Η Μαγική Ομπρέλα Saving Mr. Banks | |
---|---|
Κινηματογραφική αφίσα | |
Σκηνοθεσία | Τζον Λι Χάνκοκ |
Παραγωγή | Άλισον Όουεν Ίαν Κόλι Φιλίπ Στρόερ |
Σενάριο | Κέλι Μάρσελ Σου Σμιθ |
Πρωταγωνιστές | Έμμα Τόμσον Τομ Χανκς Πολ Τζιαμάτι Τζέισον Σουόρτσμαν Μπράντλεϊ Γουίτφορντ Κόλιν Φάρελ |
Μουσική | Τόμας Νιούμαν |
Φωτογραφία | Τζον Σβάρτζμαν |
Μοντάζ | Μαρκ Ριβόλσι |
Ενδυματολόγος | Daniel Orlandi |
Εταιρεία παραγωγής | Walt Disney Pictures Ruby Films Essential Media and Entertainment BBC Films Hopscotch Features |
Διανομή | Walt Disney Studios Motion Pictures |
Κυκλοφορία | 20 Οκτωβρίου 2013 (BFI London Film Festival) 29 Νοεμβρίου 2013 (Ηνωμένο Βασίλειο) 13 Δεκεμβρίου 2013 Ηνωμένες Πολιτείες 9 Ιανουαρίου 2014 Αυστραλία |
Διάρκεια | 125 λεπτά[1] |
Προέλευση | Αυστραλία Ηνωμένο Βασίλειο Ηνωμένες Πολιτείες |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Προϋπολογισμός | $35 εκατομμύρια[2] |
Ακαθάριστα έσοδα | $117.9 εκατομμύρια[3] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Μαγική Ομπρέλα (αγγλικά: Saving Mr. Banks) είναι μια δραματική ταινία εποχής παραγωγής 2013 που τη σκηνοθεσία έκανε ο Τζον Λι Χάνκοκ και το σενάριο έγραψαν οι Κέλι Μάρσελ και Σου Σμιθ. Το θέμα της ταινίας επικεντρώνεται στην παραγωγή της ταινίας του 1964 Μαίρη Πόππινς και πρωταγωνιστούν οι Έμμα Τόμσον στο ρόλο της συγγραφέως Πάμελα Λύντον Τράβερς και Τομ Χανκς στο ρόλο του παραγωγού Ουώλτ Ντίσνεϋ. Τους υπόλοιπους χαρακτήρες συμπληρώνουν οι Πολ Τζιαμάτι, Τζέισον Σουόρτσμαν, Μπράντλεϊ Γουίτφορντ και Κόλιν Φάρελ. Παίρνοντας τον τίτλο της από τον πατέρα στην ιστορία της Τράβερς, τον κύριο Μπανκς, η ταινία απεικονίζει τις μακριές συναντήσεις της συγγραφέως στο Λος Άντζελες το 1961, όπου ο Ντίσνεϋ προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των βιβλίων της.[4]
Οι εταιρίες Essential Media and Entertainment και BBC Films ανέλαβαν αρχικά την παραγωγή της Μαγικής Ομπρέλας ως ανεξάρτητη παραγωγή μέχρι το 2011, όταν η παραγωγός Άλισον Όουεν πλησίασε την Walt Disney Pictures για να πάρει άδεια ώστε να χρησιμοποιήσει κάποια στοιχεία τα οποία καλύπτονταν από πνευματικά δικαιώματα. Το θέμα της ταινίας τράβηξε το ενδιαφέρον της Disney, οδηγώντας το στούντιο να αποκτήσει το σενάριο και να παράγει την ταινία.[5] Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο της επόμενης χρονιάς και ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο του 2012. Έγιναν σχεδόν εξ'ολοκλήρου σε περιοχές της Νότιας Καλιφόρνια, κυρίως στα στούντιο της Disney στο Μπέρμπανκ, όπου και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας έλαβε χώρα.[6][7]
Η Μαγική Ομπρέλα έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου στις 20 Οκτωβρίου 2013 και κυκλοφόρησε στις αίθουσες την ίδια χρονιά στις 29 Νοεμβρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις 13 Δεκεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την κυκλοφορία η ταινία έλαβε θετικές κριτικές, οι οποίες εξυμνούσαν κυρίως την υποκριτική, το σενάριο και τη μουσική. Η ερμηνεία της Τόμσον της χάρισε υποψηφιότητες για βραβείο BAFTA, Χρυσή Σφαίρα, βραβείο SAG και βραβείο Critic's Choice στην κατηγορία του Α' Γυναικείου ρόλου, ενώ ο συνθέτης Τόμας Νιούμαν έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής. Η ταινία είχε επίσης εμπορική επιτυχία με έσοδα $118 εκατομμύρια παγκοσμίως.
Το 1961, η συγγραφέας Πάμελα Λύντον Τράβερς ταξιδεύει απρόθυμα, μετά και από τη στενότητα στα οικονομικά της, από το σπίτι της στο Λονδίνο στο Λος Άντζελες για να δουλέψει μαζί με τον Ουώλτ Ντίσνεϋ μετά από προτροπή του ατζέντη της, Ντίαρμουιντ Ράσελ. Ο Ντίσνεϋ επιδιώκει να αποκτήσει τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων της με τις ιστορίες της Μαίρη Πόππινς εδώ και είκοσι χρόνια, αφού έχει υποσχεθεί στις κόρες του ότι θα έφτιαχνε μια ταινία βασισμένη σε αυτά. Η Τράβερς αντιστεκόταν σθεναρά σε αυτές τις προσπάθειες του Ντίσνεϋ επειδή φοβόταν την αλλοίωση του χαρακτήρα του βιβλίου της, της Μαίρη Πόππινς. Ωστόσο, δεν έχει γράψει κάτι εδώ και κάποιο καιρό και τα έσοδα από τα βιβλία της έχουν μειωθεί, με κίνδυνο να χάσει το σπίτι της. Ο Ράσελ την υπενθυμίζει ότι ο Ντίσνεϋ έχει συμφωνήσει σε δύο βασικές ρήτρες - όχι κινούμενα σχέδια και έγκριση σεναρίου - πριν αυτή αποφασίσει να πάει.
Η δύσκολη παιδική ηλικία της Τράβερς στην Αλόρα του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία, απεικονίζεται με flashbacks και είναι η έμπνευσή της στις περισσότερες ιστορίες της Μαίρη Πόππινς. Η Τράβερς λατρεύει τον στοργικό και εφευρετικό της πατέρα, Τράβερς Ρόμπερτ Γκοφ, αλλά το πρόβλημα αλκοολισμού που έχει, έχει ως αποτέλεσμα τις συνεχείς απολύσεις του από τη δουλειά και τεταμένη σχέση με τη σύζυγό του, η οποία φτάνει μέχρι και την απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Γκοφ πεθαίνει αρκετά νέος από φυματίωση όταν η Τράβερς ήταν εφτά χρονών.
Στο Λος Άντζελες, η Τράβερς είναι ενοχλημένη από αυτό που αντιλαμβάνεται ως ασυναρτησία της πόλης και την ενοχλητική φιλικότητα των κατοίκων, προσωποποιημένη στον οδηγό της λιμουζίνας της, Ραλφ. Στα στούντιο της Disney στο Μπέρμπανκ, η Τράβερς γνωρίζει τη δημιουργική ομάδα της ταινίας Μαίρη Πόππινς: τον σεναριογράφο Ντον ΝταΓκράντι και τους συνθέτες Ρίτσαρντ και Ρόμπερτ Σέρμαν. Βρίσκει τη συμπεριφορά τους και τους περιστασιακούς τους τρόπους πολύ ακατάλληλους, μια άποψη που κατέχει επίσης και για τον ενθουσιώδη Ντίσνεϋ.
