Γκόταρντ Χάινριτσι | |
---|---|
Ψευδώνυμο | Unser Giftzwerg, κυριολεκτικά «ο δηλητηριώδης νάνος μας», μεταφορικά «ο μικρός σκληρός μας μπάσταρδος» |
Γέννηση | 25 Δεκεμβρίου 1886 Γκούμπινεν, Ανατολική Πρωσία |
Θάνατος | 10 Δεκεμβρίου 1971 (ετών 85) Βάιμπλινγκεν, Βάδη-Βυρτεμβέργη |
Ενταφιασμός | Κοιμητήριο Μπεργκέκερ, Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου |
Χώρα | Γερμανικό Ράιχ Δημοκρατία της Βαϊμάρης Ναζιστική Γερμανία |
Κλάδος | Ράιχσχερ (έως το 1918) Ράιχσβερ (έως το 1935) Βέρμαχτ (έως το 1945) |
Εν ενεργεία | 1905–1945 |
Βαθμός | Αρχιστράτηγος (Generaloberst) |
Διοικήσεις | XII Σώμα Στρατού, XXXXIII Σώμα Στρατού, 4η Στρατιά, 1η Στρατιά Πάντσερ, Ομάδα Στρατιών Βιστούλα |
Μάχες/πόλεμοι | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Τιμές | Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός και Ξίφη |
Συγγενείς | Γκερντ φον Ρούντστεντ (ξάδερφος) |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Γκόταρντ Χάινριτσι (συναντάται επίσης και ως Χαϊνρίτσι και λιγότερο συχνά ως Χαϊνρίκι, Gotthard Fedor August Heinrici, 25 Δεκεμβρίου 1886 – 10 Δεκεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός στρατιωτικός. Ήταν αρχιστράτηγος της Βέρμαχτ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ένας από τους 160 αποδέκτες του Σταυρού των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός και Ξίφη.
Γεννημένος στο Γκούμπινεν, Ανατολική Πρωσία, και γιος Ευαγγελικού πάστορα, ήταν βαθιά θρησκευόμενος, και εξίσου συντηρητικός. Πολέμησε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά τον τραυματισμό του στη μάχη του Βερντέν (1916) έλαβε επιτελικές θέσεις. Παρέμεινε στον γερμανικό στρατό του Μεσοπολέμου, λαμβάνοντας πάλι κυρίως επιτελικές θέσεις.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χάινριτσι διοίκησε το XXXXIII[Σημ. 1] Σώμα Στρατού, με το οποίο διακρίθηκε ιδιαίτερα στις εκστρατείες της Γαλλίας (1940) και κατά τα πρώτα στάδια της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση (1941)[εκκρεμεί παραπομπή]. Έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στη μάχη της Μόσχας (Χειμώνας 1941/42) όπου κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο έξω από τη Μόσχα. Ηγήθηκε της 4ης Στρατιάς στον κεντρικό τομέα του μετώπου, αλλά λόγω της αντίθεσής του στη ναζιστική πολιτική [εκκρεμεί παραπομπή] της «καμένης γης» στην Ανατολή έπεσε στη δυσμένεια του Χέρμαν Γκέρινγκ και τον Αδόλφου Χίτλερ και παραμερίστηκε. Μετά από αρκετούς μήνες ανενεργούς υποχρεωτικής παραμονής στη Βοημία, επανήλθε και διοίκησε μια φερώνυμη Ομάδα Στρατιάς στην Ουγγαρία (1944-1945) απέναντι σε υπέρτερες Σοβιετικές δυνάμεις. Αναδείχτηκε κατά τη μάχη του Βερολίνου, κατά τη διάρκεια της οποίας ανέλαβε να κρατήσει το μέτωπο του Όντερ, ως διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Βιστούλας», και για τη μάχη στα Υψώματα Ζέελοβ. Προσπαθώντας να περιορίσει τις άσκοπες καταστροφές υποδομών που διέταζε η παραπαίουσα ναζιστική ηγεσία, όπως και τις απώλειες στρατιωτών σε απέλπιδα μέτωπα, απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του λίγες ημέρες πριν την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας (8 Μαΐου 1945). Αν και υπήρξε από τους καλύτερους στρατιωτικούς ηγέτες που αναδείχτηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παραμένει σχεδόν άγνωστος ως σήμερα, αποτελώντας έτσι έναν από τους πιο παραγνωρισμένους στρατηγούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[1]
Περιήλθε κατόπιν σε βρετανική αιχμαλωσία, περνώντας τα τρία επόμενα χρόνια σε στρατόπεδα υψηλόβαθμων αιχμαλώτων πολέμου πριν την απελευθέρωσή του. Επέστρεψε στη Γερμανία και πέθανε στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, δώδεκα ημέρες πριν τα 85α γενέθλιά του.
Λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές για την προσωπική ζωή του Χάινριτσι. Ήταν ξάδερφος του Στρατηγού Γκερντ φον Ρούντστεντ[2] και είχε νυμφευθεί την Εβραϊκής καταγωγής Γκέρτρουντ Χάινριτσι,[3] με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο (Χάρτμουτ) και μία κόρη (Γκιζέλα, γενν. 1926).[4] Η οικογένειά του έμεινε αλώβητη από το Ολοκαύτωμα, καθώς η Γκέρτρουντ έλαβε Πιστοποιητικό Γερμανικού Αίματος από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ.[5] Ο Χάρτμουτ μάλιστα σπούδασε Ευαγγελικός Θεολόγος.[6] Η οικογένειά του κατοικούσε στο Μύνστερ.[3]
Ο Γκόταρντ Χάινριτσι, ως μέλος της πρωσικής στρατιωτικής ελίτ και γιος πάστορα, ήταν θρησκευόμενος και συντηρητικός άνθρωπος. Εκκλησιαζόταν συχνά και διάβαζε καθημερινά χωρία από τη Βίβλο, ενώ ήταν ένθερμος υποστηρικτής του εκκλησιασμού του στρατεύματος, πράγμα που η εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία αποδοκίμαζε έντονα.[7] Ευρισκόμενος σε άδεια στο Μύνστερ, ένας υψηλόβαθμος Ναζί αξιωματούχος σταλμένος ειδικά από το Βερολίνο προσέγγισε του Χάινριτσι και του είπε πως ο Φύρερ θεωρούσε τη θρησκευτικότητά του «ασύμβατη με τους στόχους του Εθνικοσοσιαλισμού». Ο Χάινριτσι άκουσε ήρεμα τον συνομιλητή του, και την επόμενη Κυριακή παρακολουθούσε τη λειτουργία ως συνήθως με την οικογένειά του.[8]
Παρά το παρατσούκλι του «σκληρός μικρός μπάσταρδος» ο Χάινριτσι σπάνια έδινε αυτή την εντύπωση σε όποιον τον γνώριζε. Μετρίου αναστήματος (1 μέτρο και 70 εκατοστά),[3] «ψαρομάλλης»,[9] γαλανομάτης και με ιδιόρρυθμη περιβολή, όχι ακριβώς αντάξια ενός Αρχιστράτηγου, ο Χάινριτσι έδινε συνήθως την εντύπωση ενός «φθαρμένου διευθυντή σχολείου».[10] Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς όμως, ο μειλίχιος και ήρεμος Χάινριτσι ήταν ιδιαίτερα σεβαστός και δημοφιλής μεταξύ των υφισταμένων του.[9] Με ανεπτυγμένη την αίσθηση της λογικής, προσπαθούσε – και ιδιαίτερα κατά το τέλος του πολέμου – να εμποδίσει τις άσκοπες απώλειες των ανδρών του, ακόμη και αν αυτό προϋπέθετε τη σύγκρουσή του με τη ναζιστική ηγεσία.[11]
