Χανς Πφίτσνερ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Hans Pfitzner (Γερμανικά) |
Γέννηση | 5 Μαΐου 1869[1][2][3] Μόσχα[4][5] |
Θάνατος | 22 Μαΐου 1949[2][5] Σάλτσμπουργκ[6][5] |
Τόπος ταφής | Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[2][7] Ρωσικά[7] |
Σπουδές | Hoch Conservatory |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης διευθυντής ορχήστρας διδάσκων πανεπιστημίου συγγραφέας πιανίστας |
Εργοδότης | Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου |
Αξιοσημείωτο έργο | Das Christ-Elflein |
Οικογένεια | |
Γονείς | Robert Pfitzner |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Δαχτυλίδι της Τιμής της πόλης της Βιέννης Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες Βραβείο Γκαίτε (1934) Goethe Plaque of the City of Frankfurt (1940) Βαυαρικό Μαξιμιλιανό Τάγμα για τις Επιστήμες και Τέχνες (1926) Pour le Mérite[8] honorary golden medal of the state capital Munich |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χανς Έριχ Πφίτσνερ (γερμ. Hans Erich Pfitzner, 5 Μαΐου 1869 – 22 Μαΐου 1949) ήταν Γερμανός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, αυτοχαρακτηριζόμενος ως «αντιμοντερνιστής». Το γνωστότερο έργο του είναι η μεταρομαντική όπερα Παλεστρίνα (1917), βασισμένη χαλαρά στη ζωή του Ιταλού συνθέτη του 16ου αιώνα Τζοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα και του έργου του Missa Papae Marcelli. Επίσης ήταν ικανός δάσκαλος της μουσικής.
Ο Πφίτσνερ γεννήθηκε στη Μόσχα, όπου ο πατέρας του έπαιζε βιολοντσέλο στην ορχήστρα ενός θεάτρου. Η οικογένεια επέστρεψε στη γενέτειρα πόλη του πατέρα, τη Φραγκφούρτη, το 1872. Ο Χανς ήταν τότε νήπιο και θεωρούσε πάντοτε ιδιαίτερη πατρίδα του τη Φραγκφούρτη. Ο πατέρας του τού έκανε από ενωρίς μαθήματα βιολιού και σε ηλικία 11 ετών ο Χανς συνέθεσε τα πρώτα μουσικά έργα του. Το 1884 έγραψε τα πρώτα τραγούδια του και από το 1886 έως το 1890 σπούδασε σύνθεση με καθηγητή τον Ίβαν Κνορ και πιάνο με τον Τζέιμς Κβαστ στη Μουσική Σχολή Χοχ της Φραγκφούρτης. (Αργότερα νυμφεύθηκε την κόρη του Κβαστ, τη Μιμή, που ήταν και εγγονή του Φέρντιναντ Χίλερ.) Νεαρός ακόμα, ο Πφίτσνερ δίδαξε πιάνο και θεωρία στο Ωδείο του Κόμπλεντς το 1892-1893. Το 1894 διορίσθηκε μαέστρος στο Κρατικό Θέατρο του Μάιντς, αλλά έμεινε στη θέση αυτή μόλις μερικούς μήνες. Αργότερα διετέλεσε ως Α΄ Kapellmeister στο μουσικό Θέατρο της Δύσης στο Βερολίνο, αλλά η πρώτη θέση της ζωής του με αξιοπρεπή μισθό ήταν αυτή του διευθυντή όπερας και επικεφαλής του Ωδείου του Στρασβούργου το 1908, δηλαδή σε ηλικία σχεδόν 40 ετών.