Η συνεργασία της Τράβερς με τον Ντίσνεϋ και την ομάδα του είναι δύσκολη από την αρχή, με την επιμονή της ότι η Μαίρη Πόππινς είναι η εχθρός του συναισθήματος και της ιδιοτροπίας. Ο Ντίσνεϋ και η ομάδα είναι προβληματισμένοι από την απαξίωση της Τράβερς για τη φαντασία, δεδομένου της φύσης της ιστορίας της Μαίρη Πόππινς, καθώς επίσης και της πλούσιας φαντασίας που έχει η ίδια η Τράβερς. Ενίσταται ειδικά για το πώς ο χαρακτήρας του Τζορτζ Μπανκς, του αποξενωμένου πατέρα των παιδιών που αναλαμβάνει η Μαίρη Πόππινς, απεικονίζεται, επιμένοντας ότι δεν είναι ούτε ψυχρός αλλά ούτε και σκληρός. Σταδιακά, καταλαβαίνουν το πόσο βαθιά προσωπικές είναι οι ιστορίες της Μαίρη Πόππινς για εκείνη και πόσοι από τους χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από το παρελθόν της.
Η ομάδα συνειδητοποιεί ότι η κριτική της Τράβερς είναι έγκυρη και κάνουν αλλαγές, αλλά εκείνη απεμπλέκεται όλο και περισσότερο καθώς επώδυνες παιδικές αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια. Προσπαθώντας να καταλάβει τι την προβληματίζει, ο Ντίσνεϋ την προσκαλεί στην Disneyland, η οποία πρόσκληση μαζί με την αναπτυσσόμενη φιλία της με τον Ραλφ, τις διασκευές της ομάδας στον χαρακτήρα του Τζορτζ Μπανκς, την προσθήκη ενός νέου τραγουδιού και το διαφορετικό τέλος, βοηθούν στη διάλυση της εναντίωσης της Τράβερς. Η δημιουργικότητά της αναζωπυρώνεται και αρχίζει να δουλεύει και πάλι με την ομάδα. Ωστόσο, όταν η Τράβερς ανακαλύπτει ότι θα υπάρχει μια σκηνή με κινούμενα σχέδια στην ταινία, έρχεται σε σύγκρουση με τον Ντίσνεϋ για την αθέτηση της υπόσχεσής του και επιστρέφει στο σπίτι της.
Ο Ντίσνεϋ μαθαίνει ότι το Τράβερς δεν είναι το πραγματικό όνομα της συγγραφέως αλλά το όνομα του πατέρα της. Το πραγματικό της όνομα είναι Έλεν Γκοφ και κατάγεται από την Αυστραλία, όχι από την Βρετανία. Αυτό δίνει στον Ντίσνεϋ μια νέα οπτική για την Τράβερς και την ακολουθεί στο Λονδίνο. Φτάνει απροειδοποίητα στην πόρτα της και της λέει ότι κι εκείνος είχε μια μη ιδανική παιδική ηλικία, αλλά της τονίζει το πόσο θεραπευτική αξία έχει η τέχνη του. Προτρέπει την Τράβερς να μην αφήσει τις βαθιά ριζωμένες απογοητεύσεις του παρελθόντος να προστάζουν το παρόν. Η Τράβερς υποχωρεί και δίνει στον Ντίσνεϋ τα δικαιώματα της ταινίας.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1964, η ταινία Μαίρη Πόππινς έχει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Κινέζικο Θέατρο Γκράουμαν στο Χόλυγουντ. Ο Ντίσνεϋ δεν έχει καλέσει την Τράβερς, φοβούμενος το πώς μπορεί να αντιδράσει με τον Τύπο να βρίσκεται εκεί. Με προτροπή του Ράσελ, η Τράβερς πηγαίνει απροειδοποίητα στο γραφείο του Ντίσνεϋ, ο οποίος απρόθυμα της δίνει πρόσκληση για την πρεμιέρα. Αρχικά, η Τράβερς παρακολουθεί τη Μαίρη Πόππινς χωρίς ενθουσιασμό, ειδικά κατά τη διάρκεια των σκηνών με κινούμενα σχέδια. Σταδιακά ζεσταίνεται με την υπόλοιπη ταινία, ωστόσο, συγκινείται βαθιά από την απεικόνιση της προσωπικής κρίσης και λύτρωσης του Τζορτζ Μπανκς.
Το 2002, ο Αυστραλιανός παραγωγός Ίαν Κόλι παρήγαγε ένα ντοκιμαντέρ για την Πάμελα Λύντον Τράβερς που είχε τον τίτλο The Shadow of «Mary Poppins». Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ο Κόλι πρόσεξε ότι υπήρχε υλικό για «μια βιογραφική ταινία εκεί» και έπεισε την Essential Media and Entertainment να αναπτύξουν μια ταινία, με τη Σου Σμιθ να υπογράφει το σενάριο.[8] Το πρότζεκτ τράβηξε την προσοχή του BBC Films, το οποίο αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το πρότζεκτ, και της παραγωγού Άλισον Όουεν από την εταιρία Ruby Films, η οποία στη συνέχεια προσέλαβε την Κέλι Μάρσελ για να συνυπογράψει το σενάριο μαζί με τη Σμιθ.[9] Από τα πρόχειρα σενάρια της Μάρσελ αφαιρέθηκε η πλοκή που αφορούσε την Τράβερς και τον γιο της και η ιστορία χωρίστηκε σε δύο αφηγηματικά μέρη: τη δημιουργική σύγκρουση ανάμεσα στην Τράβερς και τον Ουώλτ Ντίσνεϋ και τα θέματα που αντιμετώπιζε με την παιδική της ηλικία, περιγράφοντάς τα ως «μια ιστορία για τον πόνο ενός μικρού κοριτσιού που υπέφερε και μιας γυναίκας που επέτρεψε στον εαυτό της να το αφήσει πίσω».[10] Η εκδοχή της Μάρσελ, ωστόσο, περιείχε συγκεκριμένα πνευματικά δικαιώματα πάνω σε μουσική και εικόνες, τα οποία θα ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθούν χωρίς άδεια από τη The Walt Disney Company. «Υπήρχε πάντα αυτό το φάντασμα στο δωμάτιο, το οποίο ήταν η Disney» θυμάται ο Κόλι. «Ξέραμε ότι ο Ουώλτ Ντίσνεϋ ήταν ένας χαρακτήρας κλειδί στην ταινία και θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε και λίγο από τη μουσική. Ξέραμε ότι σε κάποια φάση θα έπρεπε δείξουμε Disney». Στις αρχές του 2010, ο Ρόμπερτ Σέρμαν παρέδωσε στην παραγωγό Άλισον Όουεν ένα αντίγραφο ενός προεξέχοντος κεφαλαίου από το βιβλίο του που τότε θα εκδιδόταν, και είχε τον τίτλο Moose: Chapters From My Life. Το κεφάλαιο, που είχε τον τίτλο «'Tween Pavement and Stars», περιείχε χαρακτηρισμούς και ανέκδοτα τα οποία έθεσαν σίγουρη την επανεξέταση του σεναρίου από την Μάρσελ, ειδικά το ανέκδοτο ότι δεν έπρεπε να υπάρχει το κόκκινο χρώμα στο Λονδίνο.[11][12] Τον Ιούλιο του 2011, καθώς βρισκόταν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο νησί Ίσκια της Ιταλίας, η Όουεν συνάντησε τον Κόρκι Χέιλ, ο οποίος προσφέρθηκε να παρουσιάσει το σενάριο στον Ρίτσαρντ Σέρμαν.[13] Ο Σέρμαν διάβασε το σενάριο και έδωσε την στήριξή του στους παραγωγούς.[13] Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το σενάριο των Μάρσελ και Σμιθ μπήκε στη λίστα του Φράνκλιν Λέοναρντ «The Black List», καθώς ψηφίστηκε από τους παραγωγούς ως ένα από τα καλύτερα σενάρια τα οποία δεν βρίσκονταν ακόμα σε παραγωγή.[14]
