Η Αυγή Sunrise: A Song of Two Humans | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Φρήντριχ Βίλεμ Μουρνάου |
Παραγωγή | Γουίλιαμ Φοξ |
Σενάριο | Καρλ Μάγιερ Χέρμαν Σούντερμαν (Διήγημα) |
Βασισμένο σε | The Excursion to Tilsit |
Πρωταγωνιστές | Τζάνετ Γκέινορ Τζορτζ Ο'Μπράιεν Μάργκαρετ Λίβινγκστον |
Μουσική | Ούγκο Ρίζενφελντ |
Φωτογραφία | Τσαρλς Ρόσερ και Καρλ Στρους |
Μοντάζ | Harold D. Schuster |
Εταιρεία παραγωγής | 20th Century Fox |
Διανομή | Fox Film Corporation και Netflix |
Πρώτη προβολή | 23/9/1927 |
Κυκλοφορία | 1927 |
Διάρκεια | 95 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Aγγλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Αυγή (αγγλ. Sunrise: A Song of Two Humans), είναι Αμερικανική βωβή δραματική ταινία παραγωγής του 1927 σε σκηνοθεσία Φρήντριχ Βίλεμ Μουρνάου, με πρωταγωνιστές τους Τζάνετ Γκέινορ, Τζορτζ Ο'Μπράιεν και Μάργκαρετ Λίβινγκστον. Το σενάριο της ταινίας, το οποίο διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Καρλ Μάγιερ βασίζεται σε διήγημα του Χέρμαν Σούντερμαν με τίτλο Die Reise nach Tilsit[1][2].
Η ταινία βραβεύθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Καλλιτεχνικής Παραγωγής στην πρώτη τελετή των βραβείων το 1929. Αποτελεί μέχρι και σήμερα την πρώτη και μοναδική ταινία που τιμήθηκε ως καλύτερη καλλιτεχνική παραγωγή από την ακαδημία. Χάρισε επίσης στην πρωταγωνίστρια Τζάνετ Γκέινορ το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και τιμήθηκε με όσκαρ φωτογραφίας.
Το 1937 το αυθεντικό αρνητικό της ταινίας κάηκε σε φωτιά και καινούργιο αρνητικό δημιουργήθηκε από διασωθείσα κόπια της ταινίας[3].
Μια γυναίκα από την πόλη (Μάργκαρετ Λίβινγκστον) ταξιδεύει στην επαρχία για τις καλοκαιρινές διακοπές της. Εγκαθίσταται σε μια μικρή πόλη δίπλα στη λίμνη κι έπειτα κατευθύνεται σε ένα μικρό αγρόκτημα στο οποίο ζει ένας άνδρας (Τζορτζ Ο'Μπράιεν) με τη σύζυγό του (Τζάνετ Γκέινορ) και το νεογέννητο μωρό τους. Η γυναίκα από την πόλη παρακολουθεί το ζευγάρι ενώ ετοιμάζεται να δειπνήσει, και κάνει νόημα στον άνδρα για να συναντηθούν. Ο άνδρας της γνέφει θετικά και φοράει το παλτό του για να πάει να τη βρει, αφήνοντας τη σύζυγο και το παιδί του μόνους. Οι δυο εραστές συναντιούνται κοντά στη λίμνη και η γυναίκα από την πόλη σαγηνεύει τον άνδρα, του λέει λοιπόν να πουλήσει τη φάρμα του και να την ακολουθήσει στην πόλη. Έπειτα του προτείνει να σκοτώσει τη σύζυγό του, πνίγοντάς την στη λίμνη. Ο άνδρας αρχικά αντιδρά, αλλά στη συνέχεια συμφωνεί διστακτικά. Όταν επιστρέφει στο σπίτι προτείνει στη σύζυγό του να πάνε ταξίδι στην πόλη. Η γυναίκα συμφωνεί, ετοιμάζεται και οι δυο τους αναχωρούν. Όταν οι δυο τους βρίσκονται στ' ανοιχτά της λίμνης ο άνδρας ετοιμάζεται να πνίξει τη σύζυγό του.
Πρώτη Χολιγουντιανή ταινία σε σκηνοθεσία του Γερμανού εξπρεσιονιστή Φρήντριχ Βίλχεμ Μουρνάου. Ο Μουρνάου ήταν ήδη γνωστός για το ξεχωριστό του σκηνοθετικό στυλ, έχοντας στο ενεργητικό τις ταινίες: Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου (Nosferatu, eine Symphonie des Grauens, 1922) και Φάουστ (Faust - Eine Deutsche Volkssage, 1926) και ο Γουίλιαμ Φοξ, διευθυντής της εταιρίας Fox, τον κάλεσε στο Χόλιγουντ για να σκηνοθετήσει μια εξπρεσιονιστική ταινία. Έτσι γεννήθηκε μια ταινία, ύμνος στην ομορφιά και το σκότος της φύσης, σε παραλληλισμό με τα στοιχεία που μπορούν να εντοπιστούν και στην ανθρώπινη ψυχή. Ένας παραμυθένιος κόσμος στήθηκε στα στούντιο της Fox, με σκηνικά που κόστισαν πάνω από 200.000 δολάρια. Τα σκηνικά αυτά χρησιμοποιήθηκαν ένα χρόνο αργότερα για την ταινία του Τζον Φορντ Four Sons[4].
