Στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ | |
---|---|
Stutthof | |
Είδος | Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης[1], στρατιωτικό μουσείο, στρατόπεδο συγκέντρωσης[2], μνημείο και crime scene |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 54°19′44″N 19°9′14″E |
Διοικητική υπαγωγή | Στουτόβο |
Τοποθεσία | Στουτόβο |
Χώρα | Πολωνία και Ναζιστική Γερμανία |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Ναζί στην Πολωνία, το πρώτο που δημιουργήθηκε εκτός Γερμανίας. Ως θέση κατασκευής επιλέχθηκε μια περιοχή στα δυτικά της μικρής πόλης Στούτοβο (πολων. Sztutowo, γερμαν. Stutthof), απομονωμένη, δασωμένη, ψυχρή και υγρή, 3 χλμ. περίπου από την ακτή της Βαλτικής και 36 χλμ. από το Γκντανσκ.
Η ιδέα δημιουργίας ενός στρατοπέδου όπου θα συγκεντρώνονταν όλα τα "ανεπιθύμητα πολωνικά στοιχεία" προϋπήρχε στις ναζιστικές αρχές της ελεύθερης πόλης του Ντάντσιχ πριν ακόμη ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ήδη από το 1936 αξιωματούχοι της ναζιστικής αστυνομίας στην πόλη παρακολουθούσαν τους πολωνικούς κύκλους των κοινωνικά και πολιτικά δραστήριων ατόμων και κατάρτιζαν καταλόγους, οι οποίοι, το 1939, αποτέλεσαν τη βάση κατάρτισης καταλόγων των προς σύλληψη ατόμων[3]. Τον Ιούλιο του 1939 δημιουργήθηκε ένα ειδικό σώμα της SS, με την επωνυμία "Wachsturmbann Eimann", από το όνομα του επικεφαλής της Κουρτ Άιμαν (Kurt Eimann), δύναμης 500 ανδρών, με βασικό στόχο την "επίλυση του πολωνικού ζητήματος" στην περιοχή του Ντάντσιχ. Μια ομάδα από το σώμα αυτό, με επικεφαλής τον λοχαγό της SS Μαξ Πάουλυ (SS-Sturmbannfuhrer Max Pauly)[4], περί τα μέσα του Αυγούστου 1939 επέλεξε την περιοχή κοντά στο Στούτοβο για τη δημιουργία του στρατοπέδου. Στη θέση αυτή υπήρχε, πριν τον πόλεμο, ένα ξύλινο κτίσμα που λειτούργησε ως γηροκομείο. Η θέση ήταν ιδεώδης: Καλυπτόταν σε μεγάλες εκτάσεις από δάση έλατου και πεύκου, με διάσπαρτες σημύδες και βελανιδιές, διακοπτόμενες από επίπεδες εκτάσεις που έδιναν την εντύπωση μιας όμορφης και ήσυχης περιοχής. Επιπλέον, διέθετε καλή συγκοινωνιακή σύνδεση με το Ντάντσιχ και την πόλη Νόβι Ντβορ (Novy Dwor), ενώ το τρίγωνο που σχημάτιζαν οι ποταμοί Βιστούλας και Νόγκατ (Nogat) με τη Βαλτική αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο στις πιθανές δραπετεύσεις κρατουμένων.
[5] Ο Πάουλυ έφερε στην περιοχή μια ομάδα κρατουμένων από τη φυλακή Schiesstange του Ντάντσιχ, η οποία περιέφραξε ένα χώρο και δημιούργησε μερικές ξύλινες κατασκευές. Η βάση για το στρατόπεδο ήταν έτοιμη και το στρατόπεδο άρχισε να λειτουργεί στις 2 Σεπτεμβρίου 1939 ως "στρατόπεδο εγκλεισμού πολιτών" (Zivilgefangenenlager). Διοικητικά αρχικά υπαγόταν στις αρχές του Γκτάνσκ, αλλά το Νοέμβριο του 1941 μετατράπηκε σε "στρατόπεδο εργασιακής εκπαίδευσης" και η διοίκησή του πέρασε στην αστυνομία ασφαλείας του Ράιχ. Μετά από περίπου δύο μήνες (7 Ιανουαρίου 1942) μετατράπηκε σε κανονικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και υπάχθηκε στην επιθεώρηση στρατοπέδων συγκέντρωσης. Διοικητής του παρέμεινε ο Πάουλυ.[6]
Η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του στρατοπέδου εκπλήσσει (μία μόλις ημέρα μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία), αλλά οι γερμανικές αρχές του Ντάντσιχ είχαν, όπως προαναφέρθηκε, προετοιμαστεί από τριετίας: Ήδη από την πρώτη ημέρα του πολέμου, 1.500 Πολωνοί συνελήφθησαν στο Ντάντσιχ. Τα πλέον δραστήρια στοιχεία της οικονομικής, κοινωνικής, καλλιτεχνικής και εκπαιδευτικής ζωής της πόλης ήταν ανάμεσα στους συλληφθέντες. Στις 2 Σεπτεμβρίου στάλθηκαν στο Στούτχοφ 150 από αυτούς τους συλληφθέντες. Με την πάροδο του χρόνου στέλνονταν εκεί Πολωνοί από την ευρύτερη περιοχή, ενώ από το 1942 στέλνονταν πλέον από ολόκληρη την υπό γερμανική κατοχή Πολωνία.