Τον Νοέμβριο του 2011, ο πρόεδρος παραγωγής της Walt Disney Pictures, Σιον Μπέιλι, πληροφορήθηκε από τον εκτελεστικό διευθυντή Τέντο Ναγκέντα για την ύπαρξη του σεναρίου της Μάρσελ.[2][15] Συνειδητοποιώντας ότι το σενάριο περιείχε απεικόνιση του ονόματος των στούντιο, ο Μπέιλι συσκέφθηκε με τον γενικό διευθυντή της Disney Μπομπ Ίγκερ[16] και τον πρόεδρο των Walt Disney Studios Άλαν Χορν, ο οποίος δεύτερος αναφέρθηκε στην ταινία ως μια «κατάθεση μάρκας»,[17] έναν όρο τον οποίο χρησιμοποιούσε ο Στηβ Τζομπς.[18] Όλοι μαζί, συζήτησαν τις πιθανές επιλογές που είχαν τα στούντιο: αγορά του σεναρίου και τερματισμό του πρόζεκτ, να κάνουν συμφωνία «turnaround» όπου η παραγωγή δε θα μπορούσε να προχωρήσει ή να συμβάλουν στην παραγωγή της ταινίας τα ίδια τα στούντιο. Με τη σύμφωνη γνώμη όλων, τα στούντιο απέκτησαν το σενάριο τον Φεβρουάριο του 2012 και μπήκαν στην παραγωγή μαζί με τους Όουεν, Κόλι και Φιλίπ Στρόερ ως παραγωγούς της ταινίας και τους Κριστίν Λανγκάν, Τρόι Λουμ, Άντριου Μέισον και Πολ Τρίτζμπιτς να είναι οι εκτελεστικοί παραγωγοί.[5] Ο Τζον Λι Χάνκοκ προσλήφθηκε να σκηνοθετήσει στην ταινία αργότερα τον ίδιο μήνα.[19]
Ακολούθως, ο Ίγκερ επικοινώνησε με τον Τομ Χανκς να σκεφτεί να παίξει τον ρόλο του Ουώλτ Ντίσνεϋ, έναν ρόλο που θα έδινε για πρώτη φορά την απεικόνιση του Ντίσνεϋ σε ταινία.[2] Ο Χανκς αποδέχτηκε τον ρόλο, βλέποντάς το ως «μια ευκαιρία να απεικονίσει κάποιον που άλλαξε τόσο πολύ τον κόσμο όπως ο Πάμπλο Πικάσο ή ο Τσάρλι Τσάπλιν».[20] Ο Χανκς έκανε πολλές επισκέψεις στο Οικογενειακό Μουσείο του Ουώλτ Ντίσνεϋ και πήρε συνέντευξη από κάποιους πρώην εργαζόμενους του Ντίσνεϋ και συγγενείς, συμπεριλαμβανομένου και της κόρης του Νταϊάν Ντίσνεϋ Μίλερ.[21][22] Ακολούθως, η ταινία αφιερώθηκε στον Ντίσνεϋ Μίλερ, ο οποίος πέθανε λίγο πριν την κυκλοφορία της.[23] Τον Απρίλιο του 2012, η Έμμα Τόμσον μπήκε στις τελικές διαπραγματεύσεις για να ενσαρκώσει τη συγγραφέα Τράβερς, αφού τα στούντιο δεν ήταν σε θέση να κλείσουν με σιγουριά την Μέριλ Στριπ για τον ρόλο.[24] Η Τόμσον είπε ότι ο ρόλος ήταν ο πιο δύσκολος που έπαιξε ποτέ, περιγράφοντας την Τράβερς ως «μια γυναίκα αρκετά πολύπλοκη και αντιφατική».[25] «Έγραψε μια πολύ καλή έκθεση πάνω στη λύπη, γιατί ήταν, στην πραγματικότητα, μια πολύ λυπημένη γυναίκα. Είχε μια πολύ σκληρή παιδική ηλικία όπου ο αλκοολισμός του πατέρα της ήταν μέρος αυτής και η απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας της ένα άλλο μέρος. Νομίζω ότι πέρασε όλη της τη ζωή σε ένα στάδιο θεμελιώδους ασσυμετρίας και ως εκ τούτου, έκανε πολλά πράγματα».[26] Οι Κόλιν Φάρελ, Πολ Τζιαμάτι, Τζέισον Σουόρτσμαν, Μπράντλεϊ Γουίτφορντ, Β.Τζ. Νόβακ και Ρουθ Γουίλσον προστέθηκαν στο καστ τον Ιούλιο του 2012.[27][28][29][30]
Τζον Λι Χάνκοκ στις αρχικές του σκέψεις για την ανάμιξη της Disney[13]
Με την υποστήριξη της Disney, η ομάδα παραγωγής είχε πρόσβαση σε 36 ώρες από τις ηχογραφήσεις της Τράβερς του εαυτού της, των αδελφών Σέρμαν και του σεναριογράφου Ντον ΝταΓκράντι, οι οποίες έγιναν κατά την περίοδο της ανάπτυξης της Μαίρη Πόππινς,[31] καθώς και στα γράμματα που αντάλλασσαν ο Ντίσνεϋ με την Τράβερς από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τη δεκαετία του 1960.[8][13] Ο Ρίτσαρντ Σέρμαν δούλεψε επίσης στην ταινία ως επιβλέπων της μουσικής και μοιράστηκε τη δική του πλευρά και την εμπειρία του να δουλεύει με την Τράβερς για την ταινία Μαίρη Πόππινς.[31] Αρχικά, ο Χάνκοκ είχε επιφυλάξεις με την ανάμιξη της Disney στην ταινία, πιστεύοντας ότι τα στούντιο θα επεξεργάζονταν το σενάριο προς όφελος του συνιδρυτή τους.[32] Ωστόσο, η Μάρσελ παραδέχτηκε ότι τα στούντιο «πολύ συγκεκριμένα δεν ήθελαν να έρθουν και να αποστειρώσουν το σενάριο ή να αλλάξουν τον Ουώλτ με κανένα τρόπο».[8] Ο Χάνκοκ αναθεώρησε λέγοντας «Ακόμη ανησυχούσα ότι μπορεί να ήθελαν να πελεκήσουν λίγο τον Ουώλτ...σκέφτηκα ότι η απεικόνισή του ήταν δίκαιη και ανθρώπινη και όταν το επεσήμανα είπαν 'Όχι, μας αρέσει.' Αλλά ακόμη, σε κάθε βήμα, ήμουν έτοιμος να το παλέψω σε περίπτωση που επενέβαιναν, αλλά αυτό δε συνέβη».[33] Παρόλο που οι παραγωγοί δεν έλαβαν οποιαδήποτε δημιουργική παρεμβολή από την Disney σε ό,τι αφορούσε την απεικόνιση του Ουώλτ Ντίσνεϋ, τα στούντιο είχαν μια παράκληση στο να μην φανεί στην οθόνη καμία σκηνή εισπνοής καπνού από τσιγάρα[34] εξαιτίας της γραμμής της εταιρίας να μην απεικονίζει άμεσα το κάπνισμα σε ταινίες που κυκλοφορούν κάτω από όνομα της Walt Disney Pictures, και να αποφευχθεί η θεώρηση της ταινίας ως ακατάλληλη κάτω των 17 από την Εμπορική Ένωση Ταινιών της Αμερικής (MPAA).[35][36] Σε αντικατάσταση, ο Ντίσνεϋ φαίνεται να σβήνει ένα αναμμένο τσιγάρο σε μια σκηνή και ο διαβόητος βήχας του καπνιστή που είχε, ακούγεται εκτός οθόνης σε αρκετές σκηνές κατά τη διάρκεια της ταινίας.[35]
