Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συντεταγμένες: 39°46′13″N 21°11′2″E / 39.77028°N 21.18389°E
Μέτσοβο | |
---|---|
Άποψη του Μετσόβου | |
Χάρτης | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Αποκεντρωμένη Διοίκηση | Διοίκηση Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας |
Περιφέρεια | Ηπείρου |
Περιφερειακή Ενότητα | Ιωαννίνων |
Δήμος | Μετσόβου |
Δημοτική Ενότητα | Μετσόβου |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Ήπειρος |
Νομός | Ιωαννίνων |
Υψόμετρο | 1.160 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 2.337 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 442 00 |
Τηλ. κωδικός | 2656 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Μέτσοβο (βλάχικα: Aminciu) είναι ορεινή κωμόπολη του νομού Ιωαννίνων σε υψόμετρο 1.160μ.[1]
Είναι παραδοσιακός οικισμός, ο οποίος βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με το νομό Τρικάλων, στις βόρειες πλαγιές, ανάμεσα στα βουνά της μεγαλύτερης οροσειράς της Ελλάδος, της Πίνδου. Οι κάτοικοί του, που σύμφωνα με την απογραφή του 2021 ανέρχονται σε 2.337 κατοίκους, είναι κυρίως Βλάχικης καταγωγής, ασχολούνται λιγότερο με τη γεωργία και περισσότερο με την κτηνοτροφία. Στο Μέτσοβο έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία το μοναστήρι της Θεοτόκου, κοντά στο Μετσοβίτικο ποταμό, το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου νότια της κωμόπολης και το μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής στη θέση Κιάτρα Ρόσσια (που σημαίνει στα Βλάχικα κόκκινος βράχος/λιθάρι).
Στην κωμόπολη λειτουργεί από το 1955 το Λαογραφικό Μουσείο του Ιδρύματος Τοσίτσα (Αρχοντικό Τοσίτσα) το οποίο περιλαμβάνει παραδοσιακά ξυλόγλυπτα έπιπλα, υφαντά και κεντήματα, χρυσοκέντητες φορεσιές, διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα, όπλα, νομίσματα, αγροτικά σκεύη και εικόνες της περιόδου 1650-1850. Το χειμώνα υπάρχουν οργανωμένα χιονοδρομικά κέντρα (Καρακόλι και Πολιτσιές) τα οποία σε συνδυασμό με την γραφικότητα του τοπίου αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Από το 1988 λειτουργεί η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ όπου εκτίθενται 250 περ. πίνακες αξιολόγων ζωγράφων του 19ου και 20ου αιώνα. Σύμφωνα με μία άποψη η λέξη Μέτσοβο προέρχεται από τα σλαβικά «μέτσκα» (αρκούδα) και «όβο» (χωριό).[2]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Από τον μεσαίωνα έως και τον 19ο αιώνα το Μέτσοβο καταγράφεται στις πηγές κυρίως με τον γλωσσικό τύπο Μέτζοβο. Επίσης από τα τέλη του 18ου αιώνα εμφανίζεται στις πηγές ο λογιοφανής τύπος Μέσσοβον.
Στις οθωμανικές απογραφές απαντάται ο τύπος Mcwh που αποδίδεται συνήθως φωνητικά ως Miçova. Στη βλάχικη γλώσσα το Μέτσοβο αποκαλείται Αμίντζιου (Aminʤu), λέξη που σχηματίζεται από την πρόθεση «a», η οποία σημαίνει «προς/στο» και τον τύπο Μίντζιου (Minʤu).
Από τον τύπο Μίντζιου παράγονται τα εθνικά Μίντζιανου-Μίντζιανα (Miʤanu-Miʤanə) «Μετσοβίτης-Μετσοβίτσα» καθώς και το επίθετα μίντζιανέσκου–μιντζιανεάσκα (miʤənescu - miʤəneascə) «μετσοβίτικος,-ίτικη,-ίτικο» που χρησιμοποιούνται σήμερα από τους κατοίκους του Μετσόβου. Επίσης οι βλαχόφωνοι που αγνοούν τον τύπο Aminʤu χρησιμοποιούν την ονομασία Meʤova.