Το στρατόπεδο το αποτελούσαν αρχικά οκτώ παραπήγματα για τη διαμονή των κρατουμένων και ένα τεράστιο οικοδόμημα, στο οποίο διέμεναν οι SS και οι δεσμοφύλακες (αποκαλούνταν Kommandatur, διοικητήριο). Το 1942, ύστερα από τη "διεύρυνσή" του, κατασκευάστηκαν 30 νέα παραπήγματα, ενώ το 1943 προστέθηκαν ένα κρεματόριο κι ένας θάλαμος αερίων[7] (αν και άλλες πηγές αναφέρουν ως μη προσδιορίσιμη ημερομηνία κατασκευής του θαλάμου αερίων.[8] Οι διαστάσεις του ήταν 5 μ. x 3 μ. x 2,5 μ. και αρχικά προοριζόταν για την απολύμανση ρουχισμού (χρήση που συνεχίστηκε παράλληλα με τη χρήση του ως θαλάμου αερίων). Χρησιμοποιήθηκε σε αυτόν Κυκλώνας Β, ο οποίος διοχετευόταν από μια μικρή οπή στην οροφή του και θερμαινόταν πριν χρησιμοποιηθεί, ώστε να επιταχύνεται η απελευθέρωση του "Κυκλώνα". Το 1944 το στρατόπεδο εντάχθηκε στην "αλυσίδα" των στρατοπέδων εξόντωσης. Υπεύθυνος για τη σωστή λειτουργία του θαλάμου ήταν ο "υπολοχαγός" της SS Ότο Καρλ Κνοτ (Unterscharführer Otto Karl Knott), ο οποίος είχε εκπαιδευτεί σχετικά τον Ιούνιο του 1943 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Οράνιενμπουργκ, ενώ περισσότερες οδηγόες έδωσε και ο Ρούντολφ Ες (Rudolf Höss), διοικητής του Άουσβιτς κατά τη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψής του. Η πρώτη τεκμηριωμένη χρήση του θαλάμου έγινε στις 22 Ιουνίου 1944, οπότε και θανατώθηκαν εκεί περίπου 100 άτομα, κυρίως Πολωνοί και Λευκορώσοι. Ακολούθησαν 12 μέλη της Πολωνικής αντίστασης (26 Ιουλίου 1944) και λίγες ημέρες αργότερα εκτελέσθηκαν 70 ανίκανοι προς εργασία κρατούμενοι από στρατόπεδο σοβιετικών αιχμαλώτων. Ο τότε διοικητής του στρατοπέδου, "Συνταγματάρχης" της SS Πάουλ Βέρνερ Χόππε (Hauptsturmführer Paul Werner Hoppe), που είχε αντικαταστήσει τον Πάουλυ από το 1942, έλαβε διαταγή εξόντωσης όλων των Εβραίων του στρατοπέδου, στα πλαίσια της "Τελικής Λύσης". Στο χρονικό διάστημα Αυγούστου - Νοεμβρίου 1944 εκτελέσθηκαν εκεί περισσότεροι από 1.450 κρατούμενοι, κυρίως Εβραίες, ενώ αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε παράλληλα ως θάλαμος αερίων και ένα σιδηροδρομικό βαγόνι, του οποίου σφραγίστηκαν όλα τα ανοίγματα, εκτός από ένα άνοιγμα στην οροφή του, απ' όπου διοχετευόταν ο Κυκλώνας Β. Οι εκτελέσεις σταμάτησαν το Νοέμβριο του 1944, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κρατούμενοι δεν πέθαιναν εκεί καθημερινά από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης - και υγιεινής - αλλά και από την ακαταλληλότητα του νερού, το οποίο δεν περιείχε καθόλου σχεδόν ασβέστιο. Ο ακριβής αριθμός των θανατωθέντων στο θάλαμο αερίων (ο οποίος υπάρχει ακόμη και σήμερα) δεν έχει γίνει γνωστός, ενώ υπολογίζεται ότι στο στρατόπεδο αυτό και στα τριανταεννέα "παραρτήματά" του βρήκαν το θάνατο περίπου 65.000 κρατούμενοι 25 διαφορετικών εθνικοτήτων κατά τη διάρκεια της πενταετούς λειτουργίας του. Κατά την κράτησή τους υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία για λογαριασμό κυρίως της εταιρείας κατασκευής εξοπλισμού DAW, ιδιοκτησίας της SS, άλλοι εργάζονταν στα τοπικά πλινθοποιεία, άλλοι απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες, ενώ το 1944, με την έντονη κρίση εργατικών χειρών στη