Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Βικτώρ Βαζαρελί | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Victor Vasarely (Γαλλικά) |
Γέννηση | 9 Απριλίου 1906[1][2][3] Πετς[4][5][6] |
Θάνατος | 15 Μαρτίου 1997[1][7][8] 16ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[5] |
Αιτία θανάτου | καρκίνος |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Κατοικία | Γαλλία |
Χώρα πολιτογράφησης | Ουγγαρία (1906–1997) Γαλλία (1961–1997)[9] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ (1925) |
Ιδιότητα | ζωγράφος[10][11][6], εικαστικός καλλιτέχνης[12], γλύπτης[6], σχεδιαστής[13], καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[10][6], χαράκτης[6] και εικονογράφος[10] |
Τέκνα | Jean-Pierre Yvaral[14] |
Κίνημα | Ποπ Αρτ και Οπ Αρτ[6] |
Είδος τέχνης | Αφηρημένη τέχνη[6] και Κινητική τέχνη[6] |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Ποπ Αρτ και Οπ Αρτ[6] |
Βραβεύσεις | Kaiserring του Γκόσλαρ (1978) και honorary citizen of Dorog (1988) |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βικτώρ Βαζαρελί (ουγγρικά: Vásárhelyi Győző, προφέρεται Βάσαρχεγκι) (9 Απριλίου 1906 - 15 Μαρτίου 1997) ήταν Ούγγρος ζωγράφος της μοντέρνας τέχνης και διάσημος καλλιτέχνης κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ανήκε στην παράδοση του Μπάουχαους και του κονστρουκτιβισμού, ενώ ο ίδιος υπήρξε πρόδρομος της «οπτικής τέχνης» (Οπ Αρτ) και κεντρική φυσιογνωμία των νεωτεριστικών τάσεων που απασχόλησαν την μεταπολεμική ευρωπαϊκή τέχνη.
Ο Βαζαρελί γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1906, στην πόλη Πεκς της Ουγγαρίας. Από νεαρή ηλικία έδειξε δείγματα της κλίσης του στη ζωγραφική και ο πρώτος του γνωστός πίνακας – ένα βουκολικό τοπίο – χρονολογείται στα 1918, όταν ήταν δώδεκα ετών. Αφού αποφοίτησε από το λύκειο, ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, ωστόσο σύντομα τις εγκατέλειψε προκειμένου να αφοσιωθεί στην τέχνη.
Το 1927 γράφτηκε στην ιδιωτική Ακαδημία Ποντολίνι-Φόλκμαν όπου έλαβε τις πρώτες του ακαδημαϊκές γνώσεις γύρω από τη ζωγραφική και ξεκίνησε να καλλιεργεί συστηματικά το ταλέντο του. Δύο χρόνια αργότερα, μετεγγράφη στη σχολή του Αλεξάντερ Μπόρτνυϊκ, ο οποίος αναγνωριζόταν ως πρωτοπόρος της ουγγρικής τέχνης με επιρροές από τα διεθνή κινήματα και εκπρόσωπος του Μπάουχαους στη Βουδαπέστη. Η σχολή, που ονομαζόταν «Mühely» («Εργαστήριο»), ήταν βασισμένη στα πρότυπα της σχολής Μπαουχάους της Βαΐμάρης και τα μαθήματα, τα οποία παραδίδονταν στο σπίτι του Μπόρτνυϊκ, περιλάμβαναν θεωρία και πρακτική στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, με έμφαση στις γραφικές τέχνες και στην τυπογραφία. Εκεί, ο Βαζαρελί ήρθε σε επαφή με τις αρχές του αφηρημένου σχεδίου και άρχισε να απομακρύνεται από τις αντικειμενικές αναπαραστάσεις, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στα έργα Μπλε σπουδή (1930) και Πράσινη σπουδή (1929) εκείνης της περιόδου.
