Ο Κώστας Σημίτης (Πειραιάς, 23 Ιουνίου 1936) είναι Έλληνας καθηγητής πανεπιστημίου και πολιτικός. Διετέλεσε πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (30 Ιουνίου 1996 - 8 Φεβρουαρίου 2004) και επίσης πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (18 Ιανουαρίου 1996 - 10 Μαρτίου 2004).
Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, υπήρξε από τους ιδρυτές του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και ανέλαβε αρκετές υπουργικές θέσεις, όταν το κόμμα του ανέλαβε την εξουσία.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1996 διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία μετά από ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εκπροσωπώντας τον «εκσυγχρονιστικό» πόλο εξουσίας με κύριο στόχο την οικονομική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας και την κοινωνική σύγκλιση της ελληνικής κοινωνίας με την «ισχυρή» Ευρώπη[4]. Στις 30 Ιουνίου 1996, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης εξελέγη πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο 4ο Συνέδριο του κόμματος. Επανεξελέγη πρωθυπουργός μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και του Απριλίου 2000.
Ως πρωθυπουργός προώθησε μία μετριοπαθή εξωτερική πολιτική ταυτόχρονα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του μεγάλου ελληνικού δημόσιου τομέα, στοχεύοντας σε μία οικονομική σταθερότητα σύμφωνα με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης[5]. Ως πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ αποριζοσπαστικοποίησε τον λόγο του κόμματος προκρίνοντας την πορεία της χώρας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης[6]. Η δεύτερη θητεία του συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και του εθνικού χρέους, καθώς και από προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών για το Κυπριακό πρόβλημα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής[5]. Μεταξύ των σημαντικότερων επιτυχιών της θεωρείται η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση το 2001.
Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Σημίτης, δικηγόρος, καθηγητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., επί σειρά ετών πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, αντιπρόσωπος του Πειραιά στην Εθνοσυνέλευση στους Κορυσχάδες και γενικός διοικητής Ρούμελης στην ΠΕΕΑ, την κυβέρνηση του βουνού του ΕΑΜ. Η μητέρα του, Φανή Χριστοπούλου, με καταγωγή από τον Πύργο Ηλείας, υπήρξε επί χρόνια κορυφαίο στέλεχος γυναικείων οργανώσεων της Αριστεράς και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Γυναικών. Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι γονείς του έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών από τις τάξεις του Ε.Α.Μ. και του Ε.Λ.Α.Σ.. Παππούς του ήταν ο αρχίατρος και ευεργέτης του δήμου Πύργου, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, καθώς και ο νομικός, Σπυρίδων Σημίτης. Νονός του ήταν ο Πρίγκιπας Νικόλαος της Ελλάδος και της Δανίας, ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα του.
Ο Κώστας Σημίτης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας και οικονομικά στο London School of Economics and Political Science. Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία ως διδάκτωρ της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ το 1959. Δίδαξε ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας το 1971 και συνέχισε ως τακτικός καθηγητής του Εμπορικού και Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Γκίσεν από το 1971 έως το 1975. Το 1977 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην Πάντειο Σχολή (το σημερινό Πάντειο Πανεπιστήμιο). Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Ο Κώστας Σημίτης είναι νυμφευμένος με τη Δάφνη Σημίτη, το γένος Αρκαδίου, την οποία γνώρισε την περίοδο που και οι δύο σπούδαζαν στο London School of Economics. Η σύζυγός του κατάγεται, από την πλευρά της μητέρας της, από παλιά οικογένεια της Άρτας ενώ είναι εγγονή του Ευάγγελου Γαρουφαλιά, δημάρχου Άρτας και βουλευτή, καθώς και ανιψιά του Πέτρου Γαρουφαλιά, βουλευτή και υπουργού.[7] Απέκτησαν μαζί δύο κόρες, τη Φιόνα και τη Μαριλένα. Κατοικούν στο Κολωνάκι.