Γερμανία, κατασκευάστηκε πολύ κοντά στο στρατόπεδο μια μικρή μονάδα παραγωγής αεροσκαφών «Focke-Wulf». Ήταν, ωστόσο, καθημερινή πρακτική η εκτέλεσή τους με πυροβόλα όπλα, απαγχονισμό, ξυλοδαρμό, άθλια διατροφή αλλά και ιατρικά πειράματα, όπως ενέσεις φαινόλης στην καρδιά. Αναφέρονται επίσης οι εργασίες του Δρα Ρούντολφ Σπάνερ (Rudolf Spanner), ο οποίος το 1940 επινόησε μια διαδικασία κατασκευής σάπωνος από ανθρώπινο λίπος. Το τελικό προϊόν το είχε ονομάσει "R.J.S. - Reines Judische Fett", δηλ. "αγνό εβραϊκό λίπος".[9]
Καθώς η γερμανική υποχώρηση είχε αρχίσει, οι άνδρες της SS αναγκάστηκαν να εκκενώσουν το στρατόπεδο, διαδικασία που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1945. Εκείνη την εποχή το στρατόπεδο και τα παραρτήματά του είχε σχεδόν 50.000 κρατουμένους, στην πλειοψηφία τους Εβραίους. Από αυτούς 5.000 περίπου επιλέχθηκαν για πορεία προς τη Βαλτική και, όταν εφθασαν εκεί, αναγκάστηκαν να μπουν στο νερό όπου εκτελέσθηκαν από πυρά πολυβόλων. Οι υπόλοιποι άρχισαν "πορεία θανάτου" προς την ανατολική Γερμανία, αλλά τα Σοβιετικά στρατεύματα την απέκοψαν, με συνέπεια οι κρατούμενοι να αναγκαστούν να επιστρέψουν στο Στούτχοφ. Τέτοιου τύπου πορεία μέσα στην καρδιά του χειμώνα στη βόρεια Πολωνία οδήγησε, όπως ήταν φυσικό, στον αποδεκατισμό των κρατουμένων. Έγινε προσπάθεια νέας εκκένωσης τον Απρίλιο, καθώς το Στούτχοφ βρέθηκε ολοσχερώς περικυκλωμένο από τις Σοβιετικές δυνάμεις. Η εκκένωση αυτή τη φορά έγινε μέσω θαλάσσης, κάτι που οδήγησε στον πνιγμό μεγάλου μέρους των κρατουμένων. Περίπου 4.000 από αυτούς στάλθηκαν στο στρατόπεδο του Νόιενγκάμμε, κοντά στο Αμβούργο, ενώ ένα μικρό σκάφος με 370 κρατουμένους εξώκειλε στη Δανική ακτή και έγινε δυνατή η διάσωση 351 από τους επιβαίνοντες. Κάποιοι άλλοι, λίγο πριν την παράδοση της Γερμανίας, οδηγήθηκαν στο Μάλμο της Σουηδίας και αφέθηκαν εκεί υπό την επίβλεψη της ουδέτερης χώρας.
Στις 9 Μαΐου 1945 άνδρες της 48ης Στρατιάς του Μετώπου της Λευκορωσίας του Κόκκινου Στρατού, υπό το Συνταγματάρχη Σ. Κ. Κυπλένκοβ (S.C. Cyplenkov) απελευθέρωσαν το Στούτχοφ.[3] Βρήκαν εκεί μόνον 100 περίπου κρατουμένους, που είχαν καταφέρει να κρυφτούν κατά την εκκένωση του στρατοπέδου.
Μετά τη λήξη του πολέμου κάποιοι από τους SS του Στούτχοφ συνελήφθησαν και δικάστηκαν. Ο Πάουλυ δικάστηκε από βρετανικό Στρατοδικείο, καθώς συνελήφθη στο Νόιενγκάμμε, και εκτελέστηκε. Ο Βέρνερ Χόππε καταδικάστηκε αρχικά σε φυλάκιση 5 ετών και 3 μηνών στη Γερμανία, ποινή που αυξήθηκε στα εννέα έτη ύστερα από έφεση. Στην Πολωνία έγιναν δύο δίκες προσωπικού και "κάπος" του στρατοπέδου: Μία κατά το διάστημα Απριλίου - Μαϊου 1946 (καταδικάστηκαν σε θάνατο 6 SS και 5 "κάπος", ποινές που εκτελέστηκαν στις 4 Ιουνίου 1946) και μια δεύτερη, τον Οκτώβριο του 1947, στην οποία καταδικάστηκαν σε θάνατο 9 SS και ένας "κάπο", ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε ελαφρύτερες ποινές. Δίκες έγιναν επίσης και στη Γερμανία, σε μια από τις οποίες ο επιλεγόμενος "Χασάπης του Στούτχοφ" Φριτς Ζελόνκε (Fritz Selonke) καταδικάστηκε απλά σε διετή φυλάκιση. Ο Ότο Κνοτ σε δίκη του στο Τύμπινγκεν της Γερμανίας το 1964 βρέθηκε αθώος ενώ δεν συνελήφθη ποτέ ο Δρ. Σπάνερ.