Ο Ντέιβιντ Ντην Ρασκ (David Dean Rusk, 9 Φεβρουαρίου 1909 – 20 Δεκεμβρίου 1994) ήταν ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής από το 1961 μέχρι το 1969, υπηρετώντας υπό δύο διαφορετικούς Προέδρους, τους Τζων Κέννεντυ και Λύντον Τζόνσον. Ο Ρασκ είναι ο δεύτερος σε διάρκεια θητείας υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μετά τον Κόρντελ Χαλ.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ρασκ υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός στην Ασία. Υπήρξε υπάλληλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1945 και διορίσθηκε βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Άπω Ανατολής το 1950. Το 1952 ο Ρασκ έγινε πρόεδρος του Ιδρύματος Ροκφέλερ.
Μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 1960, ο Κέννεντυ ζήτησε από τον Ρασκ να υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών. Με αυτή την ιδιότητα, ο Ρασκ υποστήριξε τις διπλωματικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια της κρίσεως των πυραύλων της Κούβας. Παρά το ότι αρχικώς εξέφρασε την αντίθεσή του στην κλιμάκωση του ρόλου των ΗΠΑ στον Πόλεμο του Βιετνάμ, κατόπιν έγινε γνωστός ως ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. Μετά την αποχώρησή του από την υπουργία, ο Ρασκ δίδαξε διεθνείς σχέσεις στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια.
Ο Ντην Ρασκ γεννήθηκε σε αγροτική περιοχή[7] στην Κομητεία Τσερόκι της Τζόρτζια. Γονείς του ήταν οι Ρόμπερτ Χιου Ρασκ και Φράνσις Ελίζαμπεθ Ρασκ (το γένος Κλότφέλτερ).[8] Πήγε σε δημόσια σχολεία[9] και πέρασε δύο χρόνια εργαζόμενος ως βοηθός ενός δικηγόρου της Ατλάντα προτού κερδίσει αρκετά χρήματα ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο Κολέγιο Ντέιβιντσον[10], αποφοιτώντας το 1931.[9] Εξασφάλισε τότε μία Υποτροφία Ρόουντς και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Κολέγιο Σαιν Τζωνς), στην Αγγλία. Εκεί το 1933 τιμήθηκε με το «Βραβείο Ειρήνης Σέσιλ».[9][11]
Στις 9 Ιουνίου 1937 ο Ρασκ νυμφεύθηκε τη Βιρτζίνια Φόιζι (Virginia Foisie, 1915-1996).[9] Απέκτησαν τρία τέκνα: τον Ντέιβιντ, τον Ρίτσαρντ και την Πέγκυ.[12]
Ο Ρασκ δίδαξε στο Κολέγιο Μιλς του Όουκλαντ (Καλιφόρνια) από το 1934 έως το 1949 (εκτός από τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας), ενώ πήρε και ένα πτυχίο Νομικής από το Μπέρκλεϋ το 1940.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ρασκ κατατάχθηκε στο πεζικό ως έφεδρος λοχαγός που ήταν, υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός στο «θέατρο επιχειρήσεων Κίνας-Βιρμανίας-Ινδίας». Το τέλος του πολέμου τον βρήκε συνταγματάρχη και παρασημοφορημένο με το μετάλλιο της «Λεγεώνας της Αξίας»[9], ενώ από τον Φεβρουάριο του 1945 ήταν ήδη υπάλληλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εργαζόμενος στο Γραφείο Υποθέσεων ΟΗΕ. Το ίδιο έτος πρότεινε τον επίσημο χωρισμό της Κορέας σε σφαίρες αμερικανικής και σοβιετικής επιρροής στον 38ο παράλληλο. Μετά την αποχώρηση του Άλτζερ Χις τον Ιανουάριο του 1947 ο Ρασκ τον διαδέχθηκε ως διευθυντής του Γραφείου Ειδικών Πολιτικών Υποθέσεων και διορίσθηκε βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Άπω Ανατολής το 1950. Από αυτή τη θέση διεδραμάτισε ρόλο στην απόφαση των ΗΠΑ να αναμιχθούν στον Πόλεμο της Κορέας. Αναδείχθηκε ωστόσο σε προσεκτικό διπλωμάτη, που πάντοτε αναζητούσε τη διεθνή υποστήριξη για τις ενέργειες των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, έφυγε από την πρωτεύουσα με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε επί δεκαετία στο Σκάρσντεϊλ της Νέας Υόρκης, όπου ανέλαβε διοικητικά καθήκοντα στο Ίδρυμα Ροκφέλερ, του οποίου έγινε και πρόεδρος, διαδεχόμενος τον Τσέστερ Λ. Μπάρναρντ.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1960 ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ πρότεινε τον Ρασκ για τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών. Δεν ήταν η πρώτη επολογή του, αλλά ένας «ελάχιστος κοινός παρονομαστής», καθώς η πρώτη επιλογή του Κέννεντυ για τη θέση, ο Φούλμπραϊτ, αποδείχθηκε υπερβολικά αμφιλεγόμενη.[13] Ο Ρασκ ορκίστηκε ως υπουργός στις 21 Ιανουαρίου 1961.
Ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Ρασκ πίστευε στη χρήση στρατιωτικής δράσεως για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Παρά τις κατ' ιδίαν επιφυλάξεις του για την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, δεν αντιτάχθηκε σε αυτή κατά τις συναντήσεις του εκτελεστικού συμβουλίου. Από την άλλη, στην Κρίση των πυραύλων της Κούβας υποστήριξε τις διπλωματικές προσπάθειες. Μία προσεκτική επισκόπηση από τον Σέλντον Στερν, επικεφαλής της Βιβλιοθήκης JFK, των ηχογραφήσεων του Κέννεντυ από τις συνεδρίες της EXCOMM υποδεικνύει ότι οι θέσεις που διετύπωνε στις συζητήσεις ο Ρασκ πιθανώς απέτρεψαν έναν πυρηνικό πόλεμο.[14] Στις αρχές της θητείας του είχε ισχυρές επιφυλάξεις για την κλιμάκωση του ρόλου των ΗΠΑ στο Βιετνάμ[15], αλλά αργότερα η ζωηρή δημόσια υπεράσπιση εκ μέρους του των ενεργειών των ΗΠΑ στον Πόλεμο του Βιετνάμ τον κατέστησε συχνό στόχο των αντιπολεμικών διαδηλωτών. Πέραν του «αντικομμουνιστικού αγώνος», συνέχισε να επιδιώκει τις ιδέες του ως προέδρου του Ιδρύματος Ροκφέλερ για βοήθεια στις αναπτυσσόμενες χώρες και στήριξη στους χαμηλούς δασμούς για την ενίσχυση του παγκόσμιου εμπορίου. Από την άλλη, επέσυρε την οργή του εβραϊκού λόμπι όταν γνωστοποίησε ότι πίστευε πως το περιστατικό με το αμερικανικό πολεμικό σκάφος «Liberty» στον Πόλεμο των Έξι Ημερών ήταν προσχεδιασμένη επίθεση των Ισραηλινών και όχι ατύχημα.
Καθώς γράφει στην αυτοβιογραφία του (As I Saw It), ο Ρασκ δεν είχε καλή σχέση με τον Πρόεδρο Κέννεντυ. Ο Κέννεντυ εκνευριζόταν συχνά από την επιφυλακτικότητα του Ρασκ στις συμβουλευτικές συναντήσεις και χαρακτήριζε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «κούπα με ζελέ» που «δεν έχει ποτέ κάποια νέα ιδέα». Ο ειδικός σύμβουλος του Προέδρου Τεντ Σόρενσεν γράφει ότι ο Κέννεντυ εξέφραζε συχνά ανυπομονησία με τον Ρασκ και τον θεωρούσε ανεπαρκώς προετοιμασμένο σε συναντήσεις έκτακτης ανάγκης και σε περιόδους κρίσεων.[16] Οι φήμες για αντικατάσταση ή παραίτηση του Ρασκ έβριθαν την περίοδο πριν το μοιραίο ταξίδι του Κέννεντυ στο Ντάλας το 1963. Λίγο μετά τη δολοφονία του, ο Ρασκ έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του νέου Προέδρου Λύντον Τζόνσον. Ωστόσο, ο Τζόνσον αρνήθηκε να τη δεχθεί και διατήρησε τον Ρασκ ως υπουργό Εξωτερικών σε όλη τη διάρκεια της δικής του θητείας.
Ο Τζόναθαν Κόουλμαν γράφει σχετικά με τις σχέσεις του Ρασκ με τους δύο Προέδρους:
«Είχε μια απόμακρη και μόνο σχέση με τον Πρόεδρο Κέννεντυ, ενώ συνεργάσθηκε στενότερα με τον Πρόεδρο Τζόνσον. Αμφότεροι οι πρόεδροι εκτιμούσαν την αφοσίωσή του και το χαμηλών τόνων ύφος του. Παρά το ότι δεν κουραζόταν από την εργασία του, ο Ρασκ δεν επέδειξε ταλέντο στη διοίκηση του υπουργείου του».[17]
Μετά το Επεισόδιο στον Κόλπο του Τονκίνο, ο Ρασκ στις 21 Σεπτεμβρίου 1964, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ δεν θα διώχνονταν από τον Κόλπο του Τονκίνο και θα εξασφάλιζαν ότι δεν θα μετατρεπόταν σε «κομμουνιστική λίμνη» διά της συνεχούς παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων εκεί.[18] Μετά από αυτό, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε ανοικτό πλέον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Τον Φεβρουάριο του 1966, όταν ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και διέταξε την αποχώρηση όλων των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Γαλλία, ο Τζόνσον ζήτησε από τον Ρασκ να ρωτήσει «ως διευκρίνηση» τον ντε Γκωλ αν συμπεριλαμβάνονταν και τα σώματα των θαμμένων εκεί Αμερικανών στρατιωτών που είχαν θυσιασθεί για την ελευθερία της Γαλλίας.[19] Ο Ρασκ έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι ο ντε Γκωλ δεν του απάντησε όταν του έκανε αυτή την ερώτηση.[20][21]
President Kennedy was less satisfied with his secretary of state, Dean Rusk...John F. Kennedy, more than any president since FDR, was his own secretary of state...But it was not the White House staff that said the State Department was 'like a bowl of jelly', or that it 'never comes up with any new ideas'. Those were John F. Kennedy's words...More than one White House tape revealed the president's impatience with Rusk...nor did JFK or RFK believe that Rusk himself was as thoroughly prepared for emergency meetings and crises as he should have been.