Κατοχή της Ελλάδας (1941-1944) | |
---|---|
Χρονολογία | 1941 – 1944 |
Τόπος | Ελλάδα |
Ιστορία της Ελλάδας |
---|
Η Κατοχή της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1941 και ήταν αποτέλεσμα της γερμανικής εισβολής. Η κατοχή τερματίστηκε με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Κρήτη ή σε άλλα νησιά, γερμανικές φρουρές παρέμειναν μέχρι το Μάιο και τον Ιούνιο του 1945.
Η Φασιστική Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, αλλά ηττήθηκε και οπισθοχώρησε, υπό την πίεση του ελληνικού στρατού, στο εσωτερικό της Αλβανίας. Ακολούθησε, τον Απρίλιο του 1941, η γερμανική εισβολή. Μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1941 οι Γερμανοί είχαν υποτάξει το σύνολο της χώρας. Οι ίδιοι διατήρησαν υπό τον έλεγχο τους τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ η υπόλοιπη χώρα μοιράστηκε σε ζώνες ελέγχου των συμμαχικών προς τη Γερμανία χωρών, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Παράλληλα τοποθετήθηκε στην Ελλάδα κατοχική κυβέρνηση, που συγκροτήθηκε από Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Η κατοχή επέφερε τεράστια δεινά στον ελληνικό λαό και προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές. Οι ανθρώπινες απώλειες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπολογίζονται μεταξύ 300.000 και 770.000 αμάχων και 20.000 έως 35.000 στρατιωτών. Ανυπολόγιστες υπήρξαν και οι υλικές καταστροφές, που οδήγησαν σε πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή αναπτύχθηκε η ελληνική αντίσταση μέσα από αντιστασιακές ομάδες που πραγματοποίησαν επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων κατοχής και των ταγμάτων ασφαλείας ενώ παράλληλα ανέπτυξαν δίκτυο κατασκόπων. Από τα τέλη του 1943 άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους. Όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε, τον Οκτώβριο του 1944, υπήρχε κλίμα ακραίας πολιτικής πόλωσης που σύντομα οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου. Η κρίση που ακολούθησε, με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς συνεργάτες των Ναζί όχι μόνο να ξεφύγουν από την τιμωρία αλλά και να αποτελέσουν τελικά την άρχουσα τάξη της μεταπολεμικής Ελλάδας.[1][2][χρειάζεται καλύτερη πηγή]
Από τον Ιούλιο του 1940 οι Ιταλοί, με μία σειρά προκλητικών ενεργειών, επεδίωκαν την πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα, με στόχο να υλοποιήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια στην περιοχή. Στις 12 Ιουλίου 1940, βομβάρδισαν το ελληνικό αντιτορπιλικό Ύδρα στα ανοιχτά της Γραμβούσας. Ακολούθησε τέσσερις μέρες μετά βομβαρδισμός ελληνικών υποβρυχίων που βρίσκονταν στον κόλπο της Ιτέας και στα τέλη του Ιουλίου βομβαρδίστηκαν τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα. Αποκορύφωμα των ιταλικών προκλητικών ενεργειών ήταν ο τορπιλισμός του καταδρομικού Έλλη, στις 15 Αυγούστου του 1940, κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου. Το πλοίο, που βρισκόταν στο λιμάνι της Τήνου, δέχτηκε τρεις τορπίλες από ιταλικό υποβρύχιο, από τις οποίες μία βρήκε στόχο προκαλώντας έκρηξη, που οδήγησε στη βύθιση του. Από την επίθεση υπήρξαν 9 νεκροί και 29 τραυματίες. Αν και η ταυτότητα του υποβρυχίου έγινε γνωστή από τα θραύσματα των τορπιλών του, η κυβέρνηση Μεταξά απέκρυψε το γεγονός σε μία προσπάθεια να αποφύγει την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, κάτι που όμως δεν άργησε να συμβεί.[3][4]
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα, Εμμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε ένα τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ιωάννη Μεταξά. Με το τελεσίγραφο η Ιταλία αξίωνε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδας, για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του κατά τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο και λίγες ώρες μετά, ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από την ιταλοκρατούμενη Αλβανία. (Η επέτειος της απόρριψης του ιταλικού τελεσίγραφου και της έκρηξης του πολέμου είναι σήμερα εθνική εορτή στην Ελλάδα). Μετά την αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση ο Ελληνικός Στρατός κατάφερε να αμυνθεί επιτυχώς αποδεικνύοντας πως αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο.
Οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να εκμεταλλευτούν επιτυχώς το ορεινό έδαφος της Ηπείρου και στη συνέχεια κατάφεραν να εξαπολύσουν αντεπίθεση οδηγώντας τον ιταλικό στρατό σε οπισθοχώρηση. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, οι Έλληνες έλεγχαν σχεδόν το ¼ της Αλβανίας. Το Μάρτιο του 1941, οι Ιταλοί, με ενισχυμένες δυνάμεις, πραγματοποίησαν νέα επίθεση στο Αλβανικό μέτωπο (Ιταλική Εαρινή Επίθεση), που απέτυχε ξανά.[5] Η ελληνική νίκη απέναντι στις ιταλικές δυνάμεις αποτέλεσε την πρώτη νίκη συμμαχικών δυνάμεων απέναντι σε δυνάμεις του άξονα από το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Τον Απρίλιο του 1941 πραγματοποίησε επίθεση η Ναζιστική Γερμανία. Από τις 13 Δεκεμβρίου 1940 η Γερμανία είχε καταρτίσει σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Μαρίτα, θεωρώντας πως ο έλεγχος της περιοχής ήταν βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Στις 27 Μαρτίου 1941, μία μέρα μετά το βρετανικό πραξικόπημα στο Βελιγράδι, το σχέδιο τροποποιήθηκε ώστε να περιλαμβάνει και την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας.[6][7][8]
Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, ο Γερμανός πρέσβης, Βίκτορ Έρμπαχ, επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Αλέξανδρο Κορυζή, τελεσίγραφο για την επικείμενη γερμανική επίθεση. Πριν ακόμα παραδοθεί το τελεσίγραφο, οι γερμανικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν επίθεση κατά μήκος της Γραμμής Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.[9]
Παράλληλα, η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε θέσεις στο εσωτερικό της χώρας, με πιο καταστροφικό τον βομβαρδισμό του Πειραιά, στις 7 Απριλίου του 1941. Η Γερμανία, ταυτόχρονα με την Ελλάδα, εισέβαλε στη Γιουγκοσλαβία από τη Βουλγαρία. Ενώ τα ελληνικά οχυρά άντεχαν στις γερμανικές επιθέσεις, η γρήγορη κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας έδωσε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να τα παρακάμψουν και να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος από τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα μέσω της κοιλάδας του Αξιού. Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και λίγο μετά ακολούθησε συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας. Στη συνέχεια οι Γερμανοί προέλασαν στο εσωτερικό της χώρας. Εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου και ολοκλήρωσαν την κατάληψη του συνόλου της Ελλάδας την 1η Ιουνίου 1941, μετά την κατάληψη της Κρήτης. Ήδη από τις 20 Απριλίου 1941 είχε συνθηκολογήσει στο Μέτσοβο και το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου.[10]
Η κατεχόμενη Ελλάδα διαιρέθηκε ανάμεσα σε γερμανική, ιταλική και βουλγαρική ζώνη ελέγχου. Οι γερμανικές δυνάμεις διατήρησαν στον έλεγχό τους τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Μακεδονία και ορισμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς και η Κρήτη. Η Βουλγαρία προσάρτησε την ανατολική Μακεδονία και Θράκη με εξαίρεση το μεγαλύτερο τμήμα του Έβρου, που παρέμεινε υπό γερμανικό έλεγχο. Οι υπόλοιπες περιοχές, που αντιστοιχούν στα 2/3 των εδαφών της Ελλάδας, πέρασαν στον έλεγχο της Ιταλίας, ενώ τα Ιόνια νησιά προσαρτήθηκαν επίσημα στο Ιταλικό κράτος. Μετά την ανακωχή της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, οι ιταλοκρατούμενες περιοχές πέρασαν στον έλεγχο της Γερμανίας.
Η Ελλάδα υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η οικονομία της χώρας είχε ήδη υποστεί μεγάλη καταστροφή από τον εξάμηνο πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Η πλήρης καταστροφή της ελληνικής οικονομίας ολοκληρώθηκε την περίοδο της κατοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα επιτάχθηκαν από τους κατακτητές, γεγονός που εκτίναξε την τιμή τους στο εσωτερικό της χώρας και υπήρξε εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού. Περαιτέρω επιδείνωση της οικονομίας επήλθε με τη χορήγηση του κατοχικού δανείου στη Γερμανία το 1944. Η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα του λιμού τον χειμώνα του 1941-42, οπότε και υπολογίζεται πως 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.[11] Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπισαν την τραγωδία με αλληλοκατηγορίες. Για τους Άγγλους υπαίτιοι ήταν οι Γερμανοί, που λεηλάτησαν τη χώρα, ενώ για τους Γερμανούς υπαίτιοι ήταν οι Άγγλοι, που εφάρμοσαν στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1942, όταν η κρίση βρισκόταν στην αιχμή της, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών για διανομή τροφίμων στην Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε με σουηδικά πλοία υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Το Φθινόπωρο του 1942 οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν στις λεπτομέρειες του σχεδίου επισιτισμού, οπότε ξεκίνησαν τα φορτία τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού να εφοδιάζουν διάφορα μέρη της χώρας. Τα φορτία προέρχονταν αρχικά από τον Καναδά και μετά το 1943 και από τις ΗΠΑ.[12] Η έλλειψη τροφίμων κατά τη διάρκεια της κατοχής οδήγησε σε άνθηση της μαύρης αγοράς με τους μαυραγορίτες εμπόρους συχνά να χρησιμοποιούν τις διασυνδέσεις τους με τις δυνάμεις κατοχής, ώστε να εξασφαλίζουν βασικά αγαθά, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν στον τοπικό πληθυσμό σε εξαιρετικά υψηλές τιμές.[12] Οι ανταρτικές ομάδες της εθνικής αντίστασης αντλούσαν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από φορολόγηση της μαύρης αγοράς με αντάλλαγμα την ελεύθερη λειτουργία της τελευταίας στα εδάφη που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι πρώτοι.[13]
Η γερμανική ζώνη ελέγχου περιελάμβανε τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές της Ελλάδας, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Μακεδονία και ορισμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς και η Κρήτη. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, η γερμανική ζώνη ελέγχου επεκτάθηκε και στις περιοχές που έλεγχαν οι Ιταλοί. Η γερμανική κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή και συνοδεύτηκε από φρικαλεότητες και εγκλήματα πολέμου, καθώς εφάρμοσε ευρέως την πρακτική των αντιποίνων σε βάρος άμαχου πληθυσμού.