Ζώντας στην Αθήνα ως δικηγόρος πρωτοστάτησε το 1965 στην ίδρυση του Ομίλου Πολιτικής Έρευνας «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», του οποίου διετέλεσε γραμματέας. Ο Όμιλος Παπαναστασίου είχε ως στόχο τη συστηματική μελέτη των σημαντικότερων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή τους. Το 1967 ο όμιλος μετεξελίχθηκε στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», η οποία επτά χρόνια αργότερα συμμετείχε στην ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Στη διάρκεια της δικτατορίας διέφυγε παράνομα στο εξωτερικό και παραπέμφθηκε ερήμην στο Στρατοδικείο για απόπειρα εμπρησμού και παράβαση του νόμου περί εκρηκτικών υλών. Σε αντίποινα συνελήφθη η σύζυγός του, Δάφνη Σημίτη και κρατήθηκε επί δύο μήνες σε απομόνωση. Από το 1970 ο Κώστας Σημίτης συμμετείχε στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και συμμετείχε στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή και στο πρώτο Εκτελεστικό Γραφείο του Κινήματος.
Στις 13 Ιουνίου 1979, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανακοινώνει την παραίτηση του Κώστα Σημίτη από το Εκτελεστικό Γραφείο. Θεωρήθηκε υπεύθυνος προπαγάνδας του κόμματος και συγκεκριμένα για την αφίσα που είχε κυκλοφορήσει με το σύνθημα «Όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών»,[8] όταν επίσημη θέση του Κινήματος ήταν η έξοδος της χώρας από την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).[9]
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ, τον Οκτώβριο του 1981, με τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης, κλήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει:
Ο Κώστας Σημίτης εκλεγόταν βουλευτής της Α΄ εκλογικής περιφέρειας Πειραιά συνεχώς από το 1985 μέχρι και το 2007.
Στις 18 Ιανουαρίου 1996 εξελέγη Πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το αξίωμα για λόγους υγείας.
Στις 30 Ιουνίου 1996, στο 4ο Συνέδριο του ΠΑ.ΣΟ.Κ., λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, αναδείχθηκε πρόεδρος του κινήματος και με τη νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 22 Σεπτεμβρίου 1996 ανακηρύχθηκε πρωθυπουργός. Ως αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κέρδισε και την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στις 9 Απριλίου 2000.
Υπό τον Κώστα Σημίτη η χώρα προετοιμάστηκε ουσιαστικά για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Στις 7 Ιανουαρίου 2004 ανακοίνωσε την παραίτησή του από την προεδρία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Στη θέση αυτή τον διαδέχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου την 8η Φεβρουαρίου 2004. Διετέλεσε πρωθυπουργός ως τις 10 Μαρτίου 2004.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως πρωθυπουργού, ο Κώστας Σημίτης προώθησε μια νέα αντίληψη για τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή με κεντρική αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Φραντζής, «Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η νέα κυβέρνηση θα διαχωριστεί επί του πρακτέου από την αντινατοϊκή, αντιαμερικανική και συχνά αντιευρωπαϊκή κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει παλιότερα το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση (...) Η προσπάθεια αυτή που εκφράστηκε με το αίτημα για ένταξη στην ΟΝΕ και την κατάθεση του Προγράμματος Σύγκλισης το 1994, συνεχίστηκε έμπρακτα στη συνέχεια με την τήρηση ενός μακροπρόθεσμου πλάνου ένταξης».[10]
Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του η Ελλάδα ενίσχυσε τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε η ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισήλθαν για πρώτη φορά σ΄ ένα πλαίσιο και μια προοπτική επ' ωφελεία και των δύο χωρών. Η Ελλάδα αναδείχθηκε σε πόλο ειρήνης και συνεργασίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη, αντί να αποτελεί μέρος του βαλκανικού προβλήματος, όπως φαινόταν να είχε γίνει. Παράλληλα ενισχύθηκε η αποτρεπτική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων.
Ο Κώστας Σημίτης, ως Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας, προήδρευσε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κατά το α΄ εξάμηνο του 2003. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας υπογράφηκε στις 14 Απριλίου 2003, στη στοά του Αττάλου στην Αθήνα, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση των δέκα νέων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος.
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες για το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Προωθήθηκε η στρατηγική της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Αντιμετωπίστηκε ο διχασμός της Ένωσης απέναντι στα ζητήματα του πολέμου στο Ιράκ και κατέστη εφικτή η ενιαία στάση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 2001 ξέσπασε σύγκρουση μεταξύ εκκλησίας και κράτους, όταν η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε, κατόπιν υποδείξεως της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από την αστυνομική ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση ισχυριζόμενος ότι προτάχθηκε "από νεο-διανοούμενους που θέλουν τον θρησκευτικό αποχρωματισμό της χώρας μας".[11] Το ζήτημα τελικά έλαβε διχαστικό χαρακτήρα, καθώς η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, τη στιγμή που ήταν προβλέψιμο ότι η ελληνική έννομη τάξη καθώς και η πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ δεν επέτρεπαν την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.[12] Οργάνωσε δύο μαζικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μαζί με πολλούς επισκόπους της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η Εκκλησία αποφάσισε μάλιστα τη συλλογή υπογραφών αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστας Καραμανλής υπέγραψε κατά τη συλλογή υπογραφών της Εκκλησίας.
Στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος δεν έκανε δεκτό το αίτημα για δημοψήφισμα. Η απάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων και οι πάντες έχουν υποχρέωση συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου.[13] Η στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν πλήρως εναρμονισμένη προς το Σύνταγμα, καθώς δεν προβλέπεται η προκήρυξη δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία στο άρθρο 44 του Συντάγματος, άρα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεσμευόμενος από το τεκμήριο αναρμοδιότητας του άρθρου 50, δεν είχε σχετική αρμοδιότητα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος, ακόμη κι αν συλλέγονταν υπογραφές από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Τελικά, η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ακόμα και σε εθελοντική βάση, όπως ζήτησε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος, κρίθηκε αντισυνταγματική από τα ελληνικά δικαστήρια[14]. Το θέμα δεν ανακινήθηκε ξανά ούτε ούτε όταν πρωθυπουργός έγινε ο Καραμανλής, παρά τη θέση του και τη δέσμευσή του υπέρ της διεξαγωγής εθνικού δημοψηφίσματος για την υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή.[15][16] καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή δεσμευόταν από τις αποφάσεις της ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης.[17]
1996-1999: Η προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ
Την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1996-2000) ο κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής ήταν η εξασφάλιση της συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ. Πέρα από την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχ, στόχος ήταν και η κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η εξασφάλιση ενός σταθερού οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος με ευρύτερο κλίμα εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις και την κοινωνία, και μέσα από αυτό η ενίσχυση των επενδύσεων (μέσω αξιοποίησης και των κοινοτικών κονδυλίων), της παραγωγικότητας και η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα πλαίσια αυτά η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τη σταθερότητα και τη στήριξη της αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Η συμμετοχή στο ευρώ θεωρήθηκε πολιτική και οικονομική αναγκαιότητα. Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε μόνιμες συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, που δύσκολα η οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση, όσο αναποτελεσματική και αν ήταν, θα μπορούσε να διαβρώσει. Η Ελλάδα έπρεπε να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. όπου θα παίρνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Από οικονομικής άποψης, η πορεία προς την ΟΝΕ ήταν το μέσο για να αντιμετωπίσει η χώρα την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ώστε να επιτύχει την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της και να βελτιώνει συνεχώς το βιοτικό της επίπεδο. Αποτυχία της Ελλάδας να συμμετάσχει στην ΟΝΕ: «… θα οδηγήσει ευθέως τις πιο αδύναμες χώρες σε σχηματισμούς δεύτερων και τρίτων κύκλων υποβάθμισης. Αν διστάσουμε και αμφιταλαντευτούμε, δειλιάζοντας μπροστά στις ανάγκες της προσαρμογής, θα βρεθούμε πριν τα τέλη του αιώνα αντιμέτωποι μ’ ένα πολλαπλάσιο κόστος προσαρμογής στο βιοτικό μας επίπεδο και με σοβαρές επιπτώσεις για τα εθνικά μας θέματα.»[18]
Σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα του 1996 η Ελλάδα θεωρούταν αδύνατο να καταφέρει να είναι στον πρώτο κύκλο των χωρών[19], που θα επιλέγονταν για να προχωρήσουν στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης[20]. Προκειμένου να αποτελέσει τμήμα της υπό διαμόρφωση ΟΝΕ, η Ελλάδα έπρεπε να πραγματοποιήσει μεγάλη πρόοδο και μάλιστα κάτω από πιεστικά χρονικά περιθώρια. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης Σύγκλησης[21] του Μαΐου 2000 με βάση την οποία εγκρίθηκε η υιοθέτηση του Ευρώ από την Ελλάδα: «…. η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο προς τη σύγκλιση και η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης είναι θετική».
