Grumman F3F

Grumman F3F
Το Grumman F3F.
Τύποςμαχητικό αεροσκάφος
ΚατασκευαστήςGrumman
Χώρα προέλευσηςΗΠΑ
Παρθενική πτήση20 Μαρτίου 1935
Πρώτη παρουσίαση1936
Αποσύρθηκετέλη 1943
Κύριος χειριστήςΠολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ
Άλλοι χειριστέςΣώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ
Παραγωγή1936–1939
Μονάδες που παρήχθησαν147
Αναπτύχθηκε απόGrumman F2F

Το Grumman F3F ήταν διπλάνο μαχητικό το οποίο ανέπτυξε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η εταιρεία Grumman για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Ήταν βελτιωμένη εκδοχή του F2F και εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1936. Πρόκειται μάλιστα για το τελευταίο διπλάνο που ενέταξαν σε υπηρεσία οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Μέχρι τα τέλη του 1941 όλα τους είχαν αποσυρθεί από τις μονάδες πρώτης γραμμής καθώς αντικαταστάθηκαν από τα μονοπλάνα Brewster F2A Buffalo. Κατά συνέπεια τα F3F δεν έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όμως αποτέλεσαν σχεδιαστικά τη βάση για το F4F Wildcat, ένα από τα σημαντικότερα μαχητικά του Ναυτικού την περίοδο πολέμου.

Σχεδιασμός και ανάπτυξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπειρία του Ναυτικού με το F2F αποκάλυψε προβλήματα σταθερότητας και αρνητικά χαρακτηριστικά όταν έπεφτε σε περιδίνηση,[1] γεγονός που οδήγησε στις 15 Οκτωβρίου 1934 στη σύναψη συμβολαίου για την απόκτηση του βελτιωμένο XF3F-1, πριν ακόμη ξεκινήσουν οι παραδόσεις του F2F. Το συμβόλαιο απαιτούσε επίσης το F3F να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μαχητικό-βομβαρδιστικό.[2] Όπως και το F2F, προωθούνταν από κινητήρα Pratt & Whitney R-1535-72 Twin Wasp Junior. Η άτρακτος επιμηκύνθηκε και η επιφάνεια των πτερύγων αυξήθηκε σε σχέση με τον προηγούμενο σχεδιασμό. Επίσης μειώθηκε η διάμετρος των τροχών, κάτι που επέτρεψε να βελτιωθούν τα αεροδυναμικά χαρακτηριστικά του αεροσκάφους καθώς εξαλείφθηκε το εξόγκωμα στο οποίο ανασύρονταν.

Το πρωτότυπο παραδόθηκε και πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση στις 20 Μαρτίου 1935, με τον δοκιμαστή πιλότο της εταιρείας, Τζίμι Κόλινς, στα χειριστήρια. Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκαν έξι πτήσεις ανάκαμψης από βύθιση· στη δέκατη προσπάθεια καταγράφηκαν 14 g. Το αεροσκάφος διαλύθηκε στον αέρα και ο Κόλινς έχασε τη ζωή του.[2]

Κατασκευάστηκε και δεύτερο πρωτότυπο, δομικά ενισχυμένο, αλλά και αυτό συνετρίβη στις 9 Μαΐου του ίδιου έτους όταν ο πιλότος αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης προσπάθειας ανάκαμψης από περιδίνηση.[3] Οι τεχνικοί ανακατασκεύασαν το συγκεκριμένο αεροσκάφος μέσα σε τρεις εβδομάδες και πέταξε ξανά στις 20 Ιουνίου 1935. Στις 24 Αυγούστου του ίδιου έτους, έπειτα από την ολοκλήρωση του προγράμματος δοκιμαστικών πτήσεων, παραγγέλθηκαν 54 μαχητικά F3F-1.[4]