Το ντύσιμό του ήταν ατημέλητο. Αντιπαθούσε την κομψή στολή του στρατηγού και, αντί αυτού, προτιμούσε την περιβολή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου: πανωφόρι από προβιά και δερμάτινες περικνημίδες[9] και όχι τις καλογυαλισμένες μπότες των αξιωματικών.[10] Ο υπασπιστής του, λοχαγός Όττο-Χάινριχ φον Μπίλα, (Otto-Heinrich von Billa, 1909-1983)[12] μέλος στην Αντίσταση κατά του Χίτλερ, προσπαθούσε μάταια να τον πείσει να ενδιαφερθεί για την εξωτερική του εμφάνιση. «Κύριε Αρχιστράτηγε» είχε πει στον Χάινριτσι δραττόμενος της ευκαιρίας όταν ο τελευταίος έπρεπε να ανανεώσει τη γκαρνταρόμπα του, «δεν θα' πρεπε ίσως να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα λεπτό για να σας μετρήσουν για μια καινούρια στολή;» Ο Χάινριτσι φορούσε συνεχώς την ίδια στολή, μέχρι που την έφθειρε σε σημείο τέτοιο που έπρεπε να αντικατασταθεί, και σπάνια είχε μαζί του στο επιτελικό του αυτοκίνητο μια δεύτερη σε περίπτωση ανάγκης.[10] «Έτσι πραγματικά νομίζεις, Μπίλα;» είπε με τέτοιο τόνο ο Χάινριτσι που για μια στιγμή ο υπασπιστής του πίστεψε πως τα είχε καταφέρει. «Και γιατί;» ρώτησε ψυχρά, κάνοντας τον Μπίλα να εγκαταλείψει την ιδέα του.[10]
Ο Γκόταρντ Χάινριτσι γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1886 στο Γκούμπινεν της Ανατολικής Πρωσίας (σημερινό Γκούσεβ, Καλίνινγκραντ) και ήταν γόνος οικογένειας με πλούσια στρατιωτική παράδοση, που έφτανε ως τον 12ο αιώνα.[13][3] Ήταν ο μοναχογιός[14] του Ευαγγελικού πάστορα Πάουλ Χάινριτσι (Paul Heinrici)[15] και της Γκιζέλα φον Ράουχαουπτ (Gisela von Rauchhaupt),[16] απόγονο διάσημης αριστοκρατικής οικογένειας της Σαξωνίας. Ο νεαρός Χάινριτσι ζούσε με την οικογένειά του στο Γκούμπινεν και σπούδασε στο Βασιλικό Γυμνάσιο του Φρειδερίκου (Königliches Friedrichs-Gymnasium) στο Μπρεσλάου.[15] Μετά την απόκτηση του απολυτηρίου (Abitur) του[15] και παρά την αντίθεση του πατέρα του,[17] ο δεκαεννιάχρονος Χάινριτσι συνέχισε τη στρατιωτική παράδοση της οικογένειάς του με την είσοδό του στο 6ο θουριγγικό Σύνταγμα Πεζικού Νο. 95 ως δόκιμος (Fahnenjunker) στις 8 Μαρτίου 1905.[13][18]
Απέκτησε τον βαθμό του υπαξιωματικού ως δόκιμος αξιωματικός (Fahnenjuker-Unteroffizier) και αυτόν του Ανθυπασπιστή στις 19 Ιουλίου και στις 19 Δεκεμβρίου 1905, αντίστοιχα.[18] Από το 1905 ως το 1906 φοιτούσε με απόσπαση στη Στρατιωτική Ακαδημία Αννόβερου (Kriegsschule Hannover, στην κυριολεξία «Πολεμικό Σχολείο Αννόβερου»). Στις 18 Αυγούστου 1906 έγινε Ανθυπολοχαγός με αναδρομική ισχύ από τις 15 Φεβρουαρίου 1905.[13] Υπηρετώντας στο Σύνταγμά του τα επόμενα χρόνια, στις 10 Μαΐου 1910, ονομάστηκε υπασπιστής του Συντάγματός του στην Γκότα της Θουριγγίας στην κεντρική Γερμανία.[18] Σε αυτή τη θέση έλαβε τον βαθμό του Υπολοχαγού στις 17 Φεβρουαρίου 1914, λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[13]
Σύντομα μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χάινριτσι πολέμησε στο Βέλγιο (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1914)[19] και παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Β' Τάξης στις 27 Σεπτεμβρίου 1914. Τον Νοέμβριο του 1914 έγινε υπασπιστής του Συντάγματός του.[18] Έλαβε μέρος στις μάχες στην Ανατολική Πρωσία και την Πολωνία από τον Σεπτέμβριο του 1914 ως τον Σεπτέμβριο του 1915.[19] Προήχθη σε Λοχαγό (Hauptmann) στις 18 Ιουνίου και έλαβε στις 24 Ιουλίου 1915 τον Σιδηρούν Σταυρό Α' Τάξης.[13][18] Ως διοικητής λόχου και αργότερα τάγματος στο II Τάγμα του Συντάγματος[18] από το τέλος του φθινοπώρου του 1915, επέστρεψε στη Βόρεια Γαλλία.[19] Τον Μάιο του 1916 μετατέθηκε στην 83η Ταξιαρχία Πεζικού, όπου έλαβε τη θέση του Υπασπιστή της.[18] Πολέμησε στη μάχη του Βερντέν όπου τραυματίστηκε βαριά στις αιματηρές μάχες στο Ύψωμα 304,[19] λαμβάνοντας το Μελανό Έμβλημα Τραυμάτων.[17]
Μετά τον τραυματισμό του ο Χάινριτσι αποσύρθηκε από τη γραμμή του μετώπου και έλαβε εκπαίδευση επιτελικού αξιωματικού στη Γερμανία.[17] Στις 27 Αυγούστου 1916 τοποθετήθηκε σε επιτελική θέση στο XXIV Εφεδρικό Σώμα Στρατού και στις 7 Δεκεμβρίου εισήλθε στο Γενικό επιτελείο της 115ης Μεραρχίας Πεζικού. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, από τις 13 ως τις 28 Μαρτίου 1917 βρισκόταν σε υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, και έπειτα έλαβε μέρος σε διαγωνισμό για επιτελικούς αξιωματικούς στο Σεντάν, από τον Σεπτέμβριο ως τις 9 Οκτωβρίου 1917. Ως τις 4 Δεκεμβρίου είχε τη θέση του αξιωματικού Ib (Οργάνωσης) για ειδικά καθήκοντα στο VII Σώμα Στρατού. Στο Σώμα αυτό έλαβε θέση στην Ανώτατη Διοίκηση του Αποσπάσματος Στρατιάς Β', θέση την οποία κατείχε ως τις 28 Φεβρουαρίου 1918. Η τελευταία θέση που έλαβε πριν τη λήξη του πολέμου ήταν αυτή του Αξιωματικού Επιχειρήσεων (Ia) της 203ης Μεραρχίας Πεζικού.[18]
Για τις υπηρεσίες του ο Χάινριτσι παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Πρωσικού Τάγματος του Οίκου των Χοεντσόλερν με διεμβολή Ξιφών, στις 9 Αυγούστου 1918.[18] Εκτός αυτού, ο Χάινριτσι έλαβε πληθώρα παρασήμων, μέσα στα οποία συγκαταλέγονταν, εκτός από τις δύο τάξεις του Σιδηρού Σταυρού, ο Σταυρός των Χανσεατών του Αμβούργου, τα εξαιρετικά σπάνια παράσημα του Πολεμικού Σταυρού του Μεγάλου Δούκα Σαξωνίας-Κόμπουργκ-Γκότα Καρλ Έντουαρντ (97 μόνο απονεμήθηκαν) και του Πολεμικού Μεταλλίου του Μεγάλου Δούκα Σαξωνίας-Κόμπουργκ-Γκότα Καρλ Έντουαρντ 2ας Τάξης με Ξίφη (344 απονομές).[3] Ο Χάινριτσι προσβλήθηκε από χημικά όπλα κατά τον πόλεμο, με αποτέλεσμα να έχει στομαχικά προβλήματα για την υπόλοιπη ζωή του.[20]