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός από το 8,9% το 1995 μειώθηκε στο 2,1% το 1999. Ως το 1996, η αντιπληθωριστική στρατηγική βασιζόταν πρωταρχικά στην καλούµενη πολιτική της σκληρής δραχµής: πρωταρχικός στόχος της νοµισµατικής πολιτικής ήταν η µείωση του πληθωρισµού βάσει ενός ενδιάµεσου στόχου διατήρησης της σχετικά σταθερής µέσης συναλλαγµατικής ισοτιµίας της δραχµής έναντι του ECU. Στα τέλη του 1996, ξεκίνησε ένα νέο στάδιο, όταν φάνηκε ότι χρειαζόταν αυστηρότερος συνδυασµός οικονοµικών πολιτικών. Η χρήση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας ως ονοµαστικής "άγκυρας" απεδείχθη επιτυχής στρατηγική για τη µείωση του πληθωρισµού στην Ελλάδα• ωστόσο, µε την επιτάχυνση της δραστηριότητας, αυξήθηκαν οι πιέσεις του κόστους εργασίας που οδήγησαν σε σηµαντική ανατίµηση της πραγµατικής συναλλαγµατικής ισοτιµίας και άρα απώλεια ανταγωνιστικότητας. Μετά την είσοδο της δραχµής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, το Μάρτιο του 1998, δόθηκε µεγαλύτερη έµφαση στο ρόλο της εισοδηµατικής πολιτικής ως στοιχείου-κλειδί της αντιπληθωριστικής στρατηγικής, μέσω αυξήσεων στον δημόσιο τομέα αντίστοιχων µε τον αναµενόµενο πληθωρισµό για τα επόµενα έτη. Το Μάιο 1998, υπεγράφη διετής εθνική συλλογική σύµβαση για τον ιδιωτικό τοµέα: η συµφωνία αυτή θεωρήθηκε σηµαντικό βήµα προς την καθιέρωση συγκρατηµένων µισθολογικών αυξήσεων. Η πληθωριστική επίδραση της υποτίµησης της δραχµής το Μάρτιο του 1998 στις τιµές απεδείχθη προσωρινή μόνο. Επίσης, η κυβέρνηση εισήγαγε διάφορες περικοπές των συντελεστών έµµεσης φορολόγησης οι οποίες είχαν αντιπληθωριστική επίδραση.
Η δημοσιονομική εξυγίανση προχώρησε με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Το έλλειμμα και το χρέος μειώθηκαν σημαντικά. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat την περίοδο αυτή το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από το 9,1% του ΑΕΠ το 1995 στο 3,1% το 1999. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 στο 94% το 1999. Η Ελλάδα αύξησε σημαντικά τα φορολογικά της έσοδα την περίοδο αυτή και συγκράτησε τις πρωτογενείς δαπάνες, καταφέρνοντας να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε από 2,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 4,3% το 1999. Έτσι και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, από 11,2% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,4% το 1999, κατάφερε τη σημαντική μείωση ελλειμμάτων και χρέους.
Η μεγάλη αυτή δημοσιονομική εξυγίανση επετεύχθη μάλιστα χωρίς να υπονομευτεί η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 3,5% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 1996-2000 αρκετά υψηλότερα του μ.ο. της ευρωζώνης, 2,4%. Οι συνολικές επενδύσεις αυξήθηκαν από 17,7% του ΑΕΠ το 1995 στο 21,6% του ΑΕΠ το 2000. Οι δαπάνες για δηµόσιες επενδύσεις, που συγχρηµατοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ, κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα.
Η ελληνική δραχµή εισήλθε στο Μηχανισµό Συναλλαγµατικών Ισοτιµιών (ΜΣΙ) στις 16 Μαρτίου 1998. Από την 1η Ιανουαρίου 1999 η δραχµή συµµετείχε στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ). Κατά την είσοδο της δραχµής στον ΜΣΙ, η κεντρική της ισοτιµία έναντι του DEM καθορίστηκε σε επίπεδο 12,4% χαµηλότερο από τη µέση τιµή της αγοράς κατά τις δέκα προηγούµενες ηµέρες. Η υποτίμηση αυτή δεν ενέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις παρά μόνο προσωρινά. Στις 14 Ιανουαρίου 2000, και ενώ η συναλλαγµατική ισοτιµία στην αγορά εξακολουθούσε να είναι υψηλότερη κατά 6% από την κεντρική τιµή, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν την ανατίµηση της κεντρικής ισοτιµίας. Η νέα ισοτιµία GRD/EUR καθορίστηκε σε 340,75, η οποία σηµαίνει ανατίµηση της κεντρικής τιµής κατά 3,6%. Η συναλλαγµατική ισοτιµία της δραχµής (έναντι του DEM µέχρι τις 31.12.1998 και έναντι του ευρώ στη συνέχεια) παρουσίασε γενικώς χαµηλή και µειούµενη µεταβλητότητα κατά την περίοδο αυτή, µε εξαίρεση το διάστηµα της αναταραχής στις χρηµαταγορές κατά τους τελευταίους µήνες του 1998 λόγω της κρίσης στη Ρωσία.
