Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Grumman HU-16 Albatross | ||
---|---|---|
HU-16 Albatross | ||
Περιγραφή | ||
Αποστολή | Αμφίβια Αεράκατος | |
Πλήρωμα | 2 | |
Κατασκευαστής | Grumman Aircraft Engineering Corporation | |
Διαστάσεις | ||
Μήκος | 19.16 m | |
Εκπέτασμα | 24.4 m | |
Ύψος | 7.8m | |
Επιφάνεια πτέρυγας | 82 m² | |
Βάρος | ||
Άδειο | 20,000 lb | |
Μέγιστο απογείωσης | 33,000 lb | 15,000 kg |
Πηγή ισχύος | ||
Κινητήρες | 2× Wright R-1820-76 Cyclone 9 | |
Ισχύς | 1425 hp | 1063 kW(Έκαστος) |
Επιδόσεις | ||
Μέγιστη ταχύτητα | 236 mph | 380 km/h |
Οικονομική ταχύτητα | 241 km/h | 130 knots |
Αυτονομία | 2,477 nm | 4,587 km |
Μέγιστο ύψος | 21,500 ft | 6,553 m |
Μεταφορική Ικανότητα | ||
Μέχρι 30 επιβάτες |
Το Grumman HU-16 Albatross είναι μια μεγάλη αμφίβια αεράκατος με δύο εμβολοφόρους κινητήρες. Αρχικά ονομαζόταν SA-16 και το 1962 μετονομάστηκε σε HU-16.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των Albatross χρησιμοποιήθηκε από την USAF, κυρίως για την εναέρια διάσωση. Η USAF χρησιμοποίησε εκτενέστατα τα SA-16 στην Κορέα, όπου απέκτησε φήμη γερού και αξιόπιστου αεροσκάφους. Αργότερα το HU-16B Albatross (έκδοση μεγάλου εκπετάσματος) χρησιμοποιήθηκε από την Υπηρεσία Διάσωσης της USAF στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το HU-16D Albatross χρησιμοποιήθηκε για έρευνα και διάσωση από το Αμερικανικό Ναυτικό και μεταφορές στη νήσο Γκουάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Πτήσεις καλής πίστης ήταν επίσης συχνές μεταξύ της Αμερικάνικης Κοινοπολιτείας των Νησιών του Ειρηνικού στις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Το αεροσκάφος επίσης χρησιμοποιήθηκε από την Αμερικανική Ακτοφυλακή για πολλά χρόνια.
Η σχεδίαση του Albatross επέτρεπε την προσθαλάσσωση στον ωκεανό προκειμένου να διασωθούν πιλότοι που έχουν καταρριφθεί, χάρη στη σχεδίαση σχήματος V της ατράκτου και το μεγάλο μήκος που επέτρεπαν στο αεροσκάφος να προσθαλασσωθεί σε κυματώδεις συνθήκες.
Το 1969 η Ελλάδα παρέλαβε δώδεκα HU -16B Albatross από τη Νορβηγία. Με την παραλαβή των πρώτων αεροπλάνων ιδρύθηκε η 353 Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας (353 ΜΝΑΣ), η οποία στεγάστηκε στο βόρειο τμήμα του Αεροδρομίου της Ελευσίνας, στην 112 Πτέρυγα Μάχης (112 ΠΜ). Τα ελληνικά HU -16B κατασκευάστηκαν το 1951 και 1952 σαν αμφίβιες αεράκατοι με την ονομασία Grumman SA -16A-GR και SA-16B-GR, και στην USAF χρησιμοποιήθηκαν σε ρόλο Έρευνας και Διάσωσης (SAR). Το 1961 μετασκευάστηκαν σε ανθυποβρυχιακά και το 1962 δόθηκαν στη Νορβηγία σαν Grumman HU -16B (ASW). Την εκπαίδευση των πιλότων και τυ προσωπικού εδάφους παρείχε προσωπικό της Αμερικανικής Ακτοφυλακής (US Coast Guard) ενώ την εκπαίδευση στις ανθυποβρυχιακές συσκευές προσωπικό του Αμερικανικού Ναυτικού (US Navy).
Η μοίρα εντάχθηκε διοικητικά στην Πολεμική Αεροπορία και επιχειρησιακά στο Πολεμικό Ναυτικό. Τα ιπτάμενα πληρώματα ήταν μικτά από την Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό. Από τα 6 μέλη του πληρώματος, τα 3 (συντονιστής τακτικής, ασυρματιστής και χειριστής ανθυποβρυχιακών συσκευών) προέρχονταν από το Ναυτικό και τα 3 (κυβερνήτης, συγκυβερνήτης και ιπτάμενος μηχανικός) από την Αεροπορία. Αργότερα 2 HU -16B μετατράπηκαν σε αεροσκάφη Ηλεκτρονικού Πολέμου (ELINT). Την απόφαση απόσυρσης των Albatross επιτάχυνε το ατύχημα στις 23 Ιανουαρίου 1992 στην Ελευσίνα, όταν ένα Albatross κατέπεσε σε κατοικημένη περιοχή και βρήκαν το θάνατο τα τρία μέλη του πληρώματος. Τελικά, τα Albatross αντικαταστάθηκαν από τα Lockheed P -3B Orion.