Τίχομιρ Στέφανο Πρβοσλάβ να παραιτηθεί της αξίωσής του για τον θρόνο. Ο στρατός του συμμετείχε μόνο σε μία σύγκρουση, κατόπιν αιτήματος του Βυζαντινού επικυρίαρχού του, στη Μικρά Ασία. Ο Νεμάνια ασχολήθηκε επίσης την επόμενη δεκαετία με την αντιμετώπιση της αίρεσης των Βογομίλων, που είχε εξαπλωθεί στην επικράτειά του, καθώς και στη γειτονική Βοσνία, από τη γειτονική Βουλγαρία και την ενίσχυση της Ορθοδοξίας. Οι Μεγάλοι Ζουπάνοι έκαψαν τα βιβλία τους και δήμευσαν τις περιουσίερς τους, ενώ έκαψαν μερικούς παλουκωμένους και άλλους εξόρισαν. Οι περισσότεροι από τους εξόριστους Βογομίλους της επικράτειάς του βρήκαν καταφύγιο στη Βοσνία, υπό την προστασία του κυβερνήτη της Κούλιν Μπαν. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του ο Στέφανος Α΄ Νεμάνια είχε εκριζώσει πλήρως τους Βογομίλους. Ακόμη ο Πρίγκηπας Στράτσιμιρ ανήγειρε τη Μονή της Μητέρας του Χριστού στην πρωτεύουσα του στο Γκρατς του Μοράβα (σημερινό Τσάτσακ), ενώ ο Πρίγκηπας Μιροσλάβ τη Μονή του Αγίου Πέτρου στο Λιμ. Ο Μιροσλάβ παντρεύτηκε επίσης την αδελφή του Κούλιν Μπαν, δημιουργώντας ένα δεσμό αίματος μεταξύ των δύο δυναστειών.
Μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού το 1180, ο Στέφανος Νεμάνια δεν πίστευε πλέον ότι οφείλει οποιαδήποτε πίστη στους Βυζαντινούς, θεωρώντας ότι οι όρκοι του ήταν προς τον Αυτοκράτορα και όχι προς την Αυτοκρατορία. Επωφελήθηκε από την αποδυναμωμένη κατάσταση της Αυτοκρατορίας και επέτρεψε στους αδελφούς του να κάνουν το ίδιο. Ο πρίγκιπας Μίροσλαβ προστάτευσε την οικογένεια Κάτσιτς από το Νερέτβα, πειρατές που είχαν ληστέψει και δολοφονήσει τον Αρνέριο, αρχιεπίσκοπο του Σπλιτν. Παρόλο που ο πάπας ζήτησε από τον πρίγκιπα να εκτελέσει τους δράστες και να παραδώσει τη λεία, ο Μίροσλαβ αρνήθηκε και αντιθέτως εκδίωξε τον επίσκοπο του Στον. Αφού αφορίσθηκε από τον Πάπα ο Μιροσλάβ απλώς κατέλαβε τα κενά εκκλησιαστικά κτίρια στην περιοχή του Στον.
Το 1183 ο Στέφανος Νεμάνια σχημάτισε μια νέα συμμαχία με τον Βασιλιά Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας και εισέβαλε στα Βυζαντινά εδάφη. Ο Ανδρόνικος Κομνηνός είχε αναλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο, αλλά δεν είχε αναγνωριστεί. Η Σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη πυροδότησε την τεταμένη πολιτική κατάσταση. Ο Κούλιν Μπαν της Βοσνίας προσχώρησε επίσης στον Νεμάνια. Οι Βυζαντινές δυνάμεις εισέβαλαν στις παραμεθόριες περιοχές της ανατολικής Σερβίας υπό τον Αλέξιο Βρανά και τον Ανδρόνικο Λαπαρδά. Προέκυψαν εσωτερικές διαμάχες, καθώς ο Βρανάς υποστήριζε τον νέο Αυτοκράτορα και ο Λαπαρδάς, που ήταν αντίθετος, αποχώρησε με τα στρατεύματά του. Ο Ουγγροσερβικός στρατός σύντομα έδιωξε τους Βυζαντινούς από την Κοιλάδα του Μοράβα και προχώρησε μέχρι τη Σόφια, κάνοντας καθ 'οδόν επιδρομές στο Βελιγράδι, το Μπρανίτσεβο, το Ράβνο και τη Νις. Ωστόσο οι Ούγγροι σύντομα αποσύρθηκαν, αφήνοντας τις δυνάμεις του Νεμάνια να εισβάλουν στη δυτική Βουλγαρία.