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2012 στο Λος Άντζελες.[37] Αν και κάποιες σκηνές είχαν προγραμματιστεί αρχικά να γυριστούν στο Κουίνσλαντ στην Αυστραλία,[38] όλο το γύρισμα, εκτός από δύο σκηνές που γυρίστηκαν στο Λονδίνο, έλαβε χώρα στη Νότια περιοχή της Καλιφόρνια. Συγκεκριμένα στα Walt Disney Studios στο Μπέρμπανκ, στο πάρκο της Disneyland στο Άναχαϊμ, στο Big Sky Ranch στην κοιλάδα Σίμι, στο County Arboretum και στον Βοτανικό Κήπο του Λος Άντζελες στην Αρκαδία, στο Μουσείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Μοντεσίτο Χάιτς, στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Οντάριο στο Σαν Μπερναρντίνο, στο Courthouse Square στα Universal Studios και στο Κινέζικο Θέατρο Γκράουμαν στο Χόλυγουντ.[37][39] Το μεγαλύτερο σκηνικό που στήθηκε για την ταινία ήταν ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου εικονογράφησης των Walt Disney Studios, για το οποίο ο σχεδιαστής παραγωγής Μάικλ Κόρενμπλιθ αναφέρθηκε ότι είναι «ένας χαρακτήρας στην ιστορία».[40] Η εξωτερική όψη του ξενοδοχείου Beverly Hills και το προσωπικό γραφείο του Ντίσνεϋ επίσης αναδημιουργήθηκαν, με το ξενοδοχείο Langham Huntington στην Πασαντίνα να λειτουργεί ως των εσωτερικό χώρο του ξενοδοχείου Beverly Hills.[37] Για να σιγουρέψουν την αυθεντικότητα, ο Κόρενμπλιθ χρησιμοποίησε φωτογραφίες και έπιπλα από την Προεδρική Βιβλιοθήκη του Ρόναλντ Ρήγκαν ως αναφορές για το γραφείο του Ντίσνεϋ. Το σκηνικό διακοσμήθηκε επίσης από το προσωπικό βραβείο Όσκαρ του Ντίσνεϋ το οποίο δανείστηκαν από την έκθεση του Walt Disney World Resort.[13][39][41] Για τις σκηνές στη Disneyland, τα γυρίσματα έγιναν αρκετά νωρίς το πρωί με συγκεκριμένες περιοχές να παραμένουν κλειδωμένες κατά τη λειτουργία του πάρκου, συμπεριλαμβανομένων της αυλής της εισόδου του πάρκου, του Main Street U.S.A., του Κάστρου της Ωραίας Κοιμωμένης, του Fantasyland και του Καρουσέλ του Βασιλιά Αρθούρου.[42] Έξτρα ρόλοι συμπληρώθηκαν από τα μέλη του πληρώματος του Disneyland Resort.[43] Για να απεικονισθεί το πάρκο με ακρίβεια στην χρονική περίοδο που η ιστορία της ταινίας λαμβάνει χώρα, ο Κόρενμπλιθ φρόντισε οι βιτρίνες στο Main Street να αποκατασταθούν έτσι ώστε να έχουν την εμφάνιση που είχαν το 1961, καθώς αξιοθέατα του πάρκου που δεν υπήρχαν τότε, τα έκρυψαν ώστε να μην εμφανίζονται στην κάμερα.[37][44] Για την αναπαράσταση της πρεμιέρας της αυθεντικής ταινίας στο Κινέζικο Θέατρο Γκράουμαν, οι σχεδιαστές των σκηνικών έκλεισαν τη λεωφόρο Hollywood Boulevard και επαναδημιούργησαν τον δρόμο και το θέατρο ώστε να θυμίζουν την εμφάνιση που είχαν το 1964.[41] Μετά την ακύρωση των προγραμματισμένων γυρισμάτων στην Αυστραλία, ο κινηματογραφιστής Τζον Σουόρτσμαν συνέκρινε το τοπίο του Κουίνσλαντ με το αγροτικό τοπίο της Νότιας Καλιφόρνια και συνειδητοποίησε ότι και τα δύο είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά σε φυσικό φωτισμό.[40]
Τομ Χανκς στο πώς προσέγγισε το ρόλο του Ντίσνεϋ.[45]
Η Έμμα Τόμσον προετοιμάστηκε για το ρόλο της μελετώντας τις ηχογραφήσεις της ίδιας της Τράβερς που έγιναν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της ταινίας της Μαίρη Πόππινς και επίσης έκοψε τα μαλλιά της στο στυλ που τα είχε η Τράβερς, καθώς η ίδια δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει περούκα.[46] Για να μεταφέρει με ακρίβεια τη μεσοδυτική διάλεκτο του Ουώλτ Ντίσνεϋ, ο Τομ Χανκς άκουσε αρχειοθετημένες ηχογραφήσεις της Disney και εξασκούσε τη φωνή του καθώς διάβαζε εφημερίδες.[47] Ο Χανκς επίσης άφησε δικό του μουστάκι για τον ρόλο, το οποίο υποβλήθηκε σε σοβαρό έλεγχο, με τους παραγωγούς να φτάνουν σε σημείο να μετρήσουν τις διαστάσεις του μουστακιού του Χανκς ώστε να ταιριάζει με αυτό του Ντίσνεϋ.[48] Ο Τζέισον Σουόρτσμαν και ο Β.Τζ. Νόβακ δούλεψαν στενά με τον Ρίτσαρντ Σέρμαν κατά το στάδιο της προ-παραγωγής και των γυρισμάτων. Ο Σέρμαν περιέγραψε τους ηθοποιούς ως «τέλεια ταλέντα» για την απεικόνιση εκείνου και του αδελφού του, Ρόμπερτ.[49] Ο σχεδιαστής κοστουμιών Ντάνιελ Ορλάντι έδωσε στην Τόμσον να φορέσει αυθεντικά κοσμήματα, τα οποία δανείστηκε από το Οικογενειακό Μουσείο του Ουώλτ Ντίσνεϋ[50] και εξασφάλισε ότι τα ρούχα του Χανκς θα περιελάμβαναν το έμβλημα του ακινήτου Smoke Tree Ranch που βρίσκεται στο Παλμ Σπρινγκς και ήταν πάντα κεντημένο στις γραβάτες που φορούσε ο Ντίσνεϋ.[51] Το τμήμα σχεδιασμού έπρεπε επίσης να επαναδημιουργήσει αρκετά από τα κοστούμια των χαρακτήρων καθώς η ιστορία λάμβανε χώρα τη δεκαετία του 1960.[52]
Τα γυρίσματα κράτησαν εννέα εβδομάδες και ολοκληρώθηκαν στις 22 Νοεμβρίου 2012.[37][53]
