Το τακογιάκι (たこ焼き ή 蛸焼, Takoyaki) ή "μπάλες χταποδιού" είναι ιαπωνικό σνακ σε σχήμα μπάλας, που φτιάχνεται από κουρκούτι με βάση σιταρένιο αλεύρι και μαγειρεύεται σε ειδικό φορμαρισμένο τηγάνι. Συνήθως γεμίζεται με κιμά ή κομμένο σε κύβους χταπόδι (tako), κομματάκια τεμπούρα (tenkasu), τζίντζερ τουρσί (beni shoga), και φρέσκο κρεμμύδι (negi).[1][2] Οι μπάλες περιχύνονται με σάλτσα τακογιάκι (παρόμοια με την σάλτσα Γούστερσερ σος) και μαγιονέζα, και μετά πασπαλίζονται με πράσινα φύκια (aonori) και νιφάδες αποξηραμένης παλαμίδας (μπονίτο, bonito) (κατσούομπουσι, katsuobushi).
Η λέξη τακογιάκι προέρχεται από τη λέξη οτάκο, που σημαίνει χταπόδι και τη λέξη γιάκι. Το γίακι προέρχεται από το γιακού, (yaku) (焼く), που είναι μία από τις μεθόδους μαγειρέματος στην ιαπωνική κουζίνα, που σημαίνει «ψητό στη σχάρα» και μπορεί να βρεθεί στα ονόματα άλλων πιάτων της ιαπωνικής κουζίνας όπως το οκονομιγιάκι (okonomiyaki) και το ικαγιάκι (ikayaki) (άλλα διάσημα πιάτα της Οσάκα).[3][4]
Το τακογιάκι δημιουργήθηκε αρχικά στην Οσάκα,[5] όπου ένας πλανόδιος πωλητής ονόματι Τομεκίτσι Έντο το εφεύρε το 1935. Το τακογιάκι το εμπνεύστηκε από το ακασιγιάκι (akashiyaki), ένα μικρό στρογγυλό ζυμαρικό από την πόλη Ακάσι του νομού Χιόγκο φτιαγμένο από κουρκούτι πλούσιο σε αυγά και χταπόδι.[6] Το τακογιάκι ήταν αρχικά δημοφιλές στην περιοχή Κανσάι και αργότερα εξαπλώθηκε στην περιοχή Καντό και σε άλλες περιοχές της Ιαπωνίας. Το τακογιάκι συνδέεται με πάγκους με φαγητά του δρόμου γιατάι και υπάρχουν πολλά καταξιωμένα εστιατόρια με σπεσιαλιτέ τακογιάκι, ιδιαίτερα στην περιοχή Κανσάι. Το τακογιάκι πωλείται πλέον σε εμπορικά καταστήματα, όπως σούπερ μάρκετ και παντοπωλεία 24ωρης λειτουργίας.[7]Το τακογιάκι πωλείται σε καλοκαιρινές ιαπωνικές γιορτές.[4]
Είναι επίσης πολύ δημοφιλές στην ταϊβανέζικη κουζίνα λόγω της ιστορικής επιρροής του ιαπωνικού πολιτισμού.[8]
Το παλαιότερο γνωστό κατάστημα τακογιάκι είναι το Aizuya στην Οσάκα. Ιδρύθηκε από τον Τομεκίτσι Έντο και είναι ανοιχτό από τη δεκαετία του 1930. Το πρώτο τακογιάκι περιελάμβανε βόειο κρέας και konjac, αλλά αργότερα ο Έντο άλλαξε στη χρήση του πλέον παραδοσιακού χταποδιού και πρόσθεσε γεύση στο κουρκούτι. Τα τακογιάκι στη συνέχεια τρώγονται με καφέ σάλτσα, παρόμοια με τη σάλτσα Γούστερσερ σος. Τα τελευταία χρόνια, το τακογιάκι μπορεί να καταναλωθεί με διάφορες επικαλύψεις και γεύσεις, καθώς το τακογιάκι έχει εξελιχθεί στα δυτικά μέρη του κόσμου, όπου έχει επεκταθεί η κατανάλωσή του. Το φαγητό, γνωστό ως «μπάλες χταποδιού», έγινε γρήγορα δημοφιλές σε όλη την Ιαπωνία.[9][10]
Ένα ταψί τακογιάκι (たこ焼き器, takoyaki-ki) ή — πολύ πιο σπάνια — takoyaki-nabe (たこ焼き鍋) είναι συνήθως ένα ταψί κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο με ημισφαιρικά καλούπια.[2] Το βαρύ σίδερο θερμαίνει ομοιόμορφα τα τακογιάκι, τα οποία περιστρέφονται με μια λαβή κατά τη διαδικασία θέρμανσης για να τραβήξουν το άψητο κουρκούτι στη βάση της στρογγυλεμένης κοιλότητας. Οι εμπορικές κουζίνες τακογιάκι με αέριο χρησιμοποιούνται σε ιαπωνικά φεστιβάλ ή από πλανόδιους πωλητές. Για οικιακή χρήση, οι ηλεκτρικές εκδόσεις μοιάζουν με εστία μαγειρέματος. Διατίθενται επίσης εκδόσεις εστιών ηλεκτρικής κουζίνας.
Ένα παιδικό βιβλίο με το όνομα Takoyaki Mantoman δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1990 και αργότερα προσαρμόστηκε σε τηλεοπτική σειρά άνιμε παραγωγής του Studio Pierrot, που προβλήθηκε από τον Απρίλιο του 1998 έως τον Σεπτέμβριο του 1999. Το τακογιάκι εμφανίστηκε στην τηλεοπτική σειρά του Netflix, Street Food, στο επεισόδιο της Οσάκα της Ιαπωνίας.[11]