Μανουέλ Βαλλς | |
---|---|
Ο Μανουέλ Βαλλς τον Μάιο του 2015 | |
21ος Πρωθυπουργός της Γαλλίας | |
Περίοδος 1 Απριλίου 2014 – 5 Δεκεμβρίου 2016 | |
Πρόεδρος | Φρανσουά Ολλάντ |
Προκάτοχος | Ζαν-Μαρκ Αιρώ |
Διάδοχος | Μπερνάρ Καζνέβ |
Υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας 41ος Υπουργός Εσωτερικών της 5ης Δημοκρατίας | |
Περίοδος 16 Μαΐου 2012 – 31 Μαρτίου 2014 | |
Πρόεδρος | Φρανσουά Ολλάντ |
Πρωθυπουργός | Ζαν-Μαρκ Αιρώ |
Δήμαρχος του Εβρί | |
Περίοδος 18 Μαρτίου 2001 – 24 Μαΐου 2012 | |
Προκάτοχος | Κριστιάν Ολιβιέ |
Διάδοχος | Φρανσίς Σουάτ |
Βουλευτής για την 1η περιφέρεια της Εσόν | |
Εν ενεργεία Ανέλαβε καθήκοντα 19 Ιουνίου 2002 | |
Προκάτοχος | Ζακ Γκαϊάρ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 13 Αυγούστου 1962Βαρκελώνη, Καταλωνία, Ισπανία | ,
Εθνότητα | Καταλανική |
Υπηκοότητα | Γάλλος |
Πολιτικό κόμμα | Σοσιαλιστικό Κόμμα |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Παντεόν-Σορμπόν |
Επάγγελμα | Σύμβουλος Επικοινωνίας |
Θρήσκευμα | Ρωμαιοκαθολικισμός |
Ιστοσελίδα | http://www.valls.fr/ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μανουέλ Κάρλος Βαλλς[1] (Manuel Carlos Valls), γεννημένος στις 13 Αυγούστου 1962 στη Βαρκελώνη της Καταλωνίας, είναι Γάλλος πολιτικός, Πρωθυπουργός της χώρας από το 2014 έως το 2016. Μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS), υπήρξε δήμαρχος του Εβρύ από το 2001 έως το 2012 και βουλευτής της πρώτης περιφέρειας της Εσόν από το 2002. Ειδικός σύμβουλος στο πλευρό του Σοσιαλιστή υποψηφίου Φρανσουά Ολλάντ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2012, στις 16 Μαΐου του 2012 ορίζεται Υπουργός Εσωτερικών εντός της κυβέρνησης Ζαν-Μαρκ Αιρώ. Τον Απρίλιο του 2014 διορίζεται πρωθυπουργός μετά την παραίτηση του Ζαν-Μαρκ Αιρώ.
Η κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλλς παραιτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2014 και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση.[2][3][4]
Γεννημένος στη Βαρκελώνη το 1962[5], ο Μανουέλ Βαλλς αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις πολιτικών, μαζί με τον Λιονέλ Λυκά, την Εβά Ζολύ ή τον Ζαν-Βενσάν Πλασέ, που να έχουν πάρει τη γαλλική υπηκοότητα μέσω πολιτογράφησης, το 1982 — δεν διαθέτει διπλή εθνικότητα, καθώς αυτή η επιλογή δεν υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή[6].
Είναι γιος του Τσάβι Βαλλς (Xavi(er) Valls), Καταλανού ζωγράφου (1923-2006)[7][8], και της Λουϊζάντζελα Γκαλφέτι, με καταγωγή από την Ιταλική Ελβετία, αδερφής του αρχιτέκτονα Αουρέλιο Γκαλφέτι[9][10]. Ο παππούς του, αρχισυντάκτης μιας ρεπουμπλικανικής και καθολικής εφημερίδας, έκρυψε ιερείς κυνηγημένους από τους τροτσκιστές και αναρχικούς[5]. Ένας ξάδερφος του πατέρα του, ο Μανουέλ Βαλλς ι Γορίνα, συνέθεσε τον ύμνο της Μπαρτσελόνα, της οποίας δηλώνει ένθερμος οπαδός[11].