Από το ξεκίνημα της κατοχής οι Γερμανοί προέβησαν σε εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα για την αντίσταση που συνάντησαν στις περιοχές τους. Από τις πρώτες περιπτώσεις μαζικών εκτελέσεων είναι οι σφαγές στα χωριά Κοντομαρί και Κάνδανος των Χανίων. Στις 2 Ιουνίου του 1941 (μία ημέρα μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Κρήτης) οι Γερμανοί εκτέλεσαν στο χωριό Κοντομαρί 25 άνδρες ηλικίας 18 έως 50 ετών.[14] Την ίδια ημέρα εκτέλεσαν 42 άνδρες στον Αλικιανό. Στις 3 Ιουνίου του 1941 κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό Κάνδανος ως αντίποινα για την αντίσταση που συνάντησαν από τους κατοίκους του.[15] Ξανά στον Αλικιανό, στις 3 Αυγούστου του 1941 εκτέλέστηκαν 118 κάτοικοι του Αλικιανού και των γύρω χωριών (Φουρνές, Σκηνές, Βατόλακκος, Κουφό, Πρασές, Καράνου, Λάκκοι, Ορθούνι, Νέα Ρούματα και Χωστή) για την αντίσταση που προέβαλαν κατά τη Μάχη της Κρήτης.[16]
Η αύξηση των επιθέσεων από αντάρτες τα τελευταία χρόνια της κατοχής είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των εκτελέσεων και των μαζικών σφαγών αμάχων. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γερμανικής θηριωδίας υπήρξαν οι σφαγές στα Καλάβρυτα, τους Πύργους, το Κομμένο και το Δίστομο. Στις 16 Αυγούστου του 1943, εκτελέστηκαν στο χωριό Κομμένο 317 άνθρωποι, ανάμεσά τους νήπια και παιδιά.[17] Στις 8 Οκτωβρίου 1943 εκτελέστηκαν 31 κάτοικοι στον Καλλικράτη και πυρπολήθηκαν οι κατοικίες τους.[18] Αντίστοιχης αγριότητας υπήρξε η σφαγή των Καλαβρύτων στις 13 Δεκεμβρίου του 1943. Η κωμόπολη καταστράφηκε ολοσχερώς και εξοντώθηκε το σύνολο του αντρικού πληθυσμού της.[19] Στις 24 Απριλίου 1944 έλαβε χώρα η δεύτερη μεγαλύτερη θηριωδία των Γερμανών στην Ελλάδα, στους Πύργους Εορδαίας. Η κωμόπολη επίσης καταστράφηκε και 327 άνδρες, γυναίκες και παιδιά εκτελέστηκαν μαζικά ή κάηκαν ζωντανοί[20]. Παρόμοιας αγριότητας υπήρξε και η σφαγή του Διστόμου στις 10 Ιουνίου του 1944. Τα αντίποινα των Γερμανών στην περιοχή του Διστόμου είχαν ως αποτέλεσμα την εκτέλεση 218 κατοίκων και το κάψιμο του χωριού. Λόγοι αντιποίνων προκάλεσαν και το ολοκαύτωμα των χωριών του όρους Κέντρους στην επαρχία Αμαρίου Ρεθύμνης (Γερακάρι, Άνω Μέρος, Βρύσες, Γουργούθοι, Σμιλές, Δρυγιές, Καρδάκι και Κρύα Βρύση), στις 22 Αυγούστου του 1944, όπου υπήρξαν μαζικές εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού, από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 164 άνθρωποι.[21]
Πολλές ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις περιλαμβάνονται στον μακρύ κατάλογο των γερμανικών εγκλημάτων. Από τον Οκτώβριο του 1941 οι Γερμανοί είχαν προβεί στις πρώτες πράξεις αντιποίνων στην ηπειρωτική Ελλάδα με την ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδύλια (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνο Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941), Κλειστό, Κυδωνία και Αμπελόφυτο Κιλκίς (25 Οκτωβρίου 1941).[22] Από 14 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου του 1943 εκτελέστηκαν 401 κάτοικοι των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας[23] Τον Οκτώβριο του 1943 σε επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης των Γερμανών στα ορεινά των Τρικάλων οι κατακτητές προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στα χωριά κοντά στον Αχελώο (Ασπροπόταμος) και εκτέλεσαν μεγάλο αριθμό αμάχων. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν 115 κατοίκους στη Δράκεια Πηλίου.[24] Στις 5 Απριλίου του 1944 εκτέλεσαν 270 άμαχους στο χωριό Κλεισούρα Καστοριάς.[25] Στις 11 Μαΐου 1944 εκτελούνται από τους Ναζί οκτώ αντιστασιακοί νέοι 20 έως 30 ετών, στην περιοχή Καΐστρι της συνοικίας της Ξηροκρήνης Θεσσαλονίκης.[26] Στις 17 Αυγούστου, στο μπλόκο της Κοκκινιάς εκτελέστηκαν περισσότεροι από 200 Έλληνες και ένας μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Στις 13 Αυγούστου οι Γερμανοί πυρπόλησαν τα Ανώγεια στην Κρήτη και κατέστρεψαν σχεδόν το σύνολο των κτισμάτων τους, ενώ στις 28 Αυγούστου εκτέλεσαν 61 κατοίκους στη Μαλάθυρο.[27] Στις 2 Σεπτεμβρίου επιχειρήσεις τους στην Κεντρική Μακεδονία κατέληξαν στη σφαγή του Χορτιάτη. Στις 29 Σεπτεμβρίου, μόλις δυο εβδομάδες πριν την αποχώρησή τους από την Αθήνα οι Ναζί έκαψαν τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου στο Αιγάλεω[28] δολοφονώντας περισσότερους από 100 κατοίκους του. Πολλά ακόμα χωριά και πόλεις της Ελλάδας αντιμετώπισαν αντίστοιχες πράξεις των Γερμανών και απέκτησαν τα επόμενα χρόνια τον χαρακτηρισμό του μαρτυρικού οικισμού.
Συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως πράξεις αντιποίνων μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων. Το σκοπευτήριο της Καισαριανής υπήρξε τόπος εκτέλεσης κρατουμένων αγωνιστών. Τραγικότερη στιγμή υπήρξε η μαζική εκτέλεση 200 αγωνιστών της αντίστασης την Πρωτομαγιά του 1944.[29] Στις 25 Απριλίου του 1944 εκτελέστηκαν μαζικά 134 αγωνιστές στη θέση «Καρακόλιθος». Οι 110 ήταν κρατούμενοι στις φυλακές Λιβαδειάς. Παρόμοιες μαζικές εκτελέσεις υπήρξαν στο Χαϊδάρι, στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, στη Ριτσώνα της Βοιωτίας, στη Λαμία και σε πολλές ακόμα περιοχές της Ελλάδας.
