Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο Τζοβάννι Τζολίττι (ιταλ.Giovanni Giolitti, 27 Οκτωβρίου 1842 - 17 Ιουλίου 1928) ήταν Ιταλός πολιτικός, από τους διαπρεπέστερους στην ιστορία της χώρας. Διατέλεσε υπουργός Οικονομικών, Εσωτερικών και πέντε φορές Πρωθυπουργός της Ιταλίας, και αρχηγός του ιταλικού φιλελεύθερου κόμματος, μέσα σε μια δύσκολη εικοσαετία, εξεγέρσεων και απεργιακών κινητοποιήσεων, μέχρι την έκρηξη του Α' Π.Π., επί Βασιλείας Ουμβέρτου Α΄ και Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄. Θεωρείται ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιταλίας, μετά τον Μουσολίνι. Υπήρξε υποστηρικτής του φιλελευθερισμού και σπουδαίος μεταρρυθμιστής. Η εποχή του, αρχή του 20ου αιώνα, φέρεται με τ΄ όνομά του "Τζολιττιανή περίοδος" ή "Τζολιττιανή εποχή", η δε πολιτική του "Τζολιττισμός".
Ο Τζ. Τζολίττι γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1842 στο Μοντόβι του Πεδεμοντίου που την εποχή εκείνη ανήκε στο Βασίλειο της Σαρδηνίας. Γόνος μεσοαστικής επαρχιακής οικογένειας δικαστικών, αν και έχασε τον πατέρα του σε ηλικία ενός έτους προχώρησε σε σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Τορίνου σπουδάζοντας νομικά. Δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του, το 1862, διορίστηκε στο δημόσιο, ως οικονομικός σύμβουλος. Αναμιχθείς με την πολιτική εκλέχθηκε μέλος στη Κάτω Βουλή ή Βουλή των Αντιπροσώπων με την φιλελεύθερη αριστερή παράταξη.
Ο Τζολίττι έγινε ευρύτερα γνωστός όταν τον Φεβρουάριο του 1888 επίκρινε τον τότε υπουργό του Θησαυροφυλακίου (Οικονομικών) τον Αγκοστίνο Μαλιάνι τον οποίο και διαδέχθηκε στη θέση του τον επόμενο χρόνο, (9 Μαρτίου 1889). Τρία χρόνια αργότερα, στις 15 Μαΐου του 1892 εξελέγη πρωθυπουργός, θέση που διατήρησε για ένα χρόνο μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου του 1893.
Κατά την πρώτη του αυτή πρωθυπουργία ο Τζολίττι παρουσίασε ένα πλαίσιο προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αναδιοργάνωσης το οποίο όμως πολύ γρήγορα οδήγησε σε τραπεζικό σκάνδαλο. Παράλληλα όμως και η γενικότερη μετριοπαθής στάση του απέναντι στις απεργίες που σημειώθηκαν εκείνο τον καιρό στη Σικελία τον κατέστησαν αντιδημοφιλή με συνέπεια να παραιτηθεί ουσιαστικά τον Νοέμβριο του 1893.
Όταν στη συνέχεια ο διαδεχθείς αυτόν πρωθυπουργός Φραγκίσκος Κρίσπι του εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ για ανάμιξη στο τραπεζικό σκάνδαλο (το 1894), ο Τζολίττι παρουσίασε γραπτές μαρτυρίες οι οποίες όχι μόνο τον απάλλαξαν από τις κατηγορίες αλλά έγιναν μπούμεραγκ βλάπτοντας περισσότερο τον Κρίσπι. Μετά δε την πτώση του τελευταίου που συνέβη τον Μάρτιο του 1896, ο Τζολίττι βρέθηκε σε μια ευνοϊκή παρασκηνιακή θέση που του επέτρεψε αφενός να ασκεί επιρροή στο σχηματισμό κυβερνήσεων, αλλά και να τον κρατήσει έξω από την κρίση του 1898 – 1900.
Στο δε μεγάλο κύμα απεργιών που ξέσπασε το 1901 ο Τζολίττι, ακολουθώντας μια περισσότερο σοσιαλιστική γραμμή, σ΄ ένα σπουδαίο λόγο του που εξεφώνησε υποστήριξε ότι «η κυβέρνηση όφειλε να διαφυλάξει την δημόσια τάξη αλλά να μείνει ουδέτερη στη διαμάχη μεταξύ εργατικών συνδικάτων και της εργοδοσίας». Η θέση του αυτή τον επανέφερε, μετά από 7 χρόνια, στο προσκήνιο όπου και ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών τον Φεβρουάριο του 1901 στη κυβέρνηση του Γκιουζέπε Ζαναρντέλλι.