Ο Τόμας Νιούμαν συνέθεσε τη μουσική της ταινίας.[54] Όσον αφορά την ενσωμάτωση του δικού του μουσικού στυλ στο σκηνικό της χρονικής περιόδου της ταινίας, ο Νιούμαν δήλωσε ότι «υπήρχε χώρος για πραγματική μελωδία εδώ που θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει τη βασική χαρά στο είδος γραψίματος που οι αδελφοί Σέρμαν έφεραν στη Μαίρη Πόππινς».[55] Ο Νιούμαν, ωστόσο, απείχε από το να δημιουργήσει μια «μουσική διασκευή» της μουσικής των Σέρμαν από την αυθεντική ταινία.[55][56] Η πορεία του Νιούμαν να επενδύσει την ταινία με μουσική περιελάμβανε να παίζει θέματα σε γυρισμένες σκηνές, έτσι ώστε να μπορεί «να ακούσει το τι κάνει η μουσική σε μια εικόνα»[57] και να μη θέλει να «κατακερματίσει την διαδικασία με μουσική».[58] Οι flashback σκηνές στην παιδική ηλικία της Τράβερς έδωσαν τη μεγαλύτερη δουλειά στον Νιούμαν.[59] Εξηγεί ότι «Έπρεπε να κάνεις στροφή 180 μοιρών για να πετύχεις την μετάβαση από το παρελθόν στο 'παρόν', όταν η Τράβερς και τα αδέλφια Σέρμαν δουλεύουν πάνω στο σενάριο για την Μαίρη Πόππινς. Κι αυτό ήταν διασκεδαστικό, αλλά και μουσική πρόκληση». Για την ενοργάνιση της μουσικής, ο Νιούμαν προσέλαβε αρχικά μια ορχήστρα εγχόρδων με μερικά ξύλινα και μπρούντζινα πνευστά, καθώς ένα πιάνο και σφυρηλατημένα όργανα τα οποία ήταν «κατάλληλα για τη χρονική περίοδο της ταινίας», όπως το dulcimer, ένα είδος άρπας.[59]
Η μουσική της ταινίας ηχογραφήθηκε στο Newman Scoring Stage στο Λος Άντζελες, καθώς το καστ ηχογράφησε αρκετά από τα τραγούδια των Σέρμαν στα Capitol Studios για να τα χρησιμοποιήσουν ως playback κατά τη διάρκεια της διήγησης των μουσικών σκηνών της ταινίας. Τραγούδια όπως τα «Chim Chim Cher-ee», «Supercalifragilisticexpialidocious», «A Spoonful of Sugar», «Fidelity Fiduciary Bank», «Feed the Birds» και «Let's Go Fly a Kite».[39] Η Walt Disney Records κυκλοφόρησε δύο εκδόσεις του soundtrack στις 10 Δεκεμβρίου 2013: μία με ένα μόνο δίσκο και μία deluxe έκδοση με δύο δίσκους, το οποίο περιείχε αυθεντικές ντέμο ηχογραφήσεις από τους Σέρμαν και επιλεγμένα τραγούδια από την Μαίρη Πόππινς.[60]
Αρ. | Tίτλος | Συνθέτες | Τραγουδιστές | Διάρκεια |
---|---|---|---|---|
1. | "Chim Chim Cher-ee" (East Wind) | Ρίτσαρντ Σέρμαν, Ρόμπερτ Σέρμαν | Κόλιν Φάρελ | 1:04 |
2. | "Travers Goff" | Τόμας Νιούμαν | 2:06 | |
3. | "Walking Bus" | Τόμας Νιούμαν | 2:10 | |
4. | "One Mint Julep" | Ρούντι Τουμπς | Ρέι Τσαρλς | 1:31 |
5. | "Uncle Albert" | Τόμας Νιούμαν | 1:34 | |
6. | "Jollification" | Τόμας Νιούμαν | 1:18 | |
7. | "The Mouse" | Τόμας Νιούμαν | 0:57 | |
8. | "Leisurely Stroll" | Τόμας Νιούμαν | 1:34 | |
9. | "Chim Chim Cher-ee" (Responstible) | Ρίτσαρντ Σέρμαν, Ρόμπερτ Σέρμαν | Τζέισον Σουόρτσμαν, Β.Τζ. Νόβακ, Έμμα Τόμσον | 0:26 |
10. | "Mr. Disney" | Τόμας Νιούμαν | 0:35 | |
11. | "Celtic Soul" | Τόμας Νιούμαν | 1:20 | |
12. | "A Foul Fowl" | Τόμας Νιούμαν | 2:04 | |
13. | "Mrs. P. L. Travers" | Τόμας Νιούμαν | 1:16 | |
14. | "Laying Eggs" | Τόμας Νιούμαν | 1:08 | |
15. | "Worn to Tissue" | Τόμας Νιούμαν | 0:54 | |
16. | "Heigh-Ho" | Φρανκ Τσόρτσιλ, Λάρι Μόρεϊ | The Dave Brubeck Quartet | 2:11 |
17. | "Whiskey" | Τόμας Νιούμαν | 1:21 | |
18. | "Impertinent Man" | Τόμας Νιούμαν | 0:38 | |
19. | "To My Mother" | Τόμας Νιούμαν | 3:44 | |
20. | "Westerly Weather" | Τόμας Νιούμαν | 1:58 | |
21. | "Supercalifragilisticexpialidocious" | Ρίτσαρντ Σέρμαν, Ρόμπερτ Σέρμαν | Τζέισον Σουόρτσμαν, Β.Τζ. Νόβακ, Έμμα Τόμσον | 0:05 |
22. | "Spit Spot!" | Τόμας Νιούμαν | 1:49 | |
23. | "Beverly Hills Hotel" | Τόμας Νιούμαν | 0:38 | |
24. | "Penguins" | Τόμας Νιούμαν | 1:18 | |
25. | "Pears" | Τόμας Νιούμαν | 0:55 | |
26. | "Let's Go Fly a Kite" | Ρίτσαρντ Σέρμαν, Ρόμπερτ Σέρμαν | Τζέισον Σουόρτσμαν, Β.Τζ. Νόβακ, Μπράντλεϊ Γουίτφορντ, Μέλανι Πάξσον | 1:55 |
27. | "Maypole" | Τόμας Νιούμαν | 0:59 | |
28. | "Forgiveness" | Τόμας Νιούμαν | 2:00 | |
29. | "The Magic Kingdom" | Τόμας Νιούμαν | 1:05 | |
30. | "Ginty My Love" | Τόμας Νιούμαν | 3:12 | |
31. | "Saving Mr. Banks" (End Title) | Τόμας Νιούμαν | 2:12 | |
Συν. διάρκεια: |
45:57 |
Saving Mr. Banks (Original Motion Picture Soundtrack – Two-Disc Deluxe Edition) (Disc 2) | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρ. | Tίτλος | Καλλιτέχνες | Διάρκεια | ||||||
1. | "The Pearly Song" (Demo) | Ρίτσαρντ Σέρμαν, Ρόμπερτ Σέρμαν | 1:30 | ||||||
2. | "Chim Chim Cher-ee" (Demo) | Ρίτσαρντ Σέρμαν, Ρόμπερτ Σέρμαν | 2:39 | ||||||
3. | "Tuppence a Bag" (Demo) | Ρίτσαρντ Σέρμαν | 2:55 | ||||||
4. | "Let's Go Fly a Kite" (Demo) | Ρίτσαρντ Σέρμαν | 1:44 | ||||||
5. | "A Spoonful of Sugar" | Τζούλι Άντριους | 4:07 | ||||||
6. | "Supercalifragilisticexpialidocious" | Τζούλι Άντριους, Ντικ Βαν Ντάικ | 2:02 | ||||||
7. | "Chim Chim Cher-ee" | Τζούλι Άντριους, Ντικ Βαν Ντάικ, Κάρεν Ντότρις, Μάθιου Γκάρμπερ | 2:46 | ||||||
8. | "Feed The Birds" | Τζούλι Άντριους | 2:50 | ||||||
9. | "Let's Go Fly a Kite" | Ντέιβιντ Τόμλινσον, Ντικ Βαν Ντάικ και Londoners | 1:48 | ||||||
Συν. διάρκεια: |
23:21 |