Τετράγλωσσος καθώς γνωρίζει να μιλά τα γαλλικά, τα καταλανικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά[12], γνωρίζει στο πανεπιστήμιο τη Ναταλί Σουλιέ, την οποία νυμφεύεται το 1987, και με την οποία έχει τέσσερα παιδιά. Χωρισμένος, είναι παντρεμένος από την 1η Ιουλίου 2010[13] με τη βιολονίστα Αν Γκραβουέν, πρώτο βραβείο βιολιού και μουσικής δωματίου του Ωδείου του Παρισιού.[14][15]
Το 1980, σε ηλικία 17 ετών, προσχωρεί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα για να υποστηρίξει τον Μισέλ Ροκάρ. Εισέρχεται στους ροκαρδιανούς κύκλους της δεύτερης αριστεράς, που αντιστέκονται εντός του PS στον Φρανσουά Μιτεράν. Στη διάρκεια των σπουδών ιστορίας του στο université Paris 1 Panthéon-Sorbonne (centre Tolbiac)[16], προσχωρεί στο φοιτητικό συνδικάτο UNEF-ID και γίνεται σύμβουλος του Μισέλ Ροκάρ επί των φοιτητικών υποθέσεων. Καθώς δεν είναι ακόμη Γάλλος το 1981[17], δεν δύναται να ψηφίσει κατά τις Γαλλικές προεδρικές εκλογές 1981.
Στα τέλη του 1980, συναντά στο πανεπιστήμιο άλλους δύο ροκαρδιανούς, με τους οποίους συνδέεται με φιλία: τον Αλάν Μπαουέρ, που αργότερα γίνεται ο νονός του δεύτερου γιου του, και τον Στεφάν Φουκ[18][19][20].
Από το 1983 μέχρι το 1986, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ρομπέρ Σαπουί, βουλευτή της Αρντές. Το 1988, διαδέχεται τον Ανρί Καμινσκά ως επικεφαλής του PS του Αρζαντέιγ-Μπεζόν αφότου εκλέχτηκε σε ηλικία 24 ετών στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Ιλ-ντε-Φρανς, του οποίου γίνεται πρώτος αντιπρόεδρος το 1998.
Από το 1991 ως το 1993, είναι αναπληρωτής υπουργικός εκπρόσωπος στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες 1992 της Αλμπερβίλ. Στη συνέχεια γίνεται εθνικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος σε θέματα επικοινωνίας και πρώτος γραμματέας της ομοσπονδίας του Βαλ-ντ'Ουάζ, ενώ στη συνέχεια του ανατίθεται η θέση του υπεύθυνου επικοινωνίας και τύπου στο πολιτικό γραφείο του Λιονέλ Ζοσπέν, Πρωθυπουργού, από το 1997 ως το 2002.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1997, αποτυγχάνει στον πρώτο γύρο στην περιφέρεια του Αρζαντέιγ (πέμπτη περιφέρεια του Βαλ-ντ'Ουάζ).
Ο Μανουέλ Βαλλς εκλέχτηκε δήμαρχος του Εβρύ (Εσόν) τον Μάρτιο του 2001, και στη συνέχεια βουλευτής στην Première circonscription de l'Essonne (1η περιφέρεια της Εσόν) στις 16 Ιουνίου 2002, για τη 12η κοινοβουλευτική θητεία (2002-2007). Επανεκλέγεται στις βουλευτικές εκλογές του 2007 με ποσοστό 60,12% των ψήφων. Διακρίνεται τότε για το κάλεσμα του για την επανίδρυση του PS και την αλλαγή του ονόματός του.
Το 2007, απορρίπτει πρόταση του Νικολά Σαρκοζί, νεοεκλεγέντος προέδρου της Δημοκρατίας, να συμμετάσχει στην κυβέρνηση του Φιγιόν ως ένα « άνοιγμα » προς τους Σοσιαλιστές[21].
Επανεκλέχτηκε δήμαρχος του Εβρύ το 2008 με ποσοστό 70,28% των ψήφων, αλλά με αποχή που άγγιζε τα 2/3 του εκλογικού πληθυσμού.