Το χρονικό διάστημα από της ανάληψης των καθηκόντων του υπουργού Εσωτερικών και των μετέπειτα πρωθυπουργιών του, που ακολούθησαν μέχρι το 1914, είναι αυτό που οι Ιταλοί χαρακτήρισαν ως «Τζολιττιανή εποχή». Χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου αυτής είναι ότι ο Τζολίττι παραμένοντας πιστός στην παραπάνω δήλωση άφησε ανενόχλητες τις διάφορες διαδηλώσεις όπου η απειθαρχία και οι επαναλήψεις τους ξεπέρναγαν τα όρια, γενόμενες περισσότερο βίαιες. Το γεγονός αυτό οδήγησε τελικά τον γηραιό πρωθυπουργό Γκιουζέπε Ζαναρντέλλι σε παραίτηση, την θέση του οποίου ανέλαβε ο Τζολίττι τον Νοέμβριο του 1903, θέση που διατήρησε μέχρι τον Μάρτιο του 1905.
Στις 3 Νοεμβρίου του 1903 ο Τζολίττι ανέλαβε 2η φορά πρωθυπουργός διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα πρωθυπουργό. Στη διάρκεια της θητείας του αυτής υπήρξε ιδιαίτερα ήρεμος απέναντι στις απεργίες που εξ αυτού άλλοι τον επαίνεσαν και άλλοι τον κατέκριναν.
Η τρίτη κυβέρνηση υπό τον Τζολίττι σχηματίσθηκε τον Μάιο του 1906. Την περίοδο αυτή ο Τζολίττι έθεσε σε εφαρμογή πολλές μεταρρυθμίσεις για τις οποίες και διακρίθηκε ιδιαίτερα. Τον Δεκέμβριο όμως του 1909, παρότι ήταν πολιτικά ισχυρός αναγκάσθηκε και πάλι να παραιτηθεί.
Στις ο Τζολίττι ανέλαβε για 4η φορά πρωθυπουργός. Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του αυτής, κάτω από έντονες εθνικιστικές πιέσεις αναγκάστηκε να υποχωρήσει όπου και ξέσπασε ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911 - 1912) κατάληξη του οποίου ήταν η κατάληψη της Λιβύης από τους Ιταλούς και η απόσπασή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρά ταύτα η δυσαρέσκεια που υπήρχε στη χώρα κατά της πολιτικής του τον υποχρέωσαν για άλλη μια φορά σε παραίτηση.
Για την είσοδο της Ιταλίας στον Α' Π.Π. ο Τζολίττι αντιτάχθηκε ιδιαίτερα σθεναρά με το επιχείρημα ότι η Ιταλία την εποχή εκείνη ήταν τελείως απροετοίμαστη τόσο σε πολεμικό εξοπλισμό, όσο και στην αναγκαία οργάνωση του στρατού. Έτσι τον Αύγουστο του 1914 η Ιταλία δηλώνει ουδετερότητα. Παρά ταύτα τον επόμενο χρόνο τον Μάιο του 1915 η Ιταλία τέθηκε στο πλευρό της Αντάντ.
Η 5η και τελευταία πρωθυπουργία του Τζολίττι ξεκίνησε στις 15 Ιούνιο του 1920 με κύριο βάρος την ανασυγκρότηση της Χώρας. Και σ΄ αυτή την πρωθυπουργία ανέχθηκε τις διάφορες απεργιακές κινητοποιήσεις αλλά το ουσιαστικότερο ήταν ότι απέφυγε να καταστείλει τις ένοπλες φασιστικές μονάδες κρούσης τις λεγόμενες "σκουαντίστρι" με τις οποίες σιγά σιγά άρχισαν να εδραιώνονται οι φασίστες. Πολλοί θεώρησαν ότι ο Τζολίττι την περίοδο εκείνη που χαρακτηρίστηκε ως κόκκινη διετία ή κόκκινα χρόνια, δέχθηκε πρόθυμα πολιτική υποστήριξη που του παρείχαν οι ομάδες αυτές. Τελικά και αυτή την φορά, τελευταία, στις 4 Ιουλίου του 1921 ακολούθησε την οδό της παραίτησης.
Αν και στη συνέχεια φερόταν να υποστηρίζει τους φασίστες όπου τον Οκτώβριο του 1922 πορεύθηκαν προς τη Ρώμη, τον Νοέμβριο του 1924 απέσυρε επίσημα την υποστήριξή του, καταψηφίζοντας τον σχετικό νόμο περιορισμού του τύπου.
Ο Τζοβάνι Τζολίττι πέθανε εν ενεργεία πολιτικός στο Καβούρ του Πιεμόντε στις 17 Ιουλίου του 1928, σε ηλικία 85 ετών.