Στο υπό γερμανική κατοχή Στρασβούργο ο συνθέτης βρήκε επιτέλους κάποια επαγγελματική σταθερότητα και μπόρεσε για πρώτη φορά να διευθύνει τις δικές του όπερες. Από τότε θεωρούσε τον έλεγχο της σκηνοθεσίας στις όπερες δική του υπόθεση, κάτι που του προκάλεσε δυσκολίες στην υπόλοιπη σταδιοδρομία του. Αλλά με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τον Νοέμβριο του 1918, το Στρασβούργο προσαρτήθηκε και πάλι στη Γαλλία και ο Πφίτσνερ έμεινε επαγγελματικά μετέωρος στα 50 του. Το γεγονός αυτό επεδείνωσε δυσκολίες του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του: έναν ελιτισμό, μια πεποίθηση ότι του χρωστούσαν κάποιες παροχές για την προσφορά του στη γερμανική τέχνη, κοινωνική αδεξιότητα και έλλειψη τακτ, καθώς και μια ειλικρινής πίστη ότι η μουσική του δεν είχε αντάξιά της αναγνώριση.[9] Η πικρία του και η πολιτισμική του απαισιοδοξία βάθυναν τη δεκαετία του 1920 με τον θάνατο της συζύγου του (1926) και με την προσβολή από μηνιγγίτιδα του μεγαλύτερου γιου του, του Πάουλ, που από τότε παρέμεινε με ιατρική φροντίδα σε ίδρυμα.
Το 1895 ο Ρίχαρντ Μπρούνο Χάιντριχ ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο στην πρώτη όπερα του συνθέτη, την Der arme Heinrich, βασισμένη στο ομώνυμο μεσαιωνικό ποίημα του Χάρτμαν φον Άουε. Το αριστούργημα του Πφίτσνερ, η όπερα Παλεστρίνα, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Μόναχο στις 12 Ιουνίου 1917 με μαέστρο τον Γερμανοεβραίο Μπρούνο Βάλτερ. Την παραμονή του θανάτου του τον Φεβρουάριο του 1962, ο Βάλτερ υπαγόρευσε το τελευταίο γράμμα του, που κατέληγε: «Παρ' όλες τις σκοτεινές εμπειρίες του σήμερα, είμαι ακόμη πεπεισμένος ότι η όπερα Palestrina θα παραμείνει. Το έργο έχει όλα τα στοιχεία της αθανασίας.»[10]
Το κατά πολύ γνωστότερο από όλα τα πεζά κείμενα του Πφίτσνερ είναι η διακήρυξή του Futuristengefahr (= «Ο κίνδυνος των φουτουριστών»), γραμμένη ως απάντηση στο Σκιαγράφημα για μια νέα αισθητική της μουσικής του Φερρούτσιο Μπουζόνι. «Ο Μπουζόνι», εξηγεί ο Πφίτσνερ, «τοποθετεί όλες τις ελπίδες του για τη Δυτική μουσική στο μέλλον και αντιλαμβάνεται το παρόν και το παρελθόν ως μια διστακτική απαρχή, ως μια απλή προετοιμασία για το μέλλον. Αλλά αν είναι αντίθετα τα πράγματα; Αν σήμερα βρίσκουμε τους εαυτούς μας σε ένα σημείο ακμής, ή ακόμα περισσότερο αν έχουμε ήδη περάσει αυτό το σημείο;»
Η σχέση του Πφίτσνερ με το ναζιστικό καθεστώς και τους εκπροσώπους του αποτελεί ένα σύνθετο και αμφιλεγόμενο ζήτημα. Αρχικώς τον συμπαθούσαν για τον εθνικισμό του σημαντικά πρόσωπα της Ναζιστικής Γερμανίας, ιδίως ο Χανς Φρανκ. Σύντομα όμως ηγετικά μέλη του καθεστώτος απογοητεύθηκαν από τη μακρά μουσική συνεργασία του με τον εβραϊκής καταγωγής μαέστρο Μπρούνο Βάλτερ. Επέσυρε επίσης την οργή των ναζιστών επειδή αρνήθηκε να υπακούσει στην απαίτηση του καθεστώτος να γράψει νέα μουσική για το έργο του Σαίξπηρ Όνειρο Θερινής Νυκτός, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε αντικατάσταση της αντίστοιχης διάσημης μουσικής του Εβραίου Μέντελσον. Ο Πφίτσνερ επέμεινε ότι το έργο του Μέντελσον ήταν πολύ καλύτερο από οτιδήποτε θα μπορούσε να προσφέρει ο ίδιος ως υποκατάστατο.