Τα επιτόκια αυτό το διάστημα ήταν αρχικά πολύ υψηλότερα των αντίστοιχων μ.ο. και από αυτά της Γερμανίας. Καθώς όμως αυξανόταν η αξιοπιστία της πορείας αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και σηµειωνόταν πρόοδος στην προσπάθεια δηµοσιονοµικής εξυγίανσης, τα µακροπρόθεσµα επιτόκια άρχισαν να υποχωρούν προς τα επίπεδα των χωρών της ζώνης ευρώ. Στην Ελλάδα το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο το 1995 ήταν 17% (ΕΕ-11: 8,7%, Γερμανία: 6,9%) και μειώθηκε στο 6,3% το 1999 (ΕΕ-11: 4,6%, Γερμανία: 4,5%).
Στις 19 Ιουνίου 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος Ευρώ[22] από την Ελλάδα.
Εγκυρότητα στατιστικών στοιχείων
Η κυβέρνηση που ακολούθησε (της Νέας Δημοκρατίας, με αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή και υπουργό Οικονομικών το Γ. Αλογοσκούφη) αμφισβήτησε την εγκυρότητα των οικονομικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν για να γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ. Η κριτική εστιάστηκε κυρίως στο ύψος του ελλείμματος και αποτέλεσε[23] κύριο επιχείρημα για τη θεώρηση ως λάθους την αποδοχή της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Το έλλειμμα του 1999, έτος αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζεται να είναι 3,1% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο του κριτηρίου του Μάαστριχτ για έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και του 1,6% βάσει του οποίου αξιολογήθηκε η ελληνική οικονομία. Ωστόσο, μετέπειτα αναθεωρήσεις των στοιχείων δείχνουν και άλλες χώρες να υπερβαίνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα του 3% κατά την περίοδο αξιολόγησης. Έτσι, το 1997, που είναι το έτος αξιολόγησης για τις πρώτες χώρες που έγιναν μέλη της Ευρωζώνης, το έλλειμμα της Γαλλίας ήταν 3,3%, της Ισπανίας 3,4% και της Πορτογαλίας 3,4%.[24][25]
Το 2005 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε αποτελέσματα δημοσιονομικής απογραφής με τα οποία αμφισβήτησε δημοσιονομικά στοιχεία των κυβερνήσεων Σημίτη. Τη μεθοδολογία της απογραφής (όπως την κατάργηση της τιτλοποίησης, τον χρονικό ανακαταμερισμό υπολογισμού των στρατιωτικών δαπανών) επέκρινε αργότερα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία.[26]. Η Eurostat αναθεώρησε το ύψος των αμυντικών δαπανών για τα έτη 1997 – 2003 αλλάζοντας τον κανονισμό λογιστικής καταγραφής των αμυντικών δαπανών, από ημερομηνία παράδοσης του πολεμικού υλικού (delivery basis), που τότε ακολουθούσαν οι μισές χώρες της ΕΕ, σε ημερομηνία πληρωμής ακόμα και των – συνήθως τεράστιων - προκαταβολών (cash basis). Η Eurostat επικαλέστηκε ως αιτία της αλλαγής την έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων για παραδόσεις πολεμικού υλικού. Με την αναθεώρηση στις αμυντικές δαπάνες του 1999 προστέθηκαν €973,8εκ. ή 0,9% του τότε ΑΕΠ. Χωρίς την αναθεώρηση των αμυντικών δαπανών το έλλειμμα του 1999 θα ήταν 2,2% ΑΕΠ. Από το 2005, η Eurostat καταγράφει πλέον τις αμυντικές δαπάνες με τη λογιστική μέθοδο της παράδοσης (delivery basis) και μόνον, για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ΕΕ, όπως δηλαδή ίσχυε για την Ελλάδα πριν την αναθεώρηση του 2004. Η Eurostat τότε ζήτησε από τις χώρες να διορθώσουν τις χρονολογικές σειρές τους προς τα πίσω ώστε να ακολουθούν διαχρονικά τον ίδιο ορισμό. Η Ελλάδα δεν προέβη σε επανόρθωση. Μόνο για την περίοδο 1997-2004 και μόνον για την Ελλάδα, οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν υπολογιστεί με τη μέθοδο καταγραφής των πληρωμών τη στιγμή που γίνονται (cash basis). Η ορθότητα απεικόνισης του ελλείμματος 3,1% για το 1999 αμφισβητείται[27]. Το 2,2% πάντως παραμένει υψηλότερο από αυτό που αρχικά είχε υπολογιστεί.