Οι πράξεις βαρβαρότητας των γερμανικών δυνάμεων κατοχής επεκτάθηκαν και εναντίον των πρώην συμμάχων τους Ιταλών. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, ο διοικητής των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα υπέγραψε σύμφωνο παράδοσης των ιταλικών μονάδων στους Γερμανούς. Από αυτές δεν υπάκουσαν άμεσα δύο μεραρχίες, η μεραρχία Pinerolo στη Θεσσαλία και η μεραρχία Acqui στην Κεφαλονιά. Η τελευταία αριθμούσε 12.000 στρατιώτες. Στις 15 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την εξουδετέρωση της μεραρχίας Acqui. Μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, οπότε και αναγγέλθηκε η εξουδετέρωση της μεραρχίας, υπήρξε διαρκές σφυροκόπημα της Κεφαλονιάς με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και ομαδικές εκτελέσεις Ιταλών στρατιωτών που συλλαμβάνονταν από γερμανικές στρατιωτικές μονάδες. Το σύνολο των εκτελεσθέντων Ιταλών στρατιωτών υπολογίζεται σε 9.500, με αποτέλεσμα το γεγονός αυτό να αποτελεί τη μεγαλύτερη σφαγή ένστολων κατά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[30] Αντίστοιχα στην Κω πραγματοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1943 γερμανική επίθεση κατά των ιταλικών ταγμάτων που παρέμεναν στο νησί. Οι Ιταλοί στρατιώτες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο κάστρο της Κω, ενώ 103 αξιωματικοί τους εκτελέστηκαν.[31]
Η ζώνη ελέγχου των Ιταλών περιλάμβανε περίπου τα 2/3 της Ελλάδας. Η Ιταλική κατοχή υπήρξε επίσης ιδιαίτερα σκληρή, κυρίως στις περιοχές που οι Ιταλοί στόχευαν μελλοντικά να προσαρτήσουν στο κράτος τους. Έχοντας, οι Ιταλοί, δικά τους σχέδια για την επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια, προωθούσαν σχέδια διαμελισμού της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτών των σχεδίων καλλιέργησαν αίσθημα αλυτρωτισμού σε πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Τσάμηδες που ζούσαν κυρίως στην περιοχή της Θεσπρωτίας.[32] Ενθάρρυναν επίσης τη δράση εξτρεμιστικών ομάδων Τσάμηδων εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου.[33] Εκτός από την Τσαμουριά η ιταλική πολιτική προώθησε και τη δημιουργία κράτους που θα περιλάμβανε τον βλαχόφωνο πληθυσμό της περιοχής της Πίνδου. Το κράτος, που το ονόμασε Πριγκιπάτο της Πίνδου, περιελάμβανε κυρίως ορεινές περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας. Η ιδέα αντί για ανταπόκριση συνάντησε την αποδοκιμασία του βλαχόφωνου πληθυσμού και το πριγκιπάτο διαλύθηκε γρήγορα, όταν άρχισε η δράση του ΕΑΜ στην περιοχή.
Οι Ιταλοί επίσης στόχευαν σε μόνιμη εδαφική προσάρτηση περιοχών της Ελλάδας, όπως τα Ιόνια Νησιά, και για το λόγο αυτόν εφάρμοσαν συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού των περιοχών αυτών και επιβολής της χρήσης της Ιταλικής γλώσσας. Λόγω της κατοχής των περισσότερων περιοχών της ελληνικής υπαίθρου, οι Ιταλοί αντιμετώπισαν πρώτοι το αυξανόμενο κίνημα εθνικής αντίστασης. Για την αντιμετώπισή του κατέφυγαν στην τακτική των αντιποίνων πραγματοποιώντας αγριότητες αντίστοιχες των Γερμανών. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν η σφαγή στο Δομένικο, όπου, στις 13 Φεβρουαρίου του 1943, Ιταλοί στρατιώτες έκαψαν το χωριό και σκότωσαν 194 κατοίκους.[34][35] Περίπου στην ίδια περιοχή, σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στις 12 Μαρτίου 1943, έκαψαν την Τσαρίτσανη και εκτέλεσαν 40 κατοίκους του χωριού.[36] Το Δεκέμβριο του 1942, σε αντίποινα για το κίνημα αντίστασης που αντιμετώπισαν στην περιοχή της Ευρυτανίας, έκαψαν τα χωριά Χρύσω και Μικρό Χωριό και εκτέλεσαν κατοίκους της περιοχής.[37][38] Στις 6 Ιουνίου 1943, ως αντίποινα για την ανατίναξη από τους αντάρτες της σιδηροδρομικής σήραγγας στην περιοχή του Κουρνόβου (Τρίλοφο Φθιώτιδας), εκτέλεσαν στην περιοχή 106 κρατουμένους. Μεγάλες ήταν επίσης και οι καταστροφές που προκαλούσαν ιταλικές φάλαγγες που κινούνταν στην ελληνική ύπαιθρο. Ιταλική φάλαγγα που αναγκάστηκε να στρατοπεδεύσει στα Σέρβια στις 6 Μαρτίου 1943, κατέστρεψε ολοσχερώς το χωριό.[39]
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, η Ιταλική ζώνη πέρασε στα χέρια των Γερμανών.
