Ζακαριδική Αρμενία ή Αρμενία των Ζακαριάν (αρμενικά: Զաքարյան Հայաստան) είναι η ονομασία η οποία χρησιμοποιείται για τον ορισμό των αρμενικών εδαφών τα οποία παραχωρήθηκαν ως φέουδο, το 1201, από τη βασίλισσα Θάμαρ της Γεωργίας στα μέλη της οικογένειας των Ζακαριάν. Το 1236, έπειτα από την κατάληψη του Ανί από τους Μογγόλους, η κυριαρχία των τελευταίων αντικατέστησε εκείνη των Γεωργιανών. Ωστόσο, οι Ζακαριάν πέτυχαν, έστω με δυσκολίες, να διατηρήσουν την εξουσία τους έως την δεκαετία του 1330, όταν και η Αρμενία κυριεύτηκε από τουρκομανικές φυλές, ενώ η ίδια η οικογένεια έπαυσε να αναφέρεται εντός των ιστορικών πηγών προς το 1360. Κατά κυριολεξία, ωστόσο, η «ζακαριδική περίοδος» καλύπτει το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, ενώ ολοκληρώνεται προς το 1260[1].
Κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας των πριγκίπων της οικογένειας των Ζακαριάν, τα συγκεκριμένα εδάφη γνώρισαν μία σχετική σταθερότητα, η οποία και οδήγησε στην ακμή των αρμενικών πόλεων. Παράλληλα, αριθμός μοναστηριών ιδρύθηκαν, ενώ μία πραγματική αναγέννηση έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου. Έπειτα από την πτώση τους, η Μεγάλη Αρμενία γνώρισε μία νέα σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της.
Με σημείο εκκίνησης τα τέλη του 10ου αιώνα, τα βασίλεια των Βαγρατιδών και των Αρτσρουνί της Μεγάλης Αρμενίας άρχισαν, σταδιακά, να τίθενται υπό βυζαντινό έλεγχο: το Ταρόν το 968[2], το Ταΐκ το 1001[3], το Βασπουρακάν το 1021[4] ή το 1022[5], το Ανί το 1045[6], το Καρς το 1065[7], με μοναδική εξαίρεση το Λορί το οποίο πέτυχε να διατηρήσει την ανεξαρτησία του[7]. Η συγκεκριμένη βυζαντινή κυριαρχία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την φυγή του πυρήνα της αρμενικής τάξης των ευγενών προς τις περιοχές της Ανατολίας και της Κιλικίας[7], τελικώς απεδείχθη σύντομης χρονικής διάρκειας, καθώς η απειλή των Σελτζούκων Τούρκων άρχισε να διαφαίνεται.
Η πρώτη εισβολή έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1045-1046[8], ακολουθούμενη από αριθμό άλλων αντίστοιχων, ενώ, στις 16 Αυγούστου 1064, ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν κατέλαβε το Ανί[9]. Εκείνη την περίοδο, το μεγαλύτερο τμήμα της Αρμενίας υπέκυψε στις σελτζουκικές εισβολές, εξαιρουμένων του Λορί και της Σιουνίας[10], ενώ η Μάχη του Μαντζικέρτ, το 1071, επισφράγισε την κατάληψη της Αρμενίας[11], καθώς και την γεωγραφική αποκοπή μεταξύ του Βυζαντίου και της συγκεκριμένης χώρας[12]. Στη συνέχεια, τα εδάφη της τελευταίας ενσωματώθηκαν σε εκείνα της σελτζουκικής Περσίας, ενώ η διακυβέρνησή τους ανατέθηκε σε αριθμό εμίρηδων οι οποίοι έδρευαν, μεταξύ άλλων, στο Ντβιν και στο Γκανζάκ[13], με τις ύστατες νησίδες αντίστασης (Λορί και Σιουνία) να υποκύπτουν κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα[14]. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού το οποίο επιβίωσε των συγκεκριμένων εισβολών υποχρεώθηκε σε φυγή προς την Καππαδοκία, καθώς και προς ακόμη μακρύτερες αποστάσεις, όπως την Πολωνία και την Γαλικία[15], σε μία περίοδο κατά την οποία ολόκληρη η περιοχή του Καυκάσου γνώρισε (έως τον 15ο αιώνα) μεταναστευτικά κύματα τουρκικών λαών[16].