Η ετυμολογία του οικωνυμίου «Μέτσοβο» από τις λέξεις Μήτσους, Μεσόβουνον ή από την αμάρτυρη σλαβική λέξη «Mẹčovo» («αρκουδότοπος»), οι οποίες έχουν προταθεί κατά καιρούς από λόγιους και ιστορικούς, δεν γίνονται αποδεκτές από την γλωσσολογική έρευνα. Αντίθετα διαπιστώνεται ετυμολογική σχέση μεταξύ του βλάχικου τύπου Minʤu και του ελληνικού τύπου Μέτσοβο, ο οποίος αποτελείται από το θέμα «Μέτσ» και την σλαβικής αρχής κατάληξη «-oβo».
Το 15ο αιώνα το Μέτσοβο περιήλθε υπό την οθωμανική κυριαρχία και έγινε τμήμα του σαντζακίου των Ιωαννίνων. Μέχρι τότε ήταν ένα μικρό και φτωχό χωριό, το οποίο κατά το επόμενο διάστημα γνώρισε σταδιακή ανάπτυξη λόγω της στρατηγικής του θέσης και της ανάθεσης από την οθωμανική εξουσία της φύλαξης των ορεινών οδικών αρτηριών και του ανεφοδιασμού του οθωμανικού στρατού. Ταυτόχρονα, το Μέτσοβο εξασφάλισε μια σειρά προνομίων το 1430 και - κυρίως - κατά το 1659, που του προσέφεραν ευρεία αυτονομία. Ακολούθησε η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού του Μετσόβου, μέσω της προσέλκυσης κατοίκων από γειτονικές και όχι μόνο περιοχές[3].
Καθ' όλη την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (18ος αιώνας-1913) ο πληθυσμός του Μετσόβου και της Βόρειας Πίνδου υπέφερε από ληστρικές επιδρομείς, ενώ κατά την τοπική ελληνική επανάσταση του 1854, η πόλη λεηλατήθηκε από τα οθωμανικά στρατεύματα και τους άνδρες του Θεόδωρου Γρίβα, πρώην στρατηγού του Ελληνικού στρατού, κατά τη σύγκρουσή τους για τον έλεγχο της πόλης.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο το Μέτσοβο κάηκε από συμμορίες. Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1912 στρατεύματα εθελοντών από την Κρήτη με περίπου 340 στρατιώτες του τακτικού Ελληνικού Στρατού υπό το συνταγματάρχη Μήτσα προέλασαν μέσω της Θεσσαλίας στην τότε ελληνοτουρκική μεθόριο στις κορυφές ανατολικά του Μετσόβου.
Στις 31 Οκτωβρίου 1912 τα ελληνικά στρατεύματα, βοηθούμενα από ανταρτικές ομάδες από την Ήπειρο και εθελοντές από το Μέτσοβο, έχοντας διασχίσει την κορυφογραμμή Κατάρας-Ζυγού κατά τη διάρκεια της νύχτας, επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά του Μετσόβου, που αποτελείτο από 205 στρατιώτες και δύο κανόνια. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 4 μ.μ., οπότε οι Οθωμανοί στρατιώτες της φρουράς ύψωσαν λευκή σημαία και παραδόθηκαν.
Μετά την απελευθέρωση του Μετσόβου, δημιουργήθηκε το απόσπασμα Μετσόβου, το οποίο, αποτελούμενο από τακτικά και εθελοντικά σώματα, αντιμετώπισε με επιτυχία τις προσπάθειες των τουρκικών δυνάμεων για ανάκτηση της κωμόπολης. Αργότερα, με την αναδιοργάνωση των ελληνικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου, δημιουργήθηκε στην κωμόπολη η Ταξιαρχία Μετσόβου, που συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του Μπιζανίου[4].