Ο Βουλγαρικός στρατός εισήλθε στην Ελλάδα στις 20 Απριλίου του 1941 ακολουθώντας τις γερμανικές δυνάμεις και χωρίς να χρειαστεί να πραγματοποιήσει κάποια μάχη κατέλαβε την ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, εκτός από μία εδαφική ζώνη στον νομό Έβρου, που παρέμεινε στη γερμανική ζώνη κατοχής. Οι Βούλγαροι ακολούθησαν πολιτική εξόντωσης και απελάσεων του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, με στόχο τον εκβουλγαρισμό της και την οριστική προσάρτηση της από αυτούς. Στην προσπάθειά τους αυτή πραγματοποίησαν απελάσεις δημοσίων υπαλλήλων, κλείσιμο ελληνικών σχολείων και διωγμό εκπαιδευτικών, αντικατάσταση Ελλήνων κληρικών από Βούλγαρους ιερείς και μετονομασίες.[40] Με ένα σύστημα έκδοσης αδειών άσκησης επαγγέλματος κατέστησαν αδύνατη την άσκηση επαγγελμάτων από Έλληνες. Μέχρι τα τέλη του 1941 είχαν εκδιώξει περισσότερους από 100.000 Έλληνες πραγματοποιώντας παράλληλα εποικισμούς με βουλγαρικούς πληθυσμούς.[41][42]
Οι πολιτικές πολιτικής και οικονομικής καταδίωξης των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συμπεριέλαβαν επιστράτευση για αμισθί εργασία σε έργα στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία, στη Βουλγαρία ή στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη για την κατασκευή σιδηροδρόμων, οδών και την καταστροφή ελληνικών οχυρωματικών έργων.[43] Αυτά τα τάγματα εργασίας ήταν συνώνυμο της εξόντωσης καθώς πολλοί δεν άντεχαν τις δοκιμασίες και πέθαναν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στα «ντουρντουβάκια» (όπως ονομάζονταν τα τάγματα εργασίας) ήταν απάνθρωπες, χωρίς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, με λίγο νερό και κακής ποιότητας φαγητό.[43][44][45][46] Ο δριμύς λοιμός του χειμώνα του 1942-43 βρήκε τους Έλληνες κατοίκους να στερούνται βασικών προμηθειών αγαθών (φαρμάκων και τροφίμων) και να υπόκεινται σε οικονομική διάκριση με αποτέλεσμα το θάνατο πολλών από ασιτία.[47]
Οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν αντίστοιχου μεγέθους αγριότητες με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς προβαίνοντας σε πράξεις αντιποίνων. Την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 1941, μία ελληνική αντιστασιακή ομάδα χτύπησε το αστυνομικό τμήμα στο Δοξάτο της Δράμας, σκοτώνοντας οκτώ Βούλγαρους αστυνομικούς. Την επόμενη μέρα ένα βουλγαρικό σώμα εισήλθε στο χωριό και προχώρησε σε ομαδική εκτέλεση 200 κατοίκων.[48] Ταυτόχρονα στην πόλη της Δράμας διατάχτηκαν μαζικές συλλήψεις του πληθυσμού και ακολούθησαν μαζικές εκτελέσεις. Σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες υπολογίζεται πως ο αριθμός των νεκρών από τις μαζικές εκτελέσεις των συλληφθέντων στην πόλη της Δράμας ήταν 562. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής εφαρμόζοντας σκληρά αντίποινα, εκτέλεσαν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας, στην Προσοτσάνη, τη Χωριστή, το Δοξάτο αλλά και στα χωριά Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, Άγιος Αθανάσιος, Κοκκινόγεια, Μικρόπολη, Χαριτωμένη, Φωτολίβος, Σιταγροί, Μικρόκαμπος, Μυλοπόταμος, Μαυρολύθι και Μαυρότοπος[49][50][51]. Τα γεγονότα αυτά είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τελικά τη Δράμα τον Οκτώβριο του 1944. Για τη θυσία αυτή η Δράμα και τα χωριά της χαρακτηρίστηκαν ως «Μαρτυρικά χωριά και πόλεις» με Προεδρικά Διατάγματα.[52][52][53]
Εκτός από τη σκληρή μεταχείριση των κατακτητών, ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη δοκιμασίες και από τη δράση των συμμάχων. Η στρατηγική του ναυτικού αποκλεισμού που εφάρμοσαν οι Άγγλοι αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς θεωρείται μία από τις κύριες αιτίες του μεγάλου λιμού που έπληξε την Ελλάδα τον χειμώνα του 1941-42 και στοίχισε τη ζωή σε 300.000 Έλληνες.[12][54]
Στις 11 Ιανουαρίου του 1944 αμερικανο-βρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τον Πειραιά, προσπαθώντας να πλήξουν γερμανικούς στόχους. Οι βομβαρδισμοί είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 5.500 άνθρωποι, σχεδόν αποκλειστικά άμαχοι και να προκληθούν τεράστιες καταστροφές στην πόλη.[55][56][57]
Λίγο μετά την τριπλή κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους ο δοκιμαζόμενος ελληνικός πληθυσμός άρχισε να αναζητεί τρόπους αντίστασης. Στις 15 Μαΐου 1941, έναν μήνα μετά την κατάληψη της χώρας από τους κατακτητές, ιδρύεται η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η "Ελευθερία", με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή των συνοικιών Ξηροκρήνης και Επταλόφου.[26]
Οι σημαντικότερες αντιστασιακές δράσεις έλαβαν χώρα σε συνοικίες και οικισμούς όπου είχαν εγκατασταθεί Μικρασιάτες. Στη Θεσσαλονίκη τέτοιες συνοικίες ήταν η Ξηροκρήνη και η Επτάλοφος. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του αντιστασιακού κινήματος και στην Αθήνα. Ως αντίποινα, όλα τα μεγάλα μπλόκα που σχεδιάστηκαν από τους ναζιστές αξιωματούχους και χωροφύλακες και υλοποιήθηκαν από τα Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών, πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές συνοικίες Μικρασιατών το καλοκαίρι του 1944: σε Νέα Ιωνία, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Κατσιπόδι, Δουργούτη, Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα. Σε διάστημα μόλις δύο μηνών συνελήφθησαν περίπου 10.500 Έλληνες και εκτελέστηκαν επί τόπου περίπου 430 άτομα.[58]
Πρώτη πράξη αντίστασης υπήρξε το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941, από δύο νεαρούς φοιτητές, τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα. Η ανάγκη για οργάνωση της αντίστασης οδηγεί στην ίδρυση αντιστασιακών ομάδων. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 αναγγέλλεται η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ), την πολιτική ηγεσία του οποίου αναλαμβάνει ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήραςενώ στρατιωτικός αρχηγός του αναλαμβάνει ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύεται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με τη συνεργασία των κομμάτων Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος.