Στην πραγματικότητα ο Πφίτσνερ και ο Χίτλερ είχαν συναντηθεί τυχαία σε ανύποπτο χρόνο, το 1923: Ο συνθέτης νοσηλευόταν μετά από εγχείρηση χοληδόχου κύστης, όταν ο Άντον Ντρέξλερ, που γνώριζε και τους δύο καλά, κανόνισε να τον επισκεφθεί ο Χίτλερ, ο οποίος αναζητούσε τότε οπαδούς στον χώρο του πολιτισμού. Στη συνάντηση ο Χίτλερ μίλησε την περισσότερη ώρα, ενώ ο Πφίτσνερ τόλμησε να τον αντικρούσει στη γνώμη του για τον αντισημίτη και ομοφυλόφιλο αυτόχειρα διανοητή Όττο Βάινινγκερ, οπότε ο Χίτλερ απεχώρησε αναστενάζοντας. Αργότερα ο Χίτλερ είχε πει στον επικεφαλής του επί των πολιτιστικών θεμάτων Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ ότι δεν ήθελε «καμία περαιτέρω σχέσιν με αυτόν τον Εβραίο ραββίνο». Αλλά ο συνθέτης, μη γνωρίζοντας αυτή τη δήλωση, νόμιζε ότι ο Χίτλερ διέκειτο ευμενώς προς αυτόν.
Ωστόσο, όταν το Ναζιστικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία το 1933, ο Ρόζενμπεργκ στρατολόγησε τον Πφίτσνερ (αν και καθόλου καλό ομιλητή) να δώσει διαλέξεις στη ναζιστική οργάνωση Kampfbund für deutsche Kultur και ο συνθέτης δέχθηκε, ελπίζοντας να βοηθηθεί έτσι στην εξεύρεση κάποιας καλής θέσεως. Ο Χίτλερ όμως φρόντισε να μην επιλεγεί ο Πφίτσνερ για τη θέση του διευθυντή της Όπερας του Ντύσσελντορφ, ούτε για τη θέση του Generalintendant (γενικού υπευθύνου) της Δημοτική Όπερα του Βερολίνου, παρά το ότι αμφότερες οι θέσεις ήταν «κρατημένες» για εκείνον.
Το 1934 ο Πφίτσνερ έχασε τις θέσεις του ως μαέστρου της όπερας, σκηνοθέτη της όπερας και καθηγητή, συνταξιοδοτούμενος υποχρεωτικώς με ελάχιστη σύνταξη. Το 1939 είχε πλέον απογοητευθεί τελείως από το ναζιστικό καθεστώς, εκτός του Χανς Φρανκ με τον οποίο υπήρχε μέχρι τέλους ένας αμοιβαίος σεβασμός.