Το 2005, στα πλαίσια του γαλλικού δημοψηφίσματος σχετικά με τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συντάγματος, υπερασπίζεται το « όχι ». Αλλά λίγο πριν το εσωτερικό δημοψήφισμα εντός του PS την 1η Δεκεμβρίου 2004, όπου το « ναι » επικρατεί με ποσοστό 59 %επί των ψήφων, συμμετέχει, « από συμμόρφωση προς τους εσωτερικούς κανονισμούς του κόμματος », στην εκστρατεία του PS υπέρ του « ναι »[22]. Ψηφίζει με άλλους εκλεγέντες της αριστεράς « υπέρ » της μεταρρύθμισης του άρθρου 15 του συντάγματος δίνοντας έτσι τη δυνατότητα επικύρωσης του Συνθήκης της Λισσαβώνας (2007) στη διάρκεια του Κογκρέσου του Γαλλικού Κοινοβουλίου στις 4 Φεβρουαρίου 2008[23].
Στις 25 Νοεμβρίου 2008, συνεχίζοντας τις ενστάσεις επί των αποτελεσμάτων που είχαν υποθεί στο Συνέδριο της Ρενς του PS όπου υποστήριξε τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, απαιτεί την έρευνα των δικαστικών αρχών σχετικά με τις υποψίες εκλογικής νοθείας στις ομοσπονδίες του Βορρά και της Σεν-Μαριτίμ φύλλα προσκείμενες στη Μαρτίν Ωμπρύ[24][25]. Πάντως, επανερχόμενος στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 σ' αυτή την υπόθεση, μετά τη δημοσίευση του "Hold up, arnaques et trahisons", μιας έρευνας δύο δημοσιογράφων, θεωρεί πως πρέπει να υπάρξει « αλλαγή σελίδας »[26].
Στις 14 Ιουλίου 2009, η πρώτη γραμματέας του κόμματος Μαρτίν Ωμπρύ δημοσιοποιεί μια ανοιχτή επιστολή[27] στον Μανουέλ Βαλλς στις στήλες της εφημερίδας Le Parisien στην οποία του γράφει : «Αν οι θέσεις που εκφράζεις αντικατοπτρίζουν βαθιά τις σκέψεις σου, τότε θα πρέπει να αναλάβεις πλήρως την ευθύνη και να εγκαταλείψεις το Σοσιαλιστικό Κόμμα»[28] ». Αρκετές προσωπικότητες του PS όπως ο Ζεράρ Κολόμπ, ο Ζαν-Νοέλ Γκερινί και ο Ζαν-Πιέρ Μινιάρ υποστηρίζουν τον Μανουέλ Βαλλς απέναντι στη Μαρτίν Ωμπρύ[29]. Της απαντά στις 16 Ιουλίου[30] πως δεν επιθυμεί να αποχωρήσει από το κόμμα και σημειώνει πως « πάντοτε σεβάστηκε, όσο κι αν μπορούσε να του κοστίσει », την επιλογή των μελών και τους εκλογικούς νόμους της κοινοβουλευτικής του ομάδας της οποίας είναι επίσης ένας εκ των ηγετών[31][32].
Στις 2 Ιανουαρίου 2011, ο Μανουέλ Βαλλς δηλώνει πως επιθυμεί να «ξεκλειδώσει τις 35 ώρες», δημιουργώντας για μια ακόμη φορά αναταραχή εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος[33].
Στις 13 Ιουνίου 2009, ο Μανουέλ Βαλλς ανακοινώνει την πρόθεσή του να κατεβεί υποψήφιος στον σοσιαλιστικό προκριματικό γύρο του 2011 ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012[34]. Στις 30 Ιουνίου 2009 δημιουργεί την ομάδα «Η Αριστερά έχει ανάγκη αισιοδοξίας» (À gauche besoin d'optimisme), «δικαστικό και οικονομικό στήριγμα» για την κάθοδό του στον σοσιαλιστικό προκριματικό γύρο ενόψει των προεδρικών εκλογών[35]. Στις 7 Ιοθυνίου 2011, επιβεβαιώνει την υποψηφιότητά του για τον σοσιαλιστικό προκριματικό γύρο[36].