Η Εξέγερση της Δράμας αποτέλεσε την πρώτη μαζική λαϊκή εξέγερση στον ελλαδικό χώρο, που έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα[59] και συνέβη την 28η προς 29η Σεπτεμβρίου 1941, οπότε ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση καταπνίγεται βίαια από τους Βούλγαρους. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής εφαρμόζοντας σκληρά αντίποινα, εκτέλεσαν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας, στην Προσοτσάνη, τη Χωριστή, το Δοξάτο αλλά και στα χωριά Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, Άγιος Αθανάσιος, Κοκκινόγεια, Μικρόπολη, Χαριτωμένη, Φωτολίβος, Σιταγροί, Μικρόκαμπος, Μυλοπόταμος και Μαυρότοπος[49][50][51]
Τον Οκτώβριο του 1942 ιδρύθηκε η οργάνωση Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση. Άλλες αντιστασιακές ομάδες που αναγνωρίζονται επίσημα από το ελληνικό κράτος και δε σχετίζονται με τις προαναφερόμενες είναι η Εθνική Αλληλεγγύη, η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων (ΠΕΑΝ), η Εθνική Δημοκρατική Ένωση Ελληνοπαίδων, τα ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ, η Έφεδρων Αξιωματικών Πατριωτική Οργάνωση (ΕΑΠΟ), η Ιερή Ταξιαρχία και η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ).[60] Άλλες οργανώσεις υπήρξαν επίσης η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, η οργάνωση Μπουμπουλίνα, η ΕΣΕΑ (Ένωσις Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα) και η ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση)[61][62] Περισσότερο μαζική από τις αντιστασιακές οργανώσεις κατάφερε να γίνει το ΕΑΜ.
Το Φεβρουάριο του 1942 η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφασίζει την ίδρυση ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, στα οποία δόθηκε η ονομασία Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Επικεφαλής τους ορίστηκε από το ΕΑΜ ο γεωπόνος από τη Λαμία Θανάσης Κλάρας, ο οποίος έλαβε αμέσως το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης. Το ένοπλο σώμα του ΕΔΕΣ ιδρύθηκε στις 28 Ιουλίου 1942 με το όνομα Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ). Οι δύο ομάδες συνεργάστηκαν στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου 1942. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1943 ιδρύθηκε Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, που υπήρξε μέλος του ΕΑΜ. Στις 5 Μαΐου 1943 ιδρύεται το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ, που του έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσει αριθμητικά τις δυνάμεις του. Στα τέλη του 1943 ο ΕΛΑΣ είχε προχωρήσει στην απελευθέρωση σημαντικού τμήματος της ορεινής Ελλάδας.[63]
Παράλληλα άρχισε να εκδηλώνεται ανταγωνισμός με πολιτικές αποχρώσεις μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων, ο οποίος οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους. Τον Απρίλιο του 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πέτυχαν να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις της ΕΚΚΑ στην περιοχή της Γκιώνας,[64] ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν συγκρούσεις με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ κυρίως στα ορεινά της Άρτας[65]
Αντίσταση υπήρξε και στις πόλεις. Η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία του φιλογερμανικού φασιστικού κόμματος ΕΣΠΟ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η ενέργεια αυτή που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 29 μελών της ΕΣΠΟ και 48 Γερμανών αξιωματικών θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ που διοργανώθηκαν στην κατεχόμενη Ευρώπη.[66][67] Στις 24 και 25 Μαρτίου του 1942 κηρύχθηκε απεργία στην Αθήνα. Στις 16 Απριλίου κηρύχθηκε νέα απεργία που έληξε στις 21 Απριλίου με ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών. Στις 24 Φεβρουαρίου και στις 5 Μαρτίου του 1943 κηρύχθηκε μεγάλη απεργία ενώ παράλληλα το ΕΑΜ οργάνωσε ογκώδεις διαδηλώσεις στην Αθήνα με σκοπό τη ματαίωση της επαπειλούμενης επιστράτευσης Ελλήνων για να σταλούν εργάτες στη Γερμανία. Η απεργία οδήγησε σε ματαίωση των σχεδίων για επιστράτευση.[68][69] Στο ενδιάμεσο διάστημα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943 πέθανε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η κηδεία του μετατράπηκε σε αυθόρμητη διαδήλωση του λαού της Αθήνας κατά των κατακτητών.[70] Μεγάλα συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας στις 10 Ιουλίου 1943 εναντίον της πιθανολογούμενης επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής. Για τον ίδιο λόγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη απεργία στην Αθήνα, στις 22 Ιουλίου 1943. Η διαδήλωση που υπήρξε ογκώδης αντιμετωπίστηκε βίαια από τις δυνάμεις κατοχής και σκοτώθηκαν τριάντα συνολικά διαδηλωτές.[71] Γενικά για έναν γερμανό στρατιώτη, οι Γερμανοί σκότωναν 10 Έλληνες, για έναν αξιωματικό 100 και για συνταγματάρχες και στρατηγούς πάνω από 1000.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Προσοτσάνη και ενώ η ευρύτερη ανατολική Μακεδονία βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή των Βουλγάρων, ο δημοδιδάσκαλος Κώστας Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρά την τρομοκρατία και τις απειλές των κατακτητών.[72][73] Το γεγονός αυτό καταδίκασε τον Κώστα Καζάνα σε εξορία στις φυλακές στη Σόφια αλλά αποτέλεσε πλήγμα προς τις φασιστικές βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Είναι η μοναδική υποστολή σημαίας Δύναμης του Άξονα που συνέβη υπό το φως της ημέρας και υπό το βλέμμα των Στρατιωτικών Δυνάμεων Κατοχής, σε ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη.[72][74][75]
Η άλλη όψη της δράσης των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της κατοχής ήταν η συνεργασία με τους κατακτητές. Σε αντίθεση με το τμήμα του πληθυσμού που αντιστάθηκε, ένας αριθμός Ελλήνων συνεργάστηκε και προσέφερε υπηρεσίες στους κατακτητές. Πίσω από αυτή τη στάση κρύβονταν άλλοτε ιδεολογική ταύτιση με τον ναζισμό και άλλοτε καιροσκοπισμός και υλικά κίνητρα. Προς το τέλος της κατοχής ένας ακόμα λόγος που ώθησε ένα μέρος των Ελλήνων σ’ αυτή τη στάση ήταν ο αντικομμουνισμός που καλλιεργήθηκε τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Άγγλους. Τέλος, στην εμφύλια μάχη του Αχλαδόκαμπου στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, αναφέρεται ότι οι ταγματασφαλίτες είχαν αναγκαστεί σε δράση κατά του ΕΑΜ από τους Γερμανούς με αντάλλαγμα τη μη καταστροφή του χωριού τους.[76] Η δράση των συνεργατών των Γερμανών κινείται σε πολλά επίπεδα και η στήριξη που παρείχαν υπήρξε πολιτική άλλα και στρατιωτική. Πολιτική στήριξη παρείχαν πολλοί Έλληνες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (καθηγητές πανεπιστημίου, αξιωματικοί του στρατού, διπλωμάτες κλπ.), που στελέχωσαν τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις (Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη). Επίσης πολλοί ακόμα στελέχωσαν τα φιλογερμανικά φασιστικά κόμματα που λειτούργησαν αυτή την περίοδο, όπως το Ελληνικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΕΚΕ), η Εθνική-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ) και η Εθνική Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ).[77] Προς το τέλος της Κατοχής, το Μάιο του 1944, η Κρύα Βρύση έγινε η επιχειρησιακή έδρα του δοσιλογικού, οπλισμένου από τους Γερμανούς κατακτητές, τάγματος του Γεωργίου Πούλου, του λεγόμενου «Ελληνικού Εθελοντικού Σώματος».