Με το έργο του αυτό ο Μουρνάου συνέδεσε τον χολιγουντιανό ρομαντισμό με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Για να εξηγήσει την ψυχική κατάσταση και τη διάθεση των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε απεικονίσεις ζώων ή φυτών, ενώ χρήση των μεσότιτλων είναι σποραδική. Στην ταινία του 1924 Ο Τελευταίος των Ανθρώπων (Der letzte Mann), ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε τίτλους μόνο στο τέλος, με σκοπό να εξηγήσει την έκβαση της ταινίας. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε εκτενώς την τεχνική της αναγκασμένης προοπτικής, ειδικά σε μια σκηνή όπου απεικονίζεται η πόλη, στην οποία μπορεί κανείς να διακρίνει κανονικούς ανθρώπους να πλαισιώνονται από τα κινηματογραφικά σετ και στο βάθος ανθρώπους σε σμίκρυνση να πλαισιώνονται από μικρότερα σκηνικά. Το τράβελλινγκ της κάμερας ήταν επίσης εντυπωσιακό για την εποχή του, καθώς ο σκηνοθέτης κατάφερε να γυρίσει μια σκηνή σε μια λήψη που διήρκεσε 4 λεπτά. Οι συμβολισμοί, τα πλάνα, οι σκιές, η εκφραστικότητα των προσώπων των πρωταγωνιστών αναδείχθηκαν από τη μουσική επένδυση του Ούγκο Ρίζενφελντ και τη φωτογραφία των Tσαρλς Ρόσερ και Καρλ Στρους. Η γεμάτη καινοτομίες αυτή ταινία επηρέασε πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους σκηνοθέτες του Μουρναου (από τον Όρσον Γουέλς εώς τον Αντρέι Ταρκόφσκι) και θεωρήθηκε το κύκνειο άσμα του βωβού κινηματογράφου.
Ο κριτικός κινηματογράφου των The New York Times Μόρντοντ Χολ, επαίνεσε την ταινία αποκαλώντας την αριστούργημα[1], ενώ το περιοδικό Time αποκάλεσε την ταινία μια ανεπαρκή ιστορία, που παραμένει ενδιαφέρουσα και μαγευτική για μια ολόκληρη βραδιά[5]. Η πρώτη προβολή της ταινίας προηγήθηκε μιας εβδομάδας της πρεμιέρας του Ο τραγουδιστής της Τζαζ, που ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο απόηχος που δημιουργήθηκε από την πρώτη ομιλούσα ταινία επισκίασε την προβολή της Αυγής, που λόγω του γεγονότος ότι ήταν η ακριβότερη παραγωγή της Fox μέχρι την περίοδο εκείνη, δεν απέφερε κέρδη στο Box-Office.
Η πρώτη απονομή των βραβείων της ακαδημίας του κινηματογράφου κατέστησε την ταινία νικήτρια τριών βραβείων όσκαρ, μεταξύ των οποίων και Καλύτερης Καλλιτεχνικής Παραγωγής για το 1927. Το βραβείο Καλύτερης Παραγωγής πήγε στην ταινία του Γουίλιαμ Γουέλμαν Τα Φτερά. Τα δυο αυτά βραβεία αντικαταστάθηκαν από το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας τα χρόνια που ακολούθησαν και το 1929, η πρώτη χρονιά της απονομής των βραβείων της ακαδημίας του κινηματογράφου αποτελεί και την πρώτη χρονιά στην οποία έγινε διαχωρισμός μεταξύ καλύτερης παραγωγής και καλύτερης καλλιτεχνικής παραγωγής. Τα άλλα δυο βραβεία που κέρδισε δόθηκαν στην Τζάνετ Γκέινορ για την ερμηνεία της σε τρεις ταινίες κατά την περίοδο 1927-1928 και στους Tσαρλς Ρόσερ και Καρλ Στρους για τη φωτογραφία της ταινίας[6].
Βράβευση:
Υποψηφιότητα:
Η ταινία έλαβε την τρίτη θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες κατά τη βωβή περίοδο του κινηματογράφου[7], ενώ το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε 82η στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών[8]. Το 2002 το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία στην έβδομη θέση στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών[9].