Οι απόψεις του Πφίτσνερ για το «εβραϊκόν ζήτημα» ήταν αντιφατικές[9]: Θεωρούσε την «εβραιοσύνη» ως πολιτιστικό αντί φυλετικό χαρακτηριστικό. Μια δήλωσή του το 1930 που τού προκάλεσε δυσκολίες ήταν ότι, αν και οι Εβραίοι ως σύνολο ίσως να αποτελούσαν «κίνδυνο για τη γερμανική πνευματική ζωή και τον γερμανικό πολιτισμό», ωστόσο πολλοί Εβραίοι είχαν πράξει πολλά υπέρ της Γερμανίας καί ότι ο αντισημιτισμός per se έπρεπε να καταδικασθεί.[11] Για τον λόγο αυτόν ήταν πρόθυμος σε εξαιρέσεις από μια γενική πολιτική αντισημιτισμού. Συνέστησε π.χ. το ανέβασμα της όπερας του Χάινριχ Μάρσνερ Ο Ναΐτης και η Εβραία, προστάτευσε τον Εβραίο μαθητή του Φέλιξ Βόλφες (Felix Wolfes, 1892-1971), βοήθησε μαζί με τον διευθυντή ορχήστρας Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ τον νεαρό μαέστρο Χανς Σβήγκερ, ο οποίος είχε Εβραία σύζυγο, και διετήρησε τη φιλία του με τον Μπρούνο Βάλτερ και ιδίως με τον παιδικό φίλο του δημοσιογράφο Πάουλ Κόσμαν, έναν μη θρήσκο Εβραίο που φυλακίσθηκε το 1933. Συνεργάσθηκε με Εβραίους μουσικούς σε όλη τη σταδιοδρομία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνόδευε συχνά σε συναυλίες τη φημισμένη τότε κοντράλτο Οτιλίε Μέτσγκερ-Λάτερμαν, που αργότερα δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς, ενώ της είχε αφιερώσει τα 4 άσματά του, Op. 19, ήδη από το 1905. Επίσης είχε αφιερώσει τα τραγούδια που αποτελούν το Op. 24 στον Εβραίο κριτικό Άρτουρ Ελοέσερ το 1909. Από την άλλη πλευρά, ο Πφίτσνερ διατηρούσε στενές επαφές με ακραίους αντισημίτες, όπως τους μουσικοκριτικούς Βάλτερ Άμπεντροτ και Βίκτορ Γιουνκ.
Το σπίτι του συνθέτη καταστράφηκε από βομβαρδισμό του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε ο Πφίτσνερ βρέθηκε το 1945 άστεγος και με νοητικά προβλήματα. Μεταπολεμικώς όμως του δόθηκε σύνταξη εκ νέου και επιτράπηκε να παίζονται όλα τα έργα του, ενώ του εξασφαλίσθηκε η διαμονή στο γηροκομείο του Σάλτσμπουργκ, στην Αυστρία, όπου και απεβίωσε τέσσερα έτη αργότερα, σε ηλικία οδόντα ετών. Δύο μήνες μετά τον θάνατό του, ο Φούρτβενγκλερ διεύθυνε μια εκτέλεση της Συμφωνίας σε Ντο μείζονα του Πφίτσνερ στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ με τη Φιλαρμονική της Βιέννης. Μετά από μακρά περίοδο λησμονιάς, η μουσική του Πφίτσνερ άρχισε να ξανακούγεται στις όπερες, στις αίθουσες συναυλιών και στα στούντιο ηχογραφήσεως μετά το 1990.