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, εκμεταλλευόμενοι τον διαμελισμό της Σελτζουκικής Αυτοκρατορίας, οι Βαγρατίδες της Γεωργίας, υπό τον Δαυίδ Δ΄ τον Ανακατασκευαστή και τον Γεώργιο Γ΄, χαίροντας της υποστήριξης, μεταξύ άλλων, αριθμού ναχαράρκ οι οποίοι είχαν αναζητήσει καταφύγιο στη Γεωργία[15], ξεκίνησαν προσπάθειες απελευθέρωσης του βόρειου τμήματος της Αρμενίας[17]. Το 1118, το Λορί και το Αχταλά κατελήφθησαν, ενώ, το 1123, το Ανί κατελήφθη για σύντομο χρονικό διάστημα[18].
Εντός της γεωργιανής αυλής, μία αρμενικής καταγωγής οικογένειας, οι Ζακαριάν, πρώην υποτελείς των βασιλέων του Λορί οι οποίοι, πλέον, είχαν δώσει όρκο υποτέλειας στους Βαγρατίδες της Γεωργίας, πέτυχαν να αναρριχηθούν στις ανώτερες τάξεις των ευγενών του βασιλείου και να αποκτήσουν καθοριστικής σημασίας επιρροή εντός της αυλής κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας της βασίλισσας Θάμαρ, με τους αδερφούς Ζακαρέ και Ιβανέ Ζακαριάν να καταλαμβάνουν, αντιστοίχως, τα αξιώματα του αμιρσπανταλάρ («διοικητής του ιππικού») και του αταμπέη («πατέρας του βασιλέα»)[17]. Οι τελευταίοι, ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση σημαντικού τμήματος των εδαφών της Μεγάλης Αρμενίας, κατέλαβαν το Αμπέρντ το 1196, την πεδιάδα του Αϊραράτ και το Ανί το 1199, το Ντβιν το 1203, νίκησαν τον Σουλεϊμάν Β΄ Σαχ, Σουλτάνο του Ρουμ, το 1204 και έφθασαν ως την βόρεια όχθη της Λίμνης Βαν το 1208/1209[19], ενώ, παράλληλα, έθεσαν φόρου υποτελείς προς τους ίδιους τους εμίρηδες του Καρίν (Ερζουρούμ) και του Γιερζενκά (Ερζιντζάν)[17].
Στη συνέχεια, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, η βασίλισσα τους παραχώρησε ως φέουδο τα συγκεκριμένα αρμενικά εδάφη, με τον Ζακαρέ να εδρεύει στο Ανί και τον Ιβανέ στο Ντβιν, κατέχοντας, και οι δύο τους, τον τίτλο του βασιλέα[20]. Θεωρητικά υπό γεωργιανή κυριαρχία, ωστόσο, αυτή η «Ζακαριδική Αρμενία», τα εδάφη της οποίας εκτείνονταν από το Αρτσάχ έως το Καρς, έχαιρε ευρείας αυτονομίας[21]. Η συγκεκριμένη σχετικά ειρηνική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η Αρμενία ανέκαμψε, όμως, απέτυχε να θέσει τέλος στις έριδες και αντιπαλότητες μεταξύ των ευγενών, με σημαντικότερες εξ'αυτών τις διαμάχες μεταξύ των Ζακαριάν και των Ορμπελιάν της Σιουνίας[21]. Ωστόσο, οι Ζακαριάν δεν είχαν υπό τον άμεσο έλεγχό τους το σύνολο των εδαφών τους, καθώς, στο πλευρό παλαιών οικογενειών ναχαράρκ, με τις οποίες, συχνά, συγγένευαν μέσω γάμων (μεταξύ άλλων, των Αρτσρουνί, από τους οποίους και καταγόταν η μητέρα των Ζακαρέ και Ιβανέ), όρισαν ως επικεφαλείς ορισμένων εκ των κτήσεών τους αριθμό εκ των πολεμιστών τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας νέας τάξης ευγενών[22].
