Ο Χένρυ Άντινγκτον, 1ος υποκόμης του Σίντμαουθ (αγγλ. Henry Addington, 1st Viscount Sidmouth, 30 Μαΐου 1757 – 15 Φεβρουαρίου 1844) ήταν Βρετανός πολιτικός του συντηρητικού κόμματος (Τόρυς), που διετέλεσε Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από τις 17 Μαρτίου 1801 μέχρι τις 10 Μαΐου 1804.
Ο Άντινγκτον είναι γνωστότερος για τη σύναψη της Συνθήκης της Αμιένης το 1802, μιας δυσμενούς για τη Βρετανία συνθήκης ειρήνης με τη Γαλλία του Ναπολέοντα που σηματοδότησε το τέλος του Πολέμου του Β΄ Συνασπισμού κατά της νεογέννητης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η συνθήκη κατέρρευσε σύντομα και ο Άντινγκτον επανέλαβε τον πόλεμο χωρίς συμμάχους. Διεξήγαγε σχετικώς ασθενή αμυντικό πόλεμο, προτού ξεσπάσει ο Πόλεμος του Γ΄ Συνασπισμού. Υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία και τον διαδέχθηκε ο προκάτοχος του σε αυτήν, ο Ουίλιαμ Πιτ ο νεότερος. Ο Άντινγκτον είναι επίσης γνωστός για την αντιδραστική καταστολή στο εσωτερικό των υποστηρικτών δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, όταν ακόμα ήταν «Γραμματέας του Κράτους επί των Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου» από το 1812 έως το 1822 (υπήρξε η μακρότερη συνεχή θητεία κατόχου αυτού του αξιώματος αφότου δημιουργήθηκε το 1782).
Ο Χ. Άντινγκτον ήταν γιος του ονομαστού γιατρού Άντονυ Άντινγκτον και της συζύγου του Μαίρυ, θυγατέρας του αιδεσιμότατου Χάβιλαντ Τζων Χίλυ (Hiley), διευθυντή του Σχολείου του Ρέντινγκ. Επειδή ο πατέρας του ήταν ο προσωπικός ιατρός του παλαιού πρωθυπουργού Γουίλιαμ Πιτ του Πρεσβύτερου, ο Χένρυ ήταν παιδικός φίλος του γιου του, του Ουίλιαμ Πιτ του νεότερου, και εκπαιδεύθηκε στο Σχολείο του Ρέντινγκ και το Κολέγιο του Γουίντσεστερ. Μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μαθήτευσε νομικά στο Λίνκολνς Ιν. Πήρε ως σύζυγό του την Ούρσουλα Μαίρυ Χάμοντ (Ursula Mary Hammond) το 1781 και μαζί απέκτησαν οκτώ τέκνα, από τα οποία τα δύο απεβίωσαν προτού ενηλικιωθούν. Η Ούρσουλα πέθανε το 1811 και το 1823 ο Άντινγκτον νυμφεύθηκε τη χήρα Μαριάν Τάουνσεντ, κόρη του δικαστικού Γουίλιαμ Σκοτ, βαρόνου Στόγουελ.
Ο Άντινγκτον εκλέχθηκε βουλευτής στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1784, εκπροσωπόντας την εκλογική περιφέρεια Ντιβάιζιζ του Γουίλτσιαρ και εκλεγόταν συνεχώς από τότε μέχρι το 1805. Στις 8 Ιουνίου 1789 έγινε Πρόεδρος της Βουλής των Κοινοτήτων, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 1801. Τότε ο Ουίλιαμ Πιτ ο νεότερος παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και επέμεινε, όπως και ο Βασιλιάς Γεώργιος Γ΄, να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Άντινγκτον, όπως και έγινε παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου.
Ως πρωθυπουργός ασχολήθηκε περισσότερο με την εξωτερική πολιτική, όπως απαιτούσε και η εποχή, αν και στο εσωτερικό είχε επιτυχία[8] ως Καγκελάριος του Θησαυροφυλακίου του Ηνωμένου Βασιλείου (υπουργός Οικονομικών) σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, διπλασιάζοντας τις εισπράξεις του φόρου εισοδήματος χάρη σε μεταρρυθμίσεις που επέφερε.