Εμμανουήλ Ξάνθος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Εμμανουήλ Ξάνθος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1772[1] Πάτμος |
Θάνατος | 28 Νοεμβρίου 1852 Αθήνα |
Τόπος ταφής | Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα[2] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | έμπορος[3] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Σεβαστή Ξάνθου |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Ελληνική Επανάσταση του 1821 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Φιλικός |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (Πάτμος, 1772 – Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 1851) ήταν Έλληνας γραμματικός, έμπορος και επαναστάτης. Υπήρξε ο εμπνευστής και ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας μαζί με τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Η προσφορά του στην διοργάνωση, και στον μετέπειτα οργανωτικό τομέα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 χαρακτηρίζεται ανεκτίμητη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε το 1772 και έζησε αρχικά στη Σμύρνη και έπειτα στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Τεργέστη, όπου και δούλεψε ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό όπου και εργάστηκε ως γραμματικός του εμπόρου Βασιλείου Ξένη. Το 1812 γνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με δύο εμπόρους από τα Ιωάννινα, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Δύο χρόνια αργότερα αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη δική τους εμπορική εταιρεία.[4] Κατά το 1813, πραγματοποιεί εμπορικά ταξίδια στην Πρέβεζα, στα Ιωάννινα και στη Λευκάδα. Υπήρξε ελευθεροτέκτονας.[5]
Μόλις επέστρεψε από την Οδησσό, ανακοίνωσε στους Τσακάλωφ και Σκουφά τις ιδέες του και με τον τρόπο αυτό, ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία το 1814. Ο Ξάνθος ανέλαβε καθήκοντα ταμία και γραμματέα, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνταν ως σύνδεσμος με τα άλλα ηγετικά μέλη, όπως τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Είχε το ψευδώνυμο «Θεοδωρίδης».
Το 1819 ο Ξάνθος μετέβη στη Ρωσία, με σκοπό να προτείνει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στον Ιωάννη Καποδίστρια, πρόσωπο που οι τρεις ιδρυτές οραματίζονταν ως την «Ανωτάτη Αρχή». Έφτασε τον Ιανουάριο του 1820 στην Αγία Πετρούπολη, όπου και συνάντησε την άρνηση του Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία. Ο Καποδίστριας γνώριζε τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη έναντι των φιλελευθέρων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των λαών και υπολογίζοντας τις συνέπειες μιας λαϊκής εξέγερσης, προσπάθησε να πείσει τον Ξάνθο για την ανάγκη να αναβληθούν οι επαναστατικές ενέργειες, ωσότου έρθουν καταλληλότερες περιστάσεις που θα ευνοήσουν την απόπειρα αυτή. Έτσι, ο Ξάνθος πρότειενε την αρχηγία της Εταιρείας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, πρόσωπο που έχαιρε της εκτίμησης των συμπατριωτών του και που, ως υπασπιστής του τσάρου, θα μπορούσε ίσως να επηρεάσει θετικά τη στάση της Ρωσίας για πιθανή επανάσταση στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος και δέχεται. Από εκείνη τη στιγμή, ο Εμμανουήλ Ξάνθος διατηρούσε στενή συνεργασία με τον Υψηλάντη και έγιναν προσπάθειες για το συντονισμό του έργου στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Μετά το τέλος της επαναστάσεως στην περιοχή της Μολδοβλαχίας, ο Ξάνθος μετέβη στην Ιταλία και συνέχισε προς την Πελοπόννησο, η οποία είχε ήδη επαναστατήσει. Στην περιοχή αυτή παρέμεινε ως το 1826, οπότε και αναχώρησε για την Αυστρία, προκειμένου να οργανώσει την απόδραση του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το Μουγκάτς . Η επιχείρηση απέτυχε και αναγκάστηκε να φύγει για τη Βλαχία. Άγνωστος παρέμεινε εκεί ως το 1837, οπότε και πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυο χρόνια αργότερα, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Ύδρα και αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απολύθηκε όμως ύστερα από λίγο καιρό. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε πλήρη ανέχεια, μάταια αποζητώντας από το Δημόσιο σύνταξη ή έστω ένα ελάχιστο βοήθημα. Απεβίωσε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 1851.
Σχετικά με την πολεμική που ασκήθηκε εναντίον του, [6]από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και τον Ιωάννη Φιλήμονα μέσω της εφημερίδας του «Αιών» ήδη από το 1834 και κράτησε μέχρι το θάνατό του, αντλούνται σημαντικά στοιχεία από το ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Μπέλλιου[7] και από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη «Εμμανουήλ Ξάνθος, Ο Φιλικός».[8]
Προηγουμένως, το 1845, ο Ξάνθος είχε δημοσιεύσει τα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, καθώς κανείς από τους άλλους δυο πρωτεργάτες, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, δεν έτυχε να αφήσουν παραπλήσιας μορφής κείμενο. Έχει επίσης συντάξει την Έκθεση ανωνύμου τινός αφορώσα τας αρχάς και τας αποστολάς της Εταιρείας μέχρι της εποχής του Αλέξ. Υψηλάντη και για την οποία πληροφορούμαστε από τον Αθανάσιο Χριστόπουλο στα Πολιτικά Παράλληλα, Παρίσι 2000. Μνεία αυτής κάνει και ο Ιωάννης Φιλήμων. Επίσης συνέταξε Υπόμνημα, αυτόγραφο του υπάρχει στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Επίσης, μια Απολογία-κι αυτή στην Εθνική Βιβλιοθήκη-για την οποία πρωτομιλάει ο Τάκης Κανδηλώρος στην εργασία του για τη Φιλική Εταιρεία το 1926. Η Έκθεση και το Υπόμνημα είναι σύντομες αφηγήσεις, όπου ανώνυμα γράφει σε τρίτο πρόσωπο για την ίδρυση και την πρόοδο της Φιλικής Εταιρείας έως την ανάθεση της αρχηγίας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η Απολογία είναι η απάντηση στο Δοκίμιο περί Φιλικής Εταιρείας του Ιωάννη Φιλήμονος και η απόπειρα αναίρεσης των όσων λανθασμένων έγραψε ο ιστοριογράφος.