Το βράδυ του πρώτου γύρου, στις 9 Οκτωβρίου 2011, ο Μανουέλ Βαλλς λαμβάνει το 6% των ψήφων, μόλις πίσω από τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, και αποκλείεται με αυτό τον τρόπο από τον πρώτο γύρο του σοσιαλιστικού προκριματικού. Το βράδυ της ήττας του δηλώνει τη στήριξή του στον Φρανσουά Ολλάντ για τον δεύτερο γύρο.
Ο Φρανσουά Ολλάντ τον ονομάζει διευθυντή επικοινωνίας για την προεκλογική του καμπάνια ενόψει των εκλογών του 2012. Σε αυτή τη θέση-κλειδί, οργανώνει την εκστρατεία του σοσιαλιστή υποψηφίου και τον απομακρύνει από τα φώτα της δημοσιότητας, με την εντατική του παρουσία στο πλευρό του υποψηφίου να του αποφέρει το παρατσούκλι «Kommandantur»[37].
Στις 16 Μαΐου 2012, χρίζεται Υπουργός Εσωτερικών εντός της κυβέρνησης Ζαν-Μαρκ Αιρώ.
Κατηγοριοποιημένος γενικά στη «δεξιά πτέρυγα»[5] του Σοσιαλιστικού Κόμματος, διακρίνεται στον πολιτισμό και την προσέγγιση της γερμανικής και σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο ίδιος έχει, κατά το παρελθόν, αυτοχαρακτηριστεί ως «μπλαιριστής»[38] ή "κλιντονιστής[39]", ή ακόμη « συνεχιστής των Πιέρ Μεντές Φρανς, Μισέλ Ροκάρ και Λιονέλ Ζοσπέν » (σοσιαλιστικός προκριματικός του 2011).
Υποστηρίζει έναν πολιτικό διάλογο «οικονομικά ρεαλιστικό και απογυμνωμένο από δημαγωγία». Διακρίνεται κυρίως από πολλούς συντρόφους του εντός του PS πάνω στην ατομική του υπευθυνότητα[40] (« Η νέα ελπίδα της οποίας πρέπει να είναι φορέας η αριστερά, είναι αυτή της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου: να δοθεί η δυνατότητα στον καθένα να γίνει αυτό που είναι[41] ») ή η "άρνηση της βοήθειας[5]".
Θεωρώντας τον εαυτό του « περισσότερο ρεφορμιστή παρά επαναστάτη », επιθυμεί « να συμφιλιώσει την αριστερά με τη φιλελεύθερη ιδεολογία »[42].
Ανάμεσα στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί, είναι κυρίως θετικός στη θέσπιση του « κοινωνικού ΦΠΑ », που στοχεύει κυρίως στην αύξηση του ΦΠΑ σε έναν αριθμό καταναλωτικών αγαθών γνωστών ως « μη πρώτης ανάγκης » ως αντάλλαγμα μιας φοροελάφρυνσης στον μισθολογικό τομέα (« Μια φορολογική πολιτική θα πρέπει να περάσει από μια αύξηση του ΦΠΑ. Είναι ο ΦΠΑ-ασφάλειας ή κοινωνικός που προτείνω »[43].)
Ζητεί επίσης την επιμήκυνση της περιόδου εισφορών για να ρυθμιστεί η ηλικία συνταξιοδότησης και "η ευθυγράμμιση των ειδικών συνταξιοδοτικών συστημάτων στο γενικότερο σύστημα[44]."
Το 2010, τάχθηκε υπέρ του ελέγχου των εθνικών προϋπολογισμών από την Κομισιόν, κρίνοντάς το « αναμφισβήτητα » αναγκαίο. « Στον σύγχρονο κόσμο όπως αυτός είναι, που έχει ανάγκη μεγάλων συνόλων, χρειαζόμαστε περαιτέρω ενοποίηση των οικονομικών πολιτικών μας, περισσότερη συνεννόηση, αυτό ισχύει για τη νομισματικό τομέα, ισχύει για τον τομέα του προϋπολογισμού και ισχύει για τον φορολογικό τομέα » δηλώνει[45].