Τόσο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Μέτσοβο ήταν πρωτεύουσα ενός κράτους-μαριονέτας, που προσπάθησαν να δημιουργήσουν οι Ιταλοί.
Σύμφωνα, με τα κοινωνικά πρότυπα των κατοίκων του Μετσόβου ο πληθυσμός της ορεινής πολίχνης, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, διακρίνονταν σε τρεις κοινωνικές κατηγορίες: τους άρχοντζι (arxondzɨ))[5], τους βίνιτσι (vinitsɨ) και τους άλγκι (alɟi) ή σκωπτικά γκιζάρι(ɟizari). Η συγκεκριμένη διαστρωμάτωση προέκυψε μέσα από κοινωνικοοικονομικές διεργασίες της οθωμανικής περιόδου και βασίζονταν, κατά κύριο λόγο, σε οικονομικά κριτήρια.
Ουσιαστικά, οι άρχοντζι συγκροτούσαν την κοινωνία του πλούτου. Τα εισοδήματά τους προέρχονταν από την άσκηση εμπορικών και μεταπρατικών δραστηριοτήτων. Αν και νέμονταν την τοπική εξουσία δεν αποτελούσαν μία «κλειστή» ως προς την κοινωνική κινητικότητα ομάδα. Ο πλούτος έδινε το δικαίωμα σε οποιονδήποτε να εξελιχθεί κοινωνικά και να ενταχθεί στο ανώτερο στρώμα, αν και συχνά αυτή η άνοδος προκαλούσε σφοδρές συγκρούσεις.
Αντίθετα, η κοινωνική διάκριση μεταξύ των δύο κατωτέρων στρωμάτων του οικισμού, δε βασιζόταν σε εισοδηματικά κριτήρια, αλλά στο γεγονός ότι τα μέλη τους ήταν φορείς διαφοροποιημένων οικονομικών δομών. Συγκεκριμένα, οι άλγκι συγκροτούσαν το κοινωνικοοικονομικό στρώμα των μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Επρόκειτο για μία συμπαγή ομάδα, η οποία, εκτός του ότι ασχολούνταν αποκλειστικά με την μεγάλη κτηνοτροφία, διακατέχονταν επίσης από συγκεκριμένες αντιλήψεις σχετικά με τον κοινωνικό ρόλο των μελών τους, ο οποίος καθορίζονταν από τις αυστηρές πατριαρχικές δομές, που διείπαν την ομάδα τους.
Η κοινωνία των βίνιτσι συγκροτούνταν από τα μη κτηνοτροφικά μεσαία και κατώτερα στρώματα του οικισμού. Κυρίως, περιελάμβανε τα νοικοκυριά των γεωργών, των βιοτεχνών, των τεχνιτών, των αγωγιατών και των μικρεμπόρων. Παρά την οικονομική και επαγγελματική διαφοροποίηση που υπήρχε μεταξύ των μελών των Βίνιτσι, αυτοί εκλαμβάνανε τον εαυτό τους ως ενιαίο κοινωνικό στρώμα κάτι που αποτυπώνονταν στις κοινωνικές τους σχέσεις. Για παράδειγμα, σύναπταν γάμους μεταξύ τους αλλά ποτέ με ανθρώπους των άλγκι.
Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ κτηνοτρόφων και μη κτηνοτρόφων υφίστατο παλιότερα σε όλους τους αναπτυγμένους βλάχικους οικισμούς της Πίνδου και, ενδεχομένως, να υποκρύπτει, σε μία λανθάνουσα μορφή, την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα μίας παρελθούσας εποχής. Δεν πρόκειται για «ταξική» διαφορά στη βάση του πλούτου, εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις οι κάτοικοι και των δύο ομάδων ανήκαν στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού, αλλά για μία διαφοροποίηση σχετική με τις διεργασίες συγκρότησης των οικισμών της οροσειράς, κατά την οθωμανική περίοδο, οι οποίες επέφεραν τη συνοίκηση πληθυσμών ιδίας μεν γλωσσικής βάσης, αλλά με διακριτές οικονομικές και κοινωνικές δομές.