Χρηματιστήριο
Αυτή η οικονομική πολιτική επισκιάστηκε εν μέρει από το λεγόμενο «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», για το οποίο ο Κ. Σημίτης, μαζί με τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου, κατηγορήθηκαν ότι φέρουν ευθύνες, με το σκεπτικό ότι δηλώσεις τους περί ισχυρής οικονομίας και λαϊκού καπιταλισμού προέτρεψαν τους μικροκαταθέτες να επενδύσουν τα λεφτά τους σε μετοχές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Σε συνδυασμό με την έλλειψη των σύγχρονων ελεγκτικών μηχανισμών και εν μέσω διαδόσεων και φημών από πολλά ΜΜΕ, που υπηρετούσαν κομματικά ή στενά οικονομικά συμφέροντα, το Χ.Α.Α. οδηγήθηκε σε μια ανεξέλεγκτη άνοδο (φούσκα) στις 6.350 μονάδες με αποτέλεσμα στη συνέχεια να καταρρεύσει και πολλοί μικροεπενδυτές να χάσουν τα λεφτά τους. Νουθεσίες πάντως και προτροπές για αυτοσυγκράτηση είχαν γίνει από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Παπαδήμο και τον Διοικητή της Εθνικής Τραπέζης κ. Καρατζά στα μέσα του 1999, όπως και από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κ. Θωμαδάκη. Προσκλήθηκαν ωστόσο από τον Εισαγγελέα που τους επεσήμανε ότι προβαίνουν στην "αξιόποινη πράξη υπονόμευσης του χρηματιστηρίου".
Η αντιπολίτευση άσκησε τότε δριμεία κριτική στον κ. Σημίτη, ο οποίος (υπαινισσόμενος την έλλειψη χρηματιστηριακής κουλτούρας και τη βιαστική γοητεία της κερδοσκοπίας) είχε επιρρίψει την ευθύνη επενδυτές λέγοντας "Ας πρόσεχαν".[28][29] Υποστηρίχθηκε οτι ο δείκτης μετά την αρχή της πτώσης επιχειρήθηκε να ανέβει τεχνηέντως με μαζικές αγορές με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, μέσω της γνωστής ΔΕΚΑ, κρατικών τραπεζών, αλλά και των ασφαλιστικών ταμείων.[30][31] Για τη διαχείριση των κεφαλαίων της ΔΕΚΑ αυτό το διάστημα παραπέμφθηκε σε δίκη η τότε διοίκησή της έπειτα από μήνυση του πρώην πρωθυπουργού Μ. Έβερτ. Τελικά η διοίκηση αθωώθηκε[32].
Πάντως, η πoρεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου συμβάδισε περίπου χρονικά τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση με των άλλων χρηματιστηρίων διεθνώς, όπως της Νέας Υόρκης (SP500)[33], της Φρανφούρτης (DAX)[34] και του Παρισιού (CAC40)[35].
2000-2003: Τα πρώτα χρόνια στο ευρώ
Τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003) ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες. Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επενδύσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Η ένταξη στο ευρώ έφερε μαζί με το νέο νόμισμα αυξημένη αξιοπιστία αλλά και σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας. Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος. Μειώθηκε η αβεβαιότητα από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των νυν χωρών της Ευρωζώνης και διευκολύνθηκαν οι διασυνοριακές συναλλαγές. Την ίδια στιγμή όμως η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας. Συγχρόνως, αναίρεσε από τον μηχανισμό της αγοράς το ρόλο «τιμωρού» για τις ανισορροπίες στην οικονομία ή για την ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής και, έτσι, μετέτρεψε τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος σε ανισορροπίες διαφορετικού τύπου, που σωρεύονται χωρίς να γίνονται άμεσα αντιληπτές[36]. Έχοντας την κάλυψη του ισχυρού ενιαίου νομίσματος και σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων υπήρχε χρόνος για να προχωρήσουν σταδιακά οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις εκμεταλλευόμενοι και τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους. Οι μεταρρυθμίσεις παρά τις προσπάθειες δεν προχώρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό λόγω των αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού – «μεταρρύθμιση Γιαννίτση».