Ο Χάινριτσι παρέμεινε σε υπηρεσία στον στρατό ακόμα και μετά την Ανακωχή της Κομπιέν και τη συνθηκολόγηση του Γερμανικού Ράιχ τον Νοέμβριο του 1918. Στις 19 Ιανουαρίου 1919 επανήλθε στο 95ο Σύνταγμα Πεζικού, όπου παρέμεινε για διάστημα περίπου ενός μήνα. Στις 18 Φεβρουαρίου εισήλθε στο επιτελείο του I Σώματος Στρατού στην Ανατολική Πρωσία και ανέλαβε καθήκοντα αξιωματικού Ia στη Μεραρχία Εθελοντών «φον Τσίσβιτς»[18] (από το όνομα του διοικητή της, Συνταγματάρχη Έριχ φον Τσίσβιτς) (Erich von Tschischwitz, 1870-1958),[21] αναλαμβάνοντας καθήκοντα φύλαξης των συνόρων με την Πολωνία.[13] Το φθινόπωρο του 1919 έγινε δεκτός στη Ράιχσβερ, τον νέο στρατό της Γερμανίας, των 100.000 ανδρών. Την 1η Οκτωβρίου 1919[18] μετατέθηκε στο επιτελείο της 1ης Μεραρχίας της Ράιχσβερ στο Καίνιξμπεργκ[13] και ένα χρόνο αργότερα έλαβε τη θέση του καθηγητή τακτικής στο επιτελείο της εν λόγω μεραρχίας.[18] Την 1η Σεπτεμβρίου 1924 ονομάστηκε διοικητής του 14ου Λόχου του 13ου (Βυρτεμβέργης) Συντάγματος Πεζικού, όπου γνωρίστηκε με τον κατοπινό Στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ και με τον κατοπινό Αρχιστράτηγο Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς.[17] Στη θέση αυτή προήχθη την 1η Φεβρουαρίου 1926 σε Λοχαγό (Hauptmann).[13]
Την 1η Οκτωβρίου 1927[18] ο Χάινριτσι εισήλθε στο Υπουργείο της Ράιχσβερ (Reichswehrministerium) στο Βερολίνο, και συγκεκριμένα στο Τμήμα Τ2 (Οργάνωσης του Στρατού) στο Γραφείο Προσωπικού του Στρατού (Truppenamt).[13] Παρέμεινε εκεί για τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ στο διάστημα αυτό έφτασε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη (Oberstleutnant), την 1η Αυγούστου 1930. Αποσπάστηκε από το 3ο Σύνταγμα Πεζικού στο οποίο μετατέθηκε για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό Βολής Βαρέως Όπλων Πεζικού στο Ντέμπεριτς (7-30 Οκτωβρίου). Κατόπιν, την 1η Νοεμβρίου 1930, ανέλαβε τη διοίκηση του ΙΙΙ Τάγματος του 3ου Συντάγματος Πεζικού στο Οστερόντε στην Ανατολική Πρωσία.[18]
Το φθινόπωρο του 1932 ονομάστηκε αξιωματικός Ia στη Διοίκηση Ομάδας 1 στο Βερολίνο.[13] Την 1η Φεβρουαρίου 1933 έγινε διοικητής του Γενικού Τμήματος του Υπουργείου Άμυνας. Ένα μήνα αργότερα προήχθη σε Συνταγματάρχη. Από την 1η Μαρτίου ως την 1η Ιουνίου 1937 υπηρετούσε στο Υπουργείο αυτό ως διοικητής τμήματος, ενώ έφτασε τον βαθμό του Υποστράτηγου (Generalmajor) την Πρωτοχρονιά του 1936. Ως τις 12 Οκτωβρίου 1937 διοικούσε το Γραφείο Εφεδρειών και Στρατιωτικών Θεμάτων του Υπουργείου Πολέμου, όπως είχε ονομαστεί το Υπουργείο της Ράιχσβερ μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία.[18] Η τελευταία του θέση πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτή του διοικητή της 16ης Μεραρχίας Πεζικού στο Μύνστερ, θέση στην οποία ονομάστηκε Αντιστράτηγος (Generalleuntant) την 1η Μαρτίου 1938.[18]
Η 16η Μεραρχία Πεζικού που διοικούσε ο Χάινριτσι όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939 είχε μεν κινητοποιηθεί για την επικείμενη εισβολή στην Πολωνία (1η Σεπτεμβρίου 1939), αλλά παρέμεινε στο δυτικό τμήμα της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας χωρίς να λάβει μέρος στην εν λόγω εκστρατεία,[22] απασχολούμενη με καθήκοντα φύλαξης των συνόρων με τη Γαλλία.[17] Την 31η Ιανουαρίου 1940 αντικαταστάθηκε από τον πενηνταδυάχρονο υποστράτηγο Χάινριχ Κραμπφ[23] και τέθηκε στη λεγόμενη «Εφεδρεία του Φύρερ» (Führerreserve), ενώ ταυτόχρονα[18] ανέλαβε αναπληρωματικός διοικητής της Γενικής Διοίκησης του VII (7ου) Σώματος Στρατού στο Μόναχο.[24]
Στις 12 Φεβρουαρίου 1940 παρέδωσε τη διοίκηση στον τότε Στρατηγό του Πεζικού και κατοπινό Αρχιστράτηγο Όιγκεν Ρίττερ φον Σόμπερτ (Eugen Ritter von Schobert, 1883-1941)[25] και παρέμεινε στην εφεδρεία του Φύρερ ως τις 8 Απριλίου, οπότε και ονομάστηκε διοικητής του XII Σώματος Στρατού,[18] με το οποίο έλαβε μέρος στη μάχη της Γαλλίας. Ως τμήμα της 1ης Στρατιάς του Στρατάρχη Έρβιν φον Βιτσλέμπεν, το VII Σώμα Στρατού ελαβε μέρος στις μάχες του βόρειου τομέα της Γραμμής Μαζινό. Αν και οι καθοριστικές εξελίξεις διαδραματίζονταν στις Κάτω Χώρες και τη βόρεια Γαλλία, το Σώμα του Χάινριτσι σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες στον τομέα του κατά τη δεύτερη φάση της γερμανικής εκστρατείας στη Δύση, πέτυχε την κατάληψη του Μετς και του Στρασβούργου, όπως επίσης και την ενθυλάκωση της 2ης Γαλλικής Στρατιάς.[17] Προήχθη σε Στρατηγό του Πεζικού (General der Infanterie) την 1η Ιουνίου 1940 και, τέσσερις μέρες πριν τη συνθηκολόγηση των Γάλλων (22 Ιουνίου)[17] ανέλαβε στις 18 Ιουνίου[18] τη διοίκηση του XXXXIII (43ου) Σώματος Στρατού.[13]
Το ΧΧΧΧΙΙΙ Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε κατόπιν στη Βόρεια Γαλλία, προκειμένου να λάβει μέρος στη σχεδιαζόμενη απόβαση στη Μεγάλη Βρετανία (κωδικό όνομα Επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων») (Unternehmen Seelöwe). Λόγω ωστόσο των λανθασμένων εκτιμήσεων του Χίτλερ η επιχείρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και το Σώμα απασχολήθηκε σε καθήκοντα παράκτιας φύλαξης στην περιοχή, πριν μεταφερθεί στo «Γενικό Κυβερνείο» (την κατεχόμενη κεντρική Πολωνία) τον Μάιο του 1941 για να λάβει μέρος στην επικείμενη εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.[17][26]
Στις 22 Ιουνίου 1941 η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση. Το Σώμα που διοικούσε ο Χάινριτσι, ως τμήμα της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο», πολέμησε στην Ανατολική Πολωνία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, παίρνοντας μέρος στις μάχες του Μπιαλιστόκ-Μινσκ, του Μπομπρουίσκ, του Κιέβου και του Μπριάνσκ.[26] Για τις επιδόσεις του σώματός του στην εκστρατεία, ο Χάινριτσι έγινε ο 510ς αποδέκτης του Σταυρού των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 18 Σεπτεμβρίου 1941.[18]
Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου το XXXXIII Σώμα Στρατού έφτασε στην Τούλα.[26] Αυτό σήμαινε πως οι Γερμανοί βρίσκονταν πλέον σε απόσταση αναπνοής από την πρωτεύουσα Μόσχα. Ωστόσο ο Ρωσικός χειμώνας ξέσπασε ιδιαίτερα βαρύς, με τους σοβιετικούς να κινητοποιούν πάνω από 100 νέες μεραρχίες, συνηθισμένες στις ακραίες αυτές συνθήκες. Οι Γερμανοί δεν είχαν προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με αποτέλεσμα οι θάνατοι από κρυοπαγήματα να αυξάνονται κατακόρυφα, τα όπλα και τα μεταφορικά μέσα να καθίστανται άχρηστα, και χαρακώματα δεν μπορούσαν πλέον να σκαφτούν στο παγωμένο χώμα - όλα λόγω του υπερβολικού ψύχους, που άγγιζε ακόμα και τους -40°C υπό το μηδέν. Την κύρια ευθύνη έφερε η Γερμανική 4η Στρατιά, η οποία πλέον σχοινοτενούσε: αν οι Σοβιετικοί κατάφερναν να προκαλέσουν ρήγμα στις γραμμές της, ολόκληρος ο κεντρικός τομέας απειλούνταν με άμεση κατάρρευση.[27]
Τη διοίκηση της Στρατιάς σε αυτές τις δύσκολες ώρες είχε αναλάβει ο σκληροτράχηλος Στρατηγός των Ορεινών Στρατευμάτων Λούντβιχ Κύμπλερ (Ludwig Kübler, 1889-1947). Ο Χίτλερ είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε υποχώρηση και ο επίμονος Κύμπλερ άρχισε να δυσανασχετεί έντονα για την ορθότητα των αποφάσεων της ηγεσίας. Η αδυναμία του να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Χίτλερ οδήγησε στις 20 Ιανουαρίου 1942, την απαλλαγή από τα καθήκοντά του, με το ευφημιστικό αιτιολογικό «ώσπου να αναρρώσει».[28]
Αυτός που επιλέχθηκε για να επωμιστεί το δύσκολο καθήκον της σταθεροποίησης του μετώπου δεν ήταν άλλος από τον Χάινριτσι, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της 4ης Στρατιάς στις 20 Ιανουαρίου.[13] Ο ίδιος θυμόταν αργότερα: «Μου είπαν να κρατήσω μέχρι τη μεγάλη επίθεση που, αυτή τη φορά, σίγουρα θα επιτύγχανε την κατάληψη της Μόσχας. Και όμως, παντού γύρω μου οι άνδρες μου πέθαιναν - και όχι μόνο από ρωσικές σφαίρες. Πολλοί απ' αυτούς πέθαναν απ' το κρύο».[27] Η «μεγάλη επίθεση» όμως που υποσχέθηκε η γερμανική στρατιωτική ηγεσία δεν ήρθε ποτέ. Τα στρατεύματα του Χάινριτσι συχνά είχαν να αντιμετωπίσουν στρατεύματα δωδεκαπλάσιας τουλάχιστον δύναμης.[29] Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο Χάινριτσι χρησιμοποίησε όλα τα διαθέσιμα μέσα που διέθετε. Με απολύσεις και προαγωγές προσπάθησε να διατηρήσει το ηθικό των ανδρών του.[27] Εκείνη την εποχή ανέπτυξε το σύστημα άμυνας για το οποίο θα γινόταν αργότερα διάσημος. Μέσω κατασκοπείας, αναγνωριστικών επιθέσεων και ανάκριση αιχμαλώτων, αλλά και επίσης μέσω του στρατιωτικού του αισθητηρίου, ο Χάινριτσι προέβλεπε σε ποιόν τομέα του μετώπου θα εκδηλωνόταν η εχθρική προπαρασκευή πυροβολικού. Αυτή προηγούνταν των μεγάλων επιθέσεων των Σοβιετικών και καταπόντιζε το ηθικό των μονάδων της πρώτης γραμμής. Μόλις λοιπόν ο απειλούμενος τομέας καθοριζόταν, ο Χάινριτσι έδινε εντολή στα στρατεύματα που τον επάνδρωναν να υποχωρήσουν 1-2 χιλιόμετρα στα μετόπισθεν λίγο πριν ξεκινήσει η προπαρασκευή. Έτσι οι οβίδες των Σοβιετικών έπεφταν πάνω στις εγκαταλειμμένες πλέον γερμανικές θέσεις, κάτι που ο Χάινριτσι αρεσκόταν να αποκαλεί «χτύπημα ενός άδειου σάκου». Μόλις το πυροβολικό σταματούσε, οι Γερμανοί επέστρεφαν σχετικά άθικτοι στις θέσεις τους, αποκρούοντας τους Σοβιετικούς που εφορμούσαν. Εν τέλει το μέτωπο κράτησε για περίπου δέκα ολόκληρες εβδομάδες.[29]
Στις 6 Ιουνίου 1942, ο Χάινριτσι έλαβε άδεια ως τις 13 Ιουλίου και αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον πενηντατετράχρονο Στρατηγό του Πεζικού Χανς φον Ζάλμουτ. Αν και οι μεγαλύτερες μάχες λάμβαναν μέρος στην Ουκρανία, η 4η Στρατιά κατόρθωσε να αποκρούσει τις σοβιετικές επιθέσεις στον τομέα της, και στις 30 Ιανουαρίου 1943 - κατά ειρωνικό τρόπο, τη δέκατη επέτειο της ανάληψης της εξουσία από τους Ναζί - ο Χάινριτσι προήχθη σε Αρχιστράτηγο (Generaloberst).[17] Ο Χίτλερ δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να προάγει στο αξίωμα αυτό ένα θρήσκο και αντιδραστικό στρατιωτικό όπως ο Χάινριτσι, αλλά ενέδωσε στις πιέσεις του Στρατάρχη Γκίντερ φον Κλούγκε, ο οποίος είχε αναγνωρίσει τις εξαιρετικές ικανότητες του πρώτου.[20] Εν τέλει όμως, το μέτωπο Ρζεφ-Βιάζμα που κρατούσε η 4η Στρατιά έπρεπε πλέον να εκαταλειφθεί.[17]
Την 1η Ιουνίου 1943 ο Χάινριτσι έλαβε μια ακόμα άδεια, η οποία κράτησε αυτή τη φορά ως τις 31 Ιουλίου.[18] Τον χειμώνα του 1943, η 4η Στρατιά πολέμησε στο Σμολένσκ εναντίον των Σοβιετικών στο Σμολένσκ. Εκεί η Στρατιά του Χάινριτσι διακρίθηκε ιδιαίτερα, αλλά οι Γερμανοί ηττήθηκαν στη μάχη του Σμολένσκ και έτσι εξαναγκάστηκαν σε υποχώρηση. Παρ' όλα αυτά, τιμήθηκε (333ος) με τα Φύλλα Δρυός στον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού.[18] Η εν λόγω υποχώρηση ωστόσο στάθηκε αιτία για περεταίρω επειδείνωση των σχέσεών του με τη Ναζιστική ηγεσία. Αιτία αυτή τη φορά στάθηκε η άρνηση του Χάινριτσι να μετατρέψει το Σμολένσκ σε σωρό ερειπίων πριν τελικά υποχωρήσει από αυτό, πράγμα που αποτελούσε παράβαση της ρητής διαταγής του Χίτλερ. Ο Χάινριτσι είχε μάλιστα αφήσει ανέγγιχτο και τον μεγάλο καθεδρικό ναό της πόλης. Ο Στρατάρχης του Ράιχ Χέρμαν Γκέρινγκ παραπονέθηκε για αυτό στον Χίτλερ, ο οποίος με τη σειρά του απαίτησε εξηγήσεις από τον Χάινριτσι, ανακαλώντας τον τον Δεκέμβριο του 1943.[30] Αυτός απολογήθηκε ισχυριζόμενος πως αν κατέστρεφε την πόλη, οι στρατιώτες του θα ήταν αδύνατο να υποχωρήσουν μέσω αυτής. Μπορεί έτσι να γλύτωσε το στρατοδικείο, αλλά είχε πλέον μπει στη «μαύρη λίστα» του Χίτλερ.[20]