Στην απογραφή του 1454/55 η ένδειξη «Χωρίον» (Karye-iMiçova) προσδιορίζει τη φορολογική ενότητα του τιμαρίου που συγκροτεί η περιοχή του Μετσόβου. Σε αυτή απογράφονται τα ονόματα έξι οικισμών.
Το «Χωρίον» (Karye-iMiçova) καθορίζει τη φορολογική περιφέρεια του τιμάριου, που αποτελεί την περιοχή του Μετσόβου. Σε αυτό καταγράφονται έξι οικισμοί. Στο όνομα κάθε οικισμού προηγείται η ένδειξη «karye» και ακολουθεί η φράση «tâbi‘-iMiçova», που σημαίνει «υπαγόμενο στο Μέτσοβο».
Η λέξη «karye», ως όρος στην οργανωτική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθορίζει έναν οικισμό ή μια ομάδα οικισμών, που συνιστούν ενιαία φορολογική περιφέρεια. Στα Ελληνικά μεταφράζεται συνήθως με τη λέξη «χωρίον». Δεν αντιστοιχεί όμως στον όρο «οικισμός», όπως χρησιμοποιείται στη σύγχρονη στατιστική ορολογία, αλλά μάλλον στην έννοια της κοινότητας. Με άλλα λόγια δεν δηλώνει μια ομάδα κτιρίων, αλλά μια σαφώς καθορισμένη γεωγραφική περιοχή με αυτόνομη νομική οντότητα. ένα «karye» μπορούσε να περιλαμβάνει περισσότερους από έναν οικισμούς, ασχέτως του πόσο απείχαν μεταξύ τους.
Στην απογραφή του 1506 η ένδειξη «Karye-iMiçova» ακολουθείται από τη φράση «tâbi‘-i Τirhala», που σημαίνει «υπαγόμενο στα Τρίκαλα» και εμφανίζονται τα ονόματα οκτώ οικισμών. Πριν το όνομα κάθε οικισμού η ένδειξη «karye» της απογραφής του 1454/55 είχε αντικατασταθεί από την ένδειξη «μαχαλάς». Η συγκεκριμένη διοικητική δομή της περιοχής αποτέλεσε τη βάση για τη διοικητική της οργάνωση τους επόμενους αιώνες. Σε διοικητικά έγγραφα του 18ου αιώνα ο σημερινός οικισμός του Μετσόβου αναφέρεαται ως «Χώρα» και τα άλλα χωριά ως «μαχαλάδες».
Μία τις χαρακτηριστικότερες προσλαμβάνουσες παραστάσεις του πολιτισμού του Μετσόβου είναι η στενή του σύνδεσή με το φαινόμενο του ευεργετισμού. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, κάθε χρόνο, για πάνω από έναν αιώνα τελείται πάνδημο μνημόσυνο 50 ευεργετών. Μεταξύ αυτών μνημονεύονται πρόσωπα, τα ονόματα των οποίων, συγκαταλέγονται στους Εθνικούς Ευεργέτες της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα η ιστορική καταγραφή έχει εντοπίσει εκατοντάδες Μετσοβίτες που διέθεσαν μικρά η μεγάλα ποσά για έργα εποποιίας.