Η στρατιωτική στήριξη προήλθε κυρίως από τα Τάγματα Ασφαλείας. Πρόκειται για παραστρατιωτικές ομάδες που οργανώθηκαν και εξοπλίστηκαν από τις αρχές της κατοχής και κύριος στόχος τους ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ. Αποτελούνταν από 9 ευζωνικά τάγματα οργανωμένα από την κατοχική κυβέρνηση και 22 εθελοντικά αυτοτελώς οργανωμένα και αριθμούσαν πριν το τέλος της κατοχής περίπου 22.000 άντρες.[77] Με τη Συμφωνία της Καζέρτας, που προηγήθηκε της απελευθέρωσης της Ελλάδας, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν όργανα του εχθρού και καταδικάστηκαν. Ως ύποπτες για συνεργασία με τους κατακτητές αντιμετωπίστηκαν επίσης ορισμένες αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως η Οργάνωση Χ και ο αποκαλούμενος Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), που σχηματίστηκε από διάφορες μικρές αντάρτικες ομάδες στη Μακεδονία και τη Θράκη.[78]
Μια διαφορετική περίπτωση συνεργατών των κατακτητών ήταν οι ομάδες που προέρχονταν από διάφορες εθνικές μειονότητες. Οι κατακτητές, κυρίως οι Ιταλοί, καλλιέργησαν αίσθημα αλυτρωτισμού στους πληθυσμούς αυτούς, στρέφοντάς τους κατά της Ελλάδας και εξασφαλίζοντας έμμεσα τη συνεργασία τους. Οι ομάδες αυτές ήταν οι Τσάμηδες στην Ήπειρο και μέρος των σλαβόφωνων της δυτικής Μακεδονίας, που ίδρυσαν την οργάνωση Οχράνα. Μεταπολεμικά οι συνεργάτες των Γερμανών καταδικάστηκαν και νομικά άλλα και στη συνείδηση της κοινής γνώμης και χαρακτηρίστηκαν με τον όρο δωσίλογοι. Ένας αριθμός από αυτούς, συνολικά 2.225 άτομα, πέρασαν από τα Ειδικά Δωσιλογικά Δικαστήρια.[79]
Οι Εβραίοι της Ελλάδας υπήρξαν επίσης θύματα του διωγμού που εξαπέλυε το ναζιστικό καθεστώς εναντίον των εβραϊκών πληθυσμών. Το 96% των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 46.091 άνθρωποι, κατέληξαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, παρά τα μεγάλα ποσά που είχαν καταβάλει στους Γερμανούς για να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Τον Ιούνιο του 1944 συνελήφθησαν από τους Γερμανούς οι Εβραίοι της Κέρκυρας, οι οποίοι εκτοπίστηκαν στη συνέχεια στο Άουσβιτς. Τον Μάιο του 1943 περισσότεροι από 600 Εβραίοι της Βέροιας μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Χιρς της Θεσσαλονίκης. Από αυτούς ελάχιστοι επέστρεψαν στη Βέροια.[80]
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των Εβραίων της Ζακύνθου. Ο δήμαρχος της πόλης και ο επίσκοπος Χρυσόστομος, δεν επέτρεψαν στους Γερμανούς να δημιουργήσουν στρατόπεδα συγκέντρωσης Εβραίων στο νησί τους. Οι 275 Εβραίοι του νησιού βρήκαν προστασία σε μικρά χωριά από τους κατοίκους και επέζησαν όλοι σε αντίθεση με το 80% των Εβραίων στην Ελληνική επικράτεια που μεταφέρθηκαν σε Ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης και θανατώθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Οι δυο άντρες επιβραβεύτηκαν από τον Γιαντ Βασσέμ σαν Δίκαιοι των Εθνών.