Ωστόσο, το 1220, οι Μογγόλοι, με δύναμη 20.000 στρατιωτών η οποία κυνηγούσε τον Αλά αντ-Ντιν Μουχάμαντ, βασιλέα της Χωρεσμίας[23], συνάντησαν και νίκησαν την στρατιά του βασιλέα Γεωργίου Δ΄ της Γεωργίας, της οποίας ηγείτο ο Ιβανέ[24]. Τον Ιανουάριο του 1221, συνέχισαν τις εισβολές τους και λεηλάτησαν το βόρειο τμήμα της Αρμενίας, καθώς και τα νοτιοανατολικά της Γεωργίας[25]. Το 1222, τις εισβολές τους ακολούθησαν εκείνες Κιπτσάκων οι οποίοι και νίκησαν τα στρατεύματα του Ιβανέ Ζακαριάν, ο οποίος, ωστόσο, τελικώς πέτυχε να τους νικήσει το 1223[26]. Μεταξύ του 1225 και του 1230, οι Χωρέσμιοι υπό τον Τζαλάλ αντ-Ντιν πραγματοποίησαν εισβολή, λεηλατώντας, μεταξύ άλλων, το Ντβιν, το Λορί και την Τιφλίδα[27], προτού, στη συνέχεια, ηττηθούν από έναν συνασπισμό αποτελούμενο, μεταξύ άλλων, από στρατεύματα του Σουλτανάτου του Ρουμ και Κιλίκιων[24].
Το 1236, οι Μογγόλοι πραγματοποίησαν εκ νέου εισβολή, η οποία ώθησε την Γεωργιανή βασίλισσα Ρουσουντάν Α΄ να αναζητήσει καταφύγιο στη Δυτική Γεωργία μαζί με την αυλή της, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της Ζακαριδικής Αρμενίας (συμπεριλαμβανομένου του Ανί και του Καρς το 1239[28]) τέθηκε υπό τον έλεγχο των κατακτητών, με τα υπόλοιπα εδάφη της χώρας, στα νότια και στα δυτικά, να ακολουθούν μεταξύ του 1242 και του 1245[29]. Ο Αβάγκ Ζακαριάν, στρατάρχης ο οποίος διαδέχθηκε τον Ιβανέ (αποβιώσας το 1227/1228[30]), αναγνώρισε την μογγολική κυριαρχία, όπως και ο άρχοντας του Ανί (σε αντίθεση με τον πληθυσμό της συγκεκριμένης πόλης, ο οποίος σφαγιάστηκε) και υιός του Ζακαρέ (αποβιώσας το 1213[30]), Σαχενσάχ Ζακαριάν[31]. Ο πρώτος μετέβη στο Καρακορούμ, όπου και παρέμεινε για χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, πέντε ετών, ενώ, στη συνέχεια, τον ακολούθησαν οι υιοί του Σαχενσάχ[32]. Από την πλευρά τους, οι Μογγόλοι εγκαθίδρυσαν ένα πολιτικό καθεστώς στην περιοχή το οποίο ενσωμάτωνε τις προϋπάρχουσες διοικητικές δομές και προχώρησαν στη διαίρεση της Αρμενίας σε δύο βιλαέτια, εκείνο της Μεγάλης Αρμενίας και εκείνο της Γεωργίας, στο οποίο υπάγονταν, μεταξύ άλλων, τα εδάφη των Ζακαριάν, των οποίων οι τελευταίοι διατήρησαν τον έλεγχο, τα οποία, με τη σειρά τους, διαιρέθηκαν σε τρία τουμάν (στρατιωτικές περιφέρειες) υπό την διοίκηση των Αβάγκ και Σαχενσάχ, καθώς και του συγγενή τους, Βαχράμ του Γκαγκ[33]. Το 1243, ο χάνος Γκουγιούκ επέβαλε βαριά φορολογία στα κατακτηθέντα εδάφη, με συνέπεια μία εξέγερση των τοπικών ευγενών το 1248/1249, η οποία, ωστόσο, κατεστάλη βιαίως[34].