Ο ευεργετισμός των Μετσοβιτών αποτελεί ένα ιστορικό φαινόμενο οι διαστάσεις του οποίου διαμορφώθηκαν, μέσα από διεργασίες που σχετίζονται με την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη του οικισμού, κατά την οθωμανική περίοδο. Καταγράφεται κυρίως ως χαρακτηριστική εκδήλωση των πολιτισμικών αντιλήψεων που διακατείχαν την άρχουσα κοινωνική ομάδα του Μετσόβου εκείνης της εποχής. Παρά τη μακροχρόνια απουσία των αρσενικών της μελών από τον γενέθλιο τόπο, εξαιτίας της εμπορικής τους δράσης, το Μέτσοβο παραμένει η οικονομική και οικογενειακή τους έδρα. Συνεπώς ένα σημαντικό τμήμα των εσόδων τους διοχετεύεται στην τοπική οικονομία, από τους ιδίους ή τις οικογένειές τους, ως κοινωνικό ή κερδοσκοπικό κεφάλαιο, με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής υπεροχής της «τάξης τους».
Ως νοοτροπία συνδέεται άμεσα με το ειδικό πολιτειακό καθεστώς που έχει παραχωρηθεί από το Οθωμανικό κράτος στην Χώρα Μετσόβου. Η επίδειξηλτρουισμού, σηματοδοτώντας και επιβεβαιώνοντας την κοινωνική τους καταξίωση και υπόσταση, τους παρέχει δυνατότητες πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου του τόπου τους. Αρχικά, η κοινωνική τους αλληλεγγύη, εκδηλώνεται ως μία χορηγική - κτητορική δράση στα πρότυπα μίας πολιτισμικής αντίληψης που ανάγει τις ρίζες της στο μεσαιωνικό παρελθόν της ορθόδοξης εκκλησίας.
Κατά την διάρκεια του 18ουαιώνα, οι πράξεις ευποιΐας των Μετσοβιτών παρουσιάζουν μία ενδιαφέρουσα μετεξέλιξη. Εγκαταλείπεται πλέον η θρησκευτική τους απόχρωση και αποκτούν μία περισσότερο εκκοσμικευμένη μορφή. Σε αυτή τη μεταστροφή εντοπίζουμε το υπόβαθρο του μετσοβίτικου ευεργετισμού ως φαινόμενο που, από τα μέσα του 19ου αιώνα, εκδηλώνεται σε πανελλήνιο επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικοί εκ των σημαντικότερων εθνικών ευεργετών της Ελλάδας ήταν γόνοι του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος του Μετσόβου.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά, οι κάτοικοι της περιοχής του Μετσόβου απαλλάσσονται από τους τακτικούς και έκτατους φόρους που πληρώνουν οι χριστιανοί υπήκοοι άλλων περιοχών, με τον όρο να πληρώνουν κάθε έτος ένα κατ’ αποκοπή χρηματικό ποσό. Το οθωμανικό κράτος εφάρμοζε συχνά τέτοιου είδους ρυθμίσεις για ομάδες υπηκόων που προσέφεραν μία ειδική υπηρεσία. Στην περίπτωση του Μετσόβου αφορούσε τη φρούρηση των ορεινών διαβάσεων και την εξυπηρέτηση των διερχομένων. Το συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς δεν συνιστά κάποια μορφή παραχώρησης εδαφικής, πολιτικής ή φορολογικής αυτοδιοίκησης. Η έννοια της αυτονομίας είναι άγνωστη στην οσμανική πολιτειακή αντίληψη.
Θεωρητικά ο εκάστοτε σουλτάνος παραμένει ο απόλυτος κύριος της γης του Μετσόβου και την παραχωρεί όπου θέλει και όπως θέλει. Για αυτό τα φιρμάνια που εκδίδονταν, κατά καιρούς, είχαν προσωρινή ισχύ και προσδιόριζαν την περιοχή ως εξάρτημα Οθωμανών αξιωματούχων, στους οποίους ο σουλτάνος παραχωρούσε τη διακατοχή της. Πρακτικά, όμως, η παραχώρηση φορολογικών απαλλαγών ισοδυναμούσε με αυτοδιαχείριση της περιοχής.