Η Μαγική Ομπρέλα απεικονίζει αρκετά γεγονότα διαφορετικά από την πραγματικότητα.[61] Το σενάριο όπου ο Ουώλτ Ντίσνεϋ έπρεπε να πείσει την Τράβερς να του παραδώσει τα πνευματικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης και της σκηνής όπου τελικά την πείθει, είναι μυθοπλασία, καθώς ο Ντίσνεϋ είχε ήδη κατοχυρώσει τα δικαιώματα για την ταινία (υπόκεινται στην έγκριση σεναρίου από την Τράβερς) όταν η Τράβερς έφτασε για να συζητήσει με τον προσωπικό της Disney.[61][62][63] Στην πραγματικότητα, ο Ντίσνεϋ έφυγε για διακοπές στο Παλμ Σπρινκς λίγε μέρες μετά την άφιξη της Τράβερς και δεν ήταν παρών στα στούντιο, αν και στην ταινία τον βλέπουμε να είναι παρών σε αρκετές σκηνές.[31] Ως εκ τούτου, αρκετοί από τους διαλόγους μεταξύ της Τράβερς και του Ντίσνεϋ υιοθετούνται από τα γράμματα, τα τηλεγραφήματα και την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν οι δυο τους.[31] Αν και η Τράβερς είχε δικό της οδηγό λιμουζίνας,[31] ο χαρακτήρας του Ραλφ είναι επίσης μυθοπλασία και προοριζόταν να είναι μια συγχώνευση των οδηγών των στούντιο.[64] Στην πραγματική ζωή, ο συντάκτης ιστοριών της Disney Μπιλ Ντόβερ ήταν αυτός που διορίστηκε ως ο ξεναγός και συνοδός της Τράβερς κατά τη διάρκεια που εκείνη βρισκόταν στο Λος Άντζελες.[31]
Η ταινία επίσης απεικονίζει την Τράβερς να έρχεται σε φιλικούς όρους με τον Ντίσνεϋ, υπονοώντας ότι ενέκρινε τις αλλαγές του στην ιστορία.[65] Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ενέκρινε να απαλυνθούν οι σκληρότερες πτυχές του χαρακτήρα της Πόππινς, παρέμεινε αντιμαχόμενη για τη μουσική και ποτέ δεν συμφώνησε στη χρησιμοποίηση κινουμένων σχεδίων.[66][67] Ο Ντίσνεϋ απέρριψε τις ενστάσεις της για το τελικό αποτέλεσμα, επικαλούμενος τις διατάξεις του συμβολαίου ότι εκείνος είχε τον τελικό λόγο στην ταινία. Αρχικά η Τράβερς δεν είχε λάβει πρόσκληση για την πρεμιέρα της ταινίας, μέχρι που «προσέβαλε» έναν εκτελεστικό διευθυντή της Disney να της αποστείλει πρόσκληση. Αυτό απεικονίζεται στην ταινία ως καλόπιασμα στον ίδιο τον Ντίσνεϋ. Μετά την πρεμιέρα, αναφέρεται ότι πλησίασε τον Ντίσνεϋ και του είπε ότι οι σκηνές με τα κινούμενα σχέδια έπρεπε να αφαιρεθούν από την ταινία. Ο Ντίσνεϋ απέρριψε το αίτημά της λέγοντας: «Πάμελα, το πλοίο έχει ήδη σαλπάρει».[68]
Αν και στην ταινία η Τράβερς απεικονίζεται να είναι συγκινημένη κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας της Μαίρη Πόππινς[68]—επικαλυπτόμενη με εικόνες από την παιδική της ηλικία, η οποία υποτίθεται ότι αποδίδεται στα συναισθήματά της για τον πατέρα της—η σεναριογράφος Κέλι Μάρσελ και αρκετοί κριτικοί σημειώνουν ότι στην πραγματική ζωή, η ένδειξη συναισθημάτων της Τράβερς ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα θυμού και εκνευρισμού για το τελικό προϊόν.[31][68][69] Αναφέρεται ότι η Τράβερς ένιωσε στο τέλος ότι η ταινία πρόδωσε την καλλιτεχνική ακεραιότητα της δουλειάς της και της ιστορίας των χαρακτήρων.[70] Θυμωμένη για το ότι θεώρησε πως ο Ουώλτ Ντίσνεϋ της φέρθηκε άσχημα, η Τράβερς ορκίστηκε να μην αφήσει ποτέ ξανά τον Ντίσνεϋ να μεταφέρει στην οθόνη κάποιο άλλο από τα βιβλία της για κανένα σκοπό.[71] Η διαθήκη της Τράβερς απαγορεύει όλες τις Αμερικάνικες προσαρμογές της δουλειάς της σε οποιαδήποτε μορφή.[31] Σύμφωνα με την εφημερίδα Chicago Tribune, ο Ντίσνεϋ ήταν «ικανοποιημένος με μια μικρή ρεβιζιονίστικη ιστορία με αισιόδοξη στροφή» προσθέτοντας ότι «η αλήθεια πάντα ήταν περίπλοκη» και ότι η Τράβερς μεταγενέστερα είδε πολλές φορές την ταινία.[72]
Ο Άγγλος συγγραφέας Μπράιαν Σίμπλεϊ βρήκε την Τράβερς ακόμα σε εγρήγορση από την εμπειρία της με τον Ντίσνεϋ όταν προσλήφθηκε στη δεκαετία του 1980 για να γράψει μια πιθανή συνέχεια της Μαίρη Πόππινς. Ο Σίμπλεϊ ανέφερε ότι η Τράβερς του είπε «θα μπορούσα να συμφωνήσω μόνο αν μπορούσα να το κάνω με τους δικούς μου όρους. Θα πρέπει να δουλέψω με κάποιον που εμπιστεύομαι». Ανεξάρτητα από αυτό, καθώς έβλεπαν μαζί την πρώτη ταινία—την πρώτη φορά που η Τράβερς την έβλεπε από την πρεμιέρα—ενθουσιάστηκε σε κάποιες στιγμές και πίστευε ότι ορισμένες πτυχές ήταν εξαιρετικές, ενώ άλλες απαράδεκτες.[73] Η συνέχεια δεν προχώρησε ποτέ σε παραγωγή και όταν πλησίασαν την Τράβερς για μια διασκευή μιούζικαλ της «Μαίρη Πόππινς» τη δεκαετία του 1990, συναίνεσε μόνο με τον όρο ότι Άγγλοι συγγραφείς και κανείς από την παραγωγή της ταινίας δε θα εμπλέκονταν άμεσα με το μιούζικαλ.[74]
Η ταινία επίσης απεικονίζει την θεία της Τράβερς, Έλλη (αδελφή της μητέρας της), η οποία έρχεται να βοηθήσει την οικογένεια όταν ο πατέρας της βρίσκεται σε τελικό στάδιο άρρωστος, ως το μοντέλο της Τράβερς για την Μαίρη Πόππινς, με εκείνη να χρησιμοποιεί ακόμα και ατάκες της Πόππινς από την ταινία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η Τράβερς αναγνώρισε τη θεία της Έλεν Μόρχεντ (θεία της μητέρας της), ως το μοντέλο της για την Πόππινς.[75][76]
