Ουάντι Μουτζίμπ | |
---|---|
Εκβολές | Νεκρά θάλασσα |
Χώρα | Ιορδανία |
Μήκος | 72 χλμ |
wikidata ( ) |
Το Ουάντι Μουτζίμπ (αραβ. وادي الموجب, Wadi el-Mujib) είναι ποταμός της Ιορδανίας, αναφερόμενος στη Βίβλο με την ονομασία χείμαρρος Αρνών (εβρ. נַחַל ארנון[1]). Μετά από διαδρομή σχεδόν 72 χιλιομέτρων, εκβάλλει στη Νεκρά θάλασσα, δηλαδή στο χαμηλότερο σημείο της επιφάνειας της ξηράς στη Γη, 430 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.[2] Σήμερα το ποτάμι έχει επτά παραποτάμους και με φράγμα έχει δημιουργηθεί στον ρου του ομώνυμη τεχνητή λίμνη. Το κατώτερο (δυτικό) μέρος του ρου του αποτελεί το «Καταφύγιο Βιόσφαιρας Μουτζίμπ», δημοφιλές για οδοιπορία και καταρρίχηση φαραγγιού (canyoning) ανάμεσα σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς βράχων και πετρωμάτων.
Κατά τη διάρκεια της Τελευταίας εποχής παγετώνων η επιφάνεια της Νεκράς Θάλασσας ήταν περίπου 240 μέτρα υψηλότερα από ό,τι σήμερα και είχε πλημμυρίσει τα χαμηλότερα μέρη των φαραγγιών που καταλήγουν σε αυτή, τα οποία ήταν όρμοι της και συσσώρευαν ιζήματα. Καθώς το κλίμα έγινε ξηρότερο πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, ήδη από την αρχή της λήξεως της εποχής των παγετώνων, η στάθμη του νερού της λίμνης έπεσε, αφήνοντας τα φαράγγια που ξεπρόβαλαν και πάλι, γεμισμένα με ίζημα ασβεστολιθικών πηλών. Τα περισσότερα ποτάμια κατόρθωσαν να διανοίξουν τον ρου τους μέσα από αυτές τις φραγές και να ανακτήσουν τα αρχαία τμήμητα του κάτω ρου τους. Αλλά το Ουάντι Μουτζίμπ εγκατέλειψε την αρχική του έξοδο, διανοίγοντας μια σχισμή στο πέτρωμα του ψαμμίτη. Αυτή η στενή σχισμή έγινε το «λαιμομπούκαλο» μιας τεράστιας λεκάνης απορροής με έκταση 6.571 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με μεγάλες ροές και ετήσιο όγκο φερτών υλών που εκτιμήθηκε σε 143.780 τόνους. Με την πάροδο των αιώνων, η σχισμή βάθυνε και πλάτυνε, μέχρι που δημιουργήθηκε το σημερινό Φαράγγι του Ουάντι Μουτζίμπ στο τελευταίο τμήμα του.
Το Φράγμα του Μουτζίμπ ολοκληρώθηκε το 2004, εκεί όπου ο πανάρχαιος Δρόμος του Βασιλιά (και η σύγχρονη Εθνική οδός 35 της Ιορδανίας) διασχίζει τον ποταμό. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια τεχνητή λίμνη με μέγιστο μήκος 3,5 χιλιόμετρα, που υδροδοτεί κυρίως την πρωτεύουσα της Ιορδανίας Αμμάν.
Το Καταφύγιο Μουτζίμπ περιλαμβάνει το ορεινό τοπίο στα ανατολικά της κεντρικής περιοχής της Νεκράς Θάλασσας, στα νοτίως της Κοιλάδας του Ιορδάνη, περίπου 90 χιλιόμετρα νοτίως του Αμμάν. Η έκταση της προστατευόμενης περιοχής είναι 212 τετραγωνικά χιλιόμετρα και θεσπίσθηκε το έτος 1987 από τη Βασιλική Εταιρεία Προστασίας της Φύσεως της χώρας. Παρουσιάζει εθνική και διεθνή σημασία, ιδίως για την ορνιθοπανίδα που υποστηρίζει.[3] Το 2011 η UNESCO ανακήρυξε το Μουτζίμπ «Καταφύγιο βιόσφαιρας».[2] Εκτείνεται μέχρι τα όρη του Αλ Καράκ προς τα βόρεια και μέχρι τα όρη της Μάνταμπα προς τα νότια, φθάνοντας σε υψόμετρο τα 1.277 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας σε μερικά σημεία. Αυτή η υψομετρική διαφορά έως και 1.708 μ. εντός της λεκάνης απορροής του Ουάντι Μουτζίμπ, συνδυασμένη με τη μόνιμη ροή νερού στην κοιλάδα, σημαίνει ότι το Καταφύγιο παρουσιάζει μεγάλη βιοποικιλότητα, που εξερευνάται και καταγράφεται ακόμα και σήμερα.[4] Το Καταφύγιο Μουτζίμπ αποτελείται από ορεινή, βραχώδη έρημο και ερημική έκταση με λιγοστή βλάστηση, με κρημνούς και φαράγγια να διακόπτουν το τοπίο. Ρυάκια με διαρκή ροή όλο το έτος, τροφοδοτούμενα από πηγές, εξασφαλίζουν την παρουσία νερού σε όλο το μήκος της κοιλάδας.
