Λουί Βιέρν | |
---|---|
Φωτογραφία του Λουί Βιέρν από το 1910 | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Louis Vierne (Γαλλικά) |
Γέννηση | 8 Οκτωβρίου 1870[1][2][3] Πουατιέ[4] |
Θάνατος | 2 Ιουνίου 1937[1][2][3] Παρίσι[5] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Μονπαρνάς |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Σπουδές | Κονσερβατόριο του Παρισιού και Institut National des Jeunes Aveugles |
Ιδιότητα | συνθέτης, οργανίστας και μουσικός παιδαγωγός |
Αδέλφια | René Vierne |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Είδος τέχνης | συμφωνία και κλασική μουσική |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λουί Βικτόρ Ζιλ Βιέρν (Louis Victor Jules Vierne, 8 Οκτωβρίου 1870 – 2 Ιουνίου 1937) ήταν Γάλλος οργανίστας και συνθέτης. Το 1900 διορίστηκε, κατόπιν διαγωνισμού, οργανίστας στον περίφημο καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων (Notre Dame), στο όργανο του οποίου και πέθανε, όπως ήταν η επιθυμία του. [6]
Ο Βιέρν γεννήθηκε στο Πουατιέ, το 1870, σχεδόν τυφλός λόγω συγγενούς καταρράκτη. Σε πολύ μικρή ηλικία ανακαλύφθηκε ότι έχει ασυνήθιστο μουσικό χάρισμα. Όταν ήταν 2 ετών άκουσε στο πιάνο για πρώτη φορά, ένα νανούρισμα του Σούμπερτ και, αμέσως, μπόρεσε να παίξει τις νότες της μελωδίας. Μετά την ολοκλήρωση των εγκυκλίων σπουδών του στην επαρχία, γράφηκε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου σπούδασε με τους Σεζάρ Φρανκ και Σαρλ-Μαρί Βιντόρ. [7] Από το 1892, υπηρέτησε ως βοηθός οργανίστας του Σαρλ-Μαρί Βιντόρ στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου της γαλλικής πρωτεύουσας και κύριος οργανίστας μετά το 1894. Στη συνέχεια, έγινε κύριος οργανίστας στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, θέση που κατείχε από το 1900 μέχρι το θάνατό του, το 1937.
Ο Βιέρν έζησε μια ζωή, σωματικά και συναισθηματικά, πολύ δύσκολη, με σοβαρές πνευματικές δοκιμασίες που αντικατοπτρίζονται σε μεγάλο μέρος της μουσικής του (π.χ. στο έργο Κακή Διάθεση και Θλίψη, για σοπράνο και πιάνο/ορχήστρα, 1916). Η ασθένειά του δεν τον καθιστούσε εντελώς τυφλό, αλλά ήταν αυτό που θα ονομαζόταν σήμερα "νομικά" τυφλός. Νωρίς στην καριέρα του, συνέθετε σε υπερμέγεθες χαρτί, για να βλέπει καλύτερα, χρησιμοποιώντας ένα "μεγάλο μολύβι", όπως περιγράφει ο μαθητής και φίλος του, Μ. Ντιπρέ (Marcel Dupré). Αργότερα, καθώς η ήδη περιορισμένη του όραση συνέχισε να μειώνεται περαιτέρω, κατέφυγε στη μέθοδο Μπράιγ για να παραγάγει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τον χωρισμό με τη σύζυγό του, ενώ έχασε τόσο τον αδελφό του, Ρενέ, όσο και τον γιο του, Ζακ, στα πεδία μάχης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και κρατούσε μια από τις πιο διάσημες θέσεις οργανίστα στη Γαλλία, στην Παναγία των Παρισίων, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού ήταν σε κακή κατάσταση καθ'όλη τη διάρκεια της θητείας του. Τελικά, πραγματοποίησε περιοδεία στη Βόρεια Αμερική για να συγκεντρώσει χρήματα για την αποκατάσταση του οργάνου. Η περιοδεία, η οποία περιελάμβανε σημαντικά ρεσιτάλ στο διάσημο όργανο «Wanamaker» στη Φιλαδέλφεια και στο μικρότερο αδελφικό-όργανο, «Wanamaker Auditorium Organ», στην πόλη της Νέας Υόρκης, ήταν πολύ επιτυχημένη, αν και το ταξίδι τον εξουθένωσε σωματικά. [8]
Ένα οδικό ατύχημα στο Παρίσι είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει άσχημα το πόδι του και, για λίγο, υπήρχε η γνωμάτευση ότι θα χρειαζόταν ακρωτηριασμό. Το πόδι του, τελικά, σώθηκε αλλά η αποκατάστασή του και το ότι, ο συνθέτης έπρεπε να ανακτήσει πλήρως την τεχνική στο πεντάλ, τού πήραν έναν ολόκληρο χρόνο, κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ζωής του. Παρά τις δυσκολίες, όμως, οι μαθητές του τον περιέγραψαν ομόφωνα ως «καλό, υπομονετικό και ενθαρρυντικό δάσκαλο». Το 1931, η Γαλλική κυβέρνηση τού έδωσε το Εθνικό Παράσημο Τιμής.
Ο Βιέρν, ως οργανίστας, διέθετε ένα κομψό, καθαρό στυλ γραφής που σεβόταν τη μουσική φόρμα, πάνω από όλα. Η αρμονική του γλώσσα ήταν ρομαντικά πλούσια, αλλά όχι τόσο συναισθηματική και θεατρική όπως εκείνη του Σ. Φρανκ. Όπως όλοι οι μεγάλοι γάλλοι οργανίστες του γυρίσματος στον 20ό αιώνα, ο Βιέρν είχε πολύ «ιδιωματικό» ήχο και είχε εμπνεύσει τους περισσότερους από τους σπουδαίους παριζιάνους οργανίστες-συνθέτες που τον ακολούθησαν.
Η παραγωγή του για το εκκλησιαστικό όργανο ήταν πολύ μεγάλη, με 6 συμφωνίες, 24 κομμάτια φαντασίας (που περιλαμβάνουν το διάσημο Carillon de Westminster) και 24 κομμάτια σε ελεύθερο στυλ, μεταξύ άλλων. Έγραψε, επίσης, πολλά έργα μουσικής δωματίου (σονάτες για βιολί και τσέλο, ένα κουιντέτο πιάνου και ένα κουαρτέτο εγχόρδων, για παράδειγμα), φωνητική και χορωδιακή μουσική και μια συμφωνία για ορχήστρα. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι, η μουσική του αντικατοπτρίζει την αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια και απεραντοσύνη της Παναγίας των Παρισίων. [10]