Το 1930 ο Βαζαρελί εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως σχεδιαστής για λογαριασμό διαφημιστικών εταιριών, διατηρώντας παράλληλα μία απόσταση από τα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής. Η ενασχόλησή του με το χώρο της διαφήμισης τον απασχόλησε σχεδόν αποκλειστικά κατά τα πρώτα δέκα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι. Την ίδια περίοδο, επεξεργαζόταν την ιδέα να ιδρύσει μία σχολή στα πρότυπα του Μπάουχάους, στο Παρίσι, προσαρμόζοντας ορισμένα από τα έργα του στους σκοπούς της διδασκαλίας του. Για μία διετία, από το 1942 ως το 1944, έζησε εκτός Παρισιού και σε καθεστώς απομόνωσης, διάστημα κατά το οποίο αφοσιώθηκε στις γραφιστικές σπουδές του και στη μοντέρνα ζωγραφική, ειδικότερα στο έργο των Πάουλ Κλέε, Αντουάν Πέβσνερ και Σοφί Τάουμπερ-Αρπ.
Το 1944, πραγματοποιήθηκε μία γενική έκθεση ζωγραφικής με γραφιστικά έργα και διαφημίσεις του Βαζαρελί, στα εγκαίνια της γκαλερί της Ντενίζ Ρενέ. Τα επόμενα χρόνια διαμόρφωσε την τεχνική του, πραγματοποιώντας την πορεία του από την εικονιστικότητα σε περισσότερο αφαιρετικές φόρμες. Το 1955 έλαβε την πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση μίας ομαδικής έκθεσης με τίτλο Le Mouvement (Η Κίνηση) ενώ με την ευκαιρία αυτής, εξέδωσε παράλληλα το «Κίτρινο Μανιφέστο», στο οποίο ανέπτυξε τις ιδέες του. Η έκθεση ήταν επικεντρωμένη στην «κινητική τέχνη» και συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Μαρσέλ Ντυσάν και Αλεξάντερ Κάλντερ. Μέσω αυτής, ο Βαζαρελί καθιερώθηκε ως ένας από τους προδρόμους της Οπ Αρτ και ηγετική μορφή των νεωτεριστικών καλλιτεχνικών τάσεων στο μεταπολεμικό Παρίσι, γεγονός που οδήγησε σε βραβεύσεις του, διακρίσεις ή συμμετοχές του σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις. Το 1964 του απονεμήθηκε το βραβείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη ενώ τα έργα του σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στην έκθεση έργων «Lumière et Mouvement» («Φως και Κίνηση»), που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, το 1967. Το 1970, ονομάστηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και έξι χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε το Ίδρυμα Βαζαρελί, σχεδιασμένο και χρηματοδοτημένο από τον ίδιο, καθώς και το Μουσείο Βαζαρελί στο πατρικό του σπίτι, στην πόλη Πεκς. Το 1987 εγκαινιάστηκε επίσης το Μουσείο Βαζαρελί στο Μέγαρο Zichy της Βουδαπέστης.
Ο Βαζαρελί πέθανε στις 15 Μαρτίου 1997, σε ηλικία 91 ετών, στο Παρίσι.
Ο Βαζαρελί υπήρξε ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου, ειδικότερα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Το έργο του διαπνέεται συνολικά από την πίστη του στην κοινωνική λειτουργία της τέχνης και την επιδίωξή του να ενσωματώσει το καλλιτεχνικό έργο στην καθημερινότητα. Ανέπτυξε μία εικαστική προσέγγιση που βασιζόταν στην άμεση οπτική αντίληψη του θεατή, ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό του υπόβαθρο ή την παιδεία του. Συχνά υποστήριζε πως η τέχνη του μέλλοντος θα έπρεπε να είναι προϊόν προγραμματισμού και μαζικής παραγωγής, με βάση το «πλαστικό αλφάβητο» που ο ίδιος επινόησε στη δεκαετία του 1950.
Οι πρώτες του δημιουργίες (1929-1944), κατά το πρώτο διάστημα της παραμονής του στο Παρίσι, περιλαμβάνουν γραφιστικές σπουδές στις οποίες πειραματίστηκε με οπτικά εφέ, ερευνώντας εικαστικά προβλήματα που σχετίζονταν με το χρώμα, τα υλικά ή τις διαστάσεις των έργων. Οι πίνακες αυτής της περιόδου περιέχουν πλέγματα και μοτίβα όπως ζέβρες, τίγρεις και σκακιέρες, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα η Σκακιέρα (1935) και η Σπουδή M.C. (1936).
Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, μετακόμισε σε ένα ατελιέ, στο προάστιο Αρκέιγ (Arcueil). Για μία τριετία, ολοκλήρωσε αρκετές ελαιογραφίες, όπως Η κίτρινη κουζίνα στο Cocherel (1946) και η Αυτοπροσωπογραφία (1942), επηρεασμένος από τα σύγχρονα ρεύματα του φουτουρισμού, του κυβισμού ή του υπερρεαλισμού. Ο ίδιος ο Βαζαρελί θεώρησε τα έργα αυτά ως ένα «λάθος δρόμο» στην πορεία του και τα επόμενα χρόνια άντλησε στοιχεία από τον κονστρουκτιβισμό, αναπτύσσοντας την δική του ιδιαίτερη γεωμετρική αφαίρεση. Το καλοκαίρι του 1947, έμεινε για λίγες εβδομάδες στην παραλιακή πόλη Μπελ-Ιλ (Belle-Isle) της Βρετάνης, περίοδος που υπήρξε αρκετά σημαντική στην εξέλιξή του, έτσι ώστε να χαρακτηρίσει την εκτεταμένη περίοδο Μπελ-Ιλ, όπως αποκαλείται, που καλύπτει συνολικά το διάστημα 1947-1958. Τα έργα που ανήκουν σε αυτή σηματοδότησαν ένα νέο ξεκίνημα της πορείας του προς την αφαίρεση. Το διάστημα μεταξύ του 1951 και του 1958, αναφέρεται και ως περίοδος Ντανφέρ (Denfert), ονομασία που προέρχεται από τη στάση Ντανφέρ-Ροσερώ (Denfert-Rochereau) του παρισινού μετρό.
Στα έργα αυτής της περιόδου υιοθετεί την απόδοση λείων χρωματικών επιφανειών, αποφεύγοντας τις ευδιάκριτες πινελιές, που άλλοτε χαρακτήριζαν πίνακες της περιόδου Μπελ-Ιλ. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και σημαντικούς πίνακες της εποχής υπήρξε ο Φόρος τιμής στον Μαλέβιτς, του οποίου φιλοτέχνησε διάφορες εκδοχές στο διάστημα μεταξύ του 1952 και του 1958 και επρόκειτο για μία αμιγώς γεωμετρική απεικόνιση, σηματοδοτώντας τη στροφή του Βαζαρελί στον «κινητισμό».
To έργο του Βαζαρελί απέκτησε μία νέα ώθηση στην προσπάθειά του να αναπαραστήσει την κίνηση και το χρόνο στις επίπεδες επιφάνειες που δημιουργούσε. Οι πίνακες του σχεδιάζονταν με τρόπο ώστε να γίνονται πλήρως αντιληπτοί μόνο μέσα από την κίνηση του θεατή, ο οποίος πλέον διαδραμάτιζε το δικό του ρόλο στην κατανόηση του καλλιτεχνικού έργου. Το 1955, με πρωτοβουλία του Βαζαρελί, διοργανώθηκε η ομαδική έκθεση «κινητικής» τέχνης Le Mouvement (Η Κίνηση), στη γκαλερί της Ντενίζ Ρενέ. Η έκθεση αυτή, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Μαρσέλ Ντυσάν, Μαν Ραίη και Αλεξάντερ Κάλντερ, καθιέρωσε τον Βαζαρελί ως έναν από τους προδρόμους της Οπ Αρτ. Μαζί με τον κατάλογο της έκθεσης, ο Βαζαρελί δημοσίευσε παράλληλα το «Κίτρινο Μανιφέστο», μέσα από το οποίο παρουσίασε τις ιδέες του γύρω από τη δημιουργία μίας κινητικής τέχνης, στη βάση των βασικών γεωμετρικών στοιχείων.