Η μείωση των φόρων άφηνε μεγαλύτερα περιθώρια κάρπωσης του υπερπροϊόντος της τοπικής αγροτικής παραγωγής και ανεξάρτητα από το θεωρητικό πλαίσιο, που διείπε το γαιοκτητικό και πολιτικό καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα εδάφη του Μετσόβου περιέρχονται σταδιακά σε απόλυτη νομή, διαχείριση και κατοχή των κατοίκων του, γεγονός που αντιστοιχεί με πολιτική αυτοδιαχείριση. Αυτή η εξέλιξη περιείχε και δυσανάλογο κόστος. Κάθε χρόνο, έπρεπε να προκαταβληθεί έγκαιρα στον Οθωμανό νομέα της περιοχής, ο αναλογών φόρος και άλλα δωρήματα διαφορετικά ο mukata‘a του Μετσόβου κινδύνευε να περιέλθει στη νομή ισχυρών Οθωμανών γειτονικών περιοχών.
Οι έμποροι στο Μέτσοβο ήταν γυρολόγοι, που δραστηριοποιήθηκαν πολύ στις εμπορικές συναλλαγές τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης.
Η εντυπωσιακή Κοινωνιοοικονομική ανάπτυξη του Μετσόβου κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής οφείλεται κυρίως στη συμμετοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού του τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Μετσόβου μετανάστευαν από πολύ παλιά, είναι αδύνατο να καθορισθεί πότε άρχισε η εμπορική του ανάπτυξη.
Ουσιαστικές πληροφορίες για την εμπορική ανάπτυξη του Μετσόβου βρίσκονται από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά, οπότε βλέπουμε μαρτυρίες για την παρουσία γυρολόγων από το Μέτσοβο στην Κωνσταντινούπολη και στη Βενετία, γεγονός που φανερώνει μια πρώτη φάση της ανάμειξής τους στις εμπορικές συναλλαγές της Ανατολικής Μεσογείου. Το 18ο αιώνα βλέπουμε μαρτυρίες για την παρουσία Μετσοβιτών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι και τη Βιέννη. Στα τέλη του 18ου αιώνα υπάρχει στο Μέτσοβο εγκατεστημένη μια κοινότητα εμπόρων που μέσω συνεργατικών εμπορικών δικτύων εξαπλωθεί τις δραστηριότητές της σε μια μάλλον εκτεταμένη γεωγραφική έκταση.
Η πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα σηματοδοτεί την αρχή της δυναμικότερης φάσης της εμπορικής δραστηριότητας των Μετσοβιτών. Τώρα το γεωγραφικό και οικονομικό φάσμα των δραστηριοτήτων τους διευρύνεται και απλώνεται μέχρι τη Μόσχα, το Κάιρο, τη Μάλτα, το Λιβόρνο και την Τεργέστη.
Τα αρχεία δείχνουν ότι οι Μετσοβίτες έμποροι είχαν σταθερή παρουσία στις ακόλουθες πόλεις : Κέρκυρα, Σέρρες, Φιλιππούπολη, Οδησσός, Μπρόντι (Ουκρανία), Μόσχα, Πετρούπολη, Σεβαστούπολη, Νίζνα (Σλοβακία), Θεσσαλονίκη, Κισινάου, Ιάσιο, Ισμαήλ (Βεσσαραβία), Κραϊόβα, Φωξάνη, Γκαλάτσι και εποχιακή σε εμποροπανηγύρεις και υπαίθριες αγορές σε Περλεπέ, Σιστόβ (Βουλγαρία), Ορσοβα (Ρουμανία), Σμύρνη, Κύπρο και Δαμασκό. Φυσικά τα παλιά εμπορικά προπύργια Κωνσταντινούπολης, Βουκουρεστίου και Βιέννης εξακολούθησαν να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Μετσοβιτών εμπόρων.