Ο Χάινριτσι επέστρεψε στη διοίκηση της 4ης Στρατιάς τον Ιανουάριο του 1944[30] και συνέχισε να τη διοικεί μέχρι τον επόμενο χρόνο. Για τις αμυντικές του επιτυχίες στην Όρσα προτάθηκε τον Μάιο για τα Ξίφη στον Σταυρό των Ιπποτών, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε από την OKW (Oberkommando der Wehrmacht, Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων).[13] Τον ίδιο μήνα αρρώστησε από ηπατίτιδα και νοσηλεύθηκε για τέσσερις εβδομάδες σε νοσοκομείο στο Κάρλσμπαντ της Βοημίας (σημερινό Κάρλοβι Βάρι, Τσεχία).[18] Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Χίτλερ, ο οποίος έθεσε τον Χάινριτσι (επίσημα) στην εφεδρεία προφασιζόμενος την ασθένειά του σε ένα οίκημα στο Κάρλσμπαντ. Ο Χάινριτσι το περιέγραψε αυτό αργότερα με τις λέξεις «απλά με άφησαν να κάθομαι». Πολύ μακριά από το Ανατολικό Μέτωπο, δεν παρακολούθησε τη συντριβή της στρατιάς του το καλοκαίρι του 1944, με την καταστροφική για τους Γερμανούς Επιχείρηση «Μπαγκρατιόν» που εξαπέλυσαν οι Σοβιετικοί στη Λευκορωσία.[20]
Από τη Βοημία ο Χάινριτσι παρακολουθούσε αμέτοχος τόσο τη συντριβή της Βέρμαχτ στη Σοβιετική Ένωση όσο και άλλα σημαντικά γεγονότα της περιόδου, όπως τη Συμμαχική Απόβαση της Νορμανδίας (6 Ιουλίου) και την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ (20 Ιουλίου).[31] Μετά από οκτώ μήνες περιορισμού, στις 16 Αυγούστου 1944, τέθηκε επικεφαλής της 1ης Στρατιάς Πάντσερ και της 1ης Ουγγρικής Στρατιάς, σχηματισμός που έλαβε την ονομασία «Συγκρότημα Στρατιών Χάινριτσι» (Armeegruppe Heinrici) αρχικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ανατολική Πρωσία, την Πολωνία και την ανατολική Ουγγαρία, με τους Σοβιετικούς να πλησιάζουν επικίνδυνα τις πετρελαιοπηγές της Λίμνης Μπάλατον και την ίδια τη Γερμανία.[13]
Αν και αριθμητικά κατώτερες, οι γερμανικές μονάδες στην Ουγγαρία προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ανώτατος διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο», στην οποία υπαγόταν ο σχηματισμός που διοικούσε ο Χάινριτσι, ήταν εκείνη την εποχή ο Στρατάρχης Φέρντιναντ Σέρνερ (Ferdinand Schörner, 1892-1973), φανατικός ναζί, ο οποίος είχε τα ελάχιστα τιμητικά προσωνύμια «Σέρνερ ο Αιμοσταγής», «Στρατονόμος της Κουρλάνδης», «Αιμοβόρο σκυλί» και διάφορα άλλα. Κάνοντας πράξη το αγαπημένο του σύνθημα «Ισχύς δια του φόβου», ο Σέρνερ εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία οι στρατιώτες που βρίσκονταν στα μετόπισθεν χωρίς άδεια θα εκτελούνταν «αμέσως» και τα σώματά τους θα επιδεικνύονταν για παραδειγματισμό. Ο Χάινριτσι αρνήθηκε κατηγορηματικά να εφαρμόσει τη διαταγή αυτή, λέγοντας «τέτοιες μέθοδοι δεν έχουν ποτέ χρησιμοποιηθεί κάτω από τη διοίκησή μου, και ποτέ δεν θα χρησιμοποιηθούν».[31]
Αν και ο Χάινριτσι αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του από την Ουγγαρία προς την ανατολική Τσεχοσλοβακία, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του στην Ουγγαρία ο Χάινριτσι τιμήθηκε 136ος[18] με τη διεμβολή Ξιφών επί του Σταυρού των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 3 Μαρτίου 1945.[13]
Λίγες μέρες μετά την παρασημοφόρησή του με τα Φύλλα Δρυός, ο Χάινριτσι πληροφορήθηκε πως επρόκειτο να του ανατεθεί η ηγεσία της αποκαλούμενης Ομάδας Στρατιών «Βιστούλας» και διατάχθηκε να συναντηθεί με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Ανώτατης Διοίκησης Στρατού (Oberkommando des Heeres, OKH), Αρχιστράτηγο Χάιντς Γκουντέριαν στο αρχηγείο της OKH στο Τσόσεν.[31] «Τη θέλετε πραγματικά αυτή τη δουλειά;» είχε ρωτήσει ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Στρατιάς του Χάινριτσι, εν μέσω του έκπληκτου επιτελείου του. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε τις πρώτες χρονιές του πολέμου, η διοίκηση μιας Ομάδας Στρατιών σε αυτό το στάδιο του πολέμου, ενώ ήταν φανερό πως ο πόλεμος είχε χαθεί, δεν ήταν μια προοπτική που ενθουσίαζε ιδιαίτερα τους στρατωτικούς. Η Ομάδα Στρατιών «Βιστούλας», ο μόνος σχηματισμός που χώριζε τους Σοβιετικούς από το Βερολίνο, βρισκόταν μέχρι τότε υπό τις διαταγές του Εθνικού Ηγέτη (Reichführer) των SS Χάινριχ Χίμλερ. Στις 22 Ιανουαρίου, ο Γκουντέριαν προσπάθησε να πείσει τον Χίτλερ να διορίσει τον Ανώτατο Διοικητή Νοτιοανατολής, Στρατάρχη Βαρόνο Μαξιμίλιαν φον Βάιχς (Maximilian von Weichs, 1881-1954) που διοικούσε τότε την Ομάδα Στρατιών «F» στα Βαλκάνια.[32] Ο Χίτλερ, που αντιπαθούσε τον Βάιχς, αρνήθηκε και διόρισε τον Χίμλερ. Ο Χίμλερ μπορεί να ήταν ικανός σε θέματα οργάνωσης, αλλά δεν μπορούσε να διοικήσει σχηματισμό του μεγέθους μιας Ομάδας Στρατιών. Ξυπνούσε μεταξύ 8-9 το πρωί και η πρώτη του δουλειά ήταν το πρωινό του μασάζ.[33] Δεν ήταν άξιο απορίας που το μέτωπο κατέρρεε ταχέως.[34] Στις 18 Μαρτίου ο Γκουντέριαν συνάντησε τον Χίμλερ σε ένα σανατόριο στο Χόχενλιχεν, όπου ο τελευταίος είχε καταφύγει λόγω ενός πονοκεφάλου. Ο Γκουντέριαν έπεισε τον Χίμλερ πως, λόγω της «ασθένειάς» του και των πολλών αρμοδιοτήτων που είχε ως επικεφαλής των SS και άλλων οργανώσεων, θα μπορούσε να παραχωρήσει τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών. Ο Χίτλερ τελικά συμφώνησε απρόθυμα,[35] και στις 20 Μαρτίου ο Χάινριτσι έγινε επίσημα ο νέος διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Βιστούλας».[18]
Ο Χάινριτσι παρατήρησε με έκπληξη πως διέθετε μόνο δύο Στρατιές για να σταματήσει τους Σοβιετικούς:[36] την 3η Στρατιά Πάντσερ του Στρατηγού των Τεθωρακισμένων Χάσο-Έκαρντ Φράιχερ φον Μαντόιφελ, (Hasso-Eccard Freiherr von Manteuffel, 1897-1978)[37] και την 9η Στρατιά του Στρατηγού του Πεζικού Τέοντορ Μπούσε (Theodor Busse, 1897-1986).[38] Οι σχηματισμοί του έπασχαν σε όλους σχεδόν τους τομείς: υστερούσαν αριθμητικά περίπου δέκα προς ένα σε σχέση με τους Σοβιετικούς και είχαν ελλιπή υποστήριξη από τεθωρακισμένα, πυροβολικό και αεροπορία.[36] Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Χίτλερ απέσπασε τις πέντε καλύτερες μεραρχίες Πάντσερ πάνω στις οποίες βασιζόταν ο Χάινριτσι και τις έδωσε στον Σέρνερ στην Τσεχοσλοβακία.[39] Σε σύσκεψη στο υπόγειο Καταφύγιο του Χίτλερ στο Βερολίνο, ο Χάινριτσι παραπονέθηκε πως οι άνδρες του στερούνταν μάχιμης εμπειρίας και απαίτησε πίσω τις μεραρχίες Πάντσερ του.