Δημήτριος Καλλέργης | |
---|---|
Ο Δημήτριος Καλλέργης | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Δημήτριος Καλλέργης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1803 (περίπου)[1][2][3] Κρήτη[1] |
Θάνατος | 24 Απριλίουιουλ. / 6 Μαΐου 1867γρηγ. Αθήνα |
Τόπος ταφής | Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Σπουδές | Σχολή Ιατρικής του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός διπλωμάτης στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Καρλότα Καλλέργη |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός/Ελληνικός Στρατός |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Υπουργός Στρατιωτικών της Ελλάδας πρέσβης της Ελλάδας στη Γαλλία πρέσβης της Ελλάδας στις ΗΠΑ (Ιανουάριος 1867 – Απριλίου 1867)[4] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Δημήτριος Καλλέργης (1803 - 8 Απριλίου 1867[5]) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, υποστράτηγος, πολιτικός και ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου.
Γεννήθηκε το 1803 στην Κρήτη[6] και ήταν γόνος ιστορικής κρητικής οικογένειας του Μυλοποτάμου, οι ρίζες της οποίας εντοπίζονταν από τη βυζαντινή περίοδο και η οποία διατήρησε την επιρροή της και επί βενετοκρατίας. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία και στάλθηκε νεαρός στη Ρωσία κοντά στον υπουργό εξωτερικών του τσάρου, Νέσελροντ, ο οποίος από κάποιες πηγές εμφανίζεται ως θείος του[6]. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, μετέβη στη Βιέννη με σκοπό να σπουδάσει ιατρική[6]. Εγκατέλειψε τις σπουδές του για να συμμετάσχει στην ελληνική επανάσταση και στις 19 Ιανουαρίου του 1822 αποβιβάστηκε μαζί με τους συγγενείς του, Εμμανουήλ και Νικόλαο Καλλέργη και τον αξιωματικό Βαλιανό στην Ύδρα, προσκομίζοντας μαζί τους πολεμοφόδια αξίας εκατό χιλιάδων ρουβλίων και μια συστατική επιστολή του Ιγνατίου Ουγγαροβλαχίας[7].
Το καλοκαίρι του 1825 ανέλαβε μαζί με τον συμπατριώτη του, Εμμανουήλ Αντωνιάδη την ηγεσία εκστρατείας στην Κρήτη. Στις 2 Αυγούστου, 200 επαναστάτες κατέλαβαν το οχυρό της Γραμβούσας, το οποίο τους επόμενους μήνες εξελίχτηκε σε άνδρο πειρατείας[8]. Η εκστρατεία τελικά απέτυχε, ενώ σύμφωνα με τον Αμερικανό φιλέλληνα Σάμιουελ Χάου, ο Καλλέργης ήταν ακατάλληλος για τη θέση του αρχηγού[9].
Αργότερα συμμετείχε στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη όπου διακρίθηκε[6]. Τον Οκτώβριο του 1826 έλαβε μέρος στην αποτυχημένη επίθεση του Φαβιέρου κατά της Θήβας (είχε σταλεί ως ενίσχυση από τον Καραϊσκάκη)[10], στις 30 Ιανουαρίου 1827 πολέμησε στη νικηφόρα μάχη της Καστέλλας όπου είχε σημαντική συμβολή και στις 20 Φεβρουαρίου υπερασπίστηκε σθεναρά τη θέση των Τριών Πύργων, την οποία κατέλαβαν εν τέλει οι Οθωμανοί, έχοντας όμως υποστεί αρκετές απώλειες[11]. Κατά την καταστροφική για τα ελληνικά στρατεύματα μάχη του Ανάλατου, κατά την οποία διετέλεσε αρχηγός των Κρητικών πολεμιστών[12], πιάστηκε αιχμάλωτος. Τελικά απελευθερώθηκε έπειτα από καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού από την οικογένειά του όμως κατά τη διάρκεια της ομηρίας του ακρωτηριάστηκε το ένα του αυτί[13].
Κατά την περίοδο της κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια υπήρξε υποστηρικτής του[6], διετελώντας μάλιστα υπασπιστής του, ενώ προέβη στην οργάνωση τακτικού σώματος ιππικού, στο οποίο ανέλαβε χρέη υπαρχηγού[14]. Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη τάχθηκε στο πλευρό του Αυγουστίνου Καποδίστρια και συμμετείχε ενεργά στις εμφύλιες συγκρούσεις της εποχής: τον Ιανουάριο του 1832 πολέμησε ως αξιωματικός του ιππικού στις σφοδρές μάχες εντός του Άργους[15] και τον Μάρτιο στη μάχη του Λουτρακίου όπου οι δυνάμεις του ιδίου και του Νικηταρά νικήθηκαν από τα ρουμελιώτικα στρατεύματα του Κωλέττη[16]. Παράλληλα, ακολούθησε στρατιωτική καριέρα ως αξιωματικός του τακτικού στρατού[17], ενώ αναμείχτηκε ενεργά και στις πολιτικές ζυμώσεις της περιόδου πρώτα ως οπαδός του ρωσικού κόμματος και έπειτα του γαλλικού[18]. Μάλιστα, το 1834, κατά τη διάρκεια της βαυαρικής αντιβασιλείας και της κυβέρνησης Κωλέττη φυλακίστηκε ως οπαδός του ρωσικού κόμματος, σημαντικά στελέχη του οποίου είχαν πραγματοποιήσει εκείνη την εποχή διάφορες εξεγέρσεις στην ελληνική επικράτεια[19].