Το 1184 ο πρίγκηπας Μιροσλάβ προσπάθησε να ανακαταλάβει τα νησιά Κόρτσουλα και Βις, αλλά στις 18 Αυγούστου 1184 ο στόλος του καταστράφηκε από το ναυτικό της Ραγούσας στο Πολίτσε κοντά στο νησί Κόλοτσεπ, έτσι ο Μίροσλαβ υπέγραψε ειρηνευτική συνθήκη με τη Δημοκρατία της Ραγούσας. Ωστόσο ο αδελφός του Πρίγκιπας Στράτσιμιρ δεν αισθάνθηκε δεσμευμένος από την ήττα αυτή και το επόμενο έτος εισέβαλε στην Κόρτσουλα και το Βις με τον στόλο της Ντούκλιας. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου αποφάσισε να συμμετάσχει στις ειρηνευτικές προσπάθειες του Μιροσλάβ, επειδή οι Βυζαντινοί ξεκίνησαν μια αντεπίθεση στη Σερβία. Όμως μια Βουλγαρική εξέγερση στις παραδουνάβιες περιοχές υπονόμευσε την αυτοκρατορική επίθεση, έτσι ο Στέφανος Νεμάνια εκμεταλλεύτηκε την περίπλοκη κατάσταση, κατέλαβε την Τίμοτσκα Κράινα με τη Νις και λεηλάτησε το Σεβρλίγκ, το Ράβνο και το Κόζελι. Ο Νεμάνια κράτησε τη Νις, ως πρωτεύουσα και βάση επιχειρήσεών του.
Το 1188 ο Στέφανος Νεμάνια έστειλε έναν απεσταλμένο στον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, προσκαλώντας τον να διαμείνει στη Σερβία κατά τη διάρκεια της Σταυροφορίας του προς τους Αγίους Τόπους. Ο Βαρβαρόσσα, Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποβιβάστηκε κατά την Τρίτη Σταυροφορία και έφθασε στις 27 Ιουλίου 1189 στη Νις με 100.000 Σταυροφόρους, που τους φιλοξένησαν ο Στέφαος Νεμάνια και ο Στράτσιμιρ.Για την ενίσχυση των σερβογερμανικών σχέσεων έγινε γάμος της κόρης του Μπέρτολντ, Δούκα της Μεράνιας (Δαλματία-Ιστρια) με τον Τόλιεν, γιο του Μίροσλαβ. Ο Νεμάνια πρότεινε στον Βαρβαρόσσα μαζί τον ίδιο και τους Ενετούς να πλήξουν τους Βυζαντινούς, αλλά ο Βαρβαρόσσα παρέμεινε προσηλωμένος στη Σταυροφορία του. Ο Βαρβαρόσσα αντιλαμβανόταν ότι χρειαζόταν τη βοήθεια των Βυζαντινών για να μεταφέρει τις δυνάμεις του στην Ασία, αλλά τα σχέδιά του άλλαξαν όταν μια Βυζαντινή δύναμη τον εμπόδισε να φτάσει στην επόμενη στάση του, τη Σόφια. Οι Βυζαντινοί άρχισαν επίσης να επιτίθενται στον στρατό του Βαρβαρόσσα, γεγονός που τον εξόργισε τόσο πολύ που σχεδίασε μια επίθεση κατά της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Ο Στέφανος Νεμάνια πρόσφερε 20.000 άνδρες για να υποστηρίξει την εκστρατεία του και οι Βούλγαροι πάνω από διπλάσιους. Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει τα 70, ο Στέφανος Νεμάνια ακολούθησε τον Στρατό των Σταυροφόρων στα σύνορα στην Πύλη του Τραϊανού. Στη συνέχεια έστειλε απεσταλμένους στην Αδριανούπολη για να ολοκληρώσει αυτή τη Δυτική συμμαχία. Ενώ οι απεσταλμένοι του Νεμάνια διαπραγματεύονταν με το Μπέρτολντ ως αντιπρόσωπο του Βαρβαρόσσα, ο Νεμάνια κατέλαβε το Πέρνικ, το Zέμεν, το Βελμπάζντ, το Ζίτομισκ, τους Στόβους, το Πρίζρεν και το υπόλοιπο Κοσσυφοπέδιο και τη Μετόχια, ακόμη και τα Σκόπια. Ωστόσο ο Βαρβαρόσσα ποτέ δεν ολοκλήρωσε μια συμμαχία με τον Νεμάνια, αλλά αντίθετα υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με Βυζαντινούς εκπροσώπους στις 14 Φεβρουαρίου 1190 στην Αδριανούπολη.