Τα «κινητικά» έργα του Βαζαρελί ακολούθησαν εκείνα της σειράς με γενικό τίτλο «Άσπρο-Μαύρο» (1954-1960), τα οποία χαρακτηρίζονταν από ασπρόμαυρα είδωλα, τοποθετημένα συμμετρικά ή το ένα πάνω στο άλλο, έτσι ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται. Χαρακτηριστικά έργα αυτού του είδους είναι τα Bitlinko (1956), Oet-Oet (1955) και Supernovae (1959-61), τα οποία ενσωμάτωναν μία γενικότερη ιδέα του Βαζαρελί, αυτή της χρήσης δυαδικών στοιχείων σε μία συγκεκριμένη αλληλουχία, η οποία υπήρξε καθοριστική στην περαιτέρω εξέλιξη της τεχνοτροπίας του.
Στο «Κίτρινο Μανιφέστο» ο Βαζαρελί περιέγραψε μία από τις κεντρικές καλλιτεχνικές του ιδέες και βασικό στοιχείο των έργων του, την έννοια του «εικαστικού ψηφίου», ένα είδος βασικής «εικαστικής μονάδας». Η βασική του δομή περιλάμβανε ένα τετράγωνο συγκεκριμένων διαστάσεων, στο οποίο απεικονιζόταν ένα άλλο έγχρωμο γεωμετρικό σχήμα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη εκδοχή του δυϊσμού «άσπρο-μαύρο», το «εικαστικό ψηφίο» ήταν πλέον δυνατό να αναπαράγεται σε έναν απεριόριστο αριθμό παραλλαγών. Οι εικαστικές αυτές δομές (δύο σχήματα και δύο χρώματα) συγκροτούσαν το «πλαστικό αλφάβητο» (Alphabet Plastique) του Βαζαρελί, το οποίο παρουσίασε στην έκθεση «Πλανητικό Φολκλόρ» του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού το 1963.
Το «πλαστικό αλφάβητο» υπήρξε μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Βαζαρελί, ένα είδος γλώσσας προγραμματισμού των καλών τεχνών, το οποίο κατά τον ίδιο αποτελούσε το δρόμο για μία μαζική παραγωγή έργων τέχνης με χρήση βιομηχανικών μεθόδων, αλλά και μέσο μίας παγκόσμια κατανοητής αισθητικής έκφρασης, ικανό να εκφράσει ένα παγκόσμιο χαρακτήρα χωρίς να αγνοεί παράλληλα την ατομική ιδιαιτερότητα του δημιουργού. Το 1957 κατοχύρωσε την επινόησή του με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Η έννοια του πλαστικού αλφαβήτου ήταν συνδεδεμένη με τις ιδέες του Βαζαρελί σχετικά με τη δυνατότητα να μετατραπεί η τέχνη σε ένα είδος ικανό να προγραμματίζεται και να αναπαράγεται, σε συνδυασμό με τον «εκδημοκρατισμό» της τέχνης, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, η τέχνη του μέλλοντος θα ήταν κοινό κτήμα αλλιώς δεν θα υπήρχε καθόλου.
Βασισμένος στο πλαστικό αλφάβητο που είχε επινοήσει, ο Βαζαρελί ολοκλήρωσε επίσης τρισδιάστατες δημιουργίες υπό τον γενικό τίτλο Bidim, στην πλειοψηφία τους πολύχρωμες συνθέσεις, συνήθως ξύλινες ή μεταλλικές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ίδρυσε το Ίδρυμα Βαζαρελί στο Αιξ-αν-Προβάνς της νότιας Γαλλίας. Ο ίδιος σχεδίασε το κτίριο που το στεγάζει, μεταφέροντας τις εικαστικές του ιδέες σε μεγάλη κλίμακα ενώ εγκατέστησε και 42 έργα μεγάλων διαστάσεων. Στόχος του ιδρύματος ήταν η υλοποίηση του αρχιτεκτονικού οράματος του Βαζαρελί και για το σκοπό αυτό αφιερώθηκε στην έρευνα.