Η Walt Disney Studios Motion Pictures κυκλοφόρησε το τρέιλερ της ταινίας στις 10 Ιουλίου 2013.[77] Η Μαγική Ομπρέλα είχε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου στις 20 Οκτωβρίου 2013.[78][79][80] Στις 7 Νοεμβρίου 2013, η Walt Disney Pictures διοργάνωσε την πρεμιέρα της ταινίας στις Ηνωμένες Πολιτείες στο Κινέζικο Θέατρο Γκράουμαν κατά τη διάρκεια της πρώτης βραδιάς του Φεστιβάλ του Αμερικανικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου,[81][82] στην ίδια τοποθεσία που έκανε πρεμιέρα και η αυθεντική ταινία της Μαίρη Πόππινς.[83] Η αυθεντική ταινία προβλήθηκε επίσης για την επέτειο των 50 χρόνων της.[84]
Η Μαγική Ομπρέλα εξυπηρέτησε επίσης την Παρουσίαση Γκαλά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του 2013 στη Νάπα Βάλλεϊ στις 13 Νοεμβρίου,[85] και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του AARP στο Λος Άντζελες στις 17 Νοεμβρίου,[16] καθώς η Disney έκανε μεγάλη εκστρατεία έτσι ώστε Η Μαγική Ομπρέλα να θεωρηθεί άξια για Όσκαρ.[16] Στις 9 Δεκεμβρίου 2013, μια αποκλειστική συνεταιρική πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο Main Theater των Walt Disney Studios στο Μπέρμπανκ.[86] Η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες στις 13 Δεκεμβρίου 2013 στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις 20 Δεκεμβρίου παγκοσμίως.[87]
Η Μαγική Ομπρέλα είχε έσοδα $83.3 εκατομμύρια στη Βόρεια Αμερική και $34.6 εκατομμύρια σε άλλες χώρες, φτάνοντας τα $117.9 εκατομμύρια παγκοσμίως, με τον προϋπολογισμό της ταινίας να βρίσκεται στα $35 εκατομμύρια.[3] Η ταινία είχε έσοδα $9.3 εκατομμύρια το πρώτο Σαββατοκύριακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, τερματίζοντας στην 5η θέση του box office πίσω από τις ταινίες Χόμπιτ: Η Ερημιά του Νοσφιστή, ($31.5 εκατομμύρια), Ο Παρουσιαστής 2: Ο Μύθος Συνεχίζεται ($26.2 εκατομμύρια), Ψυχρά κι Ανάποδα ($19.6 εκατομμύρια) και Οδηγός Διαπλοκής ($19.1 εκατομμύρια).[88]
Η Walt Disney Studios Home Entertainment κυκλοφόρησε τη Μαγική Ομπρέλα σε Blu-ray, DVD και ψηφιακό κατέβασμα στις 18 Μαρτίου 2014.[89] Η ταινία έκανε ντεμπούτο στη δεύτερη θέση σε πωλήσεις Blu-ray και DVD στις Ηνωμένες Πολιτείες σύμφωνα με τις λίστες πωλήσεων της Nielsen.[90] Η κυκλοφορία σε home media περιελάμβανε τρεις κομμένες σκηνές, οι οποίες δεν υπήρχαν στην ταινία.[91]
Η Μαγική Ομπρέλα έλαβε θετικές κριτικές από τους κριτικούς, με μεγάλους επαίνους για την υποκριτική στην ταινία, και συγκεκριμένα των Τόμσον, Χανκς και Φάρελ.[16] Στην ιστοσελίδα συλλογής κριτικών Rotten Tomatoes, η ταινία συγκεντρώνει ποσοστό 79% με μέσο όρο 7/10, βασισμένα σε 240 κριτικές. Στο τμήμα ομοφωνίας της σελίδας γράφει: «Επιθετικά αρεστή και συναισθηματική, Η Μαγική Ομπρέλα αποτίει φόρο τιμής στην κληρονομιά της Disney με έξοχες ερμηνείες και γλυκιά, πνευματώδη γοητεία».[92] Η ιστοσελίδα Metacritic έδωσε στην ταινία σκορ 65/100 βασιζόμενη σε 46 κριτικές, σημειώνοντας «γενικά ευνοϊκές κριτικές».[93]
Η Λέσλι Φέλπριν από το περιοδικό The Hollywood Reporter εξύμνησε την ταινία ως «συγκινητική και κατά κάποιο τρόπο ελαφρά κωμωδία-δράμα, εξυψωμένη από τις έξοχες ερμηνείες». Έγραψε ότι «η Έμμα Τόμσον αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο της Τράβερς με μια αυθεντία που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς ο οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε ποτέ να το σκεφτεί».[94] Ο Σκοτ Φούντας από το περιοδικό Variety έγραψε ότι η ταινία «έχει όλα τα φόντα μιας ακαταμάχητης ιστορίας παρασκηνίου και βγήκε στην οθόνη με ένα πλεόνασμα παλιομοδίτικης καλλιτεχνίας από τη Disney...» και ότι η ερμηνεία του Τομ Χανκς αιχμαλώτισε «το λαϊκό χάρισμα και τις δυνάμεις πειθούς του Ουώλτ Ντίσνεϋ — πατέρας, εξομολογητής και πανούργος επιχειρηματίας».[95]
Η Αν Χόρναντεϊ από την εφημερίδα The Washington Post έδωσε στην ταινία 3/4 γράφοντας: «Η Μαγική Ομπρέλα δεν περιβάλλει πάντοτε τις ιστορίες της και τις χρονικές περιόδους με τη μέγιστη χάρη. Αλλά η ταινία— την οποία σκηνοθέτησε ο Τζον Λι Χάνκοκ και το σενάριο έγραψαν οι Κέλι Μάρσελ και Σου Σμιθ— το διορθώνει αυτό με την περιστασιακά δύσκαμπτη δομή της στο να λέει μια μαγευτική και εν τέλη βαθιά συγκινητική ιστορία, ενώ στην πορεία δίνει στους θεατές δελεαστικές ματιές μιας αγαπημένης ταινίας μιούζικαλ του 1964, και κατά τη δημιουργία της αλλά και στην τελική της μορφή».[96] Ο Α. Ο. Σκοτ της εφημερίδας The New York Times έδωσε θετική κριτική ανακηρύσσοντας την ταινία ως «μια εξωραϊσμένη, τακτοποιημένη αλλά εντούτοις εύλογα αυθεντική ματιά του πώς δουλεύει η ψυχαγωγική μηχανή Disney».[97]
Ο Μαρκ Κερμόουντ που γράφει για την εφημερίδα The Observer βράβευσε την ταινία με 4/5 αστέρια, εγκωμιάζοντας την ερμηνεία της Τόμσον ως «άψογη» και αναλύοντας ότι «η Τόμσον βρίσκει τον δρόμο της μέσω των συγκρουόμενων συναισθημάτων της Τράβερς, δίνοντάς μας ένα πλήρες πορτραίτο ενός ατόμου που είναι δύσκολο να συμπαθήσεις αλλά αδύνατο να μην αγαπήσεις».[98] Ο Μάικλ Φίλιπς της εφημερίδας Chicago Tribune ένιωσε το ίδιο γράφοντας: «Η παράσταση της Τόμσον. Κάθε μαρασμός, κάθε λανθασμένη δήλωση, προσγειώνεται με έναν μικρό ήχο». Όσον αφορά το σενάριο, έγραψε ότι «οι σεναριογράφοι Κέλι Μάρσελ και Σου Σμιθ φέρθηκαν σε όλους ευγενικά και με τον ύψιστο σεβασμό».[99] Ο Πίτερ Τράβερς από το περιοδικό Rolling Stone έδωσε επίσης 3/4 στην ταινία και χαιρέτισε εξίσου τις ερμηνείες των ηθοποιών.[100]
