Οι λογχοφόροι ήταν ένας τύπος ιππέων, που μάχονταν (με κύριο όπλο) τη λόγχη. Αυτή η πολεμική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τους Ασσυρίους, (γύρω στο) 700 π.Χ., αλλά ακολούθως επίσης από τους Έλληνες, από τους Πέρσες, από τους Γαλάτες, από τους Κινέζους, από διαφόρους νομάδες και από Ρωμαίους ιππείς.[1] Η λόγχη, ως όπλο του ιππικού, χρησιμοποιήθηκε (επίσης) ευρύτατα στην Ασία και στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια του Μεσσαίωνα και της Αναγέννησης από το θωρακισμένο ιππικό, πριν υιοθετηθεί από το ελαφρύ ιππικό, ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη. Στη σύγχρονη κειμενογραφία, ένα σύνταγμα λογχοφόρων συνήθως υποδηλώνει μια θωρακισμένη μονάδα.
Ο λογχοφόρος, που ονομάζεται ουλανός στα Πολωνικά (ulan) και στα Γερμανικά (uhlan), είχε γίνει κοινό θέαμα σχεδόν σε κάθε Ευρωπαϊκό, Οθωμανικό και Ινδικό στρατό κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου (17ος - 19ος) αιώνας, αλλά, με εξαίρεση τα Οθωμανικά στρατεύματα, τα υπόλοιπα εγκατέλειψαν τη βαριά θωράκιση, για να αυξήσουν την ελευθερία κίνησης κατά τη μάχη. Οι Πολωνοί «φτερωτοί» λογχοφόροι ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη θωράκιση ανάμεσα στους Ευρωπαίους λογχοφόρους. Ήταν ευρύτατη η διαφωνία για την αξία της λόγχης στην έφιππη μάχη κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, και οι περισσότεροι στρατοί είχαν λίγες μονάδες λογχοφόρων κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, οι λογχοφόροι χρησιμοποιήθηκαν σε πολλά από τα εμπλεκόμενα έθνη, και οι ποιότητές τους έγιναν ξεκάθαρες. Κατά τη διάρκεια των πολέμων της εποχής οι Πολωνοί έγιναν μια έτοιμη περιοχή για στρατολόγηση λογχοφόρων από αρκετούς στρατούς, τόσο εθελοντικά όσο και αναγκαστικά, και υπηρέτησαν με διάκριση στους περισσότερους από αυτούς τους στρατούς, με πιο φημισμένo τμήμα το 1ο Σύνταγμα Λογχοφόρων της (Ναπολεόντειας) Αυτοκρατορικής Φρουράς (1er Regiment de Chevau-Legers-Lanciers de la Garde Impériale).
Στη Μάχη του Βατερλό, οι γαλλικές λόγχες ήταν «...σχεδόν τρία μέτρα μακριές, ζύγιζαν τρία κιλά, και είχαν μια χαλύβδινη αιχμή σε ένα ξύλινο ραβδί...», σύμφωνα με τον ιστορικό Αλεσσάντρο Μπαρμπερό (Alessandro Barbero). Προσθέτει ότι ήταν «...τρομακτικά αποτελεσματικό...». Ο διοικητής της γαλλικής 4ης Μεραρχίας του 1ου Σώματος Στρατηγός Ντουρεττέ (Durutte), που είδε τη μάχη από το έδαφος μπροστά από τους Papelotte, έγραψε αργότερα: «...ποτέ πριν δεν είχα συνειδητοποιήσει τη μεγάλη υπεροχή της λόγχης έναντι του ξίφους...».[2]
Στην Πολιορκία του Λος Άντζελες (1846), κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών, μια ίλη Καλιφόρνιων λογχοφόρων ανακατέλαβαν προσωρινά την πόλη του Λος Άνζελες, απωθώντας ένα λόχο Αμερικανών Πεζοναυτών.
Παρόλο που η λόγχη είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στη μάχη κατά τη διάρκεια της επέλασης, οι λογχοφόροι ήταν (σχετικά) ευάλωτοι ενάντια σε άλλα είδη ιππικού, καθώς η λόγχη αποδείχθηκε ότι ήταν ένα δύσχρηστο και αναποτελεσματικό όπλο, σε σύγκριση με τη σπάθη, σε κλειστούς χώρους.[3] Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλά από τα συντάγματα ιππικού στα Βρετανικά και στα άλλα Ευρωπαϊκά στρατεύματα αποτελούνταν από στρατιώτες με λόγχες, καθώς και με σπάθες ή και άλλα δευτερεύοντα όπλα στην πρώτη γραμμή, και άντρες με σπάθες από τη δεύτερη (και πίσω) , σύμφωνα με το δόγμα «...οι λόγχες για το αρχικό σοκ και οι σπάθες για την αγχέμαχη αναμέτρηση...».
Οι λογχοφόροι συνήθως φορούσαν μια σταυρωτή χλαίνη (kurtka), με έναν χρωματιστό καρδιοφύλακα (plastron) στο μπροστινό μέρος, μια χρωματιστή ζώνη, και ένα τετράγωνο στην οροφή Πολωνική περικεφαλαία (czapka). Οι λόγχες μικρές στενές σημαίες (γνωστές ως lance pennon), ακριβώς κάτω από την αιχμή του δόρατος. Οι σημαίες συνήθως αφαιρούνταν ή τυλίγονταν σε μια θήκη προστασίας για την ενεργό υπηρεσία. Με το βελτιωμένο βεληνεκές και την (αυξημένη) ακρίβεια βολής των όπλων πεζικού, το υψηλό προφίλ που παρουσίαζαν οι λογχοφόροι με τα εμφανή όπλα τους έγιναν πρόβλημα. Οι ουλανοί, ως λογχοφόροι, όπως ήταν γνωστοί στην Πολωνική και στη Γερμανική Γλώσσα, εκπαιδεύονταν να χαμηλώνουν τις λόγχες τους όταν ανίχνευαν πάνω από λοφοκορυφές.
Το 1914, οι λόγχες εξακολουθούσαν να μεταφέρονται από συντάγματα Βρεττανικών, Ινδικών, Γαλλικών, Γερμανικών, Ιταλικών, Πορτογαλικών, Ισπανικών, Ιαπωνικών, Τουρκικών, Βελγικών, Ρωσικών και άλλων στρατευμάτων. Σχεδόν όλο το Γερμανικό ιππικό (ουσάροι, δραγώνοι και θωρακοφόροι, όπως και οι ουλανοί) μετέφεραν μια χαλύβδινη λόγχη ως κύριο όπλο τους.[4] Μέχρι τα τέλη του 1914, τα μισά από τα στρατεύματα σε κάθε ρωσικό τακτικό σύνταγμα ιππικού (ουσάροι, ουλανοί και δραγώνοι), μετέφεραν λόγχες σε ενεργό υπηρεσία, όπως έκαναν επίσης και όλοι οι κοζάκοι.[5]
Τα Βρετανικά συντάγματα λογχοφόρων έχασαν αυτό το όπλο (λόγχη), για όλες τις χρήσεις, πλην των τελετουργιών, μετά από τον Πόλεμο των Μπόερς, αλλά σε μια συντηρητική ανάδραση επανέφεραν σε υπηρεσία τις λόγχες κατά τη χρονική περίοδο 1908 - 1928.[6] Ο γαλλικός στρατός δεν είχε συντάγματα λογχοφόρων κατ' όνομα, αλλά λόγχες μήκους 2,97 μέτρων φέρονταν από τα 26 συντάγματα δραγώνων και από κάποια τμήματα ελαφρού ιππικού το 1914. Οι Γάλλοι είχαν προηγουμένως ελέγξει τις ινδικές λόγχες από μπαμπού, που χρησιμοποιούνταν από τμήματα του Βρετανικού ιππικού, αλλά τις θεώρησαν πολύ εύθραυστες για το σοκ της αναμέτρησης.[7]
Πριν από το ξέσπασμα του Α ' Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε διαμάχη για το κατά πόσον οι λόγχες ή οι σπάθες ήταν η πιο αποτελεσματικά armes blanches (δηλαδή αιχμηρά όπλα) για το ιππικό, αλλά κανένα από τα δύο αποδείχθηκε ότι είναι κατάλληλο όπλο για μάχη εναντίον σύγχρονων πυροβόλων όπλων. Κάποιοι στρατοί πάντως συνέχισαν να χρησιμοποιούν λόγχες σε όλο αυτό τον πόλεμο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν σπάνια στο Δυτικό Μέτωπο, μετά τις αρχικές συγκρούσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο το 1914. Στο Ανατολικό Μέτωπο, το ιππικό είχε ακόμη ρόλο και οι λόγχες είδαν περιορισμένη χρήση από τα ρωσικά, γερμανικά και αυστριακά στρατεύματα.[8]
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, έπαυσε η χρήση λογχών για την ενεργό υπηρεσία στους περισσότερες στρατούς. Τα Βρετανικά και τα Ινδικά συντάγματα λογχοφόρων συνέχισαν να χρησιμοποιούν λόγχες σε έφιππες παρελάσεις, μέχρι να ολοκληρωθεί η μηχανοποίηση του στρατού τους, στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Κάποιοι άλλοι στρατοί διατήρησαν λογχοφόρους σε τελετουργικές μονάδες. Το Πολωνικό ιππικό δεν απέρριψε τη λόγχη ως όπλο, μέχρι το 1934 και συνέχισε να το εκπαιδεύει στη χρήση λογχών, μέχρι και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[9]
Μερικές σύγχρονες μονάδες θωρακισμένου ιππικού εξακολουθούν να αναφέρονται ως συντάγματα λογχοφόρων, για ιστορικούς λόγους. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα στους στρατούς της Ισπανίας (Λογχοφόροι του Βασιλιά), στο Ηνωμένο Βασίλειο (Βασιλικοί Λογχοφόροι), στην Ινδία (Ιππικό του Κηπουρού και 20ό Λογχοφόρων), στο Βέλγιο, στην Πορτογαλία (2ο Σύνταγμα Λογχοφόρων), στο Πακιστάν, στην Ιταλία (5ο Λογχοφόρων της Νοβάρας, 6ο Λογχοφόρων της Αόστα, 8ο Λογχοφόρων της Μοντεμπέλλο), στην Αυστραλία (12ο και 16ο Λογχοφόρων Ποτάμιων Κυνηγών και 1ο και 15ο Λογχοφόρων Νέας Νότιας Ουαλίας), στην Αργεντινή (2ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένου Ιππικού Λογχοφόρων του Στρατηγού Παζ) και στη Χιλή (5ο Σύνταγμα Ιππικού Λογχοφόρων). Επίσης, τα επίλεκτα στρατεύματα του Κολομβιανού Εθνικού Στρατού ονομάζονται Λογχοφόροι. Οι Ιταλοί Λογχοφόροι του Μοντεμπέλλο (8ο Σύνταγμα Ιππικού) κατά διαστήματα μετέχουν σε παρελάσεις τιμητικών φρουρών και άλλες αφιππευμένες τελετουργίες, με τις μπλε στολές που είχε το σύνταγμα κατά το 19ο αιώνα, οπλισμένοι με τις λόγχες που μετέφεραν μέχρι και το 1920. Παρόλο που δεν ταξινομούνται ως λογχοφόροι, οι έφιππες επιλαρχίες Dragões da Independência (1ο Σύνταγμα Φρουράς) του Βραζιλιανικού στρατού και της Εθνικής Πορτογαλικής Δημοκρατικής Φρουράς, μεταφέρουν λόγχες σε έφιππες παρελάσεις, όπως επίσης κάνουν το ίδιο τελετουργικά συντάγματα ιππικού στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βολιβία και στο Περού.