Η συμμορία των έντεκα (αγγλικά: Ocean's 11) είναι Αμερικανική αστυνομική κωμική ταινία του 1960 σε σκηνοθεσία του Λιούις Μάιλστοουν και σενάριο των Χάρι Μπράουν και Τσαρλς Λέντερερ, βασισμένο σε μια ιστορία των Τζορτζ Κλέιτον Τζόνσον και Τζακ Γκόλντεν Ράσελ. Πρωταγωνιστούν και τα πέντε μέλη του Rat Pack: Φρανκ Σινάτρα, Ντιν Μάρτιν, Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ. Σε υποστηρικτικούς ρόλους είναι οι Άντζι Ντίκινσον, Ρίτσαρντ Κόντε, Σεζάρ Ρομέρο, Ακίμ Ταμίροφ και Χένρι Σίλβα, ενώ περιλαμβάνει εμφανίσεις καμέο από τους Σίρλεϊ Μακλέιν, Ρεντ Σκέλτον και Τζορτζ Ραφτ.
"Η συμμορία των έντεκα" έκανε πρεμιέρα στο Λας Βέγκας στις 3 Αυγούστου 1960 και κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 10 Αυγούστου από την Warner Bros.. Η ταινία έλαβε μικτές κριτικές από κριτικούς.
Οι βετεράνοι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου Ντάνι Όσεαν και Τζίμι Φόστερ στρατολογούν εννέα συντρόφους από τη μονάδα τους στην 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία για να ληστέψουν ταυτόχρονα πέντε διάσημα καζίνο του Λας Βέγκας: Flamingo, Sands, Desert Inn, Riviera και το Sahara. Η συμμορία σχεδιάζει την περίτεχνη ληστεία της παραμονής της Πρωτοχρονιάς με την ακρίβεια μιας στρατιωτικής επιχείρησης. Ο Τζος Χάουαρντ πιάνει δουλειά ως εργάτης καθαριότητας οδηγώντας ένα απορριμματοφόρο ενώ άλλοι πιάνουν δουλειά σε διάφορα καζίνο. Ο Σαμ Χάρμον διασκεδάζει σε ένα από τα σαλόνια του ξενοδοχείου. Οι διακόπτες για να προκληθεί γενικό μπλακ άουτ στην πόλη τοποθετούνται σε έναν τοπικό πύργο μετάδοσης ηλεκτρικής ενέργειας και τα εφεδρικά ηλεκτρικά συστήματα επανακαλωδιώνονται κρυφά σε κάθε καζίνο για να ανοίξουν τα δωμάτια του ταμείου όταν μπει σε λειτουργία η αυτόματη γεννήτρια. Τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ο πύργος ανατινάζεται και το Λας Βέγκας πέφτει στο σκοτάδι, όπου οι άντρες μπαίνουν κρυφά στα δωμάτια με τα χρήματα, κρατούν ακινητοποιημένους τους ταμίες και ρίχνουν τους σάκους με τα χρήματα σε κάδους σκουπιδιών έξω από τα ξενοδοχεία. Ένα απορριμματοφόρο που οδηγεί ο Τζος μαζεύει τους σάκους και περνά μέσα από το μπλόκο της αστυνομίας. Όλα δείχνουν να έχουν κυλήσει χωρίς προβλήματα.
Ο ηλεκτρολόγος της συμμορίας, Τόνι Μπέργκντορφ, πέφτει νεκρός από καρδιακή προσβολή στη μέση της λεωφόρου Στριπ. Αυτό εγείρει τις υποψίες της αστυνομίας, που αναρωτιέται αν υπάρχει κάποια σχέση με τις κλοπές. Ο μαφιόζος Ντιούκ Σάντος προσφέρεται να ανακτήσει τα χρήματα των αφεντικών του καζίνο για να πάρει ένα ποσοστό. Καθώς η ληστεία ήταν καλά οργανωμένη, υποθέτει ότι επρόκειτο για επιχείρηση της Μαφίας έως ότου οι διασυνδέσεις του με τον υπόκοσμο αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη. Ο Ντιούκ είναι αρραβωνιασμένος με τη μητέρα του Φόστερ, η οποία αναφέρει ανέμελα ότι ο Φόστερ και ο Όσεαν, έχοντας πολεμήσει μαζί στο στρατό, βρίσκονται και οι δύο απροσδόκητα στο Λας Βέγκας. Ο Ντιούκ μαθαίνει επίσης για το στρατιωτικό αρχείο του Μπέργκντορφ από την αστυνομία. Μέχρι τη στιγμή που το σώμα του Μπέργκντορφ φτάνει στο νεκροτομείο, ο Ντιουκ τους έχει συγκεντρώσει όλους μαζί.
Ο Ντιούκ έρχεται αντιμέτωπος με τους κλέφτες, απαιτώντας να του δώσουν τα μισά κλέμμενα χρήματα. Σε απόγνωση, η συμμορία του Όσεαν κρύβει τα χρήματα στο φέρετρο του Μπέργκντορφ, διαθέτοντας 10.000 δολάρια για τη χήρα του. Η συμμορία σχεδιάζει να πάρει πίσω τα υπόλοιπα, χωρίς να αποδώσει τίποτα στον Ντιούκ, αφού το φέρετρο έχει αποσταλεί στο Σαν Φρανσίσκο. Το σχέδιό τους αποτυγχάνει όταν ο διευθυντής κηδειών λέει στη χήρα του Μπέργκντορφ να κάνει την κηδεία στο Λας Βέγκας. Τότε γίνεται η αποτέφρωση της σορού μαζί με το φέρετρο και όλα τα κρυμμένα μετρητά.
Ο Πίτερ Λόφορντ ενημερώθηκε για πρώτη φορά για τη βασική υπόθεση της ταινίας από τον σκηνοθέτη Τζίλμπερτ Κέι, ο οποίος είχε ακούσει την ιδέα από έναν υπάλληλο πρατηρίου καυσίμων. Ο Λόφορντ αγόρασε τα δικαιώματα το 1958, σκεφτόμενος τον Γουίλιαμ Χόλντεν να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. [10]Ο Φρανκ Σινάτρα άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιδέα και πολλοί συγγραφείς εργάστηκαν για το έργο. Όταν ο Λόφορντ είπε για πρώτη φορά στον Σινάτρα την ιστορία, ο Σινάτρα αστειεύτηκε λέγοντας του: Ξέχνα την ταινία, ας τραβήξουμε για τη δουλειά!.[10]
Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο Λας Βέγκας στις 3 Αυγούστου 1960. Στην Ελλάδα η ταινία κυκλοφόρησε στις 5 Δεκεμβρίου 1960 στους κινηματογράφους Αθηνά και Παλλάς της Αθήνας.[11]
Ο ιστότοπος συλλογής κριτικών Rotten Tomatoes, δίνει βαθμολογία θετικής έγκρισης 45% βασισμένες σε 33 κριτικές με μέσο όρο 5.30/10.[12] Στο Metacritic στην ταινία αποδίδεται μέσος όρος βαθμολογίας 57 στα 100, με βάση 6 κριτικές, υποδεικνύοντας «μικτές ή μέσες κριτικές». [13]