Περισσότερα από 300 είδη φυτών, δέκα είδη θηρευτών και πολλά είδη ενδημικών και αποδημητικών πουλιών έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα.[3] Κάποιες από τις απόμακρες περιοχές είναι δύσκολα προσπελάσιμες και έτσι προσφέρουν ασφαλή καταφυγή σε σπάνια είδη αιλουροειδών, αιγωδών και άλλων ορεσίβιων ζώων.
Οι πλαγιές της περιοχής έχουν λίγα σημεία με βλάστηση, ενώ τα επίπεδα υψηλότερα μέρη φιλοξενούν βλάστηση τύπου στέπας. Ανάδυση του νερού του υπεδάφους συμβαίνει σε τοποθεσίες κατά μήκος της όχθης της Νεκράς Θάλασσας, όπως με τις θερμές πηγές του Ζάρα, από τις οποίες εξαρτάται μια πλούσια συστάδα δέντρων των γενών ακακία, ταμαρίς, Phoenix και πικροδάφνη, καθώς και ένα μικρό έλος. Οι πλαγιές του Καταφυγίου με τις μικρότερες κλίσεις χρησιμεύουν στη βόσκηση αιγοπροβάτων. Επίσης οι θερμοπηγές του Μαΐν (Χαμαμάτ Μαΐν) κοντά στο βόρειο σύνορο του Καταφυγίου, δέχονται πολλούς τουρίστες σε σχετικές εγκαταστάσεις.[4]
Ο στρατός της Ιορδανίας διατηρεί ένα εποχικό στρατόπεδο στο νότιο μέρος του Καταφυγίου.
Το Καταφύγιο Μουτζίμπ έχει στρατηγική σημασία για τα αποδημητικά πτηνά, καθώς αποτελεί μία ασφαλή στάση όσων από αυτά πετούν κάθε έτος κατά μήκος της Μεγάλης Ρηξιγενούς Κοιλάδας ανάμεσα στην Αφρική και τη βορειοανατολική Ευρώπη. Τα ακόλουθα είδη πτηνών παρατηρούνται τακτικά:
Επίσης υπάρχουν σαρκοφάγα όπως η ύαινα η ραβδωτή και ο συριακός λύκος, ενώ το απειλούμενο εξαιτίας της υπερθηρεύσεώς του από τον άνθρωπο είδος ίβηξ ο νουβικός φαίνεται να ανακάμπτει.
Το Ουάντι Μουτζίμπ ή Αρνών, όπως αναφέρεται στη Βίβλο, υπήρξε ανέκαθεν σημαντικό όριο διαχωρισμού διάφορων φύλων. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ήταν το σύνορο μεταξύ των Μωαβιτών και των Αμοριτών (Αριθ. κα΄ 13-26, Δευτερονόμιο γ΄ 8 Κριταί ια΄ 18).
Μετά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στην περιοχή, ο χείμαρρος χώριζε, τουλάχιστον θεωρητικά, τους Μωαβίτες από τις ισραηλιτικές φυλές του Ρουβήν και του Γαδ (Δευτ. γ΄ 12-16). Στην πραγματικότητα ωστόσο οι Μωαβίτες ζούσαν σε σχεδόν ίσους αριθμούς στα βόρεια και στα νότια του χειμάρρου. Στα βόρεια βρίσκονταν η Αροήρ, η Δηβών, η Μαιδαβὰ και άλλες πόλεις των Μωαβιτών. Ακόμη και επί βασιλέων Ισραήλ Αμρί και Αχαάβ, που κατείχαν μέρος του εδάφους των Μωαβιτών, η ισραηλιτική κυριαρχία δεν εκτεινόταν νοτίως της Αταρώθ, περίπου 15 χιλιόμετρα βορείως του Αρνών.
Ο Μωαβίτης βασιλιάς Μεσά αναφέρει στη στήλη του (Μωαβιτική Λίθος, γραμμή 10) ότι οι Γαδίτες (και όχι οι Ρουβηνίτες) είχαν καταλάβει την Αταρώθ, από όπου εκείνος με τη σειρά του εξεδίωξε τους Ισραηλίτες. Αναφέρει ακόμα (γραμμή 26) ότι είχε κατασκευάσει οδό κατά μήκος του ποταμού. Η σημασία του ποταμού κατά την αρχαιότητα (και των γειτονικών του πόλεων) μαρτυρείται από τα πολλά ερείπια γεφυρών, φρουρίων και κτισμάτων που βρέθηκαν επάνω ή κοντά στον Αρνών. Τα περάσματά του υπαινίσσεται το Βιβλίο του Ησαΐα (ιστ΄ 2), ενώ και τα υψηλά μέρη της κοιλάδας του (στήλαι), στεφανωμένα με τα κάστρα των φυλάρχων, απαθανατίσθηκαν επίσης σε βιβλικό στίχο (Αριθ. κα΄ 28).
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, ένα φρούριο γνωστό ως Apud Arnona βρισκόταν κοντά στο σημείο όπου η ρωμαϊκή οδός Via Traiana Nova διέσχιζε τον ποταμό. Ο ένας απο τους παραποτάμους του, ο σημερινός Seil Heidan, ήταν γνωστός στους Ρωμαίους ως Αϊδόνας.[6]