Αλλος σημαντικός υπερπόντιος κόμβος εμπορικής δραστηριότητας για τους Μετσοβίτες ήταν το λιμάνι της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Τα πιο πρόσφατα αρχεία δείχνουν ότι η φύση του εμπορίου τους έχει αλλάξει εντυπωσιακά από την εποχή των χερσαίων ταξιδιών τους και των εμποροπανηγύρεων στα Βαλκάνια. Αν και οι έμποροι που έχουν τη βάση τους στο Μέτσοβο ή στα Ιωάννινα ασχολούνται με το πραδοσιακό εμπόριο, μεγάλος αριθμός Μετσοβιτών εμπόρων έχει ιδρύσει εμπορικές επιχειρήσεις και αντιπροσωπείες σε μακρινά μέρη, όπου ασχολούνται με όλες τις μορφές εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου.
Η οικονομική και κοινωνική άνοδος των κατοίκων του Μετσόβου κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα αντανακλάται άμεσα στις προσπάθειές τους να αναβαθμίσουν το εκπαιδευτικό τους υπόβαθρο. Η ύπαρξη σχολής ήδη από τις αρχές του 18ου, η συνεχής μέριμνα για την λειτουργία της και η μετανάστευσή τους σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια προκειμένου να λάβουν ανώτερη μόρφωση, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία αυτής της τάσης. Άμεσο επακόλουθο αυτής της διεργασίας είναι η ανάδειξη μίας ομάδας λογίων, δασκάλων και ιερωμένων, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στα πνευματικά ρεύματα που διαμορφώνονται εκείνη την περίοδο στον χώρο του νέου ελληνισμού. Μεταξύ αυτών διακρίνουμε τους: Παρθένιο Κατζούλη, Αναστάσιο Μετσοβίτη, Κωνσταντίνο εκ Μετσόβου, Τρύφωνα εκ Μετσόβου, Δημήτριο Βαρδάκα, Αδάμ Τσαπέκο, Αναστάσιο εκ Μετσόβου, Δοσίθεο Δρυϊνουπόλεως, Κωνσταντίνο Πελτέκη, Κωνσταντίνο Τζίκα, Τριαντάφυλλο Χατζή Στεργίου, Χριστόφορο Βαρλαμίτη τους αδελφούς Κυριάκο, Κωνσταντίνο και Θεόφιλο Τζαρζούλη καθώς και τον πατέρα τους Νικόλαος Τζαρτζούλη που συγκαταλέγεται από την ελληνική ιστοριογραφία στους διδασκάλους του Γένους.
Μετά το 1659 η περιοχή του Μετσόβου, που μέχρι τότε υπάγονταν στην επισκοπή Σταγών, αποτέλεσε ίδια εκκλησιαστική αρχή, τελούσα υπό πατριαρχικό έξαρχο. Τυπικά, ο εκκλησιαστικός έξαρχος του Μετσόβου, ήταν πρόσωπο που επιλέγονταν από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως με τον τίτλο «καθολικός του Μετσόβου έξαρχος» και διέμενε στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνοντας, ως επόπτης της περιοχής, 15 γρόσια ετησίως. Στην πραγματικότητα, όμως, τα καθήκοντά του εκτελούσε τοπικός ιεράρχης, που εκλέγονταν από τους Μετσοβίτες και εγκρινόταν από το Πατριαρχείο, υποχρεούμενος μόνο να μνημονεύει το όνομα του «καθολικού εξάρχου». Από το 1818 η εκλογή του γίνονταν από τους εφόρους των σχολείων του Μετσόβου και κατόπιν επικυρώνονταν η εκλογή του από τον Πατριάρχη. Στην πνευματική δικαιοδοσία του εκκλησιαστικού εξάρχου του Μετσόβου υπάγονταν οι οικισμοί Μέτσοβο, Ανήλιο, Ντερβεντίστα (νυν Ανθοχώρι), Βοτονόσι, Μηλιά, Κουτσιούφλεανη (νυν Πλατάνιστος ) και Μαλακάσι. Το 1924 η Πατριαρχική εξαρχία Μετσόβου μετατράπηκε προσωρινά σε μητρόπολη, προκειμένου να τακτοποιηθούν ιεράρχες από τη Μικρά Ασία, που έχασαν τις έδρες τους. Το 1929 καταργήθηκε η μητρόπολη, χωρίς να επανέλθει το καθεστώς της εξαρχίας. Η περιοχή της Χώρας υπάχθηκε στην Μητρόπολη Γρεβενών έως το 1932, οπότε και αποσπάστηκε το Μέτσοβο, το Ανήλιο το Βοτονόσι και η Δερβεντίστα, που προσαρτήθηκαν στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Η Εξαρχία Μετσόβου λειτουργώντας ως τοπικός εκπρόσωπος των ιδεολογικών αντιλήψεων του Πατριαρχείου έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων του Μετσόβου.