Το 1256, έλαβε χώρα η εγκαθίδρυση του Ιλχανάτου των Χουλαγκιδών στο Ιράν, εντός του οποίου και ενσωματώθηκε η Αρμενία[35], ενώ η στρατολόγηση εντός των μογγολικών στρατευμάτων η οποία ακολούθησε (ο Ζακαρέ, υιός του Σαχενσάχ, διακρίθηκε εντός του συγκεκριμένου πλαισίου κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Βαγδάτης το 1258[36]), και η οποία άφησε την χώρα δίχως δυνατότητα αντίστασης εμπρός στις επιδρομές νομαδικών λαών, συνέβαλε στην περαιτέρω ενίσχυση της δυσαρέσκειας και οδήγησε στο ξέσπασμα μίας δεύτερης εξεγέρσεως μεταξύ του 1259 και του 1261, η οποία και αντιμετωπίστηκε με πανομοιότυπο τρόπο με την αμέσως προηγούμενη[37]. Ο Σαχενσάχ συνελήφθη και με δυσκολία πέτυχε να σώσει την ζωή του, ενώ ο υιός του, Ζακαρέ, σκοτώθηκε[38]. Με σημείο εκκίνησης το 1261, η ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου αποτέλεσε πεδίο συγκρούσεων ενδομογγολικών διαμαχών μεταξύ του Ιλχανάτου και της Χρυσής Ορδής[39]. Η άνοδος του Γαζάν στον θρόνο των Χαουλαγκιδών, το 1295, σηματοδότησε μία αλλαγή ως προς την κατοχή, καθώς ο συγκεκριμένος μονάρχης ασπάστηκε το Ισλάμ, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν αντιχριστιανικοί διωγμοί[40], οι οποίοι και οδήγησαν στο ξέσπασμα μίας τρίτης εξεγέρσεως, η οποία, επίσης, κατεστάλη με ιδιαίτερη βιαιότητα[41].
Το 1335, έπειτα από τον θάνατο του Αμπού Σαΐντ Μπαχαντούρ, το Ιλχανάτο διαμελίστηκε εδαφικά και ο έλεγχος της Αρμενίας αποτέλεσε το αντικείμενο συγκρούσεων μεταξύ δύο παρατάξεων, των Τσουπανιδών και των Τζαλαγιριδών, στο πλαίσιο των οποίων το Ανί λεηλατήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1350 από τους Τσουπανίδες[42]. Το 1357, η κυριαρχία των τελευταίων αντικαταστάθηκε από εκείνη της Χρυσής Ορδής, την οποία, με τη σειρά τους, οι Τζαλαγιρίδες νίκησαν το 1358. Ωστόσο, το 1374, οι κτήσεις τους διαμελίστηκαν μεταξύ των Μογγόλων, των Τουρκομάνων και των Κούρδων[43]. Έχοντας, πλέον, περιοριστεί σε καθαρά τοπικού επιπέδου διοικητικό ρόλο μετά το 1350[44], από την πλευρά τους, οι Αρμένιοι ευγενείς έπαυσαν να αναφέρονται εντός των ιστορικών πηγών της συγκεκριμένης περιόδου, συμπεριλαμβανομένων των Ζακαριάν, οι αναφορές προς τους οποίους έπαυσαν μετά το 1360[45].
Έπειτα από την παύση που σηματοδότησε η εισβολή των Σελτζούκων, οι αρμενικές πόλεις άρχισαν εκ νέου να αναπτύσσονται μεταξύ των τελών του 12ου αιώνα και των αρχών του 13ου αιώνα, με σημαντικότερες εξ'αυτών το Ανί και το Ντβιν[20]. Οι μετζατούν, η αναδυόμενη αστική τάξη των εύπορων εμπόρων, είδαν την επιρροή τους και τον πλούτο τους να αυξάνονται[46], παράλληλα με την αποκατάσταση του διεθνούς εμπορίου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από την αύξηση της κοπής χρυσών νομισμάτων (καθώς τα χάλκινα νομίσματα προορίζονταν αποκλειστικά για το εσωτερικό εμπόριο)[24]. Οι συγκεκριμένοι μετζατούν ξεκίνησαν, παράλληλα, να αντικαθιστούν τους ναχαράρκ ως γαιοκτήμονες[24].