Τα θύματα του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα υπολογίζονται συνολικά σε 69.500 (το 87% των Ελληνοεβραίων).[81]
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της κατοχής, η δράση αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΑΜ, είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση σημαντικού τμήματος της ελληνικής ενδοχώρας. Οι περιοχές που είχαν κατορθώσει να ελέγξουν οι αντάρτες, μέχρι τις αρχές του 1944, κάλυπταν ένα μεγάλο τμήμα της ορεινής Ελλάδας μεταξύ των ελληνοαλβανικών συνόρων και της Αττικοβοιωτίας. Για τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών ιδρύθηκε, στις 10 Μαρτίου 1944, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), που αναφερόταν συχνότερα ως «κυβέρνηση του βουνού».[82] Για την επικύρωση της εξουσίας της ΠΕΕΑ διεξήχθησαν μυστικές εκλογές το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου του 1944. Σ’ αυτές συμμετείχαν περισσότεροι από 1.000.000 πολίτες (για πρώτη φορά στην Ελλάδα και γυναίκες) και εξέλεξαν το νομοθετικό σώμα της κυβέρνησης που ονομάστηκε Εθνικό Συμβούλιο. Το Εθνικό Συμβούλιο συνεδρίασε στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας, στο διάστημα από 14 έως 27 Μαΐου, και εξέδωσε ψήφισμα που μεταξύ άλλων επικύρωνε την εξουσία της ΠΕΕΑ.
Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα βρέθηκε με τρεις κυβερνήσεις. Εκτός από την ΠΕΕΑ, υπήρχε η εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού, την ηγεσία της οποίας πλέον είχε αναλάβει ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα διατηρούσε την εξουσία η δωσιλογική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Σε μια προσπάθεια συνεννόησης των αντιναζιστικών πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας, διεξήχθη, στο διάστημα 17-20 Μαΐου, το Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας και μερίδας των προπολεμικών πολιτικών κομμάτων. Το συνέδριο κατέληξε σε συμφωνία, που έθετε τις βάσεις για μελλοντική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, όταν η Ελλάδα απελευθερωνόταν. Η συμφωνία εξασφάλιζε κατά κύριο λόγο τις θέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου, με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις.[83] Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου, με έξι από τα στελέχη του να αναλαμβάνουν θέση υπουργού.[84]
Στα τέλη Αυγούστου του 1944, οι Γερμανοί έλαβαν την απόφαση να αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Στο διάστημα αυτό, οι Άγγλοι ανέλαβαν επιχείρηση απόβασης στην Ελλάδα ώστε να ελέγξουν τη διάδοχη κατάσταση.[85] Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, πέτυχαν την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας. Η συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου, που έδρευε εκείνη την περίοδο στη Νάπολη της Ιταλίας, και των δύο σημαντικότερων αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας, του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ, και όριζε κυρίως την υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στις διαταγές της εθνικής κυβέρνησης, η οποία με τη σειρά της θα τις παραχωρούσε στις διαταγές του Άγγλου στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι. Η συνθήκη καταδίκασε επιπλέον τα Τάγματα Ασφαλείας, που τα χαρακτήρισε όργανα του εχθρού.[86] Ήδη, κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου του 1944, ο ΕΛΑΣ επιχειρούσε κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας της Πελοποννήσου. Η κυριότερη μάχη δόθηκε στον Μελιγαλά, το τριήμερο 13-15 Σεπτεμβρίου. Κατάληξη της μάχης ήταν η εξόντωση των συγκεντρωμένων ομάδων των Ταγμάτων Ασφαλείας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Στις 12 Οκτωβρίου, αποχώρησαν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την Αθήνα, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της κατοχής της Ελλάδας. Με την αποχώρησή τους, χιλιάδες πολίτες πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης πανηγυρίζοντας. Μια τριμελής κυβερνητική επιτροπή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Μέχρι τις 18 Οκτωβρίου, οπότε και εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου στην Αθήνα, υπήρξαν έξι ημέρες ταραχών. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχειρούσαν κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν καταφύγει αρχικά στην περιοχή του Μετς. Στις 15 Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια πανηγυρισμών στην περιοχή της Ομόνοιας, ακροδεξιοί άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους και σκότωσαν 7 άτομα.[87][88]
Στις 18 Οκτωβρίου, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα η κυβέρνηση Παπανδρέου, που λίγο αργότερα μετασχηματίστηκε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σύντομα, επήλθε κυβερνητική κρίση, που υπήρξε προϊόν της άρνησης της πλευράς του ΕΑΜ για πλήρη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Στις 2 Δεκεμβρίου, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι έξι από τους επτά υπουργούς που προέρχονταν από τις τάξεις του ΕΑΜ και στις 4 Δεκεμβρίου, παραιτήθηκε και ο έβδομος. Είχε προηγηθεί η αιματηρή καταστολή του συλλαλητηρίου του ΕΑΜ που είχε πραγματοποιηθεί την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου. Την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων δέχτηκε και η απεργία που οργανώθηκε από το ΕΑΜ τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου και υπήρξε εξίσου αιματηρή. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την αρχή των ένοπλων συγκρούσεων στην Αθήνα μεταξύ δυνάμεων του ΕΛΑΣ και κυβερνητικών δυνάμεων, συνεπικουρούμενων από αγγλικά στρατιωτικά σώματα. Οι συγκρούσεις, που έμειναν γνωστές ως Δεκεμβριανά, τερματίστηκαν στις 5 Ιανουαρίου, με την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Ακολούθησε υπογραφή ανακωχής στις 11 Ιανουαρίου και η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ενδιάμεσα, η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε παραιτηθεί και είχε αντικατασταθεί από την κυβέρνηση Πλαστήρα.[89][90]
Λίγους μήνες αργότερα, απελευθερώθηκαν και οι τελευταίες περιοχές στην Ελλάδα, που παρέμεναν υπό τον έλεγχο γερμανικών φρουρών. Αυτές ήταν η Κρήτη, η Μήλος και ορισμένα νησιά των Δωδεκανήσων. Με την τελική συνθηκολόγηση της Γερμανίας, στις 8 Μαΐου 1945, οι τελευταίες γερμανικές φρουρές που είχαν απομείνει στην Ελλάδα παραδόθηκαν και η ξένη κατοχή τελείωσε οριστικά.[91] Τα Δωδεκάνησα πέρασαν για ένα διάστημα κάτω από αγγλική και ελληνική στρατιωτική διοίκηση και ενσωματώθηκαν επίσημα στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου του 1948. Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος, που υπήρξε συνέπεια του διχασμού που άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της κατοχής.