Το 2001 η μουσικολόγος Ζαμπίνε Μπους εξέτασε την ανάμιξη του συνθέτη με το ναζιστικό καθεστώς, βασισμένη και σε έως τότε άγνωστο υλικό. Συμπέρανε ότι ο Πφίτσνερ συμμάχησε με ναζιστές για τους οποίους πίστευε πως θα προήγαν τη μουσική του και πικράθηκε όταν οι ναζιστές έκριναν ότι η μουσική του «ελιτιστή παλαιού δεξιοτέχνη» είχε «μικρή αξία για την προπαγάνδα τους».[12] Από την άλλη ο Πφίτσνερ ήταν πιστός Χριστιανός και η όπερά του Παλεστρίνα τού απέφερε τον προσωπικό έπαινο του Πάπα.[13]
Ο Χανς Πφίτσνερ έγραψε μουσική σε όλες τις κλασικές φόρμες (εκτός από το συμφωνικό ποίημα) και έχαιρε σεβασμού από συγχρόνους του όπως ο Γκούσταβ Μάλερ και ο Ρίχαρντ Στράους, οι οποίοι δεν νοιάζονταν πολύ για την ενδογενώς απωθητική συμπεριφορά του. Παρά το ότι η μουσική του προδίδει βαγκνερικές επιδράσεις, ο συνθέτης δεν ελκυόταν από το Μπάυροϊτ. Τα έργα του συνδυάζουν ρομαντικά και υστερορομαντικά στοιχεία με εκτεταμένη θεματική ανάπτυξη, ατμοσφαιρικότητα στις όπερες και την οικειότητα της μουσικής δωματίου. Δημιούργησε ένα πολύ προσωπικό κλάδο της κλασικής/ρομαντικής παραδόσεως και της συντηρητικής μουσικής αισθητικής[14], και υπερασπίσθηκε το ιδιαίτερο ύφος της μουσικής του με δικά του κείμενα.[15]
Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτα είναι τα πολλά και λεπταίσθητα λήντερ του, επηρεασμένα από τον Χούγκο Βολφ, αλλά με τη δική τους, μάλλον μελαγχολική, χάρη. Αρκετά από αυτά ηχογραφήθηκαν τη δεκαετία του 1930 από τον διακεκριμένο βαρύτονο Γκέραρντ Χυς, με τον συνθέτη στο πιάνο. Η πρώτη του συμφωνία είχε μια ασυνήθιστη γένεση: δεν συνελήφθη με ορχηστρικούς όρους, αλλά υπήρξε μια επεξεργασία ενός έργου για κουαρτέτο εγχόρδων. Τα έργα προδίδουν μια ευσεβή έμπνευση και, παρά το ότι λαβαίνουν μια ύστερη ρομαντική ποιότητα, παρουσιάζουν και ιδιότητες συνδεόμενες με την αύξουσα δυσχέρεια ενός σύγχρονου ιδιώματος.[16] For example, composer Αρτύρ Ονεγκέρ γράφει το 1955, αφού πρώτα επικρίνει την υπερβολική πολυφωνικότητα (και τη μακρότατη ορχηστρική γραφή) σε ένα μεγάλο δοκίμιο αφιερωμένο στην όπερα Παλεστρίνα: «Μουσικώς, το έργο φανερώνει έναν ανώτερο σχεδιασμό, ο οποίος απαιτεί τον σεβασμό. Τα θέματα είναι καθαρά σχηματισμένα, πράγμα που διευκολύνει την παρακολούθησή τους...»[17]
Οι Ρίχαρντ Στράους και Γκούσταβ Μάλερ, χαρακτήρισαν το πρώτο κουαρτέτο εγχόρδων του, σε Ρε μείζονα, (1902-1903) ως αριστούργημα.[18] Ο Τόμας Μαν σε κείμενό του τον Οκτώβριο του 1917 εξύμνησε την όπερα Παλεστρίνα και το επόμενο έτος συνίδρυσε την «Ένωση Χανς Πφίτσνερ για τη γερμανική μουσική». Ωστόσο αναπτύχθηκαν εντάσεις μεταξύ Μαν και Πφίτσνερ, και οι δυο τους διέκοψαν τις σχέσεις τους έως το 1926.