Ο Αλόνσο Ντούραλντ από τη διαδικτυακή σελίδα TheWrap περιέγραψε την ταινία ως «καταπληκτική, συγκινητική και περιστασιακά διορατική ... ο σκηνοθέτης Τζον Λι Χάνκοκ εντρυφεί στην λεπτομέρεια της περιόδου της αρχής της δεκαετίας του 1960 της Disneyana».[101] Το περιοδικό Entertainment Weekly βαθμολόγησε την ταινία με «Β+», εξηγώντας ότι «το κόλπο εδώ είναι το πόσο τέλεια η Τόμσον και ο Χανκς απεικονίζουν τη σταδιακή απόψυξη της παγωμένης συμμαχίας των χαρακτήρων τους, δίνοντας έμφαση στην εξίσου άθλια παιδική τους ηλικία με μια πολύ όμορφη σκηνή προς το τέλος της ταινίας».[102] Ο Κένεθ Τουράν από την εφημερίδα Los Angeles Times έγραψε ότι η ταινία «δεν εξαντλείται αυστηρά στο ιστορικό αρχείο της τελικής επίλυσης αυτής της διαμάχης» αλλά παραδέχεται ότι «είναι εύκολο να αποδεκτείς αυτή τη μυθοπλασία ως μέρος της τιμής που πλήρωσες για την ελκυστική ερμηνεία της Τόμσον».[103]
Ο Ντέιβιντ Γκρίτεν από την εφημερίδα The Daily Telegraph περιέγραψε την αντιπαράθεση ανάμεσα σε Τόμσον και Χανκς ως «υπέροχη», ξεχωρίζοντας την «έξυπνη ερμηνεία» της Τόμσον και αποκαλώντας την ίδια την ταινία «έξυπνη, πνευματώδη ψυχαγωγία».[104] Η Κέιτ Μούιρ της εφημερίδας The Times μίλησε εξαιρετικά για τις ερμηνείες των Τόμσον και Χανκς.[105] Ωστόσο, ο Τζόι Μόργκενστεν από την εφημερίδα The Wall Street Journal, θεώρησε ότι «η ερμηνεία που ξεχώρισε» στην ταινία ήταν αυτή το Κόλιν Φάρελ.[106] Η Άσλεϊ Κλαρκ της ιστοσελίδας IndieWire έγραψε ότι η ταινία «είναι έξυπνη, καλά κατασκευασμένη και με καλές ερμηνείες για την επικρατούσα τάση στη ψυχαγωγία η οποία, ίσως αναπόφευκτα, κολλάει σε ένα καλά φορεμένο πρότυπο της Disney που δηλώνει ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν».[107] Άλλο μέλος των αρθρογράφων της σελίδας επεσήμανε την ερμηνεία της Τόμσον ως την καλύτερή της από την ταινία Λογική και Ευαισθησία και δήλωσε ότι «κάνει την Αυστραλέζα-γεννημένη Βρετανίδα μίξη μια χαλαρή απόλαυση».[108] Ο Πίτερ Μπράντχαου από την εφημερίδα The Guardian απόλαυσε τον ρόλο του Χανς ως Ντίσνεϋ, υποδηλώνοντας ότι, παρά τη συντομία του, η ταινία θα ήταν εξαιρετικά «μειλίχια» χωρίς αυτόν.[109]
Η ταινία έλαβε και κάποια αρνητική κριτική. Ο Τζέφρι Μακναμπ της εφημερίδας The Independent έδωσε μικτή κριτική γράφοντας: «Από τη μία, Η Μαγική Ομπρέλα (η οποία είναι παραγωγή της BBC Films και έχει Βρετανό παραγωγό) είναι ανιχνευτική, διορατική μελέτη χαρακτήρων με μια πολύ σκοτεινή επιφανειακή πτυχή. Από την άλλη, είναι μια ευχάριστη, αισιόδοξη άσκηση εμπορικότητας στην οποία η Disney επαναπροωθεί έναν από τους πιο διάσημους χαρακτήρες ταινίας».[110] Ο Μικ ΛαΣάλε από την εφημερίδα San Francisco Chronicle συμπέρανε ότι αν η ταινία «ήταν 100 τοις εκατό λάθος αλλά ένιωθες ότι ήταν αληθινή, τότε θα ήταν όλα καλά. Αλλά έχει τη ευσυνείδητη πνοή, αν όχι ψευδολογία, των δημοσίων σχέσεων».[111] Ο Λου Λούμενικ της εφημερίδας New York Post κατέκρινε την ακρίβεια των γεγονότων της ταινίας, συμπεραίνοντας ότι «Η Μαγική Ομπρέλα είναι τελικά πολύ λιγότερο για την μαγεία παρά για την πώληση, με περισσότερους από έναν τρόπους».[112] Ο Αμερικανός λέκτορας ιστορίας Τζον Γουίλις εξύμνησε την προσοχή της ταινίας στη λεπτομέρεια, όπως τη συμπερίληψη των αυθεντικών ηχογραφήσεων της Τράβερς, αλλά αμφέβαλλε ότι οι διαπροσωπικές σχέσεις της Τράβερς και του Ντίσνεϋ ήταν τόσο φιλικές όσο παρουσιάστηκαν στην ταινία.[113] Ο Λάντον Πάλμερ του μπλογκ Film School Rejects επίσης περιέγραψε αρκετές στιγμές όπου η ταινία είχε μια «έξυπνη κατανάλωση των ίδιων αρνητικών κριτικών της εταιρίας» μόνο για να τις αναιρέσουν αργότερα και να κάνουν τον χαρακτήρα της Τράβερς να ταιριάζει στη Disney.[70]
Η Μαγική Ομπρέλα ήταν υποψήφια για αρκετά βραβεία και κέρδισε διακρίσεις από διάφορα σωματεία, ομάδες και κύκλους κριτικών, ειδικά ως αναγνώριση της ερμηνείας της Έμμα Τόμσον. Η ταινία έλαβε πέντε υποψηφιότητες για βραβεία BAFTA στις κατηγορίες Καλύτερη Βρετανική Ταινία, Καλύτερος Α' Γυναικείος Ρόλος, Καλύτερος Πρωτοεμφανιζόμενος Βρετανός Σεναριογράφος, Σκηνοθέτης ή Παραγωγός, Καλύτερη Μουσική και Καλύτερα Κοστούμια.[114]
Η ταινία έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής. Αν και δεν έλαβε υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας και Α΄ Γυναικείου Ρόλου, η ταινία θεωρήθηκε ευρέως από τους ειδικούς ότι ήταν φαβορί για αυτές τις κατηγορίες.[115][116][117][118][119] Η ταινία έλαβε επίσης υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και βραβείο SAG, όπου η Τόμσον ήταν υποψήφια για Α' Γυναικείο Ρόλο σε Δράμα και Α' Γυναικείο Ρόλο αντίστοιχα.[120][121] Επιπρόσθετα, η Τόμσον κέρδισε το βραβείο Empire και το βραβείο National Board of Review στην κατηγορία του Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της, ενώ η ίδια η ταινία επιλέχθηκε από το National Board of Review ως μία από τις δέκα καλύτερες της χρονιάς.[122][123] Η Μαγική Ομπρέλα ονομάστηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ως μία από τις δέκα καλύτερες ταινίας του 2013.[124]