Ερωτηθής τον Ιούλιο του 2011 σχετικά με τη συμμετοχή του σε μια συνάντηση της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, επιβεβαίωσε πως προσκλήθηκε στην Ουάσινγκτον δυο χρόνια νωρίτερα, θεωρώντας πάντως πως αυτή η λέσχη ήταν ακόμη πολύ « ατλαντική » και πως έπρεπε να κάνει το άνοιγμα προς τον υπόλοιπο κόσμο. Παρομοίως, κρίνει πως « θα έπρεπε να υπάρχουν επίσης μεγάλες οργανώσεις της αριστεράς, πολιτικές, κοινωνικές », σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο[46].
Στο Pour en finir avec le vieux socialisme... et être enfin de gauche, δηλώνει θετικός στις « quotas » μετανάστευσης, εγκρίνει την επιμήκυνση της συνταξιοδοτικής εισφοράς στα 41 έτη με την προϋπόθεση να υπάρχει μια αποχώρηση « à la carte », σύμφωνα με το πόσο επίπονη είναι μια σταδιοδρομία, αναπολεί τις « fatwas ενάντια στα μεταλλαγμένα » και τις αντιπυρηνικές[47].
Εκλεγμένος σε μια πόλη που γνωρίζει προβλήματα ασφαλείας, είναι οπαδός μιας σταθερής πολιτικής και είναι υπέρ της ύπαρξης δημοτικής αστυνομίας, που σε περιπτωσεις ανάγκης θα φέρει οπλισμό (σοσιαλιστικός προκριματικός του 2011). Στιγματίζει αντίθετα αυτό που αποκαλεί « την πολιτική των αριθμών » της κυβέρνησης Φιγιόν.
Στο La Laïcité en face, απαιτεί αναθεώρηση του νόμου του 1905 σχετικά με τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους αναφέροντας πως « κανείς δεν επιθυμεί να τον αγγίξει, αλλά παρακάμπτεται σε μόνιμη βάση. Ο καθένας ψάχνει ένα άλλοθι για να πετύχει τους στόχους του. […] Η χώρα μας λοιπόν είναι αδύνατο να γλιτώσει την αναθεώρηση ακόμη κι αν δεν πρόκειται για μια αναθεώρηση με Α. Ο νόμος μάλιστα έχει πολλές φορές τροποποιηθεί από την στιγμήπου υιοθετήθηκε. Η Δημοκρατία θα μπορούσε έτσι να βρει μια συμβολική στιγμή για να δώσει μια νέα αναπνοή στην κοσμικότητα. Πρέπει να υπάρξει μια κοινωνική αναθεώρηση της εφαρμογής της κοσμικότητας που να περάσει από κοινοβουλευτική συζήτηση. Ορίστε ένας καλός τρόπος να ξαναμπεί το κοσμικό ιδανικό στην καρδιά της γαλλικής κοινωνίας και να γίνει μια αξία που θα μπορεί να μοιράζεται »[48].
Το 2002, αντιτίθεται στο μαγαζί Franprix του Εβρύ που πουλά αποκλειστικά προϊόντα χαλλάλ[22].
Ο Μανουέλ Βαλλς, που υπήρξε Μασόνος και μέλος της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, δηλώνει πως είναι ανενεργός εδώ και πολύ καιρό και πως έχει αποχωρήσει[49][50].
Στις 12 Οκτωβρίου 2009, ο Μανουέλ Βαλλς δηλώνει « τελείως αντίθετος » με την πρόταση αποποινικοποίησης ή νομιμοποίησης της κάνναβης που έκανε ο Ντανιέλ Βαγιάν ο οποίος στόχευε μεταξύ άλλων να στερήσει τους εμπόρους από μια πηγή εσόδων, με τον Βαλλς να επικαλείται τον κίνδυνο απώλειας των αναφορών, του τέλους των απαγορεύσεων, και πως « τα ναρκωτικά, […] πηγή της υπόγειας οικονομίας, δεν μπορούν έχουν αυτό τον τρόπο χειρισμού »[51].
Το καλοκαίρι του 2011, ανακοινώνει πως « άνδρες και γυναίκες όπως οι Ντομινίκ ντε Βιλπέν, Φρανσουά Μπαϊρού ή Κορίν Λεπάζ, για να μην αναφερθώ μόνο σ'αυτούς, μπορούν να αποτελέσουν μέρος, εφόσον το επιθυμούν, μιας ευρείας πλειοψηφίας ».