Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Φλάβιο Μπριατόρε | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 12 Απριλίου 1950 Βερζουόλο Ιταλία |
Εθνικότητα | Ιταλός |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλική |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | επιχειρηματίας |
Εργοδότης | Benetton Group |
Περίοδος ακμής | 2000 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ελιζαμπέτα Γκρεγκοράτσι (2008–2017)[2] |
Σύντροφος | Χάιντι Κλουμ (2003–2004) Ναόμι Κάμπελ (1998–2001) |
Τέκνα | Leni Klum |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Φλάβιο Μπριατόρε (Flavio Briatore), (ιταλικά: [ˈflaːvjo bri.aˈtoːre], είναι Ιταλός επιχειρηματίας και πρώην πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς. Γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1950. Ξεκίνησε την καριέρα του ως διευθυντής εστιατορίου και πωλητής ασφαλίσεων στην Ιταλία. Ο Μπριατόρε καταδικάστηκε στην Ιταλία για πολλές κατηγορίες απάτης τη δεκαετία του 1980, με απόφαση δύο ποινών φυλάκισης. Αργότερα οι καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον του καταργήθηκαν με αμνηστία. Ο Μπριατόρε επέκτεινε την επιχειρηματική του δράση, ενόσω βρισκόταν ως φυγάς στις Παρθένες Νήσους και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανοίγοντας σειρά καταστημάτων, franchise της εταιρίας Benneton. Το 1990, δέχθηκε την πρόταση του Λουτσιάνο να διευθύνει την ομάδα αγώνων Benetton Formula 1, η οποία το 2002 μετονομάστηκε σε ING Renault F1. Από το 2007 έως το 2011, ήταν μερικός ιδιοκτήτης και πρόεδρος των Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς. Τον Σεπτέμβριο του 2009, ο Μπριατόρε αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την ομάδα της ING Renault F1 λόγω της συμμετοχής του στον καθορισμό αγώνων του Γκραν Πρι της Σιγκαπούρης το 2008. Αφού η Διεθνής Ομοσπονδία Αυτοκινήτων (FIA) διεξήγαγε τη δική της έρευνα, ο Μπριατόρε αποκλείστηκε επ' αόριστον από οποιεσδήποτε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τη FIA, αν και αυτή η απαγόρευση αργότερα ακυρώθηκε.
Ο Μπριατόρε γεννήθηκε στο Βερζούλο, κοντά στο Κουνέο σε μια οικογένεια δασκάλων. Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες φοίτησης σε δημόσιο σχολείο, μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό τεχνικό λύκειο, και έλαβε πτυχίο στην τοπογραφία με τους χαμηλότερους δυνατούς βαθμούς.[3]
Ο Μπριατόρε βρήκε από νωρίς δουλειά ως εκπαιδευτής σκι και διευθυντής εστιατορίου. Άνοιξε ένα εστιατόριο με το όνομα Τριμπούλα, το οποίο ήταν το παρατσούκλι του ίδιου. Το εστιατόριο δεν ευδοκίμησε [4] και σύντομα, έπρεπε να κλείσει λόγω υπερβολικών χρεών.[5]
Στη δεκαετία του 1970, μετακόμισε στο Κουνέο και έγινε βοηθός του επιχειρηματία Ατίλιο Ντούτο, ιδιοκτήτη της εταιρείας χρωμάτων Παραμάτι Βερνίτσι. Ο Ντούτο σκοτώθηκε στις 21 Μαρτίου του 1979 σε βομβιστική επίθεση μέσα στο αυτοκίνητο του, από άγνωστο δράστη. [6]Έπειτα, ο Μπριατόρε μετακόμισε στο Μιλάνο και εργάστηκε για εταιρία που δραστηριοποιούταν στο ιταλικό χρηματιστήριο.[7] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γνώρισε τον Λουτσιάνο Μπένετον, ιδρυτή της εταιρείας ρούχων Μπένετον.
Ο Μπριατόρε καταδικάστηκε για πολλαπλές κατηγορίες απάτης κατά την διάρκεια της δεκαετία του 1980, λαμβάνοντας τελικά δύο ποινές φυλάκισης.[3][8][9][10]Το 1984, ένα δικαστήριο στο Μπέργκαμο τον έκρινε ένοχο για διάφορες κατηγορίες απάτης και του επιβλήθηκε πρόστιμο, ενώ καταδικάστηκε και σε φυλάκιση ενός έτους και έξι μηνών.[8] Στη συνέχεια, το 1988 η ποινή του μειώθηκε σε ένα έτος από εφετείο.[11] Το 1986, στο Μιλάνο, ο Μπριατόρε καταδικάστηκε ξανά σε τρία χρόνια φυλάκιση για απάτη και συνωμοσία για το ρόλο του σε μια συμμορία επί σειρά ετών, έστηναν παιχνίδια τζόγου χρησιμοποιώντας πλαστά τραπουλόχαρτα. Οι δικαστές περιέγραψαν την απάτη ως περίτεχνη, αφού τα θύματα προσκαλούνταν σε δείπνο και στη συνέχεια «παγιδεύονταν» σε στημένα παιχνίδια που περιλάμβαναν μια σειρά από λοιπούς καλεσμένους με πλαστά ονόματα, από την οποία η συμμορία αποκόμισε τεράστια κέρδη.[12]Μετά από έφεση το 1987, η ποινή μειώθηκε σε ένα έτος και δύο μήνες. [13]Για να αποφύγει τη φυλάκιση, ο Μπριατόρε έζησε ως φυγάς στο Σέντ Τόμας, στις Παρθένες Νήσους.[14]Δεν μπήκε ποτέ στη φυλακή και επέστρεψε στην ΕΕ αφού και οι δύο καταδικαστικές αποφάσεις καταργήθηκαν με αμνηστία.[15][16]Το 2010, ένα δικαστήριο του Τορίνο διέταξε την αποκατάσταση του, η οποία σύμφωνα με τον ιταλικό Ποινικό Κώδικα έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη «οποιουδήποτε εγκληματικού αποτελέσματος της καταδίκης».[17]
Κατά τη διάρκεια της φυγής του, διατήρησε στενές σχέσεις με την Μπένετον και άνοιξε μερικά καταστήματα της εταιρίας, στις Παρθένες Νήσους. Όταν η Μπένετον άνοιξε τα πρώτα πέντε καταστήματά της στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979, διόρισε τον Μπριατόρε διευθυντή των αμερικανικών επιχειρήσεων του ομίλου. Χάρη στις μεθόδους franchising της, η Μπένετον, γνώρισε σύντομα έκρηξη της δημοτικότητας της στις ΗΠΑ, όπου μέχρι το 1989 υπήρχαν 800 καταστήματα. Ο Μπριατόρε, έχοντας πάρει και ο ίδιος ένα μερίδιο από κάθε συμφωνία franchise που κλεινόταν, έγινε πολύ πλούσιος. Όμως, οι ιδιοκτήτες καταστημάτων άρχισαν να παραπονιούνται για τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ καταστημάτων Benetton,μη αφήνοντας άλλη επιλογή από το να μειωθεί ο αριθμός των καταστημάτων 200. Αυτό οδήγησε τον Μπριατόρε στο να αναζητήσει το επόμενο επιχειρηματικό του βήμα.[18] Το 1999, η ιταλική εφημερίδα, Corriere della Sera, ανέφερε πως ο Μπριατόρε, είχε συλληφθεί στο Ναϊρόμπι ως ύποπτος απάτης με αυτοκίνητα στην στην Κένυα, αλλά μετά από μήνυση συκοφαντικής δυσφήμισης που άσκησε ο Μπριατόρε κατά της εφημερίδας, ο ισχυρισμός αυτός αποδείχθηκε τελικά αναληθής και ο Μπριατόρε έλαβε αποζημίωση.[10]
Ο Briatore παρακολούθησε τον πρώτο του αγώνα Φόρμουλα 1, το Γκράν Πρι της Αυστραλίας, το 1988, έχοντας στο παρελθόν αναφέρει δημόσια, την έλλειψη ενδιαφέροντος για το άθλημα. Ο Λουτσιάνο Μπένετον, τον διόρισε εμπορικό διευθυντή της ομάδας του στη Φόρμουλα 1, Μπένετον Φόρμουλα (πρώην Toleman), και λίγο αργότερα όταν απέλυσε τη διοίκηση όλης της ομάδας, ο Μπριατόρε προήχθη σε διευθύνοντα σύμβουλο και ξεκίνησε την προσπάθεια να μετατρέψει τη Μπένετον σε πιο ανταγωνιστική ομάδα.
Προσέλαβε και απέλυσε σχεδόν αμέσως τον μηχανικό Τζόν Μπαρνάρντ και πέτυχε την μεταγραφή του νεαρού οδηγού Μίχαελ Σουμάχερ από την ομάδα της Τζόρνταν, μετά τον πρώτο του αγώνα στην Φόρμουλα 1 το 1991.
Οι Τάιμς παρατήρησαν πως ο Μπριατόρε γνώριζε ότι ο Σουμάχερ θα μπορούσε να εξελιχθεί στον καλύτερο οδηγό του αθλήματος και έχτισε μια ομάδα γύρω από αυτόν, για να τον στηρίξει.[19]
Ο Σουμάχερ κέρδισε το γκράν πρι στο Σπα το 1992 και ξανά στο Εστορίλ το 1993 διεκδικώντας τελικα το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Οδηγών το 1994 και το 1995.
Η ομάδα της Benetton κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών το 1995.
Το 1994 ο Briatore απέρριψε την πρόταση του Ουμπέρτο Αγκνέλι να μετακομίσει στη Φερράρι.[20]
Κατά τη διάρκεια της σεζόν του 1994, η ομάδα της Μπένετον κατηγορήθηκε για εξαπάτηση, με αποτέλεσμα να επιβληθούν πρόστιμα και αποκλεισμός σε δύο αγώνες για τον Σουμάχερ.
Στα τέλη του 1994, ο Μπριατόρε αγόρασε την μάδα της Λίγκιερ αποκτώντας με την αγορά και την χρήση του κινητήρα της Ρενό που χρησιμοπούσαν.
Πέρασε την επιχειρησιακή διοίκηση της Λίγκιες στον Τομ Γουάλκινσο και ανέλαβε την πλήρη διαχείριση της Μπένετον.
Όταν ο Σουμάχερ και ορισμένοι από το τεχνικό επιτελείο αναχώρησαν για τη Φερράρι το 1996, η ομάδα της Μπένετον έπεσε από την κορυφή στην μέση της κατάταξης.
Ο Μπριατόρε αγόρασε ένα μερίδιο της ομάδας Μινάρντι το 1996, αλλά αφού απέτυχε να το πουλήσει στην British American Tobacco όπως ήλπιζε, ξεπούλησε το μερίδιο του στους άλλους ιδιοκτήτες Τζιανκάρλο Μινάρντι και Γκαμπριέλ Ρούμι.
Το 1997, ο Benetton αντικατέστησε τον Μπριατόρε με τον Ντέιβιντ Ρίτσαρντς.[7]Από το 1998 έως το 2000, ηγήθηκε της εταιρείας Σούπερτεκ, προμηθεύοντας κινητήρες Ρενό στην ομάδα Γουίλιαμς και την BAR το 1999, στην Άρροους το 2000 και με τέλος με την επωνυμία «Πλειλαιφ» στην Μπένετον τόσο το 1999 όσο και το 2000.[18]
Το 1998 προσλήφθηκε από τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Renault ως διευθυντής μιας θυγατρικής της, η οποία κατασκεύαζε κινητήρες για αγωνιστικά μονοθέσια υπό την ονομασία Μεκακρομ και Σουπερτεκ. Δύο χρόνια αργότερα η Renault αποφάσισε να επανασυστήσει την αγωνιστική της ομάδα (είχε προηγηθεί μια απόπειρα με μέτρια αποτελέσματα τις σαιζόν '77 έως '85). Εξαγόρασε τη Μπένετον Φόρμουλα, τοποθέτησε το Φλάβιο Μπριατόρε επικεφαλής της αναδιοργάνωσής της και το 2002 την μετονόμασε σε Renault F1 Team, σηματοδοτώντας την επίσημη επιστροφή της στο Πρωτάθλημα Φόρμουλα 1 ως κατασκευάστριας.
Το 2003, ως διευθυντής της Renault Φ1 απέλυσε τον οδηγό Τζένσον Μπάτον για να προωθήσει το νεαρό δοκιμαστή Φερνάντο Αλόνσο. Ακολούθησαν πολύ σκληρές κριτικές για ευνοιοκρατία, αφού ο Αλόνσο ήταν προσωπική του ανακάλυψη και ταυτόχρονα πελάτης του (τού είχε αναθέσει την εκπροσώπησή του), αλλά τα αποτελέσματα τον δικαίωσαν με την κατάκτηση των πρωταθλημάτων οδηγών και κατασκευαστών του 2005 και 2006.
Από τη Renault παραιτήθηκε το Σεπτέμβριο του 2009 λόγω της συμμετοχής του στο Σκάνδαλο Κρασγκέιτ, του οποίου φερόταν ως εμπνευστής. Λίγες μέρες αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Αυτοκίνησης τον απέκλεισε επ' αόριστον από κάθε δραστηριότητα σε διοργανώσεις που τελούν υπό την εποπτεία της.
Το 2007 ο Μπριατόρε αγόρασε την αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς μαζί με το φίλο του Μπέρνι Έκλεστοουν, παλαιότερα ιδιοκτήτη της Μπράμπαμ και νυν διαχειριστή των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της Φόρμουλα 1. Ανέλαβε πρόεδρος της ΚΠΡ και παραμένει έως σήμερα, αν και η διοργανώτρια αρχή του αγγλικού πρωταθλήματος έχει ξεκινήσει έρευνα μετά το Κρασγκέιτ - σύμφωνα με το καταστατικό της, οι ιδιοκτήτες των συλλόγων πρέπει να είναι αρμόζοντα και σοβαρά πρόσωπα.