[40] Ο Χίτλερ του εξήγησε πως οι Σοβιετικοί ήθελαν να τους παραπλανήσουν: στόχος δεν ήταν το Βερολίνο, κατά τα λεγόμενά του, αλλά η Τσεχία. «Συνεπώς», συνέχισε, «η Ομάδα Στρατιών Βιστούλας θα μπορέσει με ευκολία να αντιμετωπίσει τις δευτερεύουσες επιθέσεις».[40] «Ο ισχυρισμός του Χίτλερ με εξόντωσε ολοκληρωτικά [...] Γνώριζα πως ο Χίτλερ ήταν εντελώς λάθος. [...] [τότε] Κατανόησα πως ζούσαν όλοι στη Νεφελοκοκκυγία» θυμόταν αργότερα ο Χάινριτσι. Μολαταύτα έκανε ακόμα μια προσπάθεια να μεταπείσει τον ισχυρογνώμονα Χίτλερ: «Φύρερ μου, έκανα οτιδήποτε μπορούσα για να ετοιμαστώ για την [σοβιετική] επίθεση. [...] Δεν μπορώ επίσης να κάνω τίποτε για τις τρομερές απώλειες που θα πρέπει σίγουρα να υποστούμε. Είναι καθήκον μου να το ξεκαθαρίσω αυτό εντελώς. Είναι επίσης καθήκον μου να σας πω πως δεν μπορώ να εγγυηθώ πως η επίθεση θα αποκρουστεί.».[40] Ο Χίτλερ απάντησε φωνάζοντας πως απαιτούσε πίστη. «Αν έχετε την πεποίθηση πως αυτή η μάχη πρέπει να κερδηθεί, τότε θα κερδηθεί! Αν τα στρατεύματά σας αποκτήσουν την ίδια πεποίθηση - τότε θα νικήσετε, και θα πετύχετε τη μεγαλύτερη επιτυχία του πολέμου!».[41] Αποκαρδιωμένος ο Χάινριτσι αποχώρησε. Βγαίνοντας από το καταφύγιο, είπε στον συνοδό του, συνταγματάρχη Άισμαν: «Όλα είναι μάταια. Μπορείς επίσης να προσπαθήσεις να κατεβάσεις το φεγγάρι κάτω στη Γη. Είναι όλα για το τίποτα», μονολόγησε. «Όλα για το τίποτα». Αλλά είχε αποφασίσει πως δεν θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια.[41]
Στις 15 Απριλίου, ο Χάινριτσι δέχθηκε την απρόσμενη επίσκεψη του Υπουργού Εξοπλισμών Άλμπερτ Σπέερ στο Αρχηγείο της Ομάδας Στρατιών «Βιστούλας» στο Χάσλεμπεν.[42] Ο Χίτλερ είχε διατάξει πως όλες οι ζωτικής σημασίας υποδομές (π.χ. γέφυρες, σιδηρόδρομοι, υδραγωγεία κ.λπ.) θα έπρεπε να καταστραφούν για να μην πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών. Ο Σπέερ είπε στον Χάινριτσι πως ο γερμανικός λαός έπρεπε να επιβιώσει, και πως χρειαζόταν τη στήριξή του - είπε ακόμα πως σκεφτόταν και το ενδεχόμενο δολοφονίας του Χίτλερ. Ο Χάινριτσι συμφώνησε πως οι άσκοπες καταστροφές έπρεπε να σταματήσουν και πως θα έκανε ό,τι μπορούσε για να το πετύχει, όμως συμπλήρωσε πως «δεν γεννήθηκα για να δολοφονώ.»[43] Η διοίκηση της άμυνας του Βερολίνου είχε ανατεθεί στον Αντιστράτηγο Χέλμουτ Ράιμαν (Hellmuth Reymann, 1892-1988).[44], ο οποίος ήταν ένας «χωρίς ιδιαίτερη φαντασία αξιωματικός».[45] Κατά σύμπτωση, ο Ράιμαν είχε κληθεί στο αρχηγείο του Χάινριτσι εκείνη την ημέρα. Ο Χάινριτσι δε δίστασε να του πει πως δεν θα έπρεπε να βασίζεται στην Ομάδα Στρατιών «Βιστούλας» για υποστήριξη: ο Χάινριτσι σκόπευε να αποσύρει από το Βερολίνο τις δυνάμεις του την τελευταία στιγμή, φέρνοντας τον Χίτλερ προ τετελεσμένου γεγονότος και ελπίζοντας να αιφνιδιάσει τη ναζιστική ηγεσία και να αποτρέψει αιματηρές οδομαχίες και καταστροφές στην πόλη.[46]
Ο Χάινριτσι προσπάθησε να πείσει τον Ράιμαν να παρακούσει τις διαταγές του Χίτλερ και να μην προβεί σε άσκοπες καταστροφές στην πόλη. «Κάθε καταστροφή γεφυρών ή οτιδήποτε άλλου στο Βερολίνο θα παραλύσει απλώς την πόλη. Εάν τύχει και διαταχθώ να υπάγω το Βερολίνο κάτω απ' τη διοίκησή μου θα απαγορεύσω τέτοιου τύπου κατεδαφίσεις.» Ο Σπέερ προσέθεσε πως ελλόχευε επίσης ο κίνδυνος επιδημίας και λιμού, πέρα από το μεγάλο χρονικό διάστημα παράλυσης που θα επέφεραν οι καταστροφές. Μετά από εσωτερική πάλη, ο Ράιμαν απάντησε πως έπρεπε να υπερασπιστεί τη στρατιωτική του τιμή: ο γιος του είχε σκοτωθεί πολεμώντας και η ιδιαίτερη πατρίδα του (Άνω Σιλεσία[44]) είχε χαθεί. Συνέχισε λέγοντας πως το πιθανότερο θα ήταν πως θα τον τουφέκιζαν αν αρνούνταν να εκτελέσει τις διαταγές για καταστροφή και κατόπιν αναχώρησε, όπως έκανε και ο Σπέερ λίγο αργότερα.[47]
Το απόγευμα, ο Χάινριτσι ασχολήθηκε με την προετοιμασία για την απόκρουση της επίθεσης των Σοβιετικών, η οποία αναμενόταν το επόμενο πρωί. Αναβιώνοντας την παλιά του τακτική, διέταξε τον Μπούσε να αναδιπλώσει τα στρατεύματά του στη δεύτερη γραμμή άμυνας στο Μέτωπο του Όντερ, και συγκεκριμένα στα Υψώματα του Ζέελοβ, όπου ήλπιζε πως θα μπορούσε να καθυστερήσει τον Κόκκινο Στρατό για μερικές ημέρες.[47]
Ο Χάινριτσι είχε απόλυτο δίκιο. Τις πρωινές ώρες της 16ης Απριλίου οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού από τα 8.983 πυροβόλα τους κατά των Γερμανικών θέσεων της πρώτης γραμμής άμυνας στα Υψώματα του Ζέελοβ.[48] Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες, η τακτική του Χάινριτσι και η μορφολογία του εδάφους καθήλωσαν τους Σοβιετικούς για τρεις ολόκληρες ημέρες, πριν το μέτωπο του Όντερ διασπαστεί οριστικά στις 19 Απριλίου, με τους Γερμανούς να έχουν χάσει 10.000 άνδρες και να έχουν προκαλέσει τριπλάσιες περίπου απώλειες στους αντιπάλους τους.[49] Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία: το Βερολίνο περικυκλώθηκε και η 9η Στρατιά μαζί με άλλους σχηματισμούς - περίπου 100.000 άνδρες - παγιδεύτηκε στον θύλακα του Χάλμπε νοτιοδυτικά του Βερολίνου.[17]
Στις 25 Απριλίου δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Μαντόιφελ. Ανέφερε πως βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση και ζητούσε άδεια υποχώρησης, την οποία ο Χίτλερ απαγόρευε ρητά. «Θέλω την άδειά σας να αποχωρήσω από το Στετίν και το Σβεντ. Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο. Αν δεν απεμπλακούμε τώρα θα περικυκλωθούμε.» Ο Χάινριτσι αγνόησε τις διαταγές του Χίτλερ και είπε «Υποχωρήστε. Με ακούσατε; Είπα υποχωρήστε. Και ακούστε, Μαντόιφελ. Παραδώστε το "Φρούριο Στετίν" την ίδια ώρα.» Απευθυνόμενος έπειτα στο επιτελείο του, διέταξε να το διαβιβάσουν στην OKW. «Μέχρι να το διαβάσουν θα είναι πολύ αργά για να κάνουν κάτι» είπε χαρακτηριστικά. Γνώριζε πως οι μέρες του ως στρατιωτικού ήταν στο εξής μετρημένες, αλλά τουλάχιστον θα έσωζε έτσι τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Στον επιτελάρχη του που διαφώνησε, απάντησε πως δεν θα ακολουθούσε άλλο αυτές τις αυτοκτονικές διαταγές, και πως ήταν υπόλογος για τις πράξεις του στον γερμανικό λαό και τον Θεό, πριν καληνυχτίσει τους συγκεντρωμένους αξιωματικούς του.[50]