Το 1843, όντας τότε συνταγματάρχης του ιππικού[17][20], μυήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα από τον Ανδρέα Μεταξά και τον τότε πρεσβευτή της Ρωσίας, Κατακάζη, στη συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα με σκοπό την παραχώρηση συντάγματος, ενώ ήρθε σε επαφές και με τον Μακρυγιάννη[21]. Μάλιστα, για την καλύτερη οργάνωση του κινήματος, οι μυημένοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν στον Καλλέργη ολιγοήμερη άδεια για να μεταβεί στην Αθήνα καθώς τότε υπηρετούσε στο Άργος ως διοικητής ιππικού[18], ενώ παράλληλα του ανατέθηκε το στρατιωτικό σκέλος του κινήματος[17].
Το βράδυ της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου, ο Καλλέργης ξεσήκωσε τη φρουρά της Αθήνας, τέθηκε επικεφαλής της και αφού έγινε απόλυτος κύριος της πρωτεύουσας απελευθερώνοντας τους κρατούμενους των φυλακών του Μεντρεσέ, καταλαμβάνοντας διάφορα δημόσια κτίρια και θέτοντας σε περιορισμό διάφορους υπουργούς της κυβέρνησης, αλλά και φιλομοναρχικούς αξιωματικούς[22], βάδισε κατά των Ανακτόρων, αναγκάζοντας τον Όθωνα υπό την απειλή ακόμη πιο δραστικών μέτρων[23] να προχωρήσει στην παραχώρηση συντάγματος[18], βάζοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο τέλος στο πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας. Από τις 11 Σεπτεμβρίου ορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας[24] και έπειτα συμμετείχε ως πληρεξούσιος των Κρητών στην Εθνοσυνέλευση του 1843[25].
Το 1845, με αφορμή περιστατικό έντασης μεταξύ του ιδίου και της βασίλισσας Αμαλίας, παύθηκε από τον στρατό και αποχώρησε από την Ελλάδα, μεταβαίνοντας στο Λονδίνο, όπου απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα, ανιψιό του Μεγάλου Ναπολέοντα και μεταγενέστερο αυτοκράτορα των Γάλλων ως Ναπολέων Γ', τον οποίο ακολούθησε αργότερα στο Παρίσι, με αποτέλεσμα να αποτελέσει έκτοτε οπαδός της γαλλικής πολιτικής[18].
Το 1854 κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών αλλά και Στρατιωτικών στην επιβαλλόμενη από τους Αγγλογάλλους κυβέρνηση Μαυροκορδάτου (το ονομαζόμενο και από τους Έλληνες «Υπουργείο Κατοχής»). Μάλιστα, μέχρι την άφιξη του, ευρισκόμενου στο εξωτερικό, Μαυροκορδάτου, ο Καλλέργης, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση των γαλλικών στρατευμάτων Κατοχής, ασκούσε ο ίδιος την εξουσία ως δικτάτορας[26].
Η συγκεκριμένη κυβέρνηση κάλεσε όλους τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα σε Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ενώ με προσωπική απαίτηση του Καλλέργη παύθηκαν οι υπασπιστές του Όθωνα, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Σπυρομήλιος, Μαμούρης και Γαρδικιώτης Γρίβας και τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο μέχρι πρότινος υπουργός στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος[27].
Στη διάρκεια της υπουργίας του, σχηματίστηκε με δική του πρωτοβουλία για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα πρωτόλειο πυροσβεστικό σχήμα, η διλοχία των πυροσβεστών. Τον Σεπτέμβριο του 1855, σοβαρό επεισόδιο του Καλλέργη με το βασιλικό ζεύγος είχε ως επακόλουθο την πτώση της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου[28].
Με την αποχώρησή του από την κυβέρνηση επέστρεψε στο Παρίσι όπου έπειτα από αίτηση της γαλλικής κυβέρνησης ορίστηκε πρέσβης[18]. Τον Δεκέμβριο του 1860 κλήθηκε από τον Όθωνα για να σχηματίσει κυβέρνηση, πρόταση την οποία ο ίδιος απέρριψε[29] και το 1866, μετείχε στη βραχύβια (κράτησε δύο ημέρες) κυβέρνηση Βούλγαρη ως υπουργός Στρατιωτικών[30]. Κατά τα μέσα του 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας διοριστεί σταυλάρχης του βασιλιά Γεωργίου. Μάλιστα πρότεινε στον βασιλιά να του αναθέσει το υπουργείο Εξωτερικών υποστηρίζοντας πως με τη βοήθεια των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, όμως δεν έγινε πιστευτός από τον Γεώργιο[31]. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους εξελέγη από τους Κρητικούς αρχηγός της επανάστασής τους, ο ίδιος όμως με επιστολή του τον Σεπτέμβριο αποποιήθηκε τη θέση[32] λόγω προβλημάτων υγείας[18].
Τον Ιανουάριο του 1867 διορίστηκε πρέσβης της Ελλάδας στις ΗΠΑ, όμως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του αρρώστησε στο Παρίσι με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην Αθήνα όπου και απεβίωσε[33] στις 8 Απριλίου 1867 από ημιπληγία. Η κόρη του Καρλότα παντρεύτηκε τον Ανδρέα Κουντουριώτη. Ο γιος του Ιωάννης είχε εγγονό τον Ιωάννη Καλλέργη.