Το 1190, ο νέος Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος προετοίμασε έναν τεράστιο και εμπειροπόλεμο στρατό για να πλήξει τον Νεμάνια. Την ίδια χρονιά ο Νεμάνια ολοκλήρωσε τη μεγαλόπρεπη Εκκλησία του της Παναγίας στη Μονή της Στουντένιτσα από λευκό μάρμαρο που αργότερα έγινε το σήμα κατατεθέν της δυναστείας των Ζουπάνων Νεμάνιτς. Επίσης το 1190 ο αδελφός του Μιροσλάβ πέθανε από γηρατειά, έτσι ο Στέφανος Νεμάνια όρισε προσωρινά τον ευσεβή μικρότερο γιο του Ράστκο ως νέο Πρίγκιπα του Ζαχλουμίας στο Στον.
Το φθινόπωρο του 1191 ο καλά προετοιμασμένος Βυζαντινός στρατός, με επικεφαλής τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, συνέτριψε τις δυνάμεις του Νεμάνια στον Νότιο Μοράβα. Ο Στέφανος Νεμάνια υποχώρησε στα βουνά, καθώς οι Βυζαντινοί επέδραμαν σε όλο το μήκος του ποταμού και κατέκαψαν ακόμη και την πρωτεύουσα στην Κουρσούμλιγια. Ωστόσο ο Νεμάνια άρχισε να επιτίθεται στον Βυζαντινό στρατό, οπότε ο Αυτοκράτορας Ισαάκιος αποφάσισε να διαπραγματευτεί μια τελική συνθήκη ειρήνης. Ο Στέφανος Νεμάνια εγκατέλειψε μεγάλο μέρος των κατακτήσεων του, ανατολικά του ποταμού Μεγάλου Μοράβα, και αναγνώρισε τη Βυζαντινή υπεροχή, ενώ σε αντάλλαγμα ο Αυτοκράτορας τον αναγνώρισε ως νόμιμο Μεγάλο Πρίγκιπα. Ο γιος του Νεμάνια Στέφανος παντρεύτηκε τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Ευδοκία Αγγελίνα και έλαβε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα, από τους υψηλότερους τίτλους της Βυζαντινής αυλής, που δινόταν μόνο στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Για να διαχωρίσει τους Σέρβους από τους Βούλγαρους, ο Αυτοκράτορας κράτησε τη Νις και το Ράβνο, αναγνωρίζοντας παράλληλα την εξουσία του Στέφανου Νεμάνια στα εδάφη της Ζετας, του σημερινού Κοσσυφοπέδιου και του Πίλοτ, που προηγουμένως ανήκε στο Άρβανον.
Το 1192 ο νεώτερος γιος του Νεμάνια Ράστκο αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου ορκίστηκε μοναχός και πήρε το όνομα Σάββας, γεγονός που λύπησε πολύ τον Νεμάνια. Στη θέση του Ράστκο Πρίγκιπας της Ζαχλουμίας έγινε ο γιος του Μίροσλαβ Τόλιεν, που ίδρυσε μια τοπική δυναστεία. Η Σερβία φάνηκε για μία ακόμη φορά να απειλείται, καθώς ο πρώην σύμμαχος του Νεμάνια, ο Βασιλιάς Μπέλα της Ουγγαρίας, εισέβαλε από τον βορρά. Ωστόσο οι δυνάμεις του Νεμάνια απώθησαν γρήγορα τους Ούγγρους στα σύνορα το 1193.
Το 1195 ο Νεμάνια, κουρασμένος από τη διακυβέρνηση, επέκτεινε την εξουσία και τια εδάφη του μεγαλύτερου γιου του Βούκαν. Συνένωσε τη Zέτα με το Τρεμπίνιε (Τραβουνία), το Χβόσνο (Μετόχια) και την πρωτεύουσα του Τόπλιτσα υπό την απόλυτη κυριαρχία του Βούκαν.
Στις 25 Μαρτίου 1196 ο Στέφανος Νεμάνια συγκάλεσε ένα συμβούλιο στο Ρας, όπου παραιτήθηκε επισήμως υπέρ του δεύτερου γιου του, Στέφανου, στον οποίο κληροδότησε όλα τις γήινες κτήσεις του. Αν και ο Βούκαν ήταν ο μεγαλύτερος γιος του, ο Νεμάνια προτίμησε να δει τον Στέφανο Β΄ στον Σερβικό θρόνο εν μέρει επειδή ο Στέφανος είχε νυμφευθεί τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Ευδοκία. Ωστόσο οι παραδόσεις των πρωτότοκων όριζαν ότι ο Βούκαν, ο πρώτος του γιος, έπρεπε να κληρονομήσει τον θρόνο. Ο Βούκαν αντέδρασε σε αυτή τη μεταβολή της διαδοχής αυτοανακηρυσσόμενος Βασιλιάς της Ντούκλια.