Ο Στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ, γνωστός και ως «Κάιτελ ο λακές» (Lakeitel) πληροφορήθηκε πως ο Χάινριτσι υποχωρούσε μετά από κάποιο τηλεφώνημα του τελευταίου στις 29 Απριλίου. Ο Κάιτελ, στα απομνημονεύματά του, ισχυρίστηκε πως του είπε πως η πράξη του ήταν αδικαιολόγητη και ανάρμοστη. Ο Χάινριτσι απάντησε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε πλέον να δεχθεί την ευθύνη της διοίκησης των στρατευμάτων του, και ο Κάιτελ αντέτεινε πως τον θεωρούσε πλέον ακατάλληλο να διοικήσει Ομάδα Στρατιών, αποπέμποντάς τον.[3] Μετά τηλεφώνησε ο Άλφρεντ Γιοντλ, που μαζί με τον Κάιτελ ήταν γνωστοί ως «οι νεκροθάφτες του Γερμανικού Στρατού», και προσέβαλε και αυτός με τη σειρά του τον Χάινριτσι, που διατάχθηκε να μεταβεί στο αρχηγείο της OKW στο Πλεν.[51]
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη, πιο δραματική εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Κάιτελ αντίκρισε υποχωρούντα τμήματα της 3ης Στρατιάς Πάντσερ και έξαλλος διέταξε τον Χάινριτσι και τον Μαντόιφελ να τον συναντήσουν σε ένα σταυροδρόμι στο Φύρστενμπεργκ. Μόλις έφτασαν, ο Κάιτελ ξέσπασε: «Γιατί δώσατε διαταγή υποχώρησης; Σας είπαν να παραμείνετε στον Όντερ! Ο Χίτλερ σας διέταξε να κρατήσετε!» Ο Χάινριτσι προσπάθησε να εξηγήσει στον Κάιτελ τους λόγους που το επέβαλαν. «Στρατάρχα Κάιτελ, σας λέω πως αδυνατώ να κρατήσω τον Όντερ με τα στρατεύματα που διαθέτω. Δε σκοπεύω να θυσιάσω τις ζωές τους» και προσέθεσε πως σκόπευε να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο. Έπειτα πήρε τον λόγο ο Μαντόιφελ, ο οποίος υποστήριξε πως έπρεπε να υποχωρήσει εκτός και αν του έδιναν ενισχύσεις. Ο Κάιτελ επανέλαβε την εντολή του: «Θα κρατήσετε τις θέσεις σας! Γυρίστε τη Στρατιά σας πίσω εδώ και τώρα!»
Ο Χάινριτσι και ο Μαντόιφελ αρνήθηκαν, και ο Κάιτελ άρχισε να εκβάλει έναν ακατανόητο χείμαρρο λέξεων. Τελικά, έδειξε με το δάχτυλο τον Χάινριτσι φωνάζοντάς του. Ο Χάινριτσι αντέτεινε: «Στρατάρχα Κάιτελ, εάν θέλετε αυτοί οι άντρες να γυρίσουν πίσω, να πυροβοληθούν και να σκοτωθούν, γιατί δεν το κάνετε μόνος σας;» Τα τελευταία λόγια του Κάιτελ προς τον Χάινριτσι ήταν: «Αρχιστράτηγε Χάινριτσι, από αυτή τη στιγμή απαλλάσσεστε απ' τα καθήκοντά σας ως διοικητού της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα. Θα γυρίσετε στο αρχηγείο σας και θα περιμένετε τον αντικαταστάτη σας.» Έπειτα αναχώρησε. Μέσα από τους θάμνους, οι αφοσιωμένοι αξιωματικοί του επιτελείου του Χάινριτσι βγήκαν με τα όπλα προτεταμένα, έτοιμοι να υπερασπιστούν τον διοικητή τους, πρόταση την οποία έκανε και ο Μαντόιφελ. Ο Χάινριτσι αρνήθηκε. Αφού χαιρέτησε το συγκεντρωμένο πλήθος αναχώρησε για το αρχηγείο του.[52]
Αντικαταστάτης του Χάινριτσι διορίστηκε ο Μαντόιφελ, ο οποίος αρνήθηκε αμέσως.[51] Έτσι η διοίκηση μεταβιβάστηκε στον Πτέραρχο Κουρτ Στούντεντ, ο οποίος δεν μπόρεσε να αναλάβει τα καθήκοντά του πριν την 1η Μαΐου, με αποτέλεσμα η διοίκηση να περάσει στον διοικητή της 21ης Στρατιάς, Στρατηγό του Πεζικού Κουρτ φον Τίπελσκιρχ (Kurt von Tippelskirch, 1891-1957).[18][53]
Το πρωί της επομένης (30 Απριλίου), ο Χάινριτσι ετοιμάστηκε να μεταβεί στο Πλεν, όπως είχε διαταχθεί. Ένας νεαρός λοχαγός, ο οποίος συστήθηκε ως Χέλμουτ Λανγκ και υπασπιστής του Ρόμελ, τον πλησίασε. «Σας ικετεύω να μην βιαστείτε να πάτε εκεί» είπε. «Δεν θέλω να έχετε την ίδια τύχη με τον Στρατάρχη Ρόμελ.» - ο Ρόμελ είχε εξαναγκαστεί να αυτοκτονήσει, καθώς τον υποπτεύονταν για συμμετοχή στην αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ (20 Ιουλίου 1944). Στον λαό είχε παρουσιαστεί ως ατύχημα. Ο λοχαγός αποκάλυψε πως στην πραγματικότητα ήταν αυτοκτονία. «Σας ικετεύω να μην βιαστείτε να πάτε στο Πλεν. Έτσι ο πόλεμος θα έχει προφανώς τελειώσει μέχρι να φτάσετε εκεί.» Ο Χάινριτσι του έσφιξε συγκινημένος το χέρι. «Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.» Κατόπιν ευχαρίστησε τους παρατεταγμένους αξιωματικούς του, και τότε μαζί με τον Μπίλα μπήκαν στο αυτοκίνητο του Χάινριτσι. Χτυπώντας τον οδηγό του στην πλάτη, είπε: «Δεν βιαζόμαστε πολύ.»[54]
Ο Χάινριτσι έφτασε στο Πλεν την επόμενη νύχτα. Εκεί, κατά τις δέκα το βράδυ, άκουσε από το ραδιόφωνο τα νέα για την αυτοκτονία του Χίτλερ. Ο Χάινριτσι είχε σώσει τη ζωή του.[55] Παρέμεινε στο Σλέσβιγκ-Χολστάιν τον επόμενο μήνα και παραδόθηκε στα Βρετανικά στρατεύματα στο Φλένσμπουργκ στις 28 Μαΐου 1945.[18]
Μετά την παράδοσή του, ο Χάινριτσι κρατήθηκε στο Στρατόπεδο 1 στο Άιλαντ Φαρμ (Island Farm, στρατόπεδο κράτησης αιχμαλώτων πολέμου των Βρετανών), όπου και παρέμεινε μέχρι την 9η Ιανουαρίου 1946, οπότε και μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο 11. Στις 13 Ιουνίου μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο στο Λονδίνο και επέστρεψε στο Στρατόπεδο 11 στις 2 Σεπτεμβρίου. Από τις 9 Οκτωβρίου 1947 ως τις 2 Νοεμβρίου 1947 οι Βρετανοί τον μετέφεραν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στις 15 Νοεμβρίου 1948 μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο 99, και στις 27 Φεβρουαρίου επέστρεψε στο Στρατόπεδο 11. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, περνούσε αρκετό χρόνο με τον ξάδερφό του φον Ρούντστεντ. Σύντομα, στις 12 Μαΐου, μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο 186 «για επαναπατρισμό». Απελευθερώθηκε στις 19 Μαΐου 1948.[3]
Κατά τη δεκαετία του 1960, ο Χάινριτσι βοήθησε τον συγγραφέα Κορνίλιους Ράιαν (Cornelius Ryan) να συγγράψει το βιβλίο του «Η Τελευταία Μάχη» για τη μάχη του Βερολίνου. Στον επίλογο του βιβλίου του, ο Ράιαν έγραφε:
Κράτησα για το τέλος το ευχαριστώ μου για τον Αρχιστράτηγο Γκόταρντ Χάινριτσι για τη Γερμανική πλευρά της ιστορίας. Στη διάρκεια τριών μηνών μοιραστήκαμε αμέτρητες συνεντεύξεις και συνομιλίες. Πολέμησε πάλι κάθε φάση της μάχης. Μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω τις προσωπικές του σημειώσεις, τα έγγραφα και τα πολεμικά ημερολόγια. Αν και είχε προσβληθεί από ασθένεια, μου παραχωρούσε με ευγένεια τον χρόνο του. Χωρίς αυτόν, δε νομίζω πως το βιβλίο αυτό θα είχε ποτέ γραφεί. Στα είκοσι χρόνια σχεδόν που είμαι συγγραφέας, σπάνια συνάντησα άνθρωπο με τέτοια αξιοπρέπεια και τιμή - ούτε κάποιον με τέτοια λεπτομερή μνήμη.[56]
Ο Γκόταρντ Χάινριτσι πέθανε στο Έντερσμπαχ του Βάιμπλινγκεν στη Βάδη-Βυρτεμβέργη στις 13 Δεκεμβρίου 1971,[13] λίγες μέρες πριν τα 85α γενέθλιά του, και τάφηκε με πλήρεις στρατιωτικές τιμές[17] στο κοιμητήριο του Μπεργκέκερ (Bergäcker Friedhof) στο Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου. Ο τάφος του δεν υπάρχει πλέον.[57]
Προσωπικά έγγραφα του Χάινριτσι συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο «Ένας Γερμανός Στρατηγός στο Ανατολικό Μέτωπο: Η αλληλογραφία και τα ημερολόγια του Γκόταρντ Χάινριτσι 1941/42» (Ein deutscher General an der Ostfront: die Briefe und Tagebücher des Gotthard Heinrici 1941/42), με επιμέλεια του Γιοχάνες Χύρτερ (Johannes Hürter). Κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Sutton στην Ερφούρτη.[58]
Υπήρχε η αντίληψη πως ο Χάινριτσι εξαντλούσε την αυστηρότητά του στους στρατιώτες του σε περιπτώσεις βίας εναντίον Σοβιετικών αμάχων και αιχμαλώτων πολέμου, και σε μία περίπτωση μάλιστα διέταξε την εκτέλεση επτά Γερμανών στρατιωτών για τον λόγο αυτό.[17] Νεότερες μελέτες όμως απέδειξαν πως ο Χάινριτσι δεν ήταν τόσο ανθρωπιστής όσο δήλωνε ο ίδιος. Ως γιός πάστορα, διακατεχόταν από αντικομμουνιστικά και ρατσιστικά αισθήματα. Είχε δηλώσει μετά τον πόλεμο πως αρνήθηκε να εφαρμόσει τη «Διαταγή των Κομισαρίων» (Komissarbefehl), που διέταζε την με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση των Σοβιετικών πολιτικών επιτρόπων, αλλά αυτό ήταν ψευδές: γνώριζε πολύ καλά για την εφαρμογή της και ο ίδιος σχολίασε σχετικά με την εκτέλεση ενός κομισάριου από τη Feldgendarmerie: «Δεν είναι καλό για τον λαό μας». Έδινε επίσης άδεια για συνοπτικές εκτελέσεις ανταρτών, όπως και πολιτών που ήταν ύποπτοι για συνεργασία με τους αντάρτες. Δεν δίσταζε να σημειώνει με απάθεια στο ημερολόγιό του πως ο ντόπιος πληθυσμός κατά πάσα πιθανότητα θα λιμοκτονούσε αν οι Γερμανοί στρατιώτες ανεφοδιάζονταν από εκεί. Δεν είναι βέβαιο το αν είχε γνώση για το Ολοκαύτωμα, αλλά σίγουρα διακατεχόταν από αντισημιτικά αισθήματα - κάτι οξύμωρο αν λάβει κανείς υπ' όψιν την εβραϊκή καταγωγή της γυναίκας του. Περιέγραφε τους Εβραίους της Πολωνίας ως «απαίσιους» (schrecklich).[59]
Βέβαια, δεν δικάστηκε ποτέ για τις παραβιάσεις αυτές του Διεθνούς Δικαίου. Παρ' όλα αυτά, η κριτική εργασία του Χύρτερ ίσως συμβάλλει στην αμερόληπτη ιστορικά αντιμετώπιση, έστω και μετά θάνατον, του Αρχιστράτηγου Γκόταρντ Χάινριτσι.[59]
Παρατίθενται οι διακρίσεις (παράσημα και μετάλλια) που απονεμήθηκαν στον Χάινριτσι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας:[18]
Σύνοψη βαθμών[18] | ||
---|---|---|
Γερμανικός Βαθμός | Ελληνικό αντίστοιχο | Ημερομηνία |
Fahnenjunker | Δόκιμος | 8 Μαρτίου 1905 |
Fahnenjunker-Unteroffizier | Δόκιμος με βαθμό Υπαξιωματικού | 19 Ιουλίου 1905 |
Fähnrich | Ανθυπασπιστής | 19 Δεκεμβρίου 1905 |
Leutnant | Ανθυπολοχαγός | 18 Αυγούστου 1906 |
Oberleutnant | Υπολοχαγός | 17 Φεβρουαρίου 1914 |
Hauptmann | Λοχαγός | 18 Ιουνίου 1915 |
Major | Ταγματάρχης | 1 Φεβρουαρίου 1926 |
Oberstleutnant | Αντισυνταγματάρχης | 1 Αυγούστου 1930 |
Oberst | Συνταγματάρχης | 1 Μαρτίου 1933 |
Generalmajor | Υποστράτηγος | 1 Ιανουαρίου 1936 |
Generalleutnant | Αντιστράτηγος | 1 Μαρτίου 1938 |
General der Infanterie | (Στρατηγός του Πεζικού)[Σημ. 2] | 1 Ιουνίου 1940 |
Generaloberst | Αρχιστράτηγος | 30 Ιανουαρίου 1943 |
Ημερομηνία | Πρωτότυπο κείμενο | Μετάφραση |
---|---|---|
23 Νοεμβρίου 1943 | Westlich Smolensk haben die unter dem Oberbefehl des Generalobersten Heinrici und unter Führung des Generals der Infanterie Voelckers [Völckers] stehende schlesische 18. Panzergrenadierdivision, die württembergisch-badische 25. Panzergrenadierdivision, die württembergisch-badische 78. Sturmdivision, die 1. SS-Infanteriebrigade (mot.) und die im Erdkampf eingesetzten Teile der 18. Flakdivision in der siebentägigen 3. Schlacht an der Smolensker Rollbahn einen hervorragenden Abwehrerfolg errungen.[60] | Δυτικά του Σμολένσκ πέτυχαν μία μεγάλη αμυντική νίκη στην επταήμερη Τρίτη Μάχη του Σιδηροδρόμου του Σμολένσκ οι ευρισκόμενες υπό την Ανώτατη Διοίκηση του Αρχιστράτηγου Χάινριτσι και του Στρατηγού του Πεζικού Φέλκερς σιλεσιανή 18η Μεραρχία Γρεναδιέρων Πάντσερ, η εκ Βυρτεμβέργης-Βάδης 25η Μεραρχία Γρεναδιέρων Πάντσερ, η εκ Βυρτεμβέργης-Βάδης 78η Μεραρχία Εφόδου, η 1η Ταξιαρχία Πεζικού SS (μηχανοκίνητη) και τα ευρισκόμενα στη χερσαία μάχη τμήματα της 18ης Αντιαεροπορικής Μεραρχίας. |
8 Οκτωβρίου 1944 | In der Schlacht um die Pässe der Ostbeskiden haben die unter dem Oberbefehl von Generaloberst Heinrici tapfer kämpfenden Truppen, von unserer Luftwaffe wirksam unterstützt, alle Durchbruchsversuche der Bolschewisten in der slowakischen Raum vereitelt.[61] | Στη μάχη για τα περάσματα των ανατολικών Μπεσκίντ τα γενναίως μαχόμενα στρατεύματα υπό την ανώτατη ηγεσία του Αρχιστράτηγου Χάινριτσι, υποστηριζόμενα αποτελεσματικά από την Πολεμική μας Αεροπορία, απέτρεψαν όλες τις προσπάθειες διάσπασης των Μπολσεβίκων στην περιοχή της Σλοβακίας. |