Τα οικονομικά μεγέθη[37],[25] της περιόδου 2000-2003 έπειτα από συνεχείς αναθεωρήσεις τόσο των δημοσιονομικών όσο και των εθνικολογιστικών μεγεθών δείχνουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνέχισαν να είναι υψηλοί. Κατά μέσο όρο η οικονομία αναπτύχθηκε σε σταθερές τιμές 4,5% ετησίως, ωθούμενη κυρίως από τις επενδύσεις (8,5% μέση ετήσια πραγματική αύξηση). Η κατανάλωση, ιδιωτική και κρατική, αυξήθηκε επίσης (3,8% μέση ετήσια πραγματική αύξηση) τροφοδοτούμενη και από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Η πιστωτική επέκταση ήταν υψηλή λόγω της απελευθέρωσης της τραπεζικής αγοράς μέσω και των ιδιωτικοποιήσεων τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία και της ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές.
Ο πληθωρισμός συνέχισε να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τροφοδοτούμενος από την υψηλή ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια και φυσικά τις ολιγοπωλιακές συνθήκες σε πολλές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (3,4% ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός) αν και φυσικά πολύ χαμηλότερος από παλαιότερα. Η απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών όπως και η ίδρυση της Cosmote την προηγούμενη δεκαετία, αντίθετα με τις υπόλοιπες αγορές, βοήθησαν να μην υπάρχουν πιέσεις στις τιμές των τηλεπικοινωνιών.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης την περίοδο αυτή αυξήθηκε από το 3,7% το 2000 στο 5,6% το 2003, παρόλο που το 2000-2002 υπήρχε πρωτογενές πλεόνασμα (από 3,6% το 2000 στο -0,7% το 2003). Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων το 2004 από την κυβέρνηση Καραμανλή οδήγησε στην απόφαση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υπαχθεί η Ελλάδα σε καθεστώς επιτήρησης. Η επιτήρηση αυτή έληξε το 2007, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων με τη χρησιμοποίηση εκ νέου λανθασμένων στοιχείων.
Διάφορες πρακτικές ακολουθήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη στο χώρο των Δημοσίων Οικονομικών[38]. Χρησιμοποιήθηκαν χρηματοοικονομικές τεχνικές σε μεγάλη έκταση[39][40],που στην ουσία μετέφεραν πόρους από το μέλλον στο παρόν.[41],τεχνικές όχι άγνωστες και στα άλλα κράτη - μέλη έτσι ώστε να μειωθεί το χρέος. Το 2002 η Eurostat υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να εγγράψει στο δημόσιο χρέος τα ποσά των προμετόχων, που σημαίνει πως αντί για το τέλος του 2001 το δημόσιο χρέος να είναι 99,7 αναθεωρήθηκε στο 104,7[42][43] Ύστερα από περαιτέρω ελέγχους, για το 2001 έκλεισε το χρέος στο 105,1%.[44] Ύστερα και από άλλους ελέγχους το έλλειμμα ανέβηκε στο 107,3. Δηλαδή από 100% που η κυβέρνηση είχε δημοσιεύσει, ανέβηκε στο 107,3%, 3,5 τρις δρχ, περισσότερα από ότι είχε πει η κυβέρνηση του κ. Σημίτη.[45] Επίσης λογιστικά κέρδη (για το 2001)ύψους 160 δισ δρχ από τη μετατροπή δρχ σε ευρώ, η Eurostat υποχρέωσε να διαγράψουμε[46]. Για την «εικονική» μείωση του δημοσίου χρέους δανείστηκε η κυβέρνηση 400 δις. για 5 ημέρες.[47].Τα τελικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος[37] της περιόδου αυτής έπειτα από πολλές αναθεωρήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της αναθεώρησης του ΑΕΠ της περιόδου 2000-2009[37]) δείχνουν αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 103,4% το 2000 και μείωσή του στο 97,5% το 2003. Χάρη στη μείωση των επιτοκίων και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους έπεσε από το 7,3% του ΑΕΠ το 2000 στο 4,9% το 2003.
Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε με θεαματικούς ρυθμούς την περίοδο 1996-2003. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parities) ως ποσοστό του μ.ο. των χωρών της ΕΕ-15 (που περιλαμβάνει τις παλαιές 12 οικονομίες της ΕΕ συν τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία) αυξήθηκε από το 71,7 το 1995 στο 72,3 το 2000 και στο 80,7 το 2003[25].
Σημαντική ήταν η συμβολή των κοινοτικών πόρων. Το Β΄ΚΠΣ 1994 – 1999 ύψους €14δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 1994) ολοκληρώθηκε την περίοδο αυτή. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου το 1999 εξασφαλίσθηκαν για το Γ΄ΚΠΣ[48]€22,7δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 2000).
Λόγω των παρατυπιών και της αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών να εποπτεύσουν τις αγροτικές επιδοτήσεις την περίοδο 1999-2004, επιβλήθηκε στην Ελλάδα πρόστιμο το 2006 ύψους 250 εκατ. ευρώ[49]
Για την περίοδο 1996-2001 ξοδεύτηκαν 5,2 τρις δρχ σε εξοπλισμούς. Οι δαπάνες του Β` ΕΜΠΑΕ (2001-2006) υπολογίζεται πως έφτασαν τα 6 με 7 τρις δρχ.[50] Έπειτα από τη σύλληψη και ενοχή του Γ.Καντά,υπάρχουν υπόνοιες για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο με μίζες από Γερμανικές εταιρίες στα εξοπλιστικά,κάτι το οποίο διερευνάται από την Εισαγγελία της Βρέμης.
Επί πρωθυπουργίας Σημίτη κατασκευάστηκαν ή ολοκληρώθηκαν διάφορα έργα υποδομής, τα λεγόμενα «μεγάλα έργα». Ανάμεσα στα έργα που έγιναν ξεχωρίζουν το μετρό της Αθήνας, το τραμ της Αθήνας, το νέο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Αττική Οδός (έργο για το οποίο διατυπώθηκαν ενστάσεις σε ότι αφορά το κόστος του και ειδικότερα το τελικό ποσό του 1 τρισ. δρχ. σε σχέση με τα 524 δισ. της αρχικής σύμβασης[51][52][53][54]), η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και η Εγνατία Οδός, έργο για το οποίο ασκήθηκε κριτική σε ότι αφορά την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων.[55]
Σημαντική κριτική ασκείται για τον τρόπο με τον οποίο ανατέθηκαν τα δημόσια έργα. Ο μαθηματικός τύπος καθιερώθηκε επί κυβέρνησης Σημίτη και βοήθησε στην ταχύτερη εκτέλεση των έργων. Κατηγορήθηκε όμως από μερίδα του τύπου ότι οδήγησε σε φαινόμενα διαπλοκής και σε αύξηση του τελικού κόστους των έργων. Τελικά καταργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.[56][57][58][59][60][61][62][63][64] Τα έργα για την κατασκευή του μετρό της Θεσσαλονίκης, αν και εξαγγέλθηκαν πολλές φορές[65], εν τούτοις δεν προχώρησαν επί της κυβέρνησής του.
Στις 12 Ιουνίου 2008 ο πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γιώργος Παπανδρέου απέπεμψε τον Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος μέσω επιστολής[66] που δημοσιοποίησε στον τύπο, χωρίς να κινήσει την τυπική διαδικασία διαγραφής προς τον Πρόεδρο της Βουλής. Αιτία στάθηκε η διαφορετική άποψη μεταξύ του Παπανδρέου και του Σημίτη για τη διεξαγωγή ή όχι δημοψηφίσματος σχετικά με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης της Λισαβόνας. Ο Γιώργος Παπανδρέου κατηγόρησε τον Κώστα Σημίτη πως, ενώ το 2005 είχε προσυπογράψει την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη Συνταγματική Συνθήκη της ΕΕ και είχε επιχειρηματολογήσει επ' αυτού και στη Βουλή[67] εντούτοις, στην περίπτωση της Συνθήκης της Λισαβόνας που ακολούθησε την εγκατάλειψη της Συνταγματικής Συνθήκης, άλλαξε γνώμη.
Αντικείμενο σάτιρας υπήρξε η εκφορά του λόγου του.[68][68][69][70][71][72][73][74][75][76][77][78][79][80][81][82]
Έχει γράψει πολλά κείμενα και βιβλία πολιτικού και επιστημονικού περιεχομένου.
|accessdate=
(βοήθεια)