Το Μέτσοβο είναι ακόμα γνωστό για την παρασκευή δύο τυριών, με την ονομασία μετσοβόνε (Προϊόντων Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ)) και μετσοβέλας. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού απασχολείται στις βιοτεχνίες ξύλου αλλά και γάλακτος (γιαούρτι, βούτυρο, γραβιέρα και κεφαλογραβιέρα) καθώς και στις βιοτεχνίες βαρελιών, κυψελών και ειδών λαϊκής τέχνης (υφαντά, ασημικά, ξυλόγλυπτα κ.α.). Επίσης φημίζεται για την παραγωγή κρασιού με πιο γνωστό παρασκευαστή τον αμπελώνα του κατωΐου της οικογενείας των Αβέρωφ.
Στο Μέτσοβο λειτουργεί βρεφονηπιακός σταθμός, νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο. Για τις ανάγκες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχει ιδρυθεί Γυμνάσιο και Λύκειο (Επαγγελματικό και Γενικό). Στα σχολεία της περιοχής συρρέουν παιδιά από τους γύρω οικισμούς για την βασική τους εκπαίδευση (κυρίως Γυμνάσιο και Λύκειο).
Ο σημερινός Δήμος Μετσόβου δημιουργήθηκε το 2011 με τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης από τη συνένωση των ακόλουθων 3 πρώην δήμων, που έγιναν δημοτικές ενότητες:
Η δημογραφική εξέλιξη του Μετσόβου είναι η εξής:
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1991 | 2.904 |
2001 | 2.963 |
2011 | 2.503 |
2021 | 2.337 |
Η Επαρχία Μετσόβου ήταν μία από τις επαρχίες του Νομού Ιωαννίνων. Η έκτασή της αντιστοιχούσε σε εκείνη του σημερινού Δήμου Μετσόβου, εκτός από το μεγαλύτερο μέρος της δημοτικής ενότητας Εγνατίας. Καταργήθηκε το 2006.
Το Μέτσοβο είναι κοιτίδα διάσημων Ελλήνων και μεγάλων ευεργετών του έθνους, όπως ο Νικόλαος Στουρνάρας, η Ελένη Τοσίτσα, ο Μιχαήλ Τοσίτσας και ο Γεώργιος Αβέρωφ, που κατάφεραν να κάνουν γνωστό το Μέτσοβο πανελληνίως. Η μεγαλύτερη συμβολή των πιο πάνω προσώπων ήταν η δημιουργία του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το οποίο εν συντομία αποκαλείται Μετσόβιο. Άλλο σημαντικό άτομο από το Μέτσοβο είναι ο πρώην υπουργός και αρχηγός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ.
Η οδική πρόσβαση στην ορεινή αυτή περιοχή είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και κατά τη διάρκεια του χειμώνα επικρατούν ακραία καιρικά φαινόμενα με υψηλή χιονόπτωση. Για το λόγο αυτό, αλλά και για να γίνει η πρόσβαση πιο προσιτή προς τη βόρεια Ελλάδα, το Μέτσοβο συνδέθηκε με την Εγνατία οδό, σύνδεση που ολοκληρώθηκε το 2009[9][10][11]. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην τουριστική ανάπτυξη της πόλης, καθώς και στην μεταφορά των προϊόντων που παράγει.