Μετά το 1925 περίπου η μουσική του Πφίτσνερ άρχισε να επισκιάζεται όλο και περισσότερο από τη μουσική του Ρίχαρντ Στράους. Η όπερα του Πφίτσνερ Das Herz (1932) ήταν αποτυχημένη. Ο Πφίτσνερ παρέμεινε μια περιθωριακή μορφή στη μουσική ζωή της ναζιστικής Γερμανίας και η μουσική του παιζόταν λιγότερο συχνά από όσο στις ύστερες μέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.[19]
Ο Γερμανός μουσικοκριτικός Hans Heinz Stuckenschmidt, σε κείμενό του το 1969, βλέπει τη μουσική του Πφίτσνερ με μια αμφισημία και τη θεωρεί μια συντηρητική επανάσταση ενάντια σε όλο τον μοντερνιστικό κομφορμισμό.[20]
Τίτλος | Περιγραφικός υπότιτλος | Αρ. έργου | Λιμπρετίστας | Έτος | Πρεμιέρα | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|---|---|
Der arme Heinrich | Μελόδραμα σε 3 πράξεις | WoO 15 | Τζέιμς Γκρουν (1868-1928) από το ποίημα του Χ. φον Άουε | 1891-1893 | 1895, Μάιντς | Ο Ρίχαρντ Μπρούνο Χάιντριχ τραγούδησε στην πρεμιέρα |
Die Rose vom Liebesgarten | Ρομαντική όπερα με πρελούδιο, 2 πράξεις και επίλογο | WoO 16 | Τζέιμς Γκρουν | 1897-1900 | 1901, Έλμπερφελντ | |
Das Christ-Elflein (1η εκδοχή) | Χριστουγεννιάτικη ιστορία | Op. 20 | Ίλζε φον Σταχ | 1906 | 1906, Μόναχο | |
Das Christ-Elflein (2η εκδοχή) | Spieloper σε 2 πράξεις | Op. 20 | Ίλζε φον Σταχ & Πφίτσνερ | 1917 | 1917, Δρέσδη | Επιπλέον αδημοσίευτη αναθεώρηση το 1944 |
Παλεστρίνα | Μουσικός θρύλος σε 3 πράξεις | WoO 17 | Πφίτσνερ | 1909-1915 | 1917, Μόναχο | Το γνωστότερο έργο του συνθέτη |
Das Herz | Δράμα για μουσική σε 3 πράξεις (4 σκηνές) | Op. 39 | Χανς Μάνερ-Μονς (1883-1956) | 1930-1931 | 1931, Βερολίνο και Μόναχο |
Έργο | Αρ. έργου | Έτος | Σημειώσεις |
---|---|---|---|
Σκέρτσο σε Ντο ελάσσονα | – | 1887 | |
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Λα ελάσσονα | Op. Post. | 1888 | |
Μουσική επένδυση του θεατρ. έργου του Ίψεν Η γιορτή στο Σολχάουγκ | – | 1890 | |
Herr Oluf | Op. 12 | 1891 | μπαλάντα για βαρύτονο και ορχήστρα |
Die Heinzelmännchen | Op. 14 | 1902-03 | μπαλάντα για βαθύφωνο και ορχήστρα |
Das Käthchen von Heilbronn | Op. 17 | 1905 | μουσική επένδυση |
Κοντσέρτο για πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα | Op. 31 | 1922 | για τον Βάλτερ Γκήζεκινγκ |
Κοντσέρτο για βιολί σε Σι ελάσσονα | Op. 34 | 1923 | για την Άλμα Μούντι |
Lethe | Op. 37 | 1926 | για βαρύτονο και ορχήστρα |
Συμφωνία σε Ντο δίεση ελάσσονα | Op. 36a | 1932 | Προσαρμογή από το κουαρτέτο εγχόρδων, Op. 36 |
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Σολ μείζονα | Op. 42 | 1935 | για τον Γκασπάρ Κασαντό |
Ντουέτο για βιολί, βιολοντσέλο και μικρή ορχήστρα | Op. 43 | 1937 | |
Μικρή συμφωνία σε Σολ μείζονα | Op. 44 | 1939 | |
Ελεγείο και ροντελέ | Op. 45 | 1940 | |
Συμφωνία σε Ντο μείζονα | Op. 46 | 1940 | «An die Freunde» |
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Λα ελάσσονα | Op. 52 | 1944 | για τον Λούντβιχ Χαίλσερ |
Χαιρετισμοί από την Κρακοβία | Op. 54 | 1944 | |
Φαντασία σε Λα ελάσσονα | Op. 56 | 1947 |
Τίτλος | Αρ. έργου | Έτος | Σημειώσεις |
---|---|---|---|
Τρίο πιάνων σε Σι ύφεση μείζονα | – | 1886 | ολοκληρώθηκε από τον Γκέραρντ Φρόμελ |
Κουαρτέτο εγχόρδων [No 1.] σε Ρε ελάσσονα | – | 1886 | |
Σονάτα σε Φα δίεση ελάσσονα (βιολοντσέλο και πιάνο) | Op. 1 | 1890 | «Das Lied soll schauern und beben…» |
Τρίο πιάνων σε Φα μείζονα | Op. 8 | 1890-1896 | |
Κουαρτέτο εγχόρδων [No. 2] σε Ρε μείζονα | Op. 13 | 1902-1903 | |
Κουιντέτο πιάνων σε Ντο μείζονα | Op. 23 | 1908 | |
Σονάτα σε Μι ελάσσονα για βιολί και πιάνο | Op. 27 | 1918 | |
Κουαρτέτο εγχόρδων [No. 3] σε Ντο δίεση ελάσσονα | Op. 36 | 1925 | |
Κουαρτέτο εγχόρδων [No. 4] σε Ντο ελάσσονα | Op. 50 | 1942 | |
Ανορθόγραφο φουγκάτο | – | 1943 | για κουαρτέτο εγχόρδων |
Σεξτέτο σε Σολ ελάσσονα | Op. 55 | 1945 | για κλαρίνο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και πιάνο |
Τίτλος | Αρ. έργου | Έτος | Σημειώσεις |
---|---|---|---|
5 κομμάτια για πιάνο | Op. 47 | 1941 | |
6 μελέτες | Op. 51 | 1942 | για πιάνο |
Τίτλος | Αρ. έργου | Έτος | Σημειώσεις |
---|---|---|---|
Der Blumen Rache | – | 1888 | μπαλάντα for women's chorus, alto & orchestra (after Ferdinand Freiligrath) |
Du altes Jahr. Rundgesang zum Neujahrsfest 1901 | – | 1900 | για βαθύφωνο, μεικτή ή ανδρική χορωδία και πιάνο |
Columbus | Op. 16 | 1905 | για μεικτή χορωδία |
Gesang der Barden | – | 1906 | για ανδρική χορωδία και ορχήστρα |
Δύο γερμανικά τραγούδια | Op. 25 | 1915-1916 | για βαρύτονο, ανδρική χορωδία ad. lib. και ορχήστρα |
Von Deutscher Seele | Op. 28 | 1921 | για 4 σολίστες, μεικτή χορωδία, ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο |
Das dunkle Reich | Op. 38 | 1929 | Χορωδιακή φαντασία με σοπράνο, βαρύτονο, ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο |
Fons Salutifer | Op. 48 | 1941 | ύμνος για μεικτή χορωδία, ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο |
Δύο ανδρικές χορωδίες | Op. 49 | 1941 | |
Τρία τραγούδια | Op. 53 | 1944 | για ανδρική χορωδία και ορχήστρα δωματίου |
Urworte. Orphisch | Op. 57 | 1948-49 | cantata for four soloists, mixed chorus, orchestra and organ, completed by Robert Rehan |
Α/Α έργου | Τίτλος | Έτος | Στίχοι | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
– | Έξι πρώιμα τραγούδια | 1884-1887 | Γιούλιους Στουρμ, Μ. Γκραφ-Μπαρτόλομιου, Λούντβιχ Ούλαντ, Όσκαρ φον Ρέντβιτς, Έντουαρντ Μέρικε, Ρόμπερτ Ράινικ |
για πολύ υψηλή φωνή |
2 | Επτά τραγούδια | 1888-1889 | Ρίχαρντ φον Φόλκμαν, Χέρμαν Λινγκ, Άλντοφ Μπέτγκερ, Αλεξάντερ Κάουφμαν, ανώνυμος |
Τα αρ. 2, 5, 6, 7 ενορχηστρωμένα |
3 | Τρία τραγούδια | 1888-1889 | Φρήντριχ Ρύκερτ, Φρήντριχ φον Σάλετ, Εμάνουελ Γκάιμπελ | για μέση φωνή, τα 2, 3 ενορχηστρωμένα |
4 | Τέσσερα τραγούδια | 1888-1889 | Χάινριχ Χάινε | για μέση φωνή, επίσης ενορχηστρωμένα |
5 | Τρία τραγούδια | 1888-1889 | Γιόζεφ φον Άιχεντορφ | για σοπράνο, το 1ο ενορχηστρωμένο |
6 | Έξι τραγούδια | 1888-1889 | Χάινε, Γκρουν, Πάουλ Νικόλαους Κόσμαν | για υψηλό βαρύτονο |
7 | Πέντε τραγούδια | 1888-1900 | Βόλφγκανγκ φον Καίνιγκσβίντερ, Άιχεντορφ, Πάουλ Χάιζε, Γκρουν | το 3ο ενορχηστρωμένο |
9 | Πέντε τραγούδια | 1894-1895 | Άιχεντορφ | ):( |
10 | Τρία τραγούδια | 1889-1901 | Ντέτλεφ φον Λίλενκρον, Άιχεντορφ | για μέση φωνή |
11 | Πέντε τραγούδια | 1901 | Φρήντριχ Χέμπελ, Λούντβιχ Γιακομπόβσκι, Άιχεντορφ, Ρίχαρντ Ντέμελ, Καρλ Χέρμαν Μπούσε |
τα 4 και 5 ενορχηστρωμένα |
– | «Untreu und Trost» | 1903 | Άνον | για μέση φωνή, επίσης και ενορχηστρωμένο |
15 | Τέσσερα τραγούδια | 1904 | Μπούσε, Άιχεντορφ, φον Σταχ | τα 2, 3 και 4 ενορχηστρωμένα |
18 | «An den Mond» | 1906 | Γκαίτε | μεγαλύτερης διάρκειας (περ. 8 λεπτά), επίσης και ενορχηστρωμένο |
19 | Δύο τραγούδια | 1905 | Μπούσε | |
21 | Δύο τραγούδια | 1907 | Χέμπελ, Άιχεντορφ | για υψηλή φωνή |
22 | Πέντε τραγούδια | 1907 | Άιχεντορφ, Άντελμπερτ φον Σαμίσο, Γκότφρηντ Άουγκουστ Μπύργκερ | ):( |
24 | Τέσσερα τραγούδια | 1909 | Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε, Πετράρχης (σε μετάφρ. Καρλ Άουγκουστ Φέρστερ), Φρήντριχ Λήνχαρτ |
το 1ο ενορχηστρωμένο |
26 | Πέντε τραγούδια | 1916 | Φρήντριχ Χέμπελ, Άιχεντορφ, Γκότφρηντ Άουγκουστ Μπύργκερ, Γκαίτε | το 2ο και το 4ο ενορχηστρωμένα |
29 | Τέσσερα τραγούδια | 1921 | Χαίλντερλιν, Ρύκερτ, Γκαίτε, Νταίμελ | αφιερωμένο στην οικογένειά του, το 3ο ενορχηστρωμένο |
30 | Τέσσερα τραγούδια | 1922 | Νικόλαους Λενάου, Μέρικε, Ντέμελ | ):( |
32 | Τέσσερα τραγούδια | 1923 | Κόνραντ Φέρντιναντ Μέγιερ | για βαρύτονο ή βαθύφωνο |
33 | «Alte Weisen» | 1923 | Γκότφρηντ Κέλερ | ):( |
35 | Έξι Liebeslieder | 1924 | Ρικάρντα Χους | για γυναικεία φωνή |
40 | Έξι τραγούδια | 1931 | Λούντβιχ Γιακομπόβσκι, Άντολφ Μπάρτελς, Ρικάρντα Χους, Μάρτιν Γκράιφ, Γκαίτε, Άιχεντορφ |
τα 5 και 6 ενορχηστρωμένα |
41 | Τρία σονέτα | 1931 | Πετράρχης (σε μετάφρ. Μπύργκερ), Άιχεντορφ | για ανδρική φωνή |