Επιχειρησιακή ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο F3F-1 από τη γραμμή παραγωγής παραδόθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1936 στην μονάδα δοκιμών στον Αεροσταθμό του Ναυτικού στον ποταμό Ανακόστια (Naval Air Station Anacostia). Οι πρώτες μονάδες πρώτης γραμμής που παρέλαβαν τον τύπο ήταν το σμήνος VF-5B του αεροπλανοφόρου Ranger και το VF-6B του Saratoga. Το σμήνος VF-4M των Πεζοναυτών παρέλαβε τα έξι τελευταία αεροσκάφη τον Ιανουάριο του 1937.[5]

Η Grumman, θέλοντας να αξιοποιήσει τον νέο ισχυρότερο αστεροειδή κινητήρα Wright R-1820 των 950 hp, ξεκίνησε την ανάπτυξη του F3F-2 χωρίς να έχει συνάψει επισήμως κάποιο συμβόλαιο· η παραγγελία 81 αεροσκαφών έγινε μόλις στις 25 Ιουλίου 1936, δύο ημέρες πριν από την πρώτη πτήση του.[1] Η μεγαλύτερη διάμετρος του κινητήρα άλλαξε την εμφάνιση του καλύμματος του, κάνοντας το αεροσκάφος να μοιάζει ακόμη περισσότερο με βαρέλι, όμως η μέγιστη ταχύτητα αυξήθηκε στα 410 km/h σε ύψος 3700 m.[2]

Όλα τα F3F-2 παραδόθηκαν μεταξύ 1937 και 1938· όταν ολοκληρώθηκαν οι παραδόσεις και τα επτά σμήνη δίωξης του Ναυτικού και των Πεζοναυτών ήταν εξοπλισμένα με μονοθέσια μαχητικά Grumman. Περαιτέρω αεροδυναμικές βελτιώσεις ενσωματώθηκαν σε ένα F3F-2, οδηγώντας στη δημιουργία του XF3F-3 που διέθετε έλικα μεγαλύτερης διαμέτρου και τροποποιημένη άτρακτο προκειμένου να βελτιωθεί η αεροδυναμική και να μειωθεί η διείσδυση μονοξειδίου του άνθρακα. Στις 21 Ιουνίου 1938 το Ναυτικό παρήγγειλε 27 F3F-3 καθώς καθυστερούσε η ανάπτυξη των νέων μονοπλάνων μαχητικών, όπως το Brewster F2A και το Grumman F4F Wildcat.[6]

Με την εισαγωγή του Brewster F2A-1 ήταν πλέον σαφές πως τα διπλάνα δεν θα παρέμεναν για πολύ ακόμα σε υπηρεσία του Ναυτικού. Όλα τα F3F αποσύρθηκαν μέχρι το τέλος του 1941, αν και 117 αεροσκάφη διατέθηκαν σε αεροπορικές βάσεις για χρήση ως εκπαιδευτικά και βοηθητικά.[1]

Τα διθέσια αεροσκάφη G-32 και G-32A χρησιμοποιήθηκαν από την Αεροπορία Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών ως εκπαιδευτικά για πιλότους μεταφορικών αεροσκαφών, υπό την ονομασία UC-103/UC-103A. Μια πολιτική ακροβατική διθέσια παραλλαγή, Το G-22A «Gulfhawk II» ήταν ένα διθέσιο ακροβατικό αεροσκάφος το οποίο κατασκευάστηκε το 1936 με βάση το F3F.[7] Το πετούσε ο ταγματάρχης Άλφορντ «Al» Ουίλιαμς (Alford "Al" Williams), επικεφαλής του αεροπορικού τμήματος της Gulf Oil.[7]

ΗΠΑ
Αεροσκάφη που σχετίζονται με την ανάπτυξη του F3F
Συγκρίσιμα αεροσκάφη
Κατάλογοι
  1. 1,0 1,1 1,2 «Grumman F3F». Air Group 31. 27 Δεκεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2013. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Cacutt 1989, pp. 155–162.
  3. Dann 1996, p. 4.
  4. Jordan, Corey C. «Grumman's Ascendency: Chapter Three». Planes and Pilots Of World War Two. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2013. 
  5. Dann 1996, p. 27.
  6. Crosby 2002, p. 77.
  7. 7,0 7,1 «Grumman G-22». Smithsonian National Air and Space Museum. 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2014. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Grumman F3F στο Wikimedia Commons