Ο Νεμάνια ορκίστηκε μοναχός με τη σύζυγό του Άννα στην Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και του Παύλου στο Ρας. Πήρε το μοναστικό όνομα Συμεών και η σύζυγός του το Αναστασία. Ο Συμεών στη συνέχεια αποσύρθηκε στη Μονή της Στουντένιτσα και η Αναστασία στη Μονή της Μητέρας του Χριστού στην Κουρσούμλιγια. Ωστόσο μετά από περίπου 18 μήνες ο Συμεών ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και ακολούθησε στον γιο του Σάββα (πρώην Ράστκο) στη Μονή Βατοπεδίου. Το 1199 ανοικοδόμησαν και οι δύο μαζί με την ερειπωμένη Ορθόδοξη Μονή Χιλανδαρίου, που είχε δώσει ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας στον Σερβικό λαό και που έγινε η καρδιά της Σερβικής πνευματικότητας.
Γνωρίζοντας ότι ο θάνατός του πλησίαζε στο 86ο έτος του, ο Συμεών ζήτησε να τον βάλουν πάνω σε ένα χαλάκι μπροστά από την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας με μια πέτρα για μαξιλάρι. Πέθανε μπροστά στον γιο του Σάββα και άλλους μοναχούς στις 13 Φεβρουαρίου 1200 και ετάφη στον χώρο της Μονής Χιλανδαρίου.[7][8][9] Τελευταία του επιθυμία ήταν να μεταφέρει ο Σάββας τα λείψανά του στη Σερβία "όταν το επιτρέψει ο Θεός, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα". Ο Σάββας αργότερα έγραψε τη Λειτουργία του Αγίου Συμεών προς τιμή του Νεμάνια.
Το 1206 ο Σάββας μετέφερε τα λείψανα του πατέρα του στη Ράσκα, όπου οι αδελφοί του είχαν αρχίσει εμφύλιο πόλεμο και διαμέλιζαν τα Σερβικά εδάφη που ο πατέρας τους με τόσο κόπο είχε ξαναενώσει. Οι δύο αδελφοί έκαναν ειρήνη και επέστρεψαν στις βάσεις τους. Ο Συμεών μετενταφιάσθηκε το 1207 σε προσωπικό του τάφο, στη Μονή Στουντένιτσα, όπου έβγαινε πάλι ιερό λάδι, από τον νέο τάφο του. Σύμφωνα με τον μύθο, ιερό λάδι (μύρο) βγήκε από τον τάφο του Νεμάνια, εξ ου το επίθετό του το Μυροβλήτης. Ωστόσο το θαύμα δεν έχει επαναληφθεί εδώ και 300 χρόνια. Παρ 'όλα αυτά τα λείψανά του, ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, λέγεται ότι εκπέμπουν "μια γλυκιά μυρωδιά, όπως οι βιολέτες". Λόγω αυτού και πολλών θαυμάτων η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο το 1200 και όρισε τη γιορτή του στις 26 Φεβρουαρίου [Π.Η. 13 Φεβρουαρίου]. Οι κύριοι τόποι λατρείας του ήταν η Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος και η Μονή Στουντένιτσα στην Σερβία.[10] Η λατρεία του Αγίου Συμεών βοήθησε στην εδραίωση της σερβικής εθνικής ταυτότητας και εξακολουθεί να επιβιώνει στη Στουντένιτσα και στους μοναχούς του Αγίου Όρους, που τιμούν τη ζωή του και το έργο τους καθώς και τα λείψανά του.
Διάφορα ονόματα έχουν χρησιμοποιηθεί αναφερόμενα στον Στέφανο Νεμάνια, συμπεριλαμβανομένου του Στέφανος Α΄ και του Λατινικού Stephanus Nemania. Μερικές φορές η ορθογραφία τού ονόματός του προσεγγίζει να γίνει ο Στέφανος Νεμάνια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε μοναχός και ως εκ τούτου αναφέρεται ως Μοναχός Συμεών. Μετά τον θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος Συμεών ο Μυροβλήτης δημιουργώντας ένα πρότυπο βασιλέως-Αγίου σε πλήρη ομοιότητα με την Βυζαντινή αυτοκρατορία.[11] Ο γιος και διάδοχός του Στέφανος ο Πρωτόστεπτος τον ονόμασε Ενοποιό των Χαμένων Κομματιών της Γης των Παππούδων του και επίσης Ανοικοδομητή τους. Ο άλλος γιος του Σάββας τον ονόμασε Κύριό μας και Αυτοκράτορά μας και Κυβερνήτη όλης της Σερβικής γης.
Ο Νεμάνια παντρεύτηκε μια Σέρβα ευγενή ονόματι Αννα. Απέκτησαν τρεις γιους και τρεις κόρες:
Ο Στέφανος Νεμάνια ίδρυσε, επισκεύασε και ανοικοδόμησε αρκετά μοναστήρια. Καθιέρωσε επίσης τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Ράσκας, που διήρκεσε από το 1170 έως το 1300.