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, οι τέχνες και ο πολιτισμός άνθισαν εκ νέου στη Μεγάλη Αρμενία[21]. Η αρμενική αρχιτεκτονική, επηρεαζόμενη από τους Γεωργιανούς απελευθερωτές, χαρακτηρίστηκε, στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, από μεγαλύτερου του συνηθισμένου ύψους εκκλησίες, ενώ, παράλληλα, τα μοναστήρια, τα οποία έχαιραν, μεταξύ άλλων, δωρεών προερχόμενων από τις εύπορες τάξεις, βρίσκονταν σε διαρκή ανάπτυξη, κοσμήθηκαν περαιτέρω με την προσθήκη χαρακτηριστικών γκαβίτ, τζαματούν και κωδωνοστασίων, καθώς και άλλων ειδών κτιρίων[47]. Από την πλευρά της, η γλυπτική χαρακτηρίστηκε από την σύνθετη και πλούσια διακόσμηση η οποία και περιελάμβανε αριθμό παραστατικών συνθέσεων, ενώ, παράλληλα, κατέστη ως σημαντική μορφή τέχνης, με κύριο εκπρόσωπο, μεταξύ άλλων, τον Μομίκ, με τα χατσκάρ, επίσης, να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα υψηλής δεξιοτεχνίας ως προς την τέχνη τους[48]. Ακόμη, η ζωγραφική, αποτελούμενη κυρίως από θρησκευτικής φύσεως διακοσμήσεις, επίσης επηρεάστηκε από τη Γεωργία, γεγονός το οποίο είναι έως σήμερα ορατό στον Άγιο Γρηγόριο του Τιγκράν Χονέντς στο Ανί ή στο Κομπαΐρ[49]. Τέλος, η τέχνη των βιβλίων συνέχισε την περαιτέρω ανάπτυξή της, με κύριο κέντρο παραγωγής, μεταξύ άλλων, το Χαγπάτ[50], ενώ οι μικρογραφίες οι οποίες φιλοτεχνούνταν στις συγκεκριμένες περιοχές χαρακτηρίζονταν, επίσης, από τον μνημειακό χαρακτήρα τους, καθώς και τον έντονο χρωματισμό τους[51].
Ο πνευματικός βίος αναγεννήθηκε έχοντας ως πυρήνα τα μοναστήρια, τα οποία ορισμένες φορές αναφέρονταν και ως χαμαλσαράν («πανεπιστήμια»), με αποτέλεσμα, πέραν παλαιών μοναστικών κέντρων όπως το Χαγπάτ και το Σαναχίν, να ιδρυθούν νέα μοναστήρια, όπως το Γκοσαβάνκ, το Γκλαντζόρ και το Τατέβ (μεταξύ άλλων, κατόπιν σχετικών ενεργειών του Γρηγορίου του Τατέβ)[52], καθώς και το Χορανασάτ[53]. Η ιστοριογραφία παρέμεινε μία αρμενική ειδικότητα, με εκπροσώπους, μεταξύ άλλων, τον Κιρακός του Γκαντζάκ, μέσω του έργου του, Ιστορία των Αρμενίων, και τον Βαρντάν Αρεβελτσί, μέσω του έργου του, Παγκόσμια Ιστορία, οι οποίοι υπήρξαν μαθητευόμενοι του Χοβχαννές Βανακάν, καθώς και τον Στεπανός Ορμπελιάν, μέσω του έργου του, Ιστορία της Σιουνίας[54]. Το δίκαιο, το οποίο μέχρι τη συγκεκριμένη περίοδο αποτελούσε ελάσσονος σημασίας συνιστώσα των αρμενικών επιστημών[54], γνώρισε σημαντική ανάπτυξη το 1184, μέσω της εκδόσεως του Βιβλίου των Νόμων του Μχιτάρ Γκος, το οποίο αποτελούσε μία τμηματική κωδικοποίηση, η οποία, σύντομα, κατέστη ως ο βασικός πυρήνας του αρμενικού αστικού και θρησκευτικού δικαίου της εποχής εκείνης[55]. Παράλληλα, οι Ζακαριάν έθεσαν εκ νέου σε ισχύ τους νόμους οι οποίοι ίσχυαν κατά την περίοδο βασιλείας των Βαγρατιδών[21]. Από την πλευρά της, η λογοτεχνία σε δημώδη γλώσσα άνθισε κυρίως υπό την μορφή μύθων, συνήθως θρησκευτικής εμπνεύσεως, με κύριους εκπροσώπους συγγραφείς όπως ο Μχιτάρ Γκος, ο οποίος και έθεσε τις βάσεις για την σταδιακή εκκοσμίκευσή της, όπως αυτό απαντάται εντός του έργου, μεταξύ άλλων, του Χατσατούρ Κετσαρετσί[56] και του Φρικ στα τέλη του 13ου αιώνα[57].
Η συγκεκριμένη «ζακαριδική αναγέννηση[58]» υπέστη τις αρνητικές επιπτώσεις της μογγολικής κατάκτησης, καθώς η οικονομία καταστράφηκε μέσω της βαριάς φορολογίας η οποία επιβλήθηκε με σημείο εκκίνησης το 1243[28], γεγονός το οποίο και οδήγησε σε ένα νέο κύμα διασποράς, με κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, την Κριμαία[59]. Παράλληλα, η Εκκλησία, αν και για ορισμένο χρονικό διάστημα ήταν απαλλαγμένη από την υποχρέωση καταβολής φόρου, ωστόσο, υπέστη σημαντικό πλήγμα από τους διωγμούς οι οποίοι έλαβαν χώρα στα τέλη του ίδιου αιώνα[40], αν και ο βίος και η πνευματική ανάπτυξη των μοναστηριών πέτυχαν σε σχετικό βαθμό να διαφυλαχθούν[60]. Αριθμός πόλεων λεηλατήθηκαν, όπως το Ανί το 1236, ενώ οι πόλεις οι οποίες δεν γνώρισαν ανάλογη κατάληξη, όπως το Ντβιν, εισήλθαν σε μία περίοδο παρακμής[61]. Παραδόξως, το διεθνές εμπόριο (σε αντίθεση με το εσωτερικό εμπόριο, το οποίο δέχθηκε σημαντικό πλήγμα[59]) πέτυχε σε σχετικό βαθμό να επιβιώσει, καθώς, με αντάλλαγμα μέρος των εσόδων τους, οι μετζατούν και τα καραβάνια τους έχαιραν της προστασίας των Μογγόλων, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την ευρεία έκταση της Αυτοκρατορίας τους ώθησε προς νέες αγορές, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του πλούτου τους[62]. Ωστόσο, οι πολιτικές συνθήκες των τελών του 14ου αιώνα έθεσαν οριστικό τέλος στη συγκεκριμένη κατάσταση, καθώς η Μεγάλη Αρμενία μετατράπηκε σε μία ερημωμένη έκταση[60].
Μεταξύ των Τουρκομάνων, μία πληθυσμιακή ομάδα εγκατεστημένη στο κεντρικό και στο νότιο τμήμα της Αρμενίας πέτυχε να κυριαρχήσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1380, οι Καρά Κογιουνλού[63]. Ωστόσο, η χώρα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη και σε αδυναμία υπεράσπισης των εδαφών της, ιδιαιτέρως απέναντι στις εισβολές του Ταμερλάνου, το 1386-1387, το 1394-1396 και το 1399-1403[64]. Η τελευταία εξ'αυτών οδήγησε στην πλήρη ερήμωση ορισμένων αρμενικών περιοχών[65]. Στα τέλη της συγκεκριμένης περιόδου, η οποία σηματοδότησε την επάνοδο στην εξουσία των Καρά Κογιουνλού[66], η κοινωνική δομή της χώρας είχε καταστραφεί, ενώ οι πριγκιπικές οικογένειες είχαν αφανιστεί[67]. Η Αρμενία εισήλθε στη «σκοτεινή περίοδο» της ιστορίας της, η οποία χαρακτηρίστηκε από τις λιγοστές ως προς τον αριθμό τους ιστορικές μαρτυρίες[68], όπως εκείνη του Θωμά του Μετσόπ[69].