Ο δήμιος των κολασμένων (Brute Force) | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Ζυλ Ντασέν[1][2][3] |
Παραγωγή | Μαρκ Χέλινγκερ |
Σενάριο | Ρίτσαρντ Μπρουκς |
Πρωταγωνιστές | Μπαρτ Λάνκαστερ[2][4], Χιουμ Κρόνιν[4], Τσαρλς Μπίκφορντ[4], Ιβόν ντε Κάρλο[4], Αν Μπλάιθ[4], Έλα Ρέινς[4], Ανίτα Κόλμπι[4], Σαμ Λεβίν[4], Τζέι Σι Φλίπεν[4], Φρανκ Πούλια[4], Χάουαρντ Νταφ[4], Τζον Χόιτ[4], Τζεφ Κόρεϊ[4], Ρίτσαρντ Γκέινς[4], Roman Bohnen[4], Γουίτ Μπίσελ και Ρέι Τιλ |
Μουσική | Μίκλος Ρόζα |
Φωτογραφία | Ουίλιαμ Ντάνιελς |
Μοντάζ | Έντουαρντ Κέρτις |
Διανομή | Universal Studios και Netflix |
Πρώτη προβολή | 1947 |
Κυκλοφορία |
|
Διάρκεια | 98 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ακαθάριστα έσοδα | 2.2 εκατομμ. δολάρια (εσόδα ΗΠΑ)[5] |
δεδομένα ( ) |
Ο δήμιος των κολασμένων (Πρωτότυπος τίτλος: Brute Force) είναι αστυνομικό φιλμ νουάρ Αμερικανικής παραγωγής του 1947 σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν και σενάριο του Ρίτσαρντ Μπρουκς, βασισμένο σε μια ιστορία του Ρόμπερτ Πάτερσον. Πρωταγωνιστούν οι Μπαρτ Λάνκαστερ, Χιούμ Κρόνιν και Τσαρλς Μπίκφορντ.
Ένα βροχερό πρωινό, τέσσερις τρόφιμοι κοιτούν έξω από το παράθυρο της φυλακής του Γουέστμορ και βλέπουν τον συνάδελφό τους στο κελί, Τζο Κόλινς, να βγαίνει από την απομόνωση. Ο Τζο είναι θυμωμένος και μιλάει για εξέργεση. Καθώς οι φρουροί, με επικεφαλής τον σαδιστή αρχιφύλακα Γουαρντέν Μάνσεϊ, προσπαθούν να διατηρήσουν την πειθαρχία, ο γιατρός της φυλακής προειδοποιεί τους ανωτέρους του σε μια συνάντηση που έχει μαζί τους, ότι η φυλακή είναι μια πυριτιδαποθήκη που θα εκραγεί αν δεν προσέξουν. Καταγγέλλει επίσης τη συμπεριφορά του Μάνσεϊ και παραπονιέται ότι η κοινή γνώμη και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν καταλαβαίνουν πώς η φυλακή πρέπει να λειτουργεί ως σωφρονισμός για τους κρατούμενους.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης ο δικηγόρος του Τζο του αναφέρει ότι η σύζυγος του Τζο, Ρουθ, θα υποβληθεί σε μια απαραίτητη επέμβαση μόνο όταν αυτός θα είναι εκεί, παρόλο που η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο. Στο μηχανουργείο της φυλακής, οι τρόφιμοι σκοτώνουν τον συγκρατούμενο Γουίλσον, ο οποίος είναι συνεργάτης του Μάνσεϊ και προκάλεσε την απομόνωση του Τζο, αναγκάζοντάς τον να μπει σε ψυχολογική πίεση. Ο Τζο βρίσκει άλλοθι από μια επίσκεψη στον γιατρό της φυλακής.
Ο Τζο ζητά τη βοήθεια του συγκρατούμενου Γκάλαχερ για να αποδράσει, αλλά η προοπτική πρόωρης αποφυλάκισης του τον αναγκάζει να μην διακινδυνεύσει. Μόνο όταν ένας κρατούμενος οδηγείται στην αυτοκτονία από τον Μάνσεϊ και οι αρχές της φυλακής ανακαλούν όλα τα προνόμια, ο Γκάλαχερ δείχνει πρόθυμος να καταστρώσει ένα σχέδιο μαζί με τον Τζο.
Καθώς το σχέδιο απόδρασης διαμορφώνεται, ο καθένας από τους κρατούμενους λέει τη δική του ιστορία στους άλλους. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αγάπη για μια γυναίκα οδηγεί αναπόφευκτα σε προβλήματα με το νόμο. Ο Μάνσεϊ μαθαίνει τις λεπτομέρειες του σχεδίου απόδρασης από έναν πληροφοριοδότη, έναν από τους άνδρες στο κελί R17.
Η απόδραση πρέπει να ξεκινήσει στις 12:15, την ίδια ώρα που ο διευθυντής της φυλακής ανακοινώνει την παραίτησή του. Μια εξέργεση γίνεται στην αυλή της φυλακής καταστέλλεται βάναυσα και αιματηρά, καθώς ο Τζο και οι άνδρες του επιτίθενται στον πύργο από έξω και ο Γκάλαχερ από μέσα. Τελικά η απόδραση είναι ανεπιτυχής και όλοι οι άντρες του κελιού R17, καθώς και η ομάδα του Τζο και του Γκάλαχερ, σκοτώνονται. Το ίδιο και ο Μάνσεϊ στην προσπάθεια του να ελέγξει την σκοπιά.
Η έμπνευση για την ακατάπαυστη απελπισμένη βία ήταν η πρόσφατη «Μάχη του Αλκατράζ» (2–4 Μαΐου 1946) στην οποία οι κρατούμενοι έδωσαν μια απελπιστική διήμερη μάχη αντί να παραδοθούν στον απόηχο μιας αποτυχημένης απόπειρας απόδρασης.[6] Η ταινία έχει μια σειρά από βάναυσες σκηνές, συμπεριλαμβανομένης της σύνθλιψης ενός αιχμάλωτου περιστεριού κάτω από μια μηχανή και τον ξυλοδαρμό ενός κρατούμενου δεμένου σε μια καρέκλα με ιμάντες. Ο κινηματογραφικός συγγραφέας Έντι Μίλερ έγραψε ότι «η κορύφωση της ταινίας παρουσίασε την πιο οδυνηρή βία που έχει δει ποτέ στις κινηματογραφικές αίθουσες».[7]
Στην Ελλάδα η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 21 Δεκεμβρίου 1964 στον κινηματογράφο Αργώ στην Αθήνα.[8]
Ο κριτικός κινηματογράφου Μπόσλεϊ Κράουδερ έγραψε: "Η ταινία είναι πιστή στον τίτλο της (Brute force: Ωμή βία) - ακόμα και στο να πάρει το νόμο και την τάξη στα χέρια της. Το ηθικό δίδαγμα είναι: μην πας φυλακή· εκεί συναντάς τέτοιες άθλιες αρχές. Και, όπως λυπημένα παρατηρεί ο γιατρός, «Κανείς δεν δραπετεύει ποτέ»."[9]
Πρόσφατα (2004), ο κριτικός Ντένις Σβαρτς έγραψε: «Ο Ζυλ Ντασέν (Ριφιφί και Γυμνή Πόλη) σκηνοθετεί αυτό το σκληρό αλλά ξεπερασμένο εγκληματικό δράμα, δείχνοντας ανήσυχος για τις συνθήκες της φυλακής…[] καθώς ο Ντασέν επικρίνει την κοινωνία επειδή δημιούργησε και στη συνέχεια έκλεισε τα μάτια στη βαρβαρότητα και την αναισθησία ενός συστήματος φυλακών που δεν προσφέρει καμία ευκαιρία για αποκατάσταση».[10]
Στον ιστότοπο συλλογής κριτικών Rotten Tomatoes, η ταινία έχει βαθμολογία θετικής έγκρισης 95% βασισμένες σε 19 κριτικές με μέσο όρο 7.80/10.[11] Ενώ στο Metacritic αποδίδεται μέσος όρος βαθμολογίας 80 στα 100, με βάση 14 κριτικές, υποδεικνύοντας «γενικά ευνοϊκές κριτικές». [12]