S-2 Tracker | ||
---|---|---|
S-2E Tracker | ||
Περιγραφή | ||
Αποστολή | Αεροσκάφος Ναυτικής Συνεργασίας | |
Πλήρωμα | 4 | |
Κατασκευαστής | Grumman | |
Διαστάσεις | ||
Μήκος | 13,26 m | |
Εκπέτασμα | 22,12 m | |
Ύψος | 5,33 m | |
Επιφάνεια πτέρυγας | 45,06 m² | |
Βάρος | ||
Άδειο | 8.310 kg | |
Μέγιστο απογείωσης | 11.860 kg | |
Πηγή ισχύος | ||
Κινητήρες | 2× Wright R-1820-82WA | |
Ισχύς | 1,525 hp (Έκαστος) | |
Επιδόσεις | ||
Μέγιστη ταχύτητα | 450 km/h 280 mph | |
Αυτονομία | 2.170 km | |
Μέγιστο ύψος | 6.700 m | |
Οπλικό φορτίο | ||
Εσωτερικό διαμέρισμα οπλισμού | 2 τορπίλες εντοπισμού (Mk. 41, Mk. 43 ή Mk. 34) Βόμβες βυθού (Mk. 54) Νάρκες | |
Υποπτερυγικοί φορείς | 6 σημεία ανάρτησης για τορπίλες, νάρκες και βόμβες βυθού |
Το Grumman S-2 Tracker (προηγούμενη ονομασία S2F) υπήρξε το πρώτο αεροσκάφος ανθυποβρυχιακού πολέμου που εισήλθε σε υπηρεσία με το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό και κατασκευάστηκε για αυτόν ειδικά το σκοπό.
Ο πρόδρομος του, το AF-2 Guardian υπήρξε το πρώτο ειδικά κατασκευασμένο αεροσκάφος ανθυποβρυχιακού πολέμου που χρησιμοποιούσε δύο αεροσκάφη για την αποστολή, ένα που έφερε τον εξοπλισμό ανίχνευσης και ένα που έφερε οπλισμό.
Η σχεδίαση της Grumman (μοντέλο G-89) αφορούσε ένα μεγάλο, υψηλοπτέρυγο, μονοπλάνο με δύο κινητήρες Wright Cyclone.
Τόσο τα δύο πρωτότυπα XS2F-1 όσο και 15 αεροσκάφη παραγωγής S2F-1 παραγγέλθηκαν ταυτόχρονα, στις 30 Ιουνίου 1950. Η πρώτη πτήση πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1952 ενώ τα αεροσκάφη παραγωγής εισήλθαν σε υπηρεσία τον Φεβρουάριο του 1954, με την VS-26.
Οι εκδόσεις που ακολούθησαν περιλάμβαναν τα WF Tracer και TF Trader, τα μετονομάστηκαν σε E-1 Tracer και C-1 Trader το 1962. Το S-2 έφερε το παρατσούκλι «Stoof» (S-two-F) σε ολόκληρη τη διάρκεια της υπηρεσίας του.
Η Grumman παρήγαγε συνολικά 1.185 αεροσκάφη. Επιπλέον 99 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν στον Καναδά, με την ονομασία CS2F, κατόπιν αδείας από την de Havilland Canada. Αριθμός αεροσκαφών που κατασκευάστηκαν στις ΗΠΑ πουλήθηκαν σε διάφορα κράτη, όπως την Αυστραλία, την Ιαπωνία και την Ταϊβάν.
Το Tracker αντικαταστάθηκε από την Αμερικανική υπηρεσία από το S-3 Viking και η τελευταία μοίρα που το χρησιμοποιούσε, η VS-37 με αεροσκάφη S-2G, διαλύθηκε το 1976, όμως ένας αριθμός αεροσκαφών συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως πυροσβεστικά. Τα Tracker όμως συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ναυτικές δυνάμεις άλλων χωρών για πολλά χρόνια μετά την απόσυρσή τους από την Αμερικανική υπηρεσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Βασιλικό Αυστραλιανό Ναυτικό, το οποίο συνέχισε να χρησιμοποιεί τα Tracker ως ανθυποβρυχιακά μέσα πρώτης γραμμής μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Το Αυστραλιανό ναυτικό διατηρούσε δύο μοίρες εκδόσεων S-2E και S-2G, από το 1967 έως το 1984. Η μοίρα πρώτης γραμμής VS-816 συχνά επιχειρούσε από το αεροπλανοφόρο HMAS Melbourne, κλάσης Majestic, ενταγμένη στην 21η αεροπορική πτέρυγα αεροπλανοφόρων. Η εκπαιδευτική μοίρα VC-851 είχε ως βάση την αεροπορική βάση Άλμπατρος (HMAS Albatross).
Κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών επιχειρήσεων του Tracker σε Αυστραλιανή υπηρεσία, μόνο ένα χάθηκε κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων, σε ατύχημα στη θάλασσα. Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ένας εμπρησμός στο υπόστεγο συντήρησης της βάσης τους κατέστρεψε και προξένησε σοβαρές ζημιές σε μεγάλο αριθμό αεροσκαφών. Αυτά αντικαταστάθηκαν από τα πλεονάσματα του Αμερικανικού Ναυτικού, ενώ τα εναπομείναντα αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο των Αμερικανικών.
Το 1954 η de Havilland Canada υπέγραψε συμβόλαιο για την κατασκευή, κατόπιν αδείας, αεροσκαφών Tracker, ώστε να αντικατασταθούν τα TBM-3E Avenger που χρησιμοποιούνταν από το Καναδικό Ναυτικό. Συνολικά κατασκευάστηκαν 99 αεροσκάφη, τα οποία άρχισαν να εισέρχονται σε υπηρεσία το 1956. Από το 1957 και μετά τα αεροσκάφη άρχισαν να επιχειρούν από το αεροπλανοφόρο HMCS Bonaventure αλλά και διάφορες βάσεις στην ξηρά. Το 1960 17 αεροσκάφη CS2F-1 δόθηκαν στο Βασιλικό Ολλανδικό Ναυτικό. Το 1964, δύο CS2F-1 μετατράπηκαν σε μεταφορικά, αφού αφαιρέθηκε ο ανθυποβρυχιακό εξοπλισμός τους, και χρησιμοποιήθηκαν για μεταφορά φορτίου εν πλω (carrier onboard delivery). Τα CS2F-1, -2, και -3 μετονομάστηκαν σε CP-121 Mk.1, Mk.2, και Mk.3 αντίστοιχα το 1968.
Μετά την απόσυρση του Bonaventure από την ενεργό υπηρεσία το 1970, τα εναπομείναντα Tracker μεταφέρθηκαν σε βάσεις στη ξηρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της χρησιμότητάς τους για ανθυποβρυχιακές περιπολίες και, μεταξύ του 1974 και του 1981, όλα εκτός από 20 τέθηκαν σταδιακά σε αποθήκευση. Στα υπόλοιπα αφαιρέθηκε ο ανθυποβρυχιακός εξοπλισμός και υπηρέτησαν μέχρι το 1990 σε ρόλους θαλάσσιας περιπολίας και προστασίας της αλιείας.
Το πολεμικό ναυτικό της Αργεντινής παρέλαβε τα πρώτα S-2A τη δεκαετία του 1960 και αργότερα χρησιμοποίησε τα βελτιωμένα S-2E από το αεροπλανοφόρο του ARA 25 de Mayo. Τη δεκαετία του 1990 αναβαθμίστηκαν με εγχώριο λογισμικό και με τουρμποπρόπ κινητήρες από το Ισραήλ και έλαβαν την ονομασία S-2T Turbo Tracker. Με την απόσυρση του αεροπλανοφόρου, η Αργεντινή τα χρησιμοποιεί, σε συνεργασία με τη Βραζιλία, από το αεροπλανοφόρο NAe São Paulo του Βραζιλιάνικου Ναυτικού.[1]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Conair Aviation, με έδρα το Άμποτσφόρντ (Abbotsford) της Βρετανικής Κολούμπια στον Καναδά, παρέλαβε αριθμό αποσυρμένων Αμερικανικών και Καναδικών Tracker και τα μετέτρεψε σε πυροσβεστικά Firecat, προσθέτοντας μία δεξαμενή επιβραδυντικού υγρού στο διαμέρισμα τορπιλών. Τα Firecat κατασκευάστηκαν σε δύο εκδόσεις, το απλό Firecat με εμβολοφόρους κινητήρες και το Turbo Firecat με κινητήρες τουρμποπρόπ.