Όσκαρ ντε λα Ρέντα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 22 Ιουλίου 1932[1][2][3] Σάντο Ντομίγκο[4] |
Θάνατος | 20 Οκτωβρίου 2014[1][2][3] Κεντ |
Αιτία θανάτου | καρκίνος |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Κατοικία | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Χώρα πολιτογράφησης | Ισπανία Δομινικανή Δημοκρατία (από 1932) Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (από 1971) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Ισπανικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ισπανικά Αγγλικά[5] |
Σπουδές | Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | σχεδιαστής σχεδιαστής μόδας[6] personal stylist |
Περίοδος ακμής | 1963 - 2014 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ανέτ ντε λα Ρέντα (από 1989) Françoise de Langlade (1967–1983) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | CFDA Lifetime Achievement Award (1989)[7] Μεγαλόσταυρος του Τάγματος Πολιτικής Αξίας της Ισπανίας (2011)[8] βραβείο Μεγάλων Μεταναστών (2006)[9] |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Όσκαρ ντε λα Ρέντα (Oscar de la Renta, 22 Ιουλίου 1932 - 20 Οκτωβρίου 2014[10]) ήταν Δομινικανός σχεδιαστής μόδας, από τις κορυφαίες προσωπικότητες στο χώρο.
Γεννήθηκε ως ο μοναδικός γιος μιας εύπορης οικογένειας (ο πατέρας του εργαζόταν ως ασφαλιστής) επτά παιδιών. Στα 1950, μόλις 18 ετών μετακόμισε στη Μαδρίτη, για να σπουδάσει στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών. Είχε εκπαιδευτεί από τους Κριστόμπαλ Μπαλενθιάγα και Αντόνιο ντελ Καστίγιο. Έπιασε την πρώτη του δουλειά στο χώρο της υψηλής ραπτικής σαν μαθητευόμενος στον Οίκο Cristobal Balenciaga.[11]
Εν συνεχεία, μετέβη στη Γαλλία, όπου προσλήφθηκε στο ατελιέ του Οίκου Lanvin, αφού προηγουμένως απέρριψε πρόταση συνεργασίας με τον Cristian Dior.Το 1963 πραγματοποίησε ένα πολύ σημαντικό βήμα στην καριέρα του, όταν συμφώνησε να συνεργασθεί με την μπουτίκ της Ελίζαμπεθ Άρντεν, στη Νέα Υόρκη, έχοντας απολαβές 700 δολάρια εβδομαδιαίως. Το 1965 ίδρυσε και εγκαινίασε τον δικό του πλέον, Οίκο Μόδας στο Μανχάταν, ξεκινώντας μια αυτόνομη πορεία μισού αιώνα. Ήταν ο πρώτος αμερικανός σχεδιαστής στα χρονικά, ο οποίος παράλληλα διεύθυνε Οίκο Μόδας και στο Παρίσι, τον "Balmain" (1989 - 2002).
Παρουσίασε συνολικά τέσσερις συλλογές, των 50 συνόλων η κάθε μία. Τη σχεδιαστική του γραμμή χαρακτηρίζουν επιρροές από την ιδιαίτερη πατρίδα του με πολύχρωμες, εντυπωσιακά ογκώδεις δημιουργίες, που τις διανθίζουν οι δαντέλες, τα φτερά και οι ουρές, αλλά και εκκεντρικά αξεσουάρ. Με την υπογραφή του κυκλοφόρησαν, επίσης, παπούτσια, κοσμήματα, τσάντες, αρώματα, έως και οικιακά είδη. Ο τζίρος της εταιρείας του άγγιζε, ετησίως, τα 600 εκατομμύρια δολάρια. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία για την υψηλή του τέχνη, ενώ μεταξύ των πελατών του συμπεριλαμβάνονταν διάσημες γυναίκες όπως η Τζάκι Κένεντι, η Νάνσυ Ρίγκαν, η Λόρα Μπους, η Πριγκίπισσα Νταϊάνα, η Χίλαρι Κλίντον, η Μισέλ Ομπάμα[11], οι δημοσιογράφοι Όπρα Γουίνφρι και Άννα Γουίντουρ, τα μοντέλα Ναόμι Κάμπελ και Σίντι Κρόφορντ, οι ηθοποιοί Νικόλ Κίντμαν, Πενέλοπε Κρουθ και Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, οι τραγουδίστριες Τζένιφερ Λόπεζ, Μπιγιονσέ και Τέιλορ Σουίφτ κ.ά. ενώ δική του δημιουργία ήταν και το νυφικό της Αμάλ Αλαμουντίν στο γάμο της με τον Τζορτζ Κλούνεϊ.[11]
Σαν χαρακτήρας ο ντε λα Ρέντα υπήρξε σεμνός, προσηνής, ειλικρινής, ευγενής και αυθόρμητος. Παντρεύτηκε δυο φορές, πρώτα με την αρχισυντάκτρια της γαλλικής έκδοσης της Vogue Φρανσουάζ ντε Λαγκλάντ (έως το θάνατό της στα 1983) και από το 1988 μέχρι το τέλος της ζωής του, με τη φιλάνθρωπο εκδότρια Ανέτ Ένγκελχαρντ. Είχε υιοθετήσει μια κόρη από τη Δομινικανή Δημοκρατία, στα 1984. Λίγες μέρες πριν το θάνατό του από καρκίνο (με τον οποίο πρωτοδιαγνώσθηκε στα 2006), όρισε σαν 'διάδοχό' του τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Οίκου Νίνα Ρίτσι, Πίτερ Κόπινγκ.