Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ουαλίντ Α' | |
---|---|
Περίοδος | 8 Οκτωβρίου 705 - 23 Φεβρουαρίου 715 |
Προκάτοχος | Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν |
Διάδοχος | Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ |
Γέννηση | 668 Μεδίνα, Σαουδική Αραβία |
Θάνατος | 23 Φεβρουαρίου 715 (47 ετών) Δαμασκός, Συρία |
Τόπος ταφής | Δαμασκός, Συρία |
Επίγονοι | Γιαζίντ Γ΄ Ιμπραήμ ιμπν αλ-Ουαλίντ και άλλοι 2 |
Πατέρας | Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Ουαλίντ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ ή Ουαλίντ Α΄ (668 - 23 Φεβρουαρίου 715) ήταν ο 6ος χαλίφης των Ομεϋαδών, γιος του σημαντικότερου χαλίφη αυτής της δυναστείας Αμπντ αλ-Μαλίκ και κυβέρνησε με έδρα του τη Δαμασκό της Συρίας από το 705 έως το 715.
Κατά τη διάρκεια της χαλιφείας του η αραβική αυτοκρατορία έφτασε στη μεγαλύτερη εδαφική της εξάπλωση. Κατελήφθησαν τα Βάκτρα το 705, η Μπουχάρα το 709, και το 711 ο αρχηγός των Βερβέρων, Τζεμπέλ αλ-Ταρίκ, αποβιβάστηκε στο βράχο του Γιβραλτάρ και από εκεί προωθήθηκε στη νότια Ισπανία.
Το 712 ακόμα μια στρατιά –Αράβων αυτή τη φορά– υπό τον Μούσα ιμπν Νουσαΰρ αποβιβάστηκε και αυτή στην Ισπανία. Αργότερα κατελήφθη σχεδόν ολόκληρη η Ισπανία, ενώ έφτασαν στα Πυρηναία, τα πέρασαν και μπήκαν στη Γαλατία. Εκεί, μεταξύ της Τουρ και του Πουατιέ, οι στρατοί των χριστιανών υπό τον Εύδωνα (Όντο στη γλώσσα των Φράγκων), δούκα της Ακουιτανίας, και του Καρόλου Μαρτέλου, δούκα της Αυστρασίας, ύστερα από επταήμερη μάχη, νίκησαν τους μουσουλμάνους το 732, και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν. Το 712 κατέλαβαν και τη Σαμαρκάνδη και εκεί γνώρισαν την τέχνη της κατασκευής χαρτιού από τους Κινέζους και τη μετέφεραν και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο ίδιος ο Ουαλίντ, υπήρξε υπόδειγμα βασιλιά, ενδιαφερόμενος περισσότερο για την καλή διοίκηση παρά για τον πόλεμο. Βοήθησε την προαγωγή της βιοτεχνίας και του εμπορίου με τη δημιουργία νέων αγορών και καλύτερων οδικών δικτύων, έκτισε σχολεία και νοσοκομεία – μεταξύ των οποίων και τα πρώτα λοιμοκαθαρτήρια- άσυλα για τους γέροντες, τους ανάπηρους και τους τυφλούς. Ο κυβερνήτης των ανατολικών επαρχιών, ο Αλ-Χατζάζ ιμπν Γιούσουφ, αποξήρανε έλη, ύδρευσε άνυδρες περιοχές, αποκατέστησε και συμπλήρωσε το σύστημα των διωρύγων και μάλιστα πρωτοκαθιέρωσε τη χρήση των διακριτικών σημείων (ως φωνήεντα) στην αραβική ορθογραφία.
Ο Ουαλίντ ανακατασκεύασε το μικρό τζαμί της Μεδίνας και εξωράισε την πόλη. Έναντι 80.000 δηναρίων ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου του έστειλε 40 φορτία ψηφιδωτών και 80 τεχνίτες από την Αίγυπτο και την Ελλάδα για να επεκτείνουν και να ομορφύνουν το τζαμί του Προφήτη. Τα λάφυρα των κατακτήσεων είχαν συσσωρευθεί στη Μεδίνα και είχαν δοθεί στους πολίτες της. Το 705 στη Δαμασκό αντάλλαξε τον χώρο που βρισκόταν ο πανέμορφος ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που είχε χτιστεί το 397 από τον Θεοδόσιο τον Α’, με άλλο χώρο της αρεσκείας των χριστιανών, με σκοπό να μετατρέψει αυτόν το ναό σε τζαμί. Όλη η έγγειος φορολογία της αυτοκρατορίας αφιερώθηκε τα επόμενα επτά χρόνια στην κατασκευή του Μεγάλου Τεμένους. Επιπρόσθετα πολλά χρήματα δόθηκαν και στους χριστιανούς για να μπορέσουν να χτίσουν αλλού, άλλο ναό. Καλλιτέχνες ήρθαν από όλα τα προηγμένα μέρη του κόσμου, δούλεψαν για αυτό 12.000 εργάτες, και το έργο τέλειωσε το 712. Ακόμα και οι Αββασίδες χαλίφηδες – φανατικοί εχθροί και των Ομαγιαδών και της Δαμασκού – το θεωρούσαν το ωραιότερο οικοδόμημα του κόσμου. Το 706 ιδρύθηκε στη Δαμασκό το μεγαλύτερο νοσοκομείο του τότε κόσμου, το Μπιμαριστάν.[1]
Will Durant, «Παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού», εκδ. Συρόπουλου και Κουμουνδουρέα, 1958, τόμος Δ', σελ.235 και εξής