Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Χωρίον των Ποιμένων | |
---|---|
31°42′0″N 35°13′0″E | |
Χώρα | Κράτος της Παλαιστίνης |
Διοικητική υπαγωγή | Κυβερνείο της Βηθλεέμ |
Έκταση | 6,97 km² |
Υψόμετρο | 620 μέτρα |
Πληθυσμός | 15.000 (2019)[1] |
Ταχ. κωδ. | 181 και 182 |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 UTC+03:00 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Χωρίον των Ποιμένων (αραβικά: بيت ساحور) είναι οικισμός και τοποθεσία ανατολικά της Βηθλεέμ, της κατεχόμενης από το Ισραήλ Παλαιστίνης, καθώς και της γύρω πεδινής έκτασης, γνωστής ως Μπέιτ Σαχούρ. Σήμερα έχει σχεδόν ενωθεί με την πόλη, παρότι αποτελεί ξεχωριστό δήμο. Κατοικείται αποκλειστικά από Παλαιστινίους και (άλλους) Άραβες. Ο πληθυσμός του ήταν 13.281 κάτοικοι το 2017,[2] αποτελούμενος από περίπου 80% Χριστιανούς (οι περισσότεροι Ελληνορθόδοξοι) και 20% Μουσουλμάνους.[3]
Ο αγρός αυτός κατέστη τόπος προσκυνήματος για όσους μετέβαιναν στους Αγίους Τόπους και από τον 4ο αι. καθώς λέγεται τιμήθηκε από την Αυτοκράτειρα Αγία Ελένη με Ιερό Ναό που έκτισε εκεί προς τιμήν της Θεοτόκου, του Ιωσήφ του μνήστορος και των τριών ποιμένων.
Έτσι στα τέλη του μόλις περασμένου αιώνα το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων έκτισε εκκλησία μέσα στο χωριό για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ορθόδοξης κοινότητας. Στα αρχαία δε τυπικά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων διασώθηκαν και περιγραφές των εορταστικών τελετών των Χριστουγέννων που άρχιζαν την παραμονή της εορτής στο Ναό των Ποιμένων και ολοκληρώνονταν στη Βηθλεέμ στο Ναό της Γεννήσεως: "Από της έκτης πρωινής εξέρχονται εις το Ποίμνιον, απαγγέλουσιν εκτενή και λέγουσιν την υπακοήν ήχος η' "Εν Υψίστοις δόξα ..." Μετά ταύτα απέρχονται εις Βηθλεέμ, εισέρχονται εις το σπήλαιον και τελούσι τον εσπερινόν..."
Το 1970 το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται ο χώρος πρωτοστατούντος του πνευματικού της Μονής του Αγίου Σάββα απεφάσισε να κτίσει νέο Ναό ακριβώς πάνω στα ερείπια του αρχαίου προσκυνήματος. Έτσι μετά τις προηγηθείσες αρχαιολογικές ανασκαφές από το τμήμα Αρχαιοτήτων και Μουσείων του Ισραήλ, τις αναστηλωτικές εργασίες του μνημείου ανέλαβε, τότε εξ ολοκλήρου το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδος.
Οι ανασκαφές πράγματι επαλήθευσαν και συμπλήρωσαν τη σχετική παράδοση και τις προαναφερθείσες ιστορικές πηγές γεγονός που εξανάγκασε η ανέγερση του νέου Ναού να γίνει σε παρακείμενο χώρο, εκτός του αρχαιολογικού αυτού χώρου, όπως και ολοκληρώθηκε.
Από τα νέα στοιχεία των ερευνών απεκαλύφθη ότι πράγματι το σπήλαιο των ποιμένων είχε μετατραπεί σε εκκλησία τον 4ο αι., είχε ψηφιδωτή επίστρωση διακοσμημένη με γεωμετρικά συμπλέγματα, είχε διευρυνθεί κατά τον 5ο αι. και πάνω από αυτόν είχε οικοδομηθεί μικρός ναός του οποίου επίσης διασώθηκε το ψηφιδωτό δάπεδο με φυσικό διάκοσμο και δύο ελληνικές επιγραφές με τα ονόματα των δωρητών. Επίσης ότι είχε καταστραφεί το 614 από τους Πέρσες και τη θέση του μεγάλου Ναού του 6ου αι. είχε καταλάβει μικρότερη εκκλησία και κατά την αραβική περίοδο ο χώρος από ανοικτός προσκυνηματικός μετατράπηκε σε περιτειχισμένο μοναστήρι όμοιο με τα άλλα της ερήμου της Ιουδαίας και που καταστράφηκε τον 10ο αιώνα.
Από τα παραπάνω εύλογα συνάγεται ότι η διασωθείσα υπόγεια κρύπτη αλλά και η ευλάβεια των εντοπίων ήταν εκείνα που κράτησαν ζωντανή την παράδοση αλλά και